Αρχική » , » Η σφαγή 350 φαντάρων στο Μακρονήσι

Η σφαγή 350 φαντάρων στο Μακρονήσι

{[['']]}
«Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας.  Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».
Μίμης Βρονταμίτης, καπετάνιος του επιταγμένου καϊκιού «Άγιος Νικόλαος».
Συνέβη μεταξύ Φλεβάρη και Μάρτη του 1948. Δολοφονήθηκαν 300 κρατούμενοι. Οι πάντες αποσιώπησαν και αποσιωπούν. Η πολιτεία και η Δικαιοσύνη συνεχίζουν επί 68 και περισσότερα χρόνια να μην τολμούν και να μη θέλουν, έστω και για την ιστορική αλήθεια, να φωτίσουν το φαινόμενο Μακρόνησος, έστω και μερικές πτυχές του, όπως είναι η σφαγή στο Α’ Τάγμα Σκαπανέων.
Η Μακρόνησος, το άγονο αυτό νησί των 15 τετραγωνικών χλμ. αναγορεύτηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με εισήγηση του ΓΕΣ προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19/2/47. Η εισήγηση εγκρίθηκε στις 3/4/47 και οι πρώτοι σκαπανείς – αριστεροί στρατιώτες δίχως όπλα – έφτασαν στη Μακρόνησο στις 26/5/47.
Η Μακρόνησος λειτούργησε ως το 1958 με τρόπο που να «ντρέπεται ο γήλιος ως διαβαίνει απ’ το νησί, τόσο σκυφτούς ανθρώπους ν’ αντικρίζει» και μετά, περίπου απόλυτη σιωπή… 
Ο Υπουργός Εσωτερικών που άνοιξε την Μακρόνησο ήταν ο Στράτος 
Το κολαστήρι χαιρέτησαν με ενθουσιασμό πολιτικοί της εποχής:
«Αναρρωτήριο ψυχών… Συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού… Εθνική κολυμβήθρα… Νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Τσάτσος
«Στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων». Π. Κανελλόπουλος,
Η Μακρόνησος είναι η νεοφασιστική φιλοσοφία και το πείραμα όπως το αποκάλεσαν με κυνικότητα για τη συντριβή της ελευθερίας, με τη βία και τρομοκρατία της «αναμόρφωσης», της ανθρώπινης συνείδησης. Είναι φασισμός που στις μέρες μας παρουσιάζεται με τη θεωρία και πρακτική της νέας τάξης πραγμάτων και της «αντιμετώπισης της τρομοκρατίας».
Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας. Ήταν ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης .Ήταν μια μελετημένη καταπιεστική και ψυχολογική μάχη που δινόταν καθημερινά ενάντια στη συνείδηση και αξιοπρέπεια όλων, ενάντια στην αντοχή του ανθρώπου. Ένα σύστημα «Αναμόρφωσης» για όλα τ’ αγύριστα κεφάλια, προκειμένου ν’ αναβαπτιστούν και ν’ αλλάξουν τα φρονήματά τους, τις ιδέες τους, τα ιδανικά τους.
Η ιστορία των φαντάρων χωρίς όπλα, ενός θεσμού που μπορεί να φαίνεται παράδοξος ή εξωπραγματικός, ακριβώς επειδή εξυπηρετούσε όχι απλά στρατολογίες εμφυλιοπολεμικές, αλλά την ολοκληρωτική εξαφάνιση του προοδευτικού κινήματος, με βασανιστήρια που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη αντοχή. Η ιστορία των πολιτών, των γυναικών, αλλά και των ηγητόρων της Εθνικής Αντίστασης, δηλαδή την ιστορία όλων εκείνων που είχαν κάνει την Αντίσταση να λάμψει μέσα στο σκοτάδι του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου…



Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ 300 ΣΤΟ Α΄ ΤΑΓΜΑ

Αποκορύφωμά , ήταν η σφαγή 300 ανθρώπων στο Α’ Τάγμα, για να σπάσει την αντίσταση των αγωνιστών /κρατουμένων.
Οι πατέρες της πολιτικής αυτής, Παναγιώτης Τσαλδάρης, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, είναι οι υπεύθυνοι για το κάτεργο της Μακρονήσου και της σφαγής στο Α’ Τάγμα, με τη δολοφονία 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών.
Το έγκλημα αυτό οι υπεύθυνοι το αποσιώπησαν και το επίσημο κράτος μέχρι σήμερα το αποκρύπτει. 
Δεν τολμά να δώσει τα επίσημα στοιχεία από τα αρχεία του για τη Μακρόνησο, για το έγκλημα της σφαγής και τον τόπο ταφής των νεκρών της. 
 
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ

Η εφιαλτική κατάσταση βασανιστηρίων που επικρατεί από την αρχή στο περιβόητο Γ’ τάγμα Σκαπανέων (Γ’ ΕΤΟ) και στην οποία ταιριάζει ο όρος κρατική τρομοκρατία, γίνεται σύντομα κοινό μυστικό… Πρόκειται για μια τρομοκρατική επιχείρηση χωρίς όρια, εφ’ όσον οι θάνατοι από τα βασανιστήρια μπορεί να αποφεύγονται μεν θεωρητικά και να αποσιωπούνται όταν συμβαίνουν από υπέρβαση ζήλου (το επίσημο αστικό κράτος δεν μπορεί να εμφανιστεί ότι μεταφέρει σε ξερονήσια ως δήθεν στρατιώτες πολιτικούς αντίπαλους του για να τους εξοντώσει άγρια), όμως παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός που δεν υποκύπτει. 

Αυτοί που χαρακτηρίζονται μετά την εφιαλτική παραμονή τους στο Γ’ ΕΤΟ ως «αμετανόητοι» μετάγονται στο Α’ ΕΤΟ, που, σύντομα θα θεωρείται «κόκκινο τάγμα» ή «τάγμα αμετανόητων» και όπου οι συνθήκες διαβίωσης απέχουν αρκετά από το να είναι το ίδιο σκληρές με εκείνες που επικρατούν στα δυο άλλα τάγματα. Όπως θα φανεί σε λίγο καιρό, πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο. Όταν ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν υποκύπτει, έστω και με τρομερά ατομικά βασανιστήρια, μια πιο αποτελεσματική μέθοδος θα μπορούσε να είναι μια ομαδική και δημόσια αιματοχυσία, ώστε το ηθικό να σπάσει επιτέλους… Μετά την ομαδική σφαγή των φαντάρων στο Α’ ΕΤΟ (29/2-1/3/48), ακολουθεί η μέθοδος του ατομικού βασανισμού. Του εγκλεισμού των αδάμαστων στο λεγόμενο σύρμα, το κούρεμα, το μαρτύριο της πέτρας, γνωστό ήδη από το Γ’ ΕΤΟ και το Β’ ΕΤΟ. Το μαρτύριο της ζέστης χωρίς καπέλο και χωρίς δέντρο το καλοκαίρι, το άθλιο συσσίτιο με το ελάχιστο νερό.
makronissos-1
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ

Του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού
«Εζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.

Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες, Χούμης και Δήμητρας, Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. 
Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».
Ο μακρονησιώτης Διονύσης Γεωργάτος στο βιβλίο του «Μακρόνησος ιστορικός τόπος» περιγράφει:
«Ο λαός μας έζησε τη Μακρόνησο. Οι πνευματικοί μας άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών Μακρονησιώτες, με τα έργα τους, σκιαγράφησαν το κάτεργο της Μακρονήσου και λίγο πολύ γνωρίζουμε την πραγματικότητα.
Η Διεύθυνση ΒΧΙ /ΓΕΣ από τις αρχές του 1948 σχεδιάζει δολοφονικό χτύπημα για να σπάσει την αντίσταση του Α’ Τάγματος στα σχέδιά της.

Στις πρώτες μέρες του Γενάρη ο διοικητής μας Κωνσταντόπουλος γύρισε από την Αθήνα. Είχε ασφαλώς συζητήσεις, οδηγίες και διαταγές από τov στρατοπεδάρχη Μπαϊρακτάρη. Ήταν συνεχώς ανήσυχος, εκνευρισμένος. Έκανε παντού προσωπική επιθεώρηση, συζητήσεις με τους διοικητές των λόχων του Τάγματος. Την ημέρα των Θεοφανίων κάλεσε συγκέντρωση του Τάγματος για να μας μιλήσει. Η συγκέντρωση έγινε περίπου στις 11 το πρωί και με τρέμουλο της φωνής του μας είπε, περίπου τα εξής: «Η Διοίκηση έχει πληροφορίες ότι σκοπεύετε να αφοπλίσετε την Αστυνομία Μονάδας και το Λόχο Διοικήσεως και να μας κτυπήσετε…. Οι λόφοι, όμως, αυτοί και τα γύρω φυλάκια και οι δυνάμεις που τα φρουρούν, διοικούνται από γενναίους αξιωματικούς και δε θα παραδοθούν. Αλλά επιτέλους, δε θα βρεθούν μεταξύ σας μερικοί σώφρονες για να συγκρατήσουν αυτούς τους παράφρονες; Προσέξετε, γιατί πολλά κεφάλια που βλέπω τώρα, φοβούμαι ότι αργότερα δε θα τα, βλέπω. Το κράτος είναι δυνατό και κάθε απόπειρα θα τη συντρίψει…».

Ο Κωνσταντόπουλος πολύ σύντομα αντικαταστάθηκε. Αρχισε να οργανώνεται η τρομοκρατία, την οποία οι σκαπανείς ατομικά και ομαδικά, με σθένος την αντιμετώπιζαν. Διοικητής ήρθε στην αρχή ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, ο οποίος σταμάτησε κάθε προσπάθεια βίας και τρομοκρατίας. Αντικαταστάθηκε κι αυτός στα μέσα του Φλεβάρη από το λοχαγό Αντώνη Βασιλόπουλο, συνεργάτη του Μπαϊρακτάρη στη Μέση Ανατολή, με τα εκεί γνωστά γεγονότα στο στρατό. Εντάθηκε αμέσως νέο κύμα τρομοκρατίας, βασανισμοί στο πειθαρχείο, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες του Φλεβάρη

Η πρώτη μέρα της σφαγής, Κυριακή 29-2-1948

Του Νίκου Παπανδρέου«Πρωινή αναφορά πήρε ο υπασπιστής του Τάγματος υπολοχαγός Καστρίτσης. Αμέσως μετά διέταξε το Τάγμα να κατευθυνθεί συντεταγμένο προς το αμφιθέατρο. Ανάμεσά μας τριγυρίζει ο ανθυπολοχαγός Καρδάρας που έλεγε: «Σήμερα θα μιλήσει ο Χριστός με το πιστόλι». Ολοι βάλαμε τα γέλια, γιατί όλοι ξέραμε πως ο άνθρωπος αυτός είχε κάποια σημάδια παρανόησης. Επειδή, όμως, ήταν Κυριακή δεν αποκλείσαμε να έρθει κάποιος παπάς από το Λαύριο ή την Αθήνα για λειτουργία και κήρυγμα, όπως είπε και κάποια άλλη φορά”.
Του Νίκου Μανδράκου
«Το ντουφεκίδι κράτησε δευτερόλεπτα. Δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Η μεγαλύτερη μάζα των εξορίστων δεν είχε αντιληφθεί την ωμή πραγματικότητα. Νόμιζε πως οι πυροβολισμοί είχαν στόχο τον αέρα. Δε σημειώθηκε φυσικά καμία απολύτως αιτία, ανωμαλία ή αφορμή, για να θερίσουν οι σφαίρες τους φιλήσυχους σκαπανείς.
Η μικρότερη μάζα, γύρω στους δύο χιλιάδες άνδρες, που βρέθηκαν στην πλαγιά του θεάτρου δέχτηκε τα πυρά. Είδε να σωριάζονται αιμόφυρτα παλικάρια δίπλα της και συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για δολοφονία.
Εξαλλοι και αναστατωμένοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν:«Αίσχος… Ντροπή σας… Δολοφόνοι… εγκληματίες… δειλοί… γιατί μας σκοτώνετε;…».
Μερικοί, ενεργώντας αμήχανα, σύρθηκαν προς το βάθος της χαράδρας. Οι περισσότεροι, όμως, αντιμετώπισαν το απαίσιο έγκλημα με ψυχραιμία και αποφασιστικά. Στάθηκαν όρθιοι και βλέποντας τους δολοφόνους (περίπου εκατό μέτρα τους χώριζαν), το Λόχο Ασφαλείας, φώναζαν τις λέξεις που προαναφέραμε. Αλλοι μούντζωναν, αναθεμάτιζαν και άλλοι άνοιγαν τα χιτώνια τους καλώντας τους δολοφόνους να ρίξουν τις σφαίρες τους στα γυμνά στήθη τους.
Η μεγάλη, όμως, αναστάτωση προξενήθηκε ύστερα από λίγο. Την προκάλεσε το αίμα, το οποίο θολώνει το μυαλό του ανθρώπου, τον κακιώνει, τον εξοργίζει, τον δυναμιτίζει. Οι κρατούμενοι που ήταν στο θέατρο σχημάτισαν με τις παλάμες τους (αριστερά – δεξιά) φορεία. Τοποθέτησαν ευλαβικά τα θύματα και σιγά – σιγά κατηφόρισαν στο γήπεδο.
Πέντε νεκροί και πολλοί τραυματίες. Ολοι με πυροβόλα και όπλα. Από τους τραυματίες καμιά εικοσαριά βαριά. Αλλοι με τραύματα στο θώρακα, στο κεφάλι, στα χέρια, στα πόδια. Το αίμα έτρεχε αστείρευτο. Βογκούσαν απ’ τους πόνους. Οι επικλήσεις «Αχ! μανούλα μου» σου σπάραζαν την καρδιά».
Του Γιώργου Ραφαηλίδη
«Δίπλα μου, ο παλιός μου φίλος ο Βέργος ο Σιβρής. Κουβέντιαζε, είχαμε κέφι, χαρούμενος μου έλεγε πως την προηγούμενη μέρα του δόθηκε για λόγους υγείας απαλλαγή στρατού, δείχνοντας και το απολυτήριό του. Αλλά, λόγω μεγάλης τρικυμίας, δεν έφυγε, περιμένοντας τώρα ώρα την ώρα να καλμάρει η θάλασσα, για να σαλπάρει καΐκι. Ο Βέργος Σιβρής, πλημμυρισμένος από χαρά, μου μιλούσε για τη στιγμή που θα αγκάλιαζε τα παιδιά του κι αράδιαζε χίλια όνειρα για ζωή.
Είχαμε πια φτάσει στο θέατρο. Ξαφνικά ακούσαμε ριπές αυτομάτων και την ίδια στιγμή βλέπω το Βέργο Σιβρή να κυλιέται κάτου, βγάζοντας ένα πνιχτό «οχ».
Σαν τρελός σκύβω και τον αγκαλιάζω. Είχε δεχτεί μια σφαίρα στα μυαλά κι έτρεχε αίμα. Ηταν νεκρός. Και το βλέμμα έμενε συγκλονισμένο, σα να ρωτούσε: Γιατί με σκοτώνετε;»
Του Παναγιώτη Καφετζή
«Κάθισα στο χώμα και σιγοκουβέντιαζα με συναδέλφους. Ξαφνικά έπεσαν απανωτές ριπές από αυτόματα όπλα. Εγινε πανικός. Σε μια στιγμή ένιωσα ένα κάρβουνο αναμμένο και να καίει στο στόμα και στο αυτί μου. Επεσα κάτω. Επεσα σε αφασία».
Του Βάσου Σαλιάρη
«Εμάς τους δέκα τραυματίες μάς κατέβασαν στην παραλία. Το κύμα, όμως, σάρωνε και μες στη θεομηνία κανένας καπετάνιος καϊκιού δεν αποτολμούσε να μας περάσει στο Λαύριο. Αγωνία, τι θα απογίνουμε, και οι τραυματίες να βογκούν και να αιμορραγούν. Τότε ένα άφοβο παλικάρι, ο καπετάνιος Μίμης, το αποφάσισε, μας έβαλε στο αμπάρι και ξεκίνησε. Ο καπετάνιος για χάρη μας έπαιξε τη ζωή του κορόνα – γράμματα.
Μαζί μας συνοδοί δύο γιατροί, ο ανθυπολοχαγός Λεωνίδας Γεωργιλάκος και ο στρατιώτης Πριοβόλος. Η θάλασσα σφόδρα τρικυμισμένη και έτοιμη να μας καταπιεί. Ο καπετάν Μίμης, όμως, σωστός θαλασσόλυκος, κρατούσε γερά το τιμόνι. Εμείς σταυροκοπιόμαστε. Οι γιατροί σφουγγίζουν τις πληγές μας.
Με τα πολλά ο Καπετάν Μίμης μάς πέρασε στο Λαύριο. Είχαμε για την ώρα σωθεί».
makronisos-4
Η Δεύτερη μέρα της σφαγής, Δευτέρα 1-3-1948

Του Διονύση Γεωργάτου
«Η ώρα είναι περίπου 11. Από τα μεγάφωνα του περιπολικού, που πλέει δίπλα στους βράχους, ακούμε: «Προσοχή – Προσοχή». Και ύστερα από δύο με τρία λεπτά: «Προσοχή – Προσοχή. Στρατιώται του Α’ Τάγματος. Σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης».
Το πολεμικό προχωρεί, περνούν πάλι δύο τρία λεπτά. Σφυρίζει και τα μεγάφωνα επαναλαμβάνουν και συνεχίζουν: «Στρατιώται του Α’ Τάγματος, εκάματε μιαν απερισκεψία. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν σε στάσιν κατά της Πατρίδος. Οσοι από εσάς δε συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον Λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει».
Ολοι σχεδόν οι στρατιώτες, από όλους τους λόχους του στρατοπέδου, βγήκαν έξω απ’ τις σκηνές τους. Μερικοί ρωτούν τι είπε το μεγάφωνο; «Δεν άκουσες συνάδελφε. Εμείς λέει, κάναμε στάση, εμείς είμαστε δολοφόνοι». Οσοι ήταν έξω απ’ τις σκηνές φωνάζουν. «Αίσχος. Αίσχος. Δολοφόνοι. Φασίστες». Σηκώνουν τα χέρια και ομαδικά μουντζώνουν με κατεύθυνση το πολεμικό.(…)
Το περιπολικό, κατά μικρά διαστήματα, απομακρύνεται από την ακτή, για να επανέλθει με νέες οδηγίες και συμβουλές.«Στρατιώται, το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει. Θα επιβάλει τον νόμον. Θα τιμωρήσει διά τη στάσιν τους υπαίτιους. Εγκαταλείψετε τους κομμουνιστάς και μεταμεληθείτε. Η πατρίς θα σας συγχωρέσει…».
Αυτή η δραστηριότητα για κάμποση ώρα του πολεμικού είναι, για να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας, που τιμητικά περιφρουρούσαμε στη σκηνή τους, να πάμε στη χαράδρα του 7ου Λόχου, δίπλα από το Λόχο Διοίκησης και να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας, επειδή πολεμήσαμε στην Αντίσταση τους κατακτητές και επειδή από «απερισκεψία» χθες κάναμε τάχα στάση στο στρατόπεδο.
Ολο το Τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει. Ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται στο γήπεδο, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδησή του στέκει όρθιο και περιμένει. Δε λυγίζει.
Αυτή είναι μια πραγματικά πατριωτική στάση του καθένα μας απέναντι στην ιστορία της χώρας μας. Δεν είναι δυνατό να προδώσει κανείς τα ιδανικά και τον αγώνα του λαού μας, τους νεκρούς και τους τραυματίες της χθεσινής μέρας. Οσο κι αν νιώθει το θάνατο να τον περικυκλώνει, προτιμά να παλέψει μαζί του, έστω κι αν κάποια σφαίρα τον περιμένει από λεπτό σε λεπτό. Εχει αποφασίσει χίλιες φορές να σκοτωθεί, παρά να υποκύψει στις διαταγές του Μπαϊρακτάρη και να προδώσει τη συνείδησή του, το συνάδελφό του, το λαό του.
Αυτές οι σκέψεις διαβάζονται μέσα από τα μάτια των συντρόφων μας. Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο Λόχο. Το Α’ Τάγμα αυτοπειθαρχημένο, μετρά τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής τους».
Του Τάκη Παπανικόλαου
«Ημουνα αντιγραφέας της ημερήσιας διαταγής του Α’ Τάγματος Σκαπανέων. Τη δεύτερη μέρα των γεγονότων βρισκόμουν στο γραφείο (σκηνή) του 1ου Λόχου. Οι φαντάροι μέσα στις σκηνές τους συνέχιζαν την απεργία (αποχή συσσιτίου). Εκδηλώθηκε επίθεση με όπλα εναντίον μας. Είχανε φέρει από το Γ’ Τάγμα επίλεκτους και μας χτυπούσαν. Κόλαση πυρός. Σειόταν το νησί. Οι φαντάροι αντίκριζαν το χάρο και μέσα στην αναστάτωσή τους κατευθύνονταν προς τα μαγειρεία. Μπροστά μου κι όξω από το γραφείο του 1ου Λόχου έπεσαν τραυματισμένοι θανάσιμα δύο φαντάροι. Ταραγμένος προσπάθησα να τους προσφέρω κάποια βοήθεια, μα ξεψύχησαν στα χέρια μου».
Του Δημήτρη Διαμαντή
«Βλέπω ξαφνικά το φίλο μου τον κιθαρίστα το Θεσσαλονικιό, τον Αμυράλη Βενιζέλο, μέσα σε κείνο το καμίνι να στέκεται όρθιος. Ηταν μπλεγμένος ανάμεσα σε δυο σκηνές και γραδωμένος σε κάτι τριχιές. Βάζω δυνατή φωνή: «Βενιζέλο, σκύψε θα σε βρει βόλι». Μα ο Βενιζέλος δεν αποκρίθηκε, έμεινε ολόρθος, έτσι όπως σ’ άλλες εποχές, όταν έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Με τρόπο τον ζύγωσα. Πάγωσα. Ηταν νεκρός κι απ’ το λαρύγγι του έτρεχε αίμα».
Του Χρυσόστομου Μαυρίδη
«Μέσα σε κείνη την κόλαση της φωτιάς μαζί με δυο άλλους στρατιώτες κουβαλούσαμε στο ιατρείο του στρατοπέδου έναν τραυματία με σπασμένα από ριπή πόδια. Στο ιατρείο ένας νεαρός γιατρός, αντί να δίνει τις πρώτες βοήθειες στους τραυματισμένους, που έβλεπε δίπλα του, είχε ξεσπάσει σ’ ένα απαρηγόρητο κλάμα. Πήρα μόνος μου ένα λευκό επίδεσμο και τον έδεσα περιβραχιόνιο. Το ίδιο έκανα και στους άλλους, που ήταν δίπλα μου. Αυτοανακηρυχθήκαμε τραυματιοφορείς εκεί δα.
Ενας εθνοφρουρός από την Κοκκινιά ξαπλωμένος στο χώμα σπαρταρούσε σαν ψάρι.
Μπροστά μου ένας σκοτωμένος, που η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και του είχε σπάσει το κρανίο. Τα μυαλά του είχαν χυθεί απέξω, όπως το αυγό, που σπάει στο βράσιμο και είχαν ανακατωθεί με αίμα και χώμα.
Πόσους τραυματίες κουβαλήσαμε; Πόσους σκοτωμένους; Πόσα αυτοκίνητα φορτώσαμε; Μέσα μου όλα ήταν ανάκατα, μηχανικά φόρτωνα τ’ αυτοκίνητα, που γιόμιζαν νεκρούς. Ημουν βουτηγμένος στα αίματα κι έτρεμα ολόκληρος».
Του Γεράσιμου Λογαρά
«Στην ακρογιαλιά γινόταν πανζουρλισμός. Τα πυρά έφτιαχναν ομπρέλα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Δίπλα μου έπεφταν αράδα νεκροί, αράδα τραυματισμένοι. Φωνές απελπισίας. Βλέπω ένα φανταράκι, τον Κρητικό Νικητάκη, απ’ την αγωνία του να κόβει τις φλέβες του. Πολλοί, πάρα πολλοί, έπεφταν στη θάλασσα και μαζί μ’ αυτούς κι ο φίλος μου, ο Καλύμνιος Νικόλαος Φωκάς. Ανεβοκατέβαινε μες στο νερό, σιγοπνιγόταν. Τρελός από αγωνία και τα διασταυρωμένα πυρά απ’ το πολεμικό, βούτηξα αγνοώντας τα όλα κι άρπαξα απ’ τα μαλλιά τον Φωκά, σέρνοντάς τον όξω μισοπεθαμένο».





makronisos-10
Αριστεροί Λευκαδίτες στρατιώτες και ναύτες στο «σύρμα» της Μακρονήσου, 1948. Στο μέσον, με τα ναυτικά, ο Απόστολος Σάντας |https://enthemata.wordpress.com 


Tου Διονύση Γεωργάτου
«Οι ριπές απ’ όλα τα μέτωπα έχουν για μια στιγμή κάπως ελαττωθεί. Οι τραυματιοφορείς έχουν πυκνώσει, φορούν περιβραχιόνια, περιφέρονται μέσα και πίσω από τους ένοπλους και μαγκουροφόρους και μεταφέρουν τους τραυματίες στο αναρρωτήριο και στα μετόπισθεν, όπου οι γιατροί και οι νοσοκόμοι της διοίκησης και των λόχων τούς προσφέρουν κάποια βοήθεια.
Πάνω από το λιμάνι και προς τον 3ο Λόχο που έχει εκκενωθεί από το μεσημέρι της Κυριακής, υπάρχει τώρα σχετική ηρεμία. Ακόμα αυτή η περιοχή που οδηγεί προς τον 7ο Λόχο δεν έχει χτυπηθεί. Οι εκεί φρουρές δε χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Ο ρόλος τους είναι προς τα εκεί να μην υποχωρήσουμε και να βρεθούμε τελικά σ’ ένα διάδρομο με διέξοδο προς τον 7ο Λόχο, που μας καλούσε η διαταγή να πάμε.
Η ώρα θα είναι περασμένες δύο. Είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς καμιά σχεδόν κάλυψη. Η σκέψη του καθενός μας έχει πάψει να λειτουργεί. Ο καθένας μας περιμένει τη δική του σειρά, να τον πάρει μια σφαίρα. Δεν έχει άλλη λύση.
Σε μια στιγμή, όμως, καθώς οι ριπές των όπλων έχουν κάπως κοπάσει, μια φωνή δυνατή, κρυστάλλινη από κάποιον όρθιο σκαπανέα, ακούγεται: «Συνάδελφοι, όλοι όρθιοι να ψάλλουμε τον Εθνικό μας Υμνο».
Το κόκκινο τάγμα, όλοι όρθιοι σε θέση προσοχής, όρθιοι και οι τραυματίες, όσοι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, αρχίζουν να ψάλλουν καθαρά και με όλη τη δύναμη της φωνής τους τον Εθνικό Υμνο.
«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…
Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά».
Αυτή είναι η κορυφαία στιγμή της ιστορίας της Μακρονήσου. Οι βασανιστές αξιωματικοί Σκαλούμπακας, Μπαρούχος, Σφακιανός και λοιποί αιφνιδιάζονται, τα χάνουν. Οι περισσότεροι οπλοφόροι σταματούν κι αυτοί τα πυρά. Ισως μερικά απ’ αυτά τα παιδιά να στάθηκαν και σε θέση προσοχής.
Και στ’ αλήθεια, πόσα από δαύτα διέταξαν να μας χτυπούν με τα όπλα και να μας σκοτώνουν επί τρεις ώρες, δεν έριχναν κρυφά στον αέρα!»
Του Παντελή Παντελέοντα
«Μακελειό στο Α΄ Τάγμα. Μονάχα ένας Ντοστογιέφσκι μπορεί να τα καταγράψει. Μπουσουλώντας έφτασα στον 7ο Λόχο κατά τις πέντε η ώρα… Τραγική κατάσταση… Προμηνυόταν νέα θύελλα. Πλησίασα τον ανθυπολοχαγό Μαργέτη, υπεύθυνο του Α2 Γραφείου, που έπαιζε μεγάλο ρόλο… και καθώς ήμουν αναμμένος και εκτός εαυτού, τον αρπάζω απ’ τα πέτα και του λέω: «Εάν χυθεί νέο αίμα θα είσαι υπεύθυνος εσύ».
Ευθύς μ’ άρπαξαν και πέντε και δέκα Αλφαμίτες και με βαρούσαν. Δίπλα μου ήταν ο Πότης Παρασκευόπουλος. Μ’ έσπασαν στο ξύλο. Εχασα τις αισθήσεις μου…
Μετά πέντε μέρες συνήλθα και βρισκόμουν στο αναρρωτήριο της ΣΦΑ. Είδα δίπλα μου τραυματισμένους τον Ηλία Ντότσικα από το Μεσολόγγι, δικηγόρο, τον Κώστα Σιαπέρα, απ’ τη Θεσσαλονίκη, και τον Νίκο Μομφεράτο, δημοσιογράφο».
Του γιατρού Λεωνίδα Γεωργιλάκου
«Την άλλη μέρα, Δευτέρα 1η Μάρτη, εκεί στο Γ’ Τάγμα ακούγαμε τις συνεχείς ομοβροντίες όπλων και οπλοπολυβόλων, κλεισμένοι μέσα στις σκηνές. Ολοι μας και οι στρατιώτες, που ήσαν κοντά μας, σκεφτόμασταν και συζητούσαμε για το σκοτωμό των παιδιών που γινόταν στο Α΄ Τάγμα.
Την Τρίτη το πρωί πήγα στο Α΄ Τάγμα. Ο διοικητής Βασιλόπουλος μαζί με τον ανθυπολοχαγό της Στρατολογίας Αλιμπράντη μας κάλεσε και έδωσε εντολή να πάμε στο Γ’ Τάγμα, στο διοικητή Σκαλούμπακα, να διαπιστώσουμε το θάνατο στρατιωτών και να συντάξουμε και υπογράψουμε το πρωτόκολλο θανάτου τους. Μας ζήτησε άκρα εχεμύθεια, επαναλαμβάνοντας και τονίζοντας σε μας αυτή την υποχρέωση.
Στο Γ’ Τάγμα ο Σκαλούμπακας μας διέθεσε Αλφαμίτες που μας οδήγησαν στο καΐκι, που ήταν στοιβαγμένα πτώματα στρατιωτών. Ηταν ένα τρομερό θέαμα.
Οι Αλφαμίτες μας φέρνανε έναν – έναν τους νεκρούς και διαπιστώναμε το θάνατό τους και την ταυτότητά τους. Σε συνέχεια μας έφεραν νεκρούς, που είχαν σε μεγάλες σκηνές. Καταμετρήσαμε 180 νεκρούς στρατιώτες.
Μετά την καταμέτρηση οι Αλφαμίτες παίρνανε τα πτώματα και τα τοποθετούσαν στοιβαγμένα στο καΐκι. Ο Σκαλούμπακας συνεχώς παρακολουθούσε από κοντά όλη αυτή τη διαδικασία.
Φτιάξαμε την κατάσταση – πρωτόκολλο θανάτου των στρατιωτών, το υπογράψαμε και το απόγευμα, που γυρίσαμε στο Α΄ Τάγμα, το παραδώσαμε στο διοικητή μας Βασιλόπουλο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η προσωπική μου οδυνηρή εμπειρία για τη σφαγή στο ΑΕΤΟ».
Του Θεόδωρου Κατριβάνου
«Είχα ανοίξει γραφείο και δικηγορούσα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου 6, τρίτος όροφος. Ενα απόγευμα προς βράδυ ακούω ένα νευρικό δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Βλέπω να μπαίνει μέσα ένας καταβεβλημένος, λικνιστός ηλικιωμένος με πολιτικά.
Τον αναγνώρισα αμέσως – μα πριν προλάβω να του το πω, αυτοσυστήνεται:
«Είμαι ο Κωνσταντόπουλος, ο «βασανιστής» σας. Με θυμάσαι;»
Στο μεταξύ είχα σηκωθεί με συγκίνηση και σπεύδω να του σφίξω το χέρι.
«Κανείς δε σας ξεχνάει, κύριε Συνταγματάρχα. Και ούτε βασανιστής είσθε. Χαίρομαι, που σας ξαναβλέπω, και σας παρακαλώ να καθίσετε».
Και παραγγέλνω έναν καφέ σκέτο, όπως ήξερα πως τον έπινε.
Έπεσε κουρασμένος σε μια πολυθρόνα. Τον κοίταξα. Ηταν έντονα καταβεβλημένος, πολύ άρρωστος. Με τα πολιτικά φαινόταν πιο έντονα η αρρώστια του.
«Ήθελα από καιρό να σε συναντήσω», συνέχισε. «Πάντοτε σε εκτιμούσα όπως και όλους σας, γιατί είσαστε παλικάρια. Ηθελα να εξηγηθώ μαζί σας και σε σένα ιδιαίτερα, γιατί σου είχα φερθεί άσχημα στην Γούρα. Δεν το γνώριζα. Μα ο σκοπός, που ήρθα, είναι άλλος, πιο σοβαρός».
«Θα θυμάσαι. Ήμουν Διοικητής του Α΄ Τάγματος Σκαπανέων και στη Μακρόνησο.
Λίγες μέρες πριν γίνουν τα φοβερά επεισόδια της σφαγής των κρατουμένων, με κάλεσε ο συνταγματάρχης, ο Μπαϊρακτάρης, και μου ζήτησε να στήσουμε παγίδα, για να χτυπηθούν οι κρατούμενοι. Έγινα έξω φρενών. Του απάντησα ότι δολοφόνος δε γίνομαι. Είμαι στρατιώτης και δεν κάνω αυτήν την ατιμία και μάλιστα σε Ελληνόπουλα. Παραιτούμαι αυτήν τη στιγμή, του απάντησα. Και αμέσως εγκατέλειψα το γραφείο του.
Πήγα στην έδρα μου. Μάζεψα τα πράγματα μου και ύστερα από λίγες μέρες έφυγα. Ο αντικαταστάτης μου ήρθε το ίδιο βράδυ.
Αυτά να τα γνωρίζετε υπεύθυνα. Τη δολοφονία τόσων παιδιών την οργάνωσε ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης μαζί με τους σκοτεινούς, που κυβερνούσαν τον στρατό μας την εποχή εκείνη. Πήρε μέρος και ο ίδιος αυτοπροσώπως, χτυπώντας από τη θάλασσα με πολυβόλα. Σκοπός τους ήταν να σας τρομοκρατήσουν, για να μπορέσουν στη συνέχεια να στρατολογήσουν από σας, όσους φοβηθούν, για να δημιουργήσουν το περίφημο τάγμα από τη Μακρόνησο, που το έστειλαν να πολεμήσει τους αντάρτες.
Έχω και άλλα να σου πω, έχω και γραπτά στοιχεία. Ελπίζω να είμαι καλά, να τα φέρω και να τα ξαναπούμε».
Σηκώθηκε με δυσκολία. Σηκώθηκα και εγώ. Σφίξαμε τα χέρια. Σχεδόν αγκαλιαστήκαμε.
Δεν τον ξαναείδα… Πέθανε από την επάρατη σε λίγες βδομάδες.
Τα κείμενα αντλήθηκαν από παλαιότερη ανάρτηση στο indymedia | Φωτό απο ανάρτηση του Σάκη Γαλιγάλη στο http://www.other-side.gr μέσω inred.gr

Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger