Αρχική » » Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 4ο

Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 4ο

{[['']]}
 Ο Βασίλ Βέρια, ένας βετεράνος της 14ης μεραρχίας Βάφεν-Ες Ες, της τάσης Μέλνικ, γράφει το 1968:

«Το προσωπικό που εκπαιδευόταν στη μεραρχία αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη του Ουκρανικού Επαναστατικού Στρατού. (...) Η διοίκηση του ΟΕΣ έστελνε επίσης τους άντρες της στη μεραρχία για να παρακολουθήσουν την κατάλληλη στρατιωτική εκπαίδευση. Αυτό δυνάμωνε τον ΟΕΣ, που είχε μείνει στα πάτρια εδάφη (μετά τη γερμανική υποχώρηση), κυρίως σε ό,τι αφορά στους διοικητές και τους εκπαιδευτές του».

Αν και η Οργάνωση των Ουκρανών Εθνικιστών (ΟΟΕ) της τάσης Μέλνικ και η ΟΟΕ της τάσης Μπαντέρα ήταν ανταγωνιστικές και μερικές φορές επιδίδονταν σε ένοπλες συγκρούσεις, βλέπουμε εδώ πώς συνεργάστηκαν κατά των κομμουνιστών, κάτω από την καθοδήγηση των Γερμανών ναζί.

Ο ναζί αξιωματικός Στόλτσε αποκάλυψε μπροστά στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ότι ο Κανάρις, αρχηγός της γερμανικής κατασκοπείας, είχε «δώσει οδηγίες για την οργάνωση και λειτουργία παράνομων δικτύων, ώστε να συνεχιστεί ο αγώνας κατά της σοβιετικής εξουσίας στην Ουκρανία. (...) Ικανοί πράκτορες είχαν ειδικά μείνει πίσω, προκειμένου να διευθύνουν το εθνικιστικό κίνημα». Να σημειωθεί ότι η τροτσκιστική ομάδα του Μαντέλ υποστηρίζει ακόμα τον ένοπλο «αντισταλινικό» αγώνα που οι ναζιστικές συμμορίες του ΟΕΣ διεξήγαγαν μεταξύ 1944 και 1952.

Στη διάρκεια του πολέμου, ο Τζον Λόφτους ήταν υπεύθυνος στο υπουργείο Δικαιοσύνης της Υπηρεσίας Ειδικών Ερευνών, που ήταν επιφορτισμένη με τον εντοπισμό των ναζί που προσπαθούσαν να διεισδύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο βιβλίο του The Belarus Secret (Το μυστικό της Λευκορωσίας) βεβαιώνει ότι η υπηρεσία του είχε αντιταχθεί στην είσοδο των Ουκρανών ναζί. Αλλά ο Φρανκ Βίσνερ, που διεύθυνε το Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού, μια υπηρεσία πληροφοριών, έμπαζε συστηματικά πρώην Ουκρaνούς, Κροάτες και Ούγγρους ναζί. Ο Βίσνερ, που αργότερα θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην ηγεσία της CIA, δήλωσε:

«Η Οργάνωση των Ουκρανών Εθνικιστών και ο αντάρτικος στρατός που δημιούργησε το 1942 (sic), ο Ουκρανικός Επαναστατικός Στρατός, αγωνίστηκαν σκληρά τόσο κατά των Γ ερμανών όσο και κατά των σοβιετικών Ρώσων». Εδώ βλέπουμε πώς οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών υιοθέτησαν την εκδοχή εκείνη της ιστορίας που έδωσαν οι Ουκρανοί ναζί, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τους αντικομμουνιστές αυτούς στον άνομο αγώνα κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Λόφτους απαντάει στον Βίσνερ:

«Είναι απολύτως ανακριβές. To U.S. Counter-Intelligence Corps είχε έναν πράκτορα που είχε φωτογραφίσει έντεκα τόμους εσωτερικών απόρρητων φακέλων της ΟΟΕ σχετικά με τον Μπαντέρα. Οι φάκελοι αυτοί δείχνουν καθαρά ότι τα περισσότερα από τα μέλη της εργάζονταν για την Γκεστάπο ή τα Ες Ες ως αστυνομικοί, εκτελεστές, κυνηγοί ανταρτών και διοικητικοί υπάλληλοι».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, Ουκρανοί πρώην ναζί ίδρυσαν «ινστιτούτα ερευνών» απ’ όπου διαδίδουν την «αναθεωρημένη» ιστορία τους για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λόφτους σημειώνει:

«Οι πόροι αυτών των “ινστιτούτων ερευνών”, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά όμιλοι κάλυψης για πρώην ναζί αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών, προέρχονταν από την Αμερικανική Επιτροπή για την Απελευθέρωση από τον μπολσεβικισμό».

«Κατά του Χίτλερ και κατά του Στάλιν», ήταν το κύριο σύνθημα, και σ’ αυτή τη βάση ένωσαν τις προσπάθειές τους οι πρώην χιτλερικοί και η CIA. Στους ανυποψίαστους ανθρώπους, το σύνθημα «κατά του φασισμού και κατά του κομμουνισμού» μπορεί να φαίνεται σαν ένας «τρίτος δρόμος», αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι το σύνθημα που συνενώνει, μετά την ήττα των ναζί, τους κατατροπωμένους πρώην θιασώτες της Μεγάλης Γερμανίας και τους Αμερικανούς διαδόχους τους που στόχευαν στην παγκόσμια ηγεμονία. Καθώς ο Χίτλερ ανήκε πλέον στο παρελθόν, η γερμανική ουκρανική, κροατική κλπ. άκρα Δεξιά κατέφυγε στην αμερικανική άκρα Δεξιά. Ένωσαν τις προσπάθειές τους κατά του σοσιαλισμού, κατά της Σοβιετικής Ένωσης που είχε σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος του αντιφασιστικού πολέμου. Για να συνενώσουν όλες τις δυνάμεις της αστικής τάξης, κατέκλυσαν το σοσιαλισμό με ψέματα, βεβαιώνοντας ότι ήταν χειρότερος από το ναζισμό. Το σύνθημα «κατά του Χίτλερ και κατά του Στάλιν» το χρησιμοποίησαν ως επιμύθιο στα «εγκλήματα» και τα «ολοκαυτώματα» του Στάλιν, για να συγκαλύψουν καλύτερα και στη συνέχεια ν’ αρνηθούν κατηγορηματικά τα τερατώδη εγκλήματα και τα ολοκαυτώματα του Χίτλερ. Το 1986, οι βετεράνοι του Ουκρανικού Επαναστατικού Στρατού, αυτοί οι ίδιοι που ισχυρίζονταν ότι είχαν αγωνιστεί «κατά του Χίτλερ και κατά του Στάλιν», εξέδωσαν ένα βιβλίο με τίτλο Γιατί ένα ολοκαύτωμα είναι καλύτερο από ένα άλλο;, γραμμένο από έναν παλιό αγωνιστή του ΟΕΣ, τον Γιούρι Τσουμάτσκι. Εκφράζοντας τη λύπη του για το γεγονός ότι «αναθεωρητές ιστορικοί αρνούνται την ύπαρξη των θαλάμων αερίων και βεβαιώνουν ότι λιγότερο από ένα εκατομμύριο Εβραίοι πέθαναν ή διώχτηκαν, ο Τσουμάτσκι συνεχίζει:

«Σύμφωνα με τις δηλώσεις των ακονιστών, ο Χίτλερ σκότωσε έξι εκατομμύρια Εβραίους, αλλά ο Στάλιν, που τον υποστήριξε ο eβραϊκός κρατικός μηχανισμός, κατόρθωσε να δολοφονήσει δέκα φορές περισσότερους χριστιανούς.».

ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΚΟΝΚΟΥΕΣΤ

Αν στη Συγκομιδή της θλίψης, ο Κόνκουεστ αναπλάθει την ιστορική εκδοχή των Ουκρανών ναζί, είναι γιατί οι πρώην μαχητές της μεραρχίας Βάφεν-Ες Ες Γαλικία και του Ουκρανικού Επαναστατικού Στρατού του πρόσφεραν τις κυριότερες «πηγές» του για το «λιμό-γενοκτονία» του 1932-1933!

Και να οι αποδείξεις:

Το κρίσιμο μέρος, το δωδέκατο κεφάλαιο, της Συγκομιδής της θλίψης, τιτλοφορείται «Ο λιμός μαίνεται». Περιλαμβάνει έναν εντυπωσιακό κατάλογο 237 αναφορών.

Μια πιο προσεκτική ματιά μας μαθαίνει ότι πάνω από τις μισές παραπέμπουν σε δεξιούς Ουκρανούς μετανάστες. Το έργο των Ουκρανών φασιστών Οι εγκληματικές πράξεις του Κρεμλίνου αναφέρεται 55 φορές!

Στο ίδιο κεφάλαιο, ο Κόνκουεστ αναφέρει 18 φορές το βιβλίο Ο ένατος κύκλος του Ολεξα Βοροπάι, που εκδόθηκε το 1953 από το νεολαιίστικο κίνημα της φασιστικής οργάνωσης του Στεπάν Μπα ντέρα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει λεπτομερή βιογραφία του για τη δεκαετία του '30... αλλά δε λέει τίποτα για το τι ήταν στη διάρκεια της κατοχής! Μία μόλις και μετά βίας καμουφλαρισμένη ομολογία του ναζιστικού παρελθόντος του. Συνεχίζει τη βιογραφία του από το 1948, στο Μόναχο, όπου βρήκαν καταφύγιο πολλοί Ουκρανοί φασίστες. Εκεί είναι που πήρε συνεντεύξεις από Ουκρανούς... για το λιμό-γενοκτονία του 1932-1933. Δεν αποκαλύπτεται η ταυτότητα κανενός από τους «μάρτυρες», πράγμα που στερεί το σύγγραμμα από κάθε επιστημονικό χαρακτήρα. Για κανένα μάρτυρα δε μας πληροφορεί τι έκανε στον πόλεμο, γεγονός που καθιστά πιθανή την υπόθεση ότι πρόκειται για φυγάδες Ουκρανούς ναζί που «αποκαλύπτουν την αλήθεια για το σταλινισμό».

Ο Μπιλ, που συνεργάστηκε με την αμερικανική αστυνομία και αρθρογράφησε στο φιλοναζιστικό τύπο του Χερστ, αναφέρεται πέντε φορές από τον Κόνκουεστ.
Ο Κραφτσένκο, αντικομμουνιστής μετανάστης, χρησιμεύει δέκα φορές ως πηγή. Ο Λεφ Κοπέλεφ, ένας άλλος Ρώσος μετανάστης, πέντε φορές.

Ανάμεσα στις επιστημονικές αναφορές, περίοπτη θέση κατέχει ένα... μυθιστόρημα του Γκρόσμαν, στο οποίο ο Κόνκουεστ αναφέρεται δεκαπέντε φορές!

Ο Κόνκουεστ αναφέρει τις συνεντεύξεις από το Σχέδιο Πρόσφυγες, του Χάρβαρντ, που χρηματοδοτήθηκε από τη CIA. Αναφέρει την Επιτροπή του Κογκρέσου για την Κομμουνιστική Βία της εποχής του Μακάρθι, έπειια το ναζιστικό βιβλίο του Έβαλντ Αμεντε, που εκδόθηκε το 1936. Ο Κόνκουεστ αναφέρεται πέντε φορές στον Γιουτζίν Λάιονς και στον Ουίλιαμ Τσάμπερλεν, δύο ανθρώπους που κάθισαν στις καρέκλες της διοικούσας επιτροπής του Radio Liberty, του σταθμού της CIA.

Στη σελίδα 244, ο Κόνκουεστ αναφέρει «έναν Αμερικανό» που είδε πεινασμένους ανθρώπους «σε ένα χωριό τριάντα χιλιόμετρα νότια του Κίεβου»:

«Σε ένα αχυροκάλυβο, έβραζαν κάτι βρομιές που ήταν αδύνατο να περιγραφούν». Αναφορά: New York Evening Journal, 18 Φλεβάρη του 1933. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το άρθρο του Τόμας Ουόκερ στον τύπο του Χερστ, που δημοσιεύτηκε το 1935! Ο Κόνκουεστ εσκεμμένα προχρονολόγησε την εφημερίδα για να την κάνει ν’ αντιστοιχεί στο λιμό του 1933. Ο Κόνκουεστ δεν κατονομάζει τον Αμερικανό: φοβάται μήπως ορισμένοι θυμηθούν ότι ο Τόμος Ουόκερ ήταν ένας πλαστογράφος που ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στην Ουκρανία. Ο Κόνκουεστ είναι κι αυτός πλαστογράφος.

Για να δικαιολογήσει τη χρήση βιβλίων μεταναστών που μεταφέρουν σούσουρο και φήμες, ο Κόνκουεστ δήλωσε:

«Η αλήθεια δεν μπορεί επομένως να διαδοθεί παρά μόνο με τη μορφή φημών» και «σε ό,τι αφορά στα πολιτικά ζητήματα, η καλύτερη πηγή -αν και όχι αλάνθαστη- είναι η φήμη».

Αυτό σημαίνει να ανυψώνει κανείς το δηλητήριο της παραπληροφόρησης, των φασιστικών ψεμάτων στο επίπεδο των ακαδημαϊκών αξιοσέβαστων επιχειρημάτων.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΛΙΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Υπήρξε λιμός στην Ουκρανία το 1932-1933. Αλλά προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από το μέχρις εσχάτων αγώνα που η ουκρανική άκρα Δεξιά διεξήγαγε κατά του σοσιαλισμού και κατά της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, αυτή η άκρα Δεξιά, σε συνεργασία με τους χιτλερικούς, χρησιμοποίησε ήδη σε βάθος το θέμα του «λιμού που προκλήθηκε εσκεμμένα με στόχο την εξολόθρευση του ουκρανικού λαού». Αλλά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα «αναμορφώσει» την προπαγάνδα αυτή με βασικό σκοπό τη συγκάλυψη των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν από τους ναζί και την κινητοποίηση των δυνάμεων της Δύσης κατά του κομμουνισμού.

Πράγματι, από την αρχή κιόλας της δεκαετίας του ’50, το γεγονός ότι είχαν εξολοθρεφτεί έξι εκατομμύρια Εβραίοι είχε επιβληθεί στην παγκόσμια συνείδηση. Η παγκόσμια άκρα Δεξιά χρειαζόταν μεγαλύτερο αριθμό νεκρών, «θυμάτων της κομμουνιστικής τρομοκρατίας». Και το 1953, τη χρονιά που θριάμβευε ο μακαρθισμός, είδαμε μια θεαματική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που πέθαναν στην Ουκρανία... είκοσι χρόνια πριν. Καθώς οι Εβραίοι είχαν δολοφονηθεί με εσκεμμένο, επιστημονικό τρόπο, έπρεπε και «η εξολόθρευση» του ουκρανικού λαού να πάρει τη μορφή μιας εν ψυχρώ γενοκτονίας. Και η άκρα Δεξιά, που αρνείται με πεποίθηση το ολοκαύτωμα των Εβραίων, επινόησε το ουκρανικό ολοκαύτωμα!

Ο λιμός του 1932-1933 στην Ουκρανία είχε τέσσερα αίτια.

Πρώτα απ’ όλα, προκλήθηκε από τον πραγματικό εμφύλιο πόλεμο που εξαπέλυσαν οι κουλάκοι και τα αντιδραστικά στοιχεία κατά της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας.

Ο Φρέντερικ Σούμαν ταξίδεψε ως τουρίστας στην Ουκρανία την περίοδο του λιμού. Οταν έγινε καθηγητής στο Ουίλιαμς Κόλε-τζ, εξέδωσε το 1957 ένα βιβλίο για τη Σοβιετική Ένωση, στο οποίο μιλάει για το λιμό.

«Η αντίσταση (των κουλάκων) έπαιρνε στην αρχή τη μορφή της σφαγής των ζώων, κυρίως των αλόγων, προκειμένου να αποτραπεί η κολεκτιβοποίησή τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα τρομερό πλήγμα για τη σοβιετική γεωργία, γιατί τα περισσότερα βοοειδή και άλογα ανήκαν στους κουλάκους. Μεταξύ 1928 και 1933, ο αριθμός των αλόγων μειώθηκε από σχεδόν 30 εκατ. σε λιγότερο από 15 εκατ. Από 70 εκατ. κερασφόρα, από τα οποία 31 εκατ. αγελάδες, έμειναν 38 εκατ., από τα οποία 20 εκατ. αγελάδες. Ο αριθμός αιγοπροβάτων μειώθηκε από 147 εκατ. σε 50 εκατ. και ο των χοίρων από 20 εκατ. σε 12 εκατ. Η σοβιετική γεωργική οικονομία δεν είχε ακόμη ανακάμψει από τις τρομερές αυτές απώλειες το 1941 (...) Ορισμένοι (κουλάκοι) δολοφόνησαν ανώτερους υπαλλήλους, πυρπόλησαν τα συνεταιριστικά αγροκτήματα και έκαψαν ακόμα και τη δική τους οοδειά και τους απόρους τους. Μεγαλύτερος ακόμη αριθμός αρνήθηκε να σπείρει και να θερίσει, ίσως με την πεποίθηση πως οι αρχές θα έκαναν παραχωρήσεις και θα τους εξασφάλιζαν έτσι κι αλλιώς τη διατροφή. Ό,τι επακολούθησε ήταν ο “λιμός" του 1932-

1933. (...) Λυπηρές διηγήσεις, φανταστικές οι περισσότερες, δημοσιεύτηκαν στο ναζιστικό τύπο στη Γερμανία και στον τύπο του Χερστ στις Ηνωμένες Πολιτείες. (...) Ο “λιμός” δεν ήταν, στις μετέπειτα φάσεις του, το αποτέλεσμα έλλειψης τροφίμων, παρά τη σημαντική μείωση των σπόρων και της συγκομιδής, σαν συνέπεια των ειδικών εισφορών την άνοιξη του 1932, που οφείλονταν προφανώς στο φόβο ενός πολέμου με την Ιαπωνία. Τα περισσότερα θύματα ήταν κουλάκοι, οι οποίοι είχαν αρνηθεί να σπείρουν τα χωράφια τους ή είχαν καταστρέψει τη σοδειά τους».

Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από ένα άρθρο του Ισαάκ Μα-ζέπα -αρχηγού του ουκρανικού εθνικιστικού κινήματος, πρώην πρωθυπουργού του Πετλιούρα το 1918- που δημοσιεύτηκε το
1934, πράγμα αρκετά ενδιαφέρον. Υπερηφανεύεται ότι στην Ουκρανία η Δεξιά κατόρθωσε την περίοδο 1930-1932 να σαμποτάρει σε μεγάλη κλίμακα τις γεωργικές εργασίες.

«Στην αρχή, ξέσπασαν ταραχές στα κολχόζ και αλλού δολοφονήθηκαν κομματικά στελέχη και οι καθοδηγητές τους. Αργότερα, όμως, αναπτύχθηκε μάλλον ένα σύστημα παθητικής αντίστασης που απέβλεπε στη συστηματική παρεμπόδιση των σχεδίων των μπολσεβίκων για τη σπορά και τη συγκομιδή. Οι αγρότες έκαναν παντού παθητική αντίσταση. Αλλά στην Ουκρανία η αντίσταση πήρε το χαρακτήρα εθνικού αγώνα. Η αντίσταση του ουκρανικού πληθυσμού προκάλεσε την αποτυχία του πλάνου για τη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής του 1931 και ακόμα περισσότερο του πλάνου του 1932. Η καταστροφή του 1932 ήταν το πιο ισχυρό πλήγμα που η σοβιετική Ουκρανία δέχτηκε από την εποχή του λιμού του 1921-1922. Οι καμπανιές για τη σπορά της γης απέτυχαν τόσο το φθινόπωρο όσο και την άνοιξη. Εκτάσεις ολόκληρες παρέμειναν χέρσες. Επιπλέον, την προηγούμενη χρονιά, μετά το θερισμό, σε πολλές περιοχές κυρίως του Νότου, το 20%, το 40% και το 50% ακόμα της συγκομιδής εγκαταλείφθηκε στα χωράφια, και είτε δε μαζεύτηκε καθόλου είτε καταστράφηκε κατά το αλώνισμα».

Το δεύτερο αίτιο του λιμού ήταν η ξηρασία που έπληξε μεγάλα μέρη της Ουκρανίας το 1930,1931 και 1932. Για τον Τζέιμς Ε. Μέις του Χάρβαρντ, πρόκειται για ένα μύθο που σκαρφίστηκε το σοβιετικό καθεστώς. Ωστόσο, στο έργο του Ιστορία της Ουκρανίας, ο Μιχαήλ Χρουσέφσκι, ένας από τους σημαντικότερους εθνικιστές ιστορικούς, αναφέρεται στο 1932 και λέει:

«Αυτή τη νέα χρονιά ξηρασίας συνέπεσε να επικρατούν συνθήκες χάους στη γεωργία».

Ο καθηγητής Νίκολας Ριασνόφσκι, που δίδαξε στο Russian Research Center του Χάρβαρντ, γράφει ότι οι χρονιές 1931 και 1932 γνώρισαν συνθήκες ξηρασίας. Ο καθηγητής Μιχαήλ Φλορίνσκι, που αγωνίστηκε κατά των μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο, σημειώνει:

«Το 1930 και το 1931, έντονες ξηρασίες, ειδικά στην Ουκρανία, επιδείνωσαν την κατάσταση της γεωργίας και δημιούργησαν καταστάσεις που πλησιάζουν τα όρια του λιμού».

Το τρίτο αίτιο του λιμού ήταν μια επιδημία τύφου που σάρωσε την Ουκρανία και το Βόρειο Καύκασο. Ο Χανς Μπλούμενφελντ, γνωστός Καναδός αρχιτέκτονας, βρισκόταν την εποχή του λιμού στην Ουκρανία, στην πόλη Μακαγέφκα. Γράφει:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο λιμός προκάλεσε πολλά θύματα. Δε διαθέτω βάσιμα στοιχεία για να εκτιμήσω τον αριθμό τους. (...) Κατά πάσα πιθανότητα, οι περισσότεροι θάνατοι του 1933 προκλήθηκαν από επιδημίες τύφου, τυφοειδούς πυρετού και δυσεντερίας. Ασθένειες που μεταδίδονται από το νερό ήταν συχνές στη Μακαγέφκα. Επέζησα σαν από θαύμα από τον τυφοειδή πυρετό»/

Ο Χόρσλι Γκαντ, ο άνθρωπος που επινόησε την παράλογη εκτίμηση των 15 εκατομμυρίων νεκρών από το λιμό -το 60% του ουκρανικού εθνικού πληθυσμού που ήταν 25 εκατομμύρια το 1932-σημειώνει ωστόσο ότι «το αποκορύφωμα της επιδημίας τύφου συνέπεσε με του λιμού. (...) Είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς ποιο από τα δύο αίτια υπήρξε το πιο καθοριστικό για τον αριθμό των θυμάτων».

Το τέταρτο αίτιο του λιμού ήταν η αναστάτωση που προκλήθηκε αναπόφευκτα λόγω της αναδιοργάνωσης της γεωργίας και της τόσο βαθιάς ανατροπής όλων των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων: η έλλειψη πείρας, ο αυτοσχεδιασμός και η σύγχυση σε ό,τι αφορά στις οδηγίες, η έλλειψη σωστής προετοιμασίας, ο αριστερίστικος ριζοσπαστισμός από ορισμένα από τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα και από ορισμένα στελέχη.

Ο αριθμός του ενός με δύο εκατομμύρια νεκρών από το λιμό είναι σημαντικός. Οι ανθρώπινες αυτές απώλειες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη λυσσαλέα αντίσταση των εκμεταλλευτριών τάξεων στην αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας σε σοσιαλιστική βάση. Όμως, η αστική τάξη θα χρεώσει τους θανάτους αυτούς στο λογαριασμό του Στάλιν και του σοσιαλισμού. Ο αριθμός αυτός του ενός με δύο εκατομμυρίων πρέπει να συγκριθεί με τα 9 εκατομμύρια νεκρούς που στοίχισε ο λιμός του 1920-1921, που προκλήθηκε από τη στρατιωτική επέμβαση οκτώ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και από την υποστήριξη που παρείχαν στις αντιδραστικές ένοπλες ομάδες.

Ο λιμός δεν ξεπέρασε την περίοδο που προηγήθηκε της συγκομιδής του 1933. Τα έκτακτα μέτρα που πήρε η σοβιετική κυβέρνηση εξασφάλισαν την επιτυχία της συγκομιδής εκείνης της χρονιάς. Την άνοιξη, δεκαέξι εκατομμύρια κιλά σπόρων, τροφίμων και ζωοτροφών στάλθηκαν στην Ουκρανία. Η οργάνωση και η διαχείριση των κολχόζ βελτιώθηκαν και παραδόθηκαν κάμποσος χιλιάδες τρακτέρ, θεροαλωνιστικές μηχανές και πρόσθετα φορτηγά.

Ο Χανς Μπλούμενφελντ στα Απομνημονεύματά του παρουσιάζει μια περίληψη των όσων έζησε την εποχή του λιμού στην Ουκρανία:

«Μια συγκυρία πολλών παραγόντων (τον προκάλεσε). Πρώτα απ’ όλα, το ξηρό και ζεστό καλοκαίρι του 1932, που είχα ζήσει βόρεια του Βιάτκα, είχε προκαλέσει την αποτυχία της συγκομιδής στις μισοξεραμένες περιοχές του Νότου. Επειτα, ο αγώνας για την κολεκτιβοποίηση είχε αποδιοργανώσει τη γεωργία. Η κολεκτιβοποίηση δεν ήταν μια διεργασία που ακολουθούσε μια τάξη και γραφειοκρατικούς κανόνες. Στηριζόταν βασικά σε ενέργειες φτωχών αγροτών, τους οποίους ενθάρρυνε το Κόμμα. Οι φτωχοί αγρότες ήταν ενθουσιώδεις σε ό,τι αφορά στην απαλλοτρίωση των “κουλάκων", αλλά λιγότερο θερμοί για την οργάνωση μιας συνεταιριστικής οικονομίας. Το 1930, το Κόμμα είχε ήδη στείλει στελέχη, ώστε να αποτραπούν και να αντιμετωπιστούν οι υπερβολές. (...) Αφού επέδειξε σύνεση το 1930, το Κόμμα ξαναπέρασε στην επίθεση το 1932. Αυτό είχε ως συνέπεια η οικονομία των κουλάκων να πάψει να παράγει εκείνη τη χρονιά, και η νέα συνεταιριστική οικονομία να μην παράγει ακόμα το μέγιστο των δυνατοτήτων της. Μια και η παραγωγή ήταν ελλιπής, εξασφαλίζονταν πρώτα οι ανάγκες της βιομηχανίας στις πόλεις και των ένοπλων δυνάμεων. Εφόσον το μέλλον όλου του έθνους, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών, εξαρτιόταν από αυτές, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. (...) Το 1933, οι βροχές ήταν αρκετές. Το Κόμμα έστελνε τα καλύτερα στελέχη του για να βοηθήσουν στην οργανωτική δουλειά των κολχόζ. Τα κατάφεραν. Μετά τη συγκομιδή του 1933, η κατάσταση βελτιώθηκε ριζικά και με εκπληκτική ταχύτητα. Είχα το αίσθημα ότι είχαμε σπρώξει ένα πολύ βαρύ κάρο πάνω σ’ ένα βουνό, αβέβαιοι για το αν θα τα καταφέρναμε. Αλλά το φθινόπωρο του 1933 είχαμε ξεπεράσει την κορυφή και από τότε, μπορούσαμε να προχωρούμε με επιταχυνόμενο ρυθμό».

Ο Χανς Μπλούμενφελντ υπογραμμίζει ότι ο λιμός έπληξε τόσο τις ρωσικές περιοχές του Κάτω Βόλγα και την περιοχή του Βόρειου Καύκασου όσο και την Ουκρανία.

«Αυτό αναιρεί το “γεγονός” μιας αντιουκρανικής γενοκτονίας που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το αντισημιτικό ολοκαύτωμα του Χίτλερ. Για όσους γνωρίζουν καλά την απελπιστική έλλειψη εργατικού δυναμικού που η Σοβιετική Ένωση γνώρισε την εποχή εκείνη, η ιδέα ότι οι ηγέτες της θα μείωναν εσκεμμένα τη σπάνια αυτή πλουτοπαραγωγική πηγή είναι παράλογη».

Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Τα ιαπωνικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Μαντζουρία το 1931 και πήραν θέση κατά μήκος των σοβιετικών συνόρων. Ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία το Γενάρη του 1933.

Τα προγράμματα αναδιοργάνωσης της βιομηχανίας και της γεωργίας που εφάρμοσε η ΕΣΣΔ την περίοδο 1928-1933 είχαν έρθει, λοιπόν, ακριβώς την ώρα που έπρεπε. Μόνο η πραγματοποίησή τους, χάρη στην κινητοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων, κατέστησε δυνατή τη νικηφόρα αντίσταση κατά των ναζί.

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι οι ναζί άρχισαν να πιστεύουν τα ίδια τους τα ψέματα για την ουκρανική γενοκτονία και την αστάθεια του σοβιετικού συστήματος.

Ο ιστορικός Χάιντς Χόνε έγραψε τα εξής:

«Δύο χρόνια αιματηρού πολέμου στη Ρωσία, που έκοψαν τα φτερά σε πολλούς, συνιστούν την ωμή απόδειξη της ανακρίβειας του μύθου των “υπανθρώπων”. Από τον Αύγουστο κιόλας του 1942, η Υπηρεσία Ασφαλείας είχε σημειώσει στις “Αναφορές του Ράιχ”, ότι στους κόλπους του γερμανικού λαού μεγάλωνε το αίσθημα πως είχε πέσει θύμα ονειροπολημάτων. Η κυρίαρχη και τρομακτική εντύπωση είναι ότι υπάρχουν μεγάλες μάζες σοβιετικών όπλων, τεχνολογική ποιότητα, και η γιγαντιαία προσπάθεια εκβιομηχάνισης που καταβλήθηκε από τους Σοβιετικούς - όλα αυτά σε οξεία αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα της Σοβιετικής Ενωσης. Ο κόσμος αναρωτιέται πώς ο μπολσεβικισμός κατόρθωσε να τα παραγάγει όλα αυτά».

Ο Αμερικανός καθηγητής Ουίλιαμ Μάντελ γράφει το 1985:

«Στο ανατολικό τμήμα, το πιο εκτεταμένο της Ουκρανίας, που είχε γίνει σοβιετικό πριν από είκοσι χρόνια, κυριαρχούσε σχεδόν παντού η νομιμοφροσύνη. Υπήρχαν μισό εκατομμύριο Σοβιετικοί ελεύθεροι σκοπευτές (...) και 4.500.000 άντρες της ουκρανικής εθνότητας που πολεμούσαν στο σοβιετικό στρατό. Είναι φανερό ότι αυτός ο στρατός θα είχε αποδυναμωθεί στο έπακρο, αν είχαν εμφανιστεί σημαντικά φαινόμενα ανυπακοής στους κόλπους ενός τόσο μεγάλου συστατικού κομματιού».

Και ο ιστορικός Ρόμαν Σζπόρλουκ ομολογεί πως τα «πεδία δράσης του οργανωμένου ουκρανικού εθνικισμού (...) ήταν περιορισμένα στα πρώην πολωνικά εδάφη», δηλαδή στη Γαλικία. Κατά την πολωνική κατοχή, το ουκρανικό φασιστικό κίνημα είχε εκεί τη βάση του ως το 1939.

Το ψέμα του ουκρανικού ολοκαυτώματος επινοήθηκε από τους χιτλερικούς στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους για την κατάκτηση των ουκρανικών εδαφών. Όμως, μόλις πάτησαν το πόδι τους στο ουκρανικό έδαφος, οι ναζί «ελευθερωτές» συνάντησαν μια από τις πιο λυσσαλέες αντιστάσεις. Ο Αλεξέι Φιόντοροφ διοικούσε μια ομάδα ανταρτών που εξόντωσε 25.000 ναζί στη διάρκεια του πολέμου. Τ ο βιβλίο του Αντάρτες της Ουκρανίας δείχνει με θαυμαστό τρόπο τη στάση του απλού ουκρανικού λαού απέναντι στους ναζί. Συνιστάται ανεπιφύλακτα η ανάγνωσή του ως αντίδοτο σε όλες τις συκοφαντίες για την «ουκρανική γενοκτονία» από τον Στάλιν.

Η ΠΑΛΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ο Τρότσκι επινόησε τον ατιμωτικό όρο «σταλινική γραφειοκρατία». Ενόσω ζούσε ακόμα ο Λένιν, τέλη του 1923, ο Τρότσκι είχε ήδη επιδοθεί σε ελιγμούς για να πάρει στα χέρια του την εξουσία μέσα στο Κόμμα, δηλώνοντας:

«Η γραφειοκρατία απειλεί... να προκαλέσει έναν λίγο-πολύ οπορτουνιστικό εκφυλισμό της παλιάς φρουράς».

Στην αντιπολιτευτική του ιδεολογική πλατφόρμα, γραμμένη τον Ιούλη του 1926, τα έβαζε κυρίως με την «τερατώδικα αναπτυγμένη γραφειοκρατία». Και όταν είχε ήδη αρχίσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Τρότσκι ασχολιόταν με τις προβοκάτσιες, καλώντας το σοβιετικό λαό να «δράσει κατά της σταλινικής γραφειοκρατίας όπως έκανε στο παρελθόν κατά της τσαρικής γραφειοκρατίας και της αστικής τάξης».

Ο όρος «γραφειοκρατία» χρησιμοποιήθηκε πάντοτε από τον Τρότσκι για τη συκοφάντηση του σοσιαλισμού.

Κάτω από τις περιστάσεις αυτές, ανακαλύπτει κανείς -με κάποια έκπληξη, αναμφίβολα- ότι σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 οι ηγέτες του Κόμματος των μπολσεβίκων, και ιδίως οι Στάλιν, Κίροφ και Ζντάνοφ, χαλάλισαν πολλή ενέργεια στον αγώνα κατά των γραφειοκρατικών τάσεων μέσα στο Κόμμα και στον κρατικό μηχανισμό.

Πώς, όμως, αντιλαμβανόταν αυτόν τον αγώνα κατά της γραφειοκρατικοποίησης και της γραφειοκρατίας το Κόμμα των μπολσεβίκων;

ΟΙ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ «ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Ας πούμε ευθύς εξαρχής ότι πρέπει πρώτα απ’ όλα να συμφωνήσουμε ως προς το νόημα των λέξεων.

Μόλις ανέλαβαν την εξουσία οι μπολσεβίκοι, η Δεξιά χρήσιμοποίησε τη λέξη «γραφειοκρατία» για να περιγράφει και να συκοφαντήσει αυτό καθεαυτό το επαναστατικό καθεστώς. Για τη Δεξιά, κάθε σοσιαλιστικό και επαναστατικό εγχείρημα είναι αποτρόπαιο και του ταιριάζει αυτοδίκαια το ατιμωτικό επίθετο «γραφείοκρατικό». Ήδη από τις 26 Οκτώβρη του 1917, οι μενσεβίκοι δήλωναν την αδιάλλακτη αντίθεσή τους στο «γραφειοκρατικό» καθεστώς των μπολσεβίκων, που προέκυψε από ένα «πραξικόπημα» και που θα επέβαλλε στο λαό έναν «κρατικό καπιταλισμό». Η προπαγάνδα αποσκοπούσε σαφώς στην ανατροπή της δικτατορίας του προλεταριάτου που είχε εγκαθιδρύσει το Κόμμα των μπολσεβίκων.

Όμως, το 1922, μπροστά στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο, και με στόχο τη διατήρηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, να κάνουν παραχωρήσεις στους ατομικούς καλλιεργητές, να τους επιτρέψουν να εμπορεύονται ελεύθερα. Οι μπολσεβίκοι ήθελαν τότε να δημιουργήσουν στην ύπαιθρο ένα είδος «κρατικού καπιταλισμού», δηλαδή να δώσουν ώθηση στο μικρό καπιταλισμό, που θα πλαισιωνόταν και θα ελεγχόταν από το σοσιαλιστικό κράτος. Την ίδια στιγμή, οι μπολσεβίκοι κήρυσσαν τον πόλεμο στη γραφειοκρατία: αντιμάχονταν τις αμετάβλητες συνήθειες του παλιού γραφειοκρατικού μηχανισμού και την τάση των νέων Σοβιετικών δημόσιων λειτουργών να προσαρμοστούν σ’ αυτές.

Οι μενσεβίκοι έλπιζαν τότε να επιστρέφουν στο πολιτικό προσκήνιο φωνάζοντας: «Εσείς οι μπολσεβίκοι είστε τώρα κατά της γραφειοκρατίας και ομολογείτε πως εφαρμόζετε τον κρατικό καπιταλισμό. Αυτό λέγαμε ανέκαθεν εμείς οι μενσεβίκοι. Το δίκιο ήταν με το μέρος μας».

Να τι τους απαντούσε ο Λένιν:

«Το κήρυγμα (...) και των μενσεβίκων και των εσέρων εκφράζει την ίδια τη φύση τους: “Η επανάσταση προχώρησε πολύ μακριά. Εμείς πάντα λέγαμε αυτό που εσύ λες σήμερα. Επίτρεψέ μας να το ξαναπούμε ακόμα μια φορά.” Κι εμείς απαντούμε: “Επιτρέψτε μας γι’ αυτό να σας στήσουμε στον τοίχο. Ή προσπαθήστε να συγκρατηθείτε και να μην εκφράζετε τις απόψεις σας, ή αν θέλετε να εκφράζετε τις πολιτικές σας απόψεις μέσα στη σημερινή κατάσταση, ενώ εμείς βρισκόμαστε σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες απ’ ό,τι με την ανοιχτή επιδρομή των Λευκών, σας ζητούμε συγνώμη, μα θα σας μεταχειριστούμε σαν τα χειρότερα και πιο επιζήμια στοιχεία των λευκοφρουριτών.”».

Ετσι, ο Λένιν αντιμετώπισε πάντοτε με όλη την απαιτούμενη αυστηρότητα τους αντεπαναστάτες που τα έβαζαν δήθεν με τη «γραφειοκρατία» για να ανατρέψουν στην πραγματικότητα το σοσιαλιστικό καθεστώς.

ΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Απ’ την άλλη μεριά, όμως, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι αγωνίστηκαν πάντοτε επαναστατικά κατά των γραφειοκρατικών παρεκκλίσεων που, σε μια καθυστερημένη χώρα, εμφανίζονται αναπόφευκτα στους κόλπους του σοσιαλιστικού κρατικού μηχανισμού. Εκτιμούσαν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου κινδύνευε και «από τα μέσα», από τη γραφειοκρατικοποίηοη του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού.

Οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν «να επαναλειτουργήσουν» ένα μέρος του παλιού τσαρικού κρατικού μηχανισμού. Ο μετασχηματισμός του έγινε με πολλές δυσκολίες και πραγματοποιήθηκε μόνο εν μέρει.

Έπειτα, ο μηχανισμός του Κόμματος και της κυβέρνησης στην ύπαιθρο έθετε μεγάλα προβλήματα. Μεταξύ 1928 και 1931, το Κόμμα δέχτηκε 1.400.000 νέα μέλη. Μέσα σ’ αυτή τη μάζα, πολλοί ήταν στην πραγματικότητα πολιτικά αναλφάβητοι. Είχαν επαναστατικά αισθήματα, αλλά όχι πραγματικές κομμουνιστικές γνώσεις. Οι κουλάκοι, οι πρώην τσαρικοί αξιωματούχοι και οι κάθε είδους αντιδραστικοί κατόρθωναν εύκολα να διεισδύσουν στο Κόμμα. Ολοι όσοι είχαν κάποιες οργανωτικές ικανότητες, γίνονταν αυτομάτως δεκτοί στο Κόμμα, τόση ήταν η έλλειψη στελεχών. Μεταξύ 1928 και 1933, το κύρος του Κόμματος στην ύπαιθρο παρέμεινε πολύ μικρό και τα μέλη του επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τους εύπορους αγρότες που έλεγχαν πνευματικά και οικονομικά τον αγροτικό κόσμο. Όλα αυτά προκαλούσαν φαινόμενα γραφειοκρατικού εκφυλισμού.

Η πρώτη γενιά αγροτών επαναστατών είχε ζήσει την εμπειρία του εμφύλιου πολέμου, τότε που αγωνιζόταν για να νικήσει τις αντιδραστικές δυνάμεις. Η νοοτροπία του πολεμικού κομμουνισμού, της στρατιωτικής διοίκησης και των στρατιωτικών διαταγών, διατηρήθηκε και γέννησε ένα γραφειοκρατικό τρόπο εργασίας που δε βασιζόταν καθόλου στην υπομονετική πολιτική δουλειά.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο αγώνας κατά της γραφειοκρατίας θεωρήθηκε πάντοτε από τους Λένιν και Στάλιν σαν αγώνας για την υπεράσπιση της καθαρότητας της μπολσεβίκικης γραμμής απέναντι στις επιρροές της παλιάς κοινωνίας, απέναντι στις παλιές καταπιεστικές τάξεις και δομές.

Επί Λένιν όπως και επί Στάλιν, το Κόμμα φρόντισε να συγκεντρώσει τους πιο καταρτισμένους, οξυδερκείς, δραστήριους, αποφασιστικούς, και δεμένους με τις μάζες επαναστάτες στους κόλπους της Κεντρικής Επιτροπής και των καθοδηγητικών οργάνων. Η ηγεσία του Κόμματος στηρίχτηκε πάντοτε στην κινητοποίηση των μαζών για την υλοποίηση των στόχων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όμως, στα ενδιάμεσα κλιμάκια, και ιδίως στους διοικητικούς μηχανισμούς των Δημοκρατιών, μπόρεσαν πολύ πιο εύκολα να τρυπώσουν και να κρυφτούν τα γραφειοκρατικοποιημένα στοιχεία, οι καριερίστες, οι οπορτουνιστές. Σε όλη τη διάρκεια της στα διοδρομίας του ως επικεφαλής του Κόμματος, ο Στάλιν δήλωνε κατηγορηματικά ότι η ηγεσία και η βάση πρέπει να κινητοποιηθούν για να στριμώξουν τους γραφειοκράτες από πάνω και από κάτω. Να μια οδηγία του 1928, χαρακτηριστική της αντίληψης του Στάλιν:

«Ενας από τους πιο σκληρούς εχθρούς της πορείας μας προς τα μπρος είναι η γραφειοκρατία. Ο εχθρός αυτός ζει σ’ όλες τις οργανώσεις μας. (...)Το κακό είναι ότι δεν πρόκειται για τους παλιούς γραφειοκράτες. Εδώ, σύντροφοι, πρόκειται για τους νέους γραφειοκράτες, πρόκειται για τους γραφειοκράτες που συμπαθούν τη σοβιετική εξουσία, τέλος, πρόκειται για τους κομμουνιστές γραφειοκράτες. Ο κομμουνιστής γραφειοκράτης είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος γραφειοκράτη. Γιατί; Γιατί καμουφλάρει τη γραφειοκρατία του με τον τίτλο του κομματικού μέλους». Και αφού αναφέρει μερικές ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, ο Στάλιν συνεχίζει:

«Πώς εξηγούνται αυτές οι επαίσχυντες περιπτώσεις αποσύνθεσης και ηθικής κατάπτωσης σε μερικούς κρίκους των κομματικών μας οργανώσεων; Εξηγούνται με το γεγονός ότι εκεί έφτασαν το μονοπώλιο του Κόμματος ως τον παραλογισμό, έπνιξαν τη φωνή της βάσης, εκμηδένισαν την εσωκομματική δημοκρατία και εγκαθίδρυσαν τη γραφειοκρατία. Πώς να παλέψουμε ενάντια σ’ αυτό το κακό; Νομίζω πως ενάντια σ’ αυτό το κακό δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρχουν άλλα μέσα εκτός απ’ την οργάνωση του ελέγχου από τα κάτω από μέρους των κομματικών μαζών, εκτός απ’ την καλλιέργεια της εσωκομματικής δημοκρατίας. Τι αντίρρηση μπορεί να φέρει κανείς στο να ξεσηκώσουμε την οργή των κομματικών μαζών ενάντια σ’ αυτά τα σάπια στοιχεία και να τους δώσουμε τη δυνατότητα να κυνηγήσουν αυτά τα στοιχεία με το κοντόξυλο; (. ..) Μιλάνε για κριτική απ’ τα πάνω, για κριτική από μέρους της Εργατοαγροτικής Επιθεώρησης, από μέρους της ΚΕ του Κόμματός μας κλπ. Όλα αυτά είναι, βέβαια, καλά. Όμως απέχουν ακόμα πολύ από το να είναι αρκετά. Κάτι περισσότερο, αυτό δεν είναι καθόλου το κύριο σήμερα. Τ ο κύριο σήμερα είναι να ξεσηκώσουμε ένα πλατύτατο κύμα κριτικής από τα κάτω ενάντια στη γραφειοκρατία γενικά, ενάντια στις ελλείψεις της δουλειάς μας ιδιαίτερα. (...) (Μόνο έτσι) μπορούμε να ελπίζουμε ότι η πάλη μας θα πετύχει και η γραφειοκρατία θα ξεριζωθεί».

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ

Πρώτα απ’ όλα, για να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, ο Στάλιν και η μπολσεβίκικη ηγεσία ενίσχυσαν την πολιτική διαπαιδαγώγηση.

Δημιούργησαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, κομματικές σχολές, προκειμένου να διαπαιδαγωγήσουν στοιχειωδώς ανθρώπους που, στον αγροτικό κόσμο, είχαν συχνά έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής αγωγής. Το πρώτο συστηματικό εγχειρίδιο για την ιστορία του Κόμματος δημοσιεύτηκε το 1929 από τον Γιαροσλάφσκι: Ηταν Η ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης. Είναι ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο. Το 1938 κυκλοφόρησε, με τη γενική εποπτεία του Στάλιν, μια δεύτερη πιο σύντομη απόδοση: Η ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) της ΕΣΣΔ.

Μεταξύ 1930 και 1933, ο αριθμός των κομματικών οχολών αυξήθηκε από 52.000 σε πάνω από 200.000 και ο αριθμός όσων φοιτούσαν από ένα εκατομμύριο οε 4.500.000. Πρόκειται για μια αξιόλογη προσπάθεια με σκοπό να επιτευχθεί μια ελάχιστη πολιτική συνοχή ανάμεσα στα νέα μέλη.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Μια από τις πιο δοκιμασμένες μεθόδους στον αγώνα κατά του γραφειοκρατικού εκφυλισμού, ήταν ο έλεγχος και η εκκαθάριση.

Το 1917, το Κόμμα αριθμούσε 30.000 μέλη. Το 1921, υπήρχαν σχεδόν 600.000. Το 1929, ήταν 1.500.000. Το 1932,2.500.000.

Έπειτα από κάθε κύμα μαζικής στρατολόγησης, η κομματική ηγεσία αναγκάστηκε να κάνει διαλογή. Η πρώτη εκστρατεία ελέγχου πραγματοποιήθηκε το 1921, επί Λένιν. Την εποχή εκείνη, το 45% των κομματικών μελών της υπαίθρου αποκλείστηκε, το 25%, δηλαδή, του συνόλου του Κόμματος. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιχείρηση εκκαθάρισης που πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το ένα τέταρτο των μελών δεν ανταποκρινόταν στα στοιχειώδη κριτήρια.

Το 1929, το 11% των μελών εγκατέλειψαν το Κόμμα στη διάρκεια μιας δεύτερης εκστρατείας ελέγχου.

Το 1933, έγινε νέα εκκαθάριση. Είχε υπολογιστεί ότι θα διαρκούσε τέσσερις μήνες. Στην πραγματικότητα, κράτησε δύο χρόνια. Οι δομές του Κόμματος, οι μηχανισμοί ελέγχου, η πραγματική εξουσία της κεντρικής κομματικής ηγεσίας ήταν τόσο ελλιπείς, που δεν ήταν καν εφικτός ο σχεδιασμός και η πραγμάτωση μιας εκστρατείας ελέγχου. Τελικά, το 18% των μελών αποκλείστηκε την εποχή εκείνη.

Ποια ήταν τα κριτήρια της εκκαθάρισης;

Αποβάλλονταν άτομα που κάποτε ήταν κουλάκοι, αξιωματικοί των Λευκών και αντεπαναστάτες.

Άτομα διεφθαρμένα, αριβίστες και αμετανόητοι γραφειοκράτες.

Άτομα που απέρριπταν την κομματική πειθαρχία και αγνοούσαν τις οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής.

Άτομα που είχαν διαπράξει εγκλήματα ή έρεπαν προς τη σεξουαλική διαφθορά ή τον αλκοολισμό.

Στη διάρκεια της εκστρατείας ελέγχου του 1932-1933, η κομματική ηγεσία υποχρεώθηκε να διαπιστώσει όχι μόνο πως δεν κατόρθωνε να περάσει τις οδηγίες της, αλλά επίσης ότι ο διοικητικός μηχανισμός του Κόμματος στην ύπαιθρο ήταν πολύ αναποτελεσματικός. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν μέλος. Τα χαμένα κομματικά βιβλιάρια και τα αντίγραφα ανέρχονταν σε
250.000. Πάνω από 60.000 ασυμπλήρωτα έντυπα κομματικών βιβλιαρίων είχαν εξαφανιστεί.

Την περίοδο αυτή, η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή που η κεντρική κομματική ηγεσία αναγκάστηκε να απειλήσει με αποπομπή τα επαρχιακά ηγετικά στελέχη που δε φρόντιζαν προσωπικά για την εκστρατεία αυτή.

Όμως, η «αμέλεια» των επαρχιακών ηγετικών στελεχών, αρκετά συχνά μεταμορφώθηκε σε γραφειοκρατικό παρεμβατισμό: έδιωχναν μέλη της βάσης χωρίς πολιτική έρευνα σε βάθος. Το πρόβλημα αυτό συζητήθηκε επανειλημμένα σε ανώτατο επίπεδο μεταξύ 1933 και 1938. Η Πράβντα, στις 18 Γενάρη του 1938, δημοσιεύει μια οδηγία της Κεντρικής Επιτροπής που επανέρχεται σε ένα θέμα που είχε αναπτύξει συχνά ο Στάλιν.

«Ορισμένα ηγετικά στελέχη του Κόμματος πάσχουν από μια κακή συνήθεια που συνίσταται στο να μη δίνουν αρκετή προσοχή στον κόσμο, στα μέλη του Κόμματος, στους εργαζομένους. Και κάτι παραπάνω, δεν ασχολούνται με τους ακτιβιστές του Κόμματος, δεν ξέρουν πώς τα βγάζουν πέρα και πώς εξελίσσονται, δε γνωρίζουν καθόλου τα στελέχη που τους πλαισιώνουν. (...) Και επειδή ακριβώς δεν υιοθετούν μια προσωπική προσέγγιση ως προς την αξιολόγηση των μελών του Κόμματος και των ακτιβιστών, συνήθως ενεργούν απερίσκεπτα -τους εκθειάζουν αλόγιστα και αδιάκριτα ή τους επιπλήττουν με τον ίδιο τρόπο- και τους διαγράφουν από το Κόμμα κατά χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες. (...) Όμως, μόνο άτομα που κατά βάθος έχουν έντονες αντικομματικές διαθέσεις, είναι δυνατό να υιοθετούν μια τέτοια στάση απέναντι στα μέλη του Κόμματος».

Στο ντοκουμέντο αυτό, ο Στάλιν και η καθοδήγηση αναφέρουν τη σωστή προσέγγιση για την εκκαθάριση του Κόμματος από τα ανεπιθύμητα στοιχεία που διείσδυσαν στη βάση. Αλλά το κείμενο αναγγέλλει ήδη μια εκκαθάριση εντελώς διαφορετικού τύπου: μια εκκαθάριση που θα πρέπει να απαλλάξει την ηγεσία του Κόμματος από τα αθεράπευτα γραφειοκρατικά στοιχεία. Βρίσκουμε εδώ δύο μόνιμες ανησυχίες του Στάλιν: πρέπει να υιοθετηθεί μια στάση προσωπικής προσέγγισης όλων των στελεχών και μελών, και πρέπει όλοι να γνωρίζουν προσωπικά και σε βάθος τους συνεργάτες και τους υφισταμένους τους. Στο κεφάλαιο για τον αντιφασιστικό πόλεμο, θα δείξουμε πώς ο Στάλιν εφάρμοσε ο ίδιος τις οδηγίες αυτές.

Η ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Για να τελειώνει με τη γραφειοκρατία, η ηγεσία του Κόμματος ξεκίνησε την πάλη για τη δημοκρατία μέσα στο Κόμμα.

Με βάση τις δυσκολίες που προέκυψαν στην εφαρμογή των οδηγιών κατά την εκστρατεία εκκαθάρισης, στις 17 Δεκέμβρη του 1934, η Κεντρική Επιτροπή ρίχνει, για πρώτη φορά, το βάρος στα πιο θεμελιώδη προβλήματα. Επικρίνει «τις γραφειοκρατικές μεθόδους διοίκησης», όπου τα ουσιαστικά ζητήματα αντιμετωπίζονται από μικρές ομάδες στελεχών πέρα από κάθε συμμετοχή της βάσης.

Στις 29 Μάρτη του 1935, ο Ζντάνοφ προωθεί την υιοθέτηση μιας απόφασης στο Λένινγκραντ, με την οποία επικρίνονται ορισμένα ηγετικά στελέχη που παραμελούν τη διαπαιδαγωγική δουλειά, προκειμένου να ασχοληθούν μόνο με τα καθήκοντα οικονομικής φύσης. Τα ιδεολογικά καθήκοντα χάνονται μέσα στο χαρτοβασίλειο και τη γραφειοκρατία. Στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι τα ηγετικά στελέχη οφείλουν να γνωρίζουν τα προσόντα και τις ικανότητες των υφισταμένων τους. Χρειάζονται εκθέσεις αξιολόγησης της δουλειάς τους, πιο στενές επαφές μεταξύ ηγεσίας και στελεχών και μια πολιτική προώθησης νέων στελεχών.

Στις 4 Μάη του 1935, ο Στάλιν επεμβαίνει στο ζήτημα αυτό. Μιλάει για τη «σκανδαλώδη συμπεριφορά (...) προς τους ανθρώπους, προς τα στελέχη, προς τα εργατικά στελέχη. Το σύνθημα “αποφασίζουν για όλα” απαιτεί από τους καθοδηγητές μας να δείχνουν τη μεγαλύτερη φροντίδα για τα εργατικά μας στελέχη, τα “μικρά” και τα “μεγάλα”, σ’ οποιονδήποτε τομέα κι αν δουλεύουν, να τα ανατρέφουν με φροντίδα, να τα βοηθούν όταν έχουν ανάγκη από υποστήριξη, να τα ενθαρρύνουν όταν δείχνουν τις πρώτες επιτυχίες, να τα προωθούν κλπ. Και όμως, έχουμε στην πράξη μια ολόκληρη σειρά από περιπτώσεις άκαρδης, γραφειοκρατικής και ανοιχτά σκανδαλώδικης συμπεριφοράς προς τα εργατικά στελέχη».9

Ο Αρτς Γκέτι, στη λαμπρή μελέτη του Origins of the Great Purges, κάνει το εξής σχόλιο:

«Το Κόμμα είχε μετατραπεί, σε απαράδεκτο βαθμό, σε ένα γραφειοκρατικό, οικονομικό, μηχανικό και διοικητικό μηχανισμό. Ο Στάλιν και άλλοι ηγέτες στην κορυφή το είδαν αυτό σαν αποστέωση , σαν αποτυχία, σαν διαστρέβλωση του ρόλου του Κόμματος. Τα τοπικά ηγετικά στελέχη του Κόμματος και της κυβέρνησης δεν ήταν πια πολιτικοί ηγέτες, αλλά οικονομικοί διαχειριστές. Αντιστέκονταν στον πολιτικό έλεγχο τόσο από την κορυφή όσο και από τη βάση και δεν ήθελαν να τους σκοτίζουν με ζητήματα ιδεολογίας, διαπαιδαγώγησης, μαζικών πολιτικών εκστρατειών ή με τα δικαιώματα και την προσωπική σταδιοδρομία των μελών του Κόμματος. Η λογική προέκταση μιας τέτοιας πορείας θα ήταν η μετατροπή του κομματικού μηχανισμού σε ένα δίκτυο τοπικών οικονομικών διευθύνσεων δεσποτικού τύπου. Το διαθέσιμο αρχειακό υλικό δείχνει ότι ο Στάλιν, ο Ζντάνοφ και άλλοι προτιμούσαν να αναβιώσουν τον κομματικό ρόλο της διαπαιδαγώγησης και της κινητοποίησης των μαζών, να μειώσουν την απόλυτη εξουσία των τοπικών σατράπηδων και να ενθαρρύνουν ορισμένες μορφές συμμετοχής της βάσης».

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΟ 1937:

ΜΙΑ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»

Τελικά, το Φλεβάρη του 1937, μια Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής ασχολήθηκε με το ζήτημα της δημοκρατίας και της πάλης κατά της γραφειοκρατικοποίησης. Στη συνεδρίαση αυτή αποφασίστηκε επίσης η οργάνωση της «μεγάλης εκκαθάρισης», που θα στρεφόταν κατά των εχθρικών στοιχείων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές ολοήμερες συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής το Φλεβάρη του 1937 ήταν αφιερωμένες στο πρόβλημα της δημοκρατίας μέσα στο Κόμμα, δημοκρατία που θα έπρεπε να ενισχύει τον επαναστατικό χαρακτήρα της οργάνωσης και επομένως την ικανότητά της να ανακαλύπτει τα εχθρικά στοιχεία που είχαν διεισδύσει. Εισηγήσεις του Στάλιν και του Ζντάνοφ αναφέρονταν στην ανάπτυξη της κριτικής και της αυτοκριτικής, στην αναγκαιότητα για τα στελέχη να υποβάλλουν εκθέσεις στη βάση τους. Για πρώτη φορά, αποφασίστηκε η οργάνωση μυστικής ψηφοφορίας μέσα στο Κόμμα, με περισσότερους από έναν υποψήφιους και ύστερα από δημόσια συζήτηση όλων των υποψηφιοτήτων. Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής στις 24 Φλεβάρη του 1937 ορίζει:

«Πρέπει να μπει ένα τέλος στην πρακτική της επιλογής των μελών των επιτροπών του Κόμματος. (...) Κάθε μέλος του Κόμματος πρέπει να έχει το απεριόριστο δικαίωμα να αμφισβητεί και να κριτικάρει τους υποψηφίους».

Όταν οι Γερμανοί φασίστες κατέλαβαν τη Σοβιετική Ένωση, ανακάλυψαν όλα τα αρχεία της κομματικής επιτροπής της Δυτικής Περιοχής στο Σμολένσκ. Όλες οι συνελεύσεις, όλες οι συζητήσεις, όλες οι οδηγίες της Επιτροπής Περιοχής, οι οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής, όλα είναι εκεί. Υπάρχουν επίσης τα πρακτικά των αρχαιρεσιών που επακολούθησαν μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής για την οποία γίνεται λόγος. Μπορούμε επομένως να ξέρουμε πώς έγιναν τα πράγματα στην πράξη, στη βάση.

Ο Αρτς Γκέτι περιγράφει τη διεξαγωγή αρκετών εκλογών που έγιναν το 1937 στη Δυτική Περιοχή. Για τη στελέχωση μιας Επιτροπής Περιφέρειας υπήρχαν, αρχικά, τριάντα τέσσερις υποψήφιοι για επτά θέσεις. Κάθε υποψηφιότητα συζητήθηκε ξεχωριστά. Αν ένας υποψήφιος ήθελε να αποσυρθεί, γινόταν ψηφοφορία για να φανεί αν τα μέλη το δέχονταν. Η ψηφοφορία ήταν μυστική.

Το Μάη του 1937, υπήρχαν στοιχεία για 54.000 πρωτοβάθμιες οργανώσεις του Κόμματος. Στη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας, το 55% του προσωπικού αυτών των επιτροπών είχε αντικατασταθεί. Στην περιοχή του Λένινγκραντ, το 48% των μελών των αχτιδικών επιτροπών ήταν νέα. Ο Γκέτι σημειώνει ότι πρόκειται για την πιο σημαντική, την πιο γενική και την πιο αποτελεσματική αντιγραφειοκρατική εκστρατεία που πραγματοποίησε ποτέ το Κόμμα.

Δείχνει επίσης ότι στο επίπεδο των περιοχών, που συνιστά το βασικό επίπεδο λήψης επιτόπιων αποφάσεων, πολύ λίγα πράγματα άλλαξαν. Στις περιοχές, από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 είχαν γερά καθιερωθεί άτομα και κλίκες, που είχαν πρακτικά το μονοπώλιο της εξουσίας. Ούτε αυτή η αντιγραφειοκρατική εκστρατεία μπόρεσε να τους μετακινήσει. Τα αρχεία του Σμολένσκ περιέχουν τις γραπτές αποδείξεις.

Ο γραμματέας της κομματικής επιτροπής της Δυτικής Περιοχής ονομαζόταν Ρουμιάντσεφ. Ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, όπως πολλά άλλα ηγετικά στελέχη των περιοχών. Η έκθεση για την εκλογή του γραμματέα της Περιοχής, που έγινε το 1937, περιλαμβάνεται στα αρχεία του Σμολένσκ. Οι πέντε πρώτες σελίδες αναφέρουν ότι η κατάσταση είναι καλή και ικανοποιητική. Έπειτα ακολουθούν εννέα σελίδες δριμύτατων επικρίσεων που δείχνουν ότι τίποτα δεν πάει καλά. Όλες οι επικρίσεις που η Κεντρική Επιτροπή διατύπωσε κατά της γραφειοκρατίας στο Κόμμα, επαναλήφθηκαν προφανώς από τη βάση εναντίον του Ρουμιάντσεφ: αδικαιολόγητοι αποκλεισμοί, παράπονα εργατών που δεν εξετάστηκαν ποτέ από την Επιτροπή Περιοχής, έλλειψη ενδιαφέροντος για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, ηγεσία αποκομμένη από τη βάση κλπ. Οι δύο ανταγωνιστικές γραμμές στους κόλπους της συνέλευσης εκφράζονται καθαρά μέσα στην έκθεση. Το ντοκουμέντο δείχνει σαφώς ότι η βάση μπόρεσε να εκφραστεί, αλλά δεν μπόρεσε να επιβάλει τη γνώμη της απέναντι στην κλίκα που κρατούσε γερά στα χέρια της όλο τον κομματικό μηχανισμό της περιοχής.

Το ίδιο συνέβη σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις. Ο Κρινίτσκιι, πρώτος γραμματέας του Σαράτοφ, είχε επικριθεί ονομαστικά από τον Ζντάνοφ μέσα από τον κομματικό τύπο. Ωστόσο, κατόρθωσε να επανεκλεγεί. Παρ’ όλο που δέχτηκαν τα πυρά τόσο της κεντρικής κομματικής ηγεσίας όσο και της βάσης, τα επαρχιακά «φέουδα» κατόρθωσαν να διατηρηθούν.Θα καταλυθούν στη διάρκεια της μεγάλης εκκαθάρισης του 1937-1938.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ

Κανένα επεισόδιο της σοβιετικής ιστορίας δεν προκάλεσε τόσο πολύ το μίσος του παλιού κόσμου όσο η εκκαθάριση του 1937-1938. Την ίδια και απαράλλακτη καταγγελία της κάθαρσης μπορεί να τη διαβάσει κανείς με πανομοιότυπους όρους σε μια νεοναζιστική φυλλάδα, σε ένα έργο ακαδημαϊκών αξιώσεων του Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, σε ένα τροτσκιστικό λιβελογράφημα ή γραμμένη από την πένα του κορυφαίου ιδεολόγου του βελγικού στρατού.

Ας περιοριστούμε στον τελευταίο, τον Ανρί Μπερνάρ, πρώην υπάλληλο των βελγικών μυστικών υπηρεσιών, ομότιμο καθηγητή της Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βελγίου. Το 1982 εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο Ο κομμουνισμός και ο δυτικός εθελοτυφλισμός. Στο έργο αυτό, ο Μπερνάρ κινητοποιεί τις υγιείς δυνάμεις της Δύσης εναντίον μιας ρωσικής εισβολής, την οποία θεωρεί επικείμενη. Μελετώντας την ιστορία της ΕΣΣΔ, ο Μπερνάρ εκφράζει την παρακάτω γνώμη για την εκκαθάριση του 1937, που είναι ενδιαφέρουσα για πολλούς λόγους.

«Ο Στάλιν θα χρησιμοποιήσει μεθόδους που ο Λένιν θα είχε αποδοκιμάσει. Στο Γεωργιανό, δε βρίσκουμε κανένα ίχνος ανθρώπινων αισθημάτων. Με αφετηρία τη δολοφονία του Κίροφ (το 1934), η Σοβιετική Ένωση θα ζήσει ένα λουτρό αίματος και θα είμαστε θεατές της Επανάστασης που καταβροχθίζει τα ίδια της τα παιδιά. Ο Στάλιν, έλεγε ο Ντόιτσερ, πρόσφερε στο λαό ένα καθεστώς τρόμου και ψευδαισθήσεων. Έτσι, τα νέα φιλελεύθερα μέτρα συμπίπτουν με το κύμα αίματος των ετών 1936-1939. Ήταν η στιγμή των φρικτών εκκαθαρίσεων, του “σπασμού τρόμου”. Τώρα θ’ αρχίσει η ατέλειωτη σειρά δικών. Έτσι, η “παλιά φρουρά” των ηρωικών καιρών θα αφανιστεί. Ο βασικός κατηγορούμενος σε όλες αυτές τις δίκες ήταν ο Τρότσκι, ο απών. Ο εξόριστος εξακολουθούσε να διευθύνει άψογα τον αγώνα κατά του Στάλιν, να ξεσκεπάζει τις μεθόδους του, να καταγγέλλει τις συμπαιγνίες του με τον Χίτλερ».

Έτσι, λοιπόν, ο ιστορικός του βελγικού στρατού αρέσκεται να αναφέρει αφειδώς τον Τρότσκι και τους τροτσκιστές, γίνεται ο υπερασπιστής της «παλιάς μπολσεβίκικης φρουράς» και έχει να πει κι έναν καλό λόγο για τον Λένιν. Όμως, επί Στάλιν, το τέρας αυτό που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, κυριαρχούσαν η τυφλή τρομοκρατία και ο πανικός.
Πριν εκθέσουμε τους όρους με τους οποίους οι μπολσεβίκοι όρισαν την εκκαθάριση των ετών 1937-1938, ας δούμε πρώτα τι γνωρίζει για αυτή την περίοδο της σοβιετικής ιστορίας ένας αστός ειδικός που δείχνει κάποιο σεβασμό στα γεγονότα.

Ο Γκαμπόρ Τάμας Ρίτερσπορν, γεννημένος στη Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία, δημοσίευσε το 1988 μια μελέτη για τις μεγάλες εκκαθαρίσεις, με τίτλο Σταλινικές απλοποιήσεις και σοβιετικές περιπλοκές. Φανερώνει καθαρά την αντίθεσή του στον κομμουνισμό και δηλώνει ότι δεν είναι δυνατό να αρνηθεί κανείς «τις όντως πραγματικές φρικαλεότητες της εποχής που εξετάζουμε, που θα ήμασταν χωρίς αμφιβολία από τους πρώτους που θα τις έβγαζαν στο φως της ημέρας, αν αυτό κρινόταν ακόμη αναγκαίο».

Μόνο που η συνήθης αστική εκδοχή για την περίοδο αυτή είναι τόσο χονδροειδής και ο διαστρεβλωτικός της χαρακτήρας τόσο προφανής, ώστε υπάρχει τελικά ο κίνδυνος να αμφισβητηθεί όλος ο δυτικός τρόπος ερμηνείας της σοβιετικής επανάστασης. Ο Ρίτερσπορν ορίζει με αξιοθαύμαστο τρόπο τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην προσπάθειά του να κάνει ένα ξεκαθάρισμα σε ό,τι αφορά στις πιο χονδροειδείς αστικές παραποιήσεις.

«Ας προσπαθήσει κανείς να δημοσιοποιήσει με μετριοφροσύνη την ανάλυση σχεδόν ολοκληρωτικά αγνοημένων υλικών, και να επανατοποθετήσει, κάτω από το φως τους, σε μια νέα προοπτική τη σοβιετική ιστορία της δεκαετίας του ’30 και το ρόλο που διαδραμάτισε ο Στάλιν, και θα ανακαλύψει ότι η κοινή γνώμη δέχεται να αμφισβητήσει τις ιδέες που της έχουν εμφυσήσει μέσα σε πολύ πιο στενά περιθώρια απ’ ό,τι θα είχε φανταστεί. (...) Η παραδοσιακή εικόνα του “σταλινικού φαινομένου” είναι στην πραγματικότητα τόσο ισχυρή, και οι πολιτικής και ιδεολογικής φύσης κρίσεις που βρίσκονται στη βάση της είναι τόσο συγκινησιακού χαρακτήρα, ώστε κάθε απόπειρα επανόρθωσής της θα πρέπει σχεδόν αναπόφευκτα να φανεί ως τοποθέτηση απέναντι στους κοινά αποδεκτούς κανόνες που συνεπάγεται. (...)

Το να καταπιαστεί κανείς με το να αποδείξει ότι η παραδοσιακή παρουσίαση της “σταλινικής εποχής” είναι, από πολλές απόψεις, εξαιρετικά ανακριβής, ισοδυναμεί επομένως με το να προβεί σε μια απέλπιδη πρόκληση, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στα καθιερωμένα σχήματα σύμφωνα με τα οποία αρμόζει να εξετάζει κανείς τις σοβιετικές πραγματικότητες, αλλά και σε ό,τι αφορά στις πιο κοινές λεκτικές πρακτικές. (...) Εκείνο που μπορεί να δικαιολογήσει μια έρευνα αυτού του είδους είναι πρώτα απ’ όλα η άκρα ανακολουθία της βιβλιογραφίας που είναι αφιερωμένη σε ένα από τα φαινόμενα που θεωρούνται μείζονος σημασίας από την επικρατέστερη ιστορική ανάλυση, τη “μεγάλη εκκαθάριση” των ετών 1936-1938.

Παρά τα φαινόμενα, λίγες είναι, ωστόσο, οι περίοδοι της σοβιετικής ιστορίας που έχουν μελετηθεί τόσο επιφανειακά. (...) Όλα συντείνουν στο να πιστέψουμε ότι αν υπήρξε η τάση να αγνοηθούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι κατά βάθος στοιχειώδεις κανόνες ανάλυσης των πηγών στο σημαντικό αυτό γνωστικό πεδίο, αυτό έγινε κατά πάσα πιθανότητα γιατί ο τελικός σκοπός των εργασιών αυτών ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αρκετά μακριά από το στόχο των συνηθισμένων ιστορικών ερευνών. Πραγματικά, έπειτα από μια έστω και στο ελάχιστο επιμελή ανάγνωση της “κλασικής” βιβλιογραφίας, δύσκολα διαφεύγει η ιδέα ότι από πολλές απόψεις είναι συχνά περισσότερο εμπνευσμένη από τη νοοτροπία που επικρατεί σε ορισμένους δυτικούς κύκλους παρά από τις σοβιετικές πραγματικότητες των “σταλινικών καιρών”. Υπεράσπιση των καθιερωμένων αξιών της Δύσης απέναντι σε κάθε είδους πραγματικές και φανταστικές απειλές σοβιετικής προέλευσης, επιβεβαίωση αδιαμφισβήτητων ιστορικών γεγονότων, καθώς και κάθε είδους ιδεολογικών a priori».

Μιλώντας ξεκάθαρα, ο Ρίτερσπορν λέει τα εξής: Μπορώ να αποδείξω ότι οι περισσότερες από τις συνηθισμένες ιδέες για τον Στάλιν είναι απολύτως λανθασμένες. Αλλά το να θέλεις να πεις κάτι τέτοιο είναι ένα σχεδόν απελπισμένο εγχείρημα. Αν επιβεβαιώσετε, έστω και με μετριοφροσύνη, ορισμένες αναντίρρητες αλήθειες για τη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’30, θα σας χαρακτηρίσουν «σταλινικό». Η αστική προπαγάνδα χάραξε στο μυαλό των ανθρώπων μια ψεύτικη, αλλά εξαιρετικά ισχυρή εικόνα του Στάλιν, εικόνα που είναι σχεδόν αδύνατο να διορθωθεί, γιατί οξύνονται τα πνεύματα, μόλις θα θίγει κανείς το θέμα. Τα βιβλία για την εκκαθάριση, που έχουν γραφεί από τους μεγάλους ειδικούς της Δύσης, όπως είναι οι Κόνκουεστ, Ντόιτσερ, Σαπίρο και Φένσοντ δεν αξίζουν τίποτα. Είναι επιφανειακά και δεν παίρνουν υπόψη ούτε τους στοιχειωδέστερους κανόνες δεοντολογίας που κάθε φοιτητής ιστορίας μαθαίνει από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στην πραγματικότητα, τα έργα αυτά έχουν γραφεί για να προσδώσουν ένα επιστημονικό και ακαδημαϊκό κύρος στην αντικομμουνιστική πολιτική των δυτικών κυρίαρχων κύκλων. Παρουσιάζουν με φαινομενικά επιστημονικό τρόπο την υπεράσπιση των καπιταλιστικών συμφερόντων και αξιών και τα ιδεολογικά a priori της μεγαλοαστικής τάξης.

Ας δούμε τώρα πώς παρουσιάστηκε η εκκαθάριση του Κόμματος από τους κομμουνιστές που έκριναν αναγκαία την πραγματοποίησή της το 1937-1938. Να ποια είναι η κεντρική θέση όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον Στάλιν στην εισήγησή του στις 3 Μάρτη του 1937, με την οποία και ξεκίνησε η εκκαθάριση.

Ο Στάλιν δηλώνει ότι ορισμένα ηγετικά στελέχη του Κόμματος «φάνηκαν αδιάφορα, αγαθά και αφελή» και πως δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επαγρύπνηση απέναντι στους εχθρούς και τους αντικομμουνιστές που διείσδυσαν στο Κόμμα. Ο Στάλιν μιλάει για τη δολοφονία του Κίροφ, του υπ’ αριθμόν δύο ηγέτη του Κόμματος των μπολσεβίκων την εποχή εκείνη:

«Η δολοφονία του Κίροφ ήταν η πρώτη σοβαρή προειδοποίηση που πιστοποιούσε ότι οι εχθροί του λαού θα έπαιζαν διπλό παιχνίδι και ότι, ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, θα παρίσταναν τους μπολσεβίκους, τα μέλη του Κόμματος, για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις οργανώσεις μας. Η δίκη του ζινοβιεφικού-τροτσκιστικού μπλοκ (του 1936) έδειξε ξεκάθαρα ότι οι ζινοβιεφικοί και οι τροτσκιστές συσπειρώνουν γύρω τους όλα τα εχθρικά αστικά στοιχεία, ότι έχουν καταντήσει κατασκοπευτική οργάνωση της Γκεστάπο, ότι το διπλό παιχνίδι και το καμουφλάρισμα είναι γι’ αυτούς τα μόνα μέσα προκειμένου να διεισδύσουν στις οργανώσεις μας, ότι η επαγρύπνηση και η πολιτική διορατικότητα συνιστούν τα πιο σίγουρα μέσα για την παρεμπόδιση αυτής της διείσδυσης. (...) Όσο περισσότερο θα προχωρούμε, όσο περισσότερο θα κατακτούμε επιτυχίες, τόσο περισσότερο θα εξοργίζονται τα απομεινάρια των εκμεταλλευτριών τάξεων που κατατροπώνονται, τόσο περισσότερο θα καταφεύγουν εσπευσμένα στις οξύτερες μορφές πάλης, τόσο περισσότερο θα βλάπτουν το σοβιετικό κράτος, τόσο περισσότερο θα εμμένουν στις πιο απέλπιδες μορφές πάλης, σαν το τελευταίο καταφύγιο ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι να χαθούν».

ΠΩΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΕΧΘΡΩΝ;

Ποιοι ήταν, λοιπόν, στην πραγματικότητα αυτοί οι εχθροί του λαού, που διείσδυσαν στα άδυτα των μπολσεβίκων; Παρουσιάζουμε τέσσερις χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Μπορίς Μπαζάνοφ

Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, που κόστισε τη ζωή σε εννέα εκατομμύρια ανθρώπους, η αστική τάξη πολέμησε τους μπολσεβίκους με το όπλο στο χέρι. Όταν ηττήθηκε, τι μπορούσε να κάνει; Να αυτοκτονήσει; Να πνίξει την απελπισία της στη βότκα; Να μεταστραφεί στον μπολσεβικισμό; Είχε καλύτερες επιλογές. Με το που επικράτησε οριστικά η μπολσεβίκικη επανάσταση, στοιχεία της αστικής τάξης διείσδυσαν συνειδητά στο Κόμμα για να το πολεμήσουν από τα μέσα και να προετοιμάσουν τις συνθήκες για ένα αστικό πραξικόπημα.

Ένας κάποιος Μπορίς Μπαζάνοφ έγραψε σχετικά ένα πολύ διδακτικό βιβλίο, με τίτλο Με τον Στάλιν στο Κρεμλίνο. Ο Μπορίς γεννήθηκε το 1900. Ήταν επομένως 17-19 ετών όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ουκρανία, τη γενέτειρά του. Στο βιβλίο του, ο Μπαζάνοφ δημοσιεύει με περηφάνια τη φωτοτυπία ενός εγγράφου που τον διόριζε βοηθό του Στάλιν. Έχει ημερομηνία 9 Αυγούστου 1923. Η απόφαση του οργανωτικού γραφείου λέει τα εξής:

«Ο σύντροφος Μπαζάνοφ διορίζεται βοηθός του συντρόφου Στάλιν, γραμματέα της ΚΕ.» Ο Μπαζάνοφ κάνει το ακόλουθο σχόλιο, που εκφράζει τη μεγάλη ικανοποίησή του:

«Όντας στρατιώτης της αντιμπολσεβίκικης στρατιάς, είχα επιβάλει στον εαυτό μου το δύσκολο και επικίνδυνο καθήκον να διεισδύσω στο εχθρικό γενικό επιτελείο. Είχα πετύχει το σκοπό μου».

Ο νεαρός Μπαζάνοφ, ως βοηθός του Στάλιν ήταν γραμματέας του Πολιτικού Γραφείου και έπρεπε να κρατάει τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεών του. Ήταν 23 χρόνων. Στο βιβλίο του, γραμμένο το 1930, εξηγεί πώς ξεκίνησε η πολιτική του σταδιοδρομία, όταν είδε να καταφτάνει ο μπολσεβίκικος στρατός στο Κίεβο. Ήταν δεκαεννέα χρόνων.

«Οι μπολσεβίκοι το καταλαμβάνουν το 1919, σπέρνοντας τον πανικό. Το να τους φώναζα κατάμουτρα την απέχθειά μου, δε θα μου είχε στοιχίσει παρά δέκα σφαίρες στο κορμί. Πήρα άλλη απόφαση. Για να σώσω την ελίτ της πόλης μου, φόρεσα το προσωπείο της κομμουνιστικής ιδεολογίας». «Ήδη από το 1920, η ανοιχτή πάλη κατά της μπολσεβίκικης μάστιγας είχε πάρει τέλος. Να την πολεμήσεις από έξω δεν ήταν πια δυνατό. Χρειαζόταν να την υπονομεύσεις από τα μέσα. Το σημαντικό ήταν να εισαχθεί ένας δούρειος ίππος μέσα στο κομμουνιστικό οχυρό. Όλα τα παιδιά της δικτατορίας συγκεντρώνονταν όλο και πιο πολύ στον πυρήνα του Πολιτικού Γραφείου. Το πραξικόπημα δεν μπορούσε πλέον παρά να ξεκινήσει από εκεί».

Στη διάρκεια των ετών 1923-1924, ο Μπαζάνοφ παραβρέθηκε σε όλες τις συνεδριάσεις του Πολιτικού Γ ραφείου. Κατόρθωσε να διατηρηθεί σε διάφορες θέσεις ως τη φυγή του, το 1928.

Πολλοί άλλοι αστοί διανοούμενοι επέδειξαν την ευφυΐα του δεκαεννιάχρονου αυτού Ουκρανού.

Οι εργάτες και οι αγρότες που έκαναν την επανάσταση κι έχυσαν το αίμα τους, είχαν λίγη καλλιέργεια και παιδεία. Μπορούσαν να νικήσουν την αστική τάξη με το κουράγιο τους, τον ηρωισμό τους, το μίσος που ένιωθαν από την καταπίεση. Αλλά για να οργανωθεί η νέα κοινωνία, χρειαζόταν καλλιέργεια και παιδεία. Διανοούμενοι της παλιάς κοινωνίας, νεαροί και ηλικιωμένοι, άνθρωποι αρκετά ικανοί και ευέλικτοι, αναγνώριζαν τις ευκαιρίες. Αποφάσιζαν ν’ αλλάξουν όπλα και τακτική στην πάλη τους. Θα αντιμετώπιζαν αυτούς τους άξεστους και ακαλλιέργητους μπαίνοντας στην υπηρεσία τους. Από την άποψη αυτή, ο δρόμος που ακολούθησε ο Μπορίς Μπαζάνοφ είναι υποδειγματικός.

Γκεόργκι Σολομόν

Ας πάρουμε ένα άλλο βιβλίο-μαρτυρία. Η σταδιοδρομία του συγγραφέα του, του Γκεόργκι Σολομόν, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Ο Σολομόν ήταν στέλεχος του Κόμματος των μπολσεβίκων, διορισμένος, τον Ιούλη του 1919, βοηθός του Λαϊκού Επιτρόπου Εμπορίου και Βιομηχανίας. Ήταν στενός φίλος του Κράσιν, βετεράνου μπολσεβίκου, που ασκούσε παράλληλα τα καθήκοντα του Επιτρόπου Συγκοινωνιών και Επικοινωνιών, καθώς και Εμπορίου και Βιομηχανίας. Με λίγα λόγια, έχουμε εδώ δύο μέλη της «παλιάς φρουράς των ηρωικών καιρών» τόσο αγαπητά στον Ανρί Μπερνάρ της Στρατιωτικής Ακαδημίας.

Το Δεκέμβρη του 1917, ο Σολομόν επιστρέφει από τη Στοκχόλμη στην Πετρούπολη, όπου βιάζεται να ρωτήσει το φίλο του Κράοιν για την πολιτική κατάσταση. Σύμφωνα με τον Σολομόν, ο τελευταίος του είπε τα εξής:

«Μια περίληψη της κατάστασης; Πρόκειται για μια επένδυση στον άμεσο σοσιαλισμό, για μια ουτοπία τραβηγμένη ως την πιο ακραία ηλιθιότητα. Τρελάθηκαν όλοι, ακόμα κι ο Λένιν! Ξεχάστηκαν οι νόμοι της φυσικής εξέλιξης, ξεχάστηκαν οι προειδοποιήσεις μας για τον κίνδυνο να επιχειρηθεί το σοσιαλιστικό εγχείρημα στις τωρινές συνθήκες. Όσο για τον Λένιν, βρίσκεται σε συνεχές παραλήρημα. Στην πραγματικότητα, ζούμε σ’ ένα καθαρά αυταρχικό καθεστώς».

Η ανάλυση αυτή σε τίποτα δε διαφέρει από τις αναλύσεις των μενσεβίκων: Η Ρωσία δεν είναι ώριμη για το σοσιαλισμό. Όποιος θελήσει να τον εφαρμόσει θα πρέπει να καταφύγει σε αυταρχικές μεθόδους.

Αρχές του 1918, ο Σολομόν και ο Κράσιν ξανασμίγουν στη Στοκχόλμη. Οι Γερμανοί έχουν εξαπολύσει νέα επίθεση και καταλαμβάνουν την Ουκρανία. Οι αντιμπολσεβίκικες εξεγέρσεις πολλαπλασιάζονται. Δεν ξέρει κανείς ποιος θα κυβερνήσει τη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι ή οι μενσεβίκοι και οι βιομήχανοι φίλοι τους... Ο Σολομόν συνοψίζει τις συζητήσεις του με τον Κράσιν:

«Καταλαβαίναμε ότι το νέο αυτό καθεστώς είχε εισαγάγει μια σειρά παράλογα μέτρα, καταστρέφοντας τις τεχνικές δυνάμεις, αποθαρρύνοντας τους εξειδικευμένους τεχνικούς και αντικαθιστώντας τους με επιτροπές εργατών. Αντιλαμβανόμασταν ότι η τάση αφανισμού της αστικής τάξης δεν ήταν λιγότερο παράλογη. Η αστική αυτή τάξη ήταν ακόμα προορισμένη να μας προσφέρει πολλά θετικά στοιχεία. Η τάξη αυτή καλούνταν να εκπληρώσει την ιστορική και εκπολιτιστική της αποστολή».

Ο Σολομόν δείχνει, προφανώς, ν’ αναρωτιέται μήπως πρέπει να πάει με τους «αληθινούς» μαρξιστές, τους μενσεβίκους, με τους οποίους συμμερίζεται την ανησυχία για τη «σωτηρία» της αστικής τάξης, του φορέα της προόδου. Πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς αυτήν; Θα μπορούσε, μήπως, να αναπτυχθεί η χώρα με «εργοστάσια που θα τα διεύθυναν επιτροπές αδαών εργατών»;

Όμως η κατάσταση της μπολσεβίκικης εξουσίας σταθεροποιείται και, όπως λέει ο Σολομόν, «μια αλλαγή επήλθε βαθμιαία στην εκτίμησή μας για την κατάσταση». «Αναρωτιόμασταν αν είχαμε το δικαίωμα να παραμένουμε στο περιθώριο. Δεν έπρεπε, προς το συμφέρον αυτού του λαού που θέλαμε να υπηρετήσουμε, να βάλουμε τις δυνάμεις μας και την εμπειρία μας στη διάθεση των σοβιέτ, ώστε να προσφέρουμε στο εγχείρημα αυτό υγιή στοιχεία; Θα αφήναμε να πάει χαμένη η δυνατότητα να αγωνιστούμε κατά της πολιτικής αυτής του γενικού αφανισμού, που είχε σημαδέψει τη δράση των μπολσεβίκων; Θα μπορούσαμε επίσης να αντιταχθούμε στην ολική εξόντωση της αστικής τάξης. Πιστεύαμε πως η αποκατάσταση ομαλών σχέσεων με τη Δύση θα ανάγκαζε τους ηγέτες μας να ακολουθήσουν τις επιταγές των άλλων εθνών και ότι η τάση για έναν άμεσο κομμουνισμό θα άρχιζε να φθίνει και τελικά θα εξαλειφόταν εντελώς. Με βάση τους συλλογισμούς αυτούς, καταλήξαμε, ο Κράσιν κι εγώ, στην απόφαση να μπούμε στην υπηρεσία των σοβιέτ».

Έτσι, σύμφωνα με όσα δηλώνει ο Σολομόν, αυτός και ο Κράσιν διαμόρφωσαν ένα μυστικό πρόγραμμα, το οποίο εφάρμοσαν αναρριχώμενοι στα αξιώματα του υπουργού και του υφυπουργού επί Λένιν: ανατάχθηκαν σε όλα τα μέτρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, προστάτεψαν όσο ήταν δυνατό την αστική τάξη και είχαν την πρόθεση να αποκαταστήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με τον ιμπεριαλιστικό κόσμο, και όλα αυτά για «να εξαλείψουν προοδευτικά και ολοκληρωτικά» τον κομμουνιστικό προσανατολισμό του Κόμματος! Ωραίος μπολσεβίκος, ο σύντροφος Σολομόν!

Την 1η Αυγούστου του 1923, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Βέλγιο, αυτομολεί στη Δύση. Η μαρτυρία του δημοσιεύεται το 1930 υπό την αιγίδα της βελγογαλλικής οργάνωσης «Διεθνές Κέντρο Ενεργού Δράσης κατά του Κομμουνισμού». Ο βετεράνος μπολσεβίκος Σολομόν έχει τώρα πολύ ξεκαθαρισμένες απόψεις:

«Η κυβέρνηση της Μόσχας, συγκροτημένη από μια μικρή ομάδα ανθρώπων, επιβάλλει, με τη βοήθεια της Γκε Πε Ου, τη σκλαβιά και τον τρόμο στη μεγάλη χώρα μας. (...) Οι Σοβιετικοί σατράπηδες βλέπουν να περικυκλώνονται από κάθε πλευρά από την οργή, τη μεγάλη λαϊκή οργή. Κυριευμένοι από πανικό, γίνονται όλο και πιο θηριώδεις, χύνουν ποτάμια το ανθρώπινο αίμα».

Είναι οι ίδιοι όροι που χρησιμοποίησαν οι μενσεβίκοι, μερικά χρόνια πριν. Θα τους επαναλάβει λίγο αργότερα ο Τρότσκι. Πενήντα χρόνια μετά, ο ιδεολόγος του βελγικού στρατού δε θα βρει καλύτερους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι όροι «πανικός», «σκλαβιά» και «ποτάμια ανθρώπινο αίμα» χρησιμοποιούνται από το «βετεράνο μπολσεβίκο» Σολομόν για την περιγραφή της κατάστασης στη Σοβιετική Ένωση του Λένιν και της «φιλελεύθερης» περιόδου 1924-1929, πριν από την κολεκτιβοποίηση. Όλες οι συκοφαντίες της αστικής τάξης περί «τρομοκρατικού και αιματηρού καθεστώτος» για το σοβιετικό καθεστώς του Στάλιν, είχαν εξακοντιστεί ήδη, λέξη προς λέξη, κατά της Σοβιετικής Ένωσης του Λένιν.

Ο Σολομόν αντιπροσωπεύει την ενδιαφέρουσα περίπτωση ενός «βετεράνου μπολσεβίκου» που είναι ριζικά αντίθετος με το όλο εγχείρημα του Λένιν, αλλά που επιλέγει να το παρεμποδίσει και να το «αναστρέψει» από τα μέσα. Ηδη το 1918, ορισμένοι μπολσεβίκοι είχαν κατηγορήσει τον Σολομόν μπροστά στον Λένιν ότι είναι αστός, καιροσκόπος και κατάσκοπος των Γερμανών... Ο Σολομόν είχε αρνηθεί τις κατηγορίες κι είχε εκφράσει την αγανάκτησή του. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ΕΣΣΔ, επιδόθηκε σε άγριο αντικομμουνισμό.

Μιχαήλ Φρούνζε

Το βιβλίο του Μπαζάνοφ, που αναφέραμε παραπάνω, περιέχει ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι, όπου ο συγγραφέας μιλάει για τις επαφές που είχε με ανώτερους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού.

«Ο Φρούνζε», γράφει, «ήταν ίσως ο μόνος ανάμεσα στους ηγέτες που επιθυμούσε την κατάλυση του καθεστώτος και την επάνοδο της Ρωσίας σε μια πιο ανθρώπινη κατάσταση. Στην αρχή της επανάστασης, ο Φρούνζε ήταν μπολσεβίκος. Όμως, κατατάχθηκε στο στρατό, επηρεάστηκε από τους παλιούς αξιωματικούς και στρατηγούς, διαποτίστηκε από τις παραδόσεις τους κι έγινε στρατιώτης ως το μεδούλι. Όσο περισσότερο παθιαζόταν με το στρατό, τόσο περισσότερο μισούσε τον κομμουνισμό. Ήξερε όμως να σωπαίνει και να κρύβει τις σκέψεις του. Πίστευε ότι τον καλούσε η μοίρα να διαδραματίσει στο μέλλον το ρόλο του Ναπολέοντα. Ο Φρούνζε είχε ένα πολύ καθορισμένο σχέδιο δράσης. Επιδίωκε πρώτα απ’ όλα να φθείρει τη δύναμη του Κόμματος στον Κόκκινο Στρατό. Στην αρχή, πέτυχε την κατάργηση των επιτρόπων, που, με την ιδιότητα των εκπροσώπων του Κόμματος, ήταν πάνω από τη διοίκηση. Έπειτα, ακολουθώντας ευθαρσώς το σχέδιό του για βοναπαρτιστικό πραξικόπημα, ο Φρούνζε επέλεξε με καρτερικότητα, για τις θέσεις διοικητών μεραρχιών, σωμάτων στρατού και περιοχών, αληθινούς στρατιωτικούς στους οποίους υπολόγιζε να στηριχτεί. Για να μπορέσει ο στρατός να φέρει σε πέρας ένα πραξικόπημα, χρειαζόταν μια εξαιρετική κατάσταση, μια κατάσταση που θα μπορούσε, για παράδειγμα, να επιφέρει πόλεμο. Η δεξιότητά του να προσδίδει κομμουνιστική χροιά σε όλες του τις ενέργειες ήταν απαράμιλλη. Ωστόσο, ο Στάλιν ανακάλυψε τα σχέδιά του».

Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο Μπαζάνοφ έχει δίκιο σε ό,τι αφορά στην κρίση του για τον Φρούνζε. Όμως, το κείμενό του δείχνει τουλάχιστον ότι, ήδη το 1926, ορισμένοι επένδυαν σε μιλιταριστικές και βοναπαρτιστικές τάσεις μέσα στο στρατό για να βάλουν τέλος στο σοβιετικό καθεστώς.

Ο Τοκάγεφ θα γράψει αργότερα ότι το 1935 «το κεντρικό στρατιωτικό αεροδρόμιο Φρούνζε ήταν ένα από τα κέντρα των άσπονδων εχθρών του (Στάλιν)».

Όταν ο Τσουχατσέφσκι θα συλληφθεί και θα τουφεκιστεί το 1937, θα του αποδοθούν οι ίδιες ακριβώς προθέσεις με του Φρούνζε, όπως αυτές αναφέρονται στη μαρτυρία του Μπαζάνοφ που γράφτηκε το 1930.

Αλεξάντρ Ζινόβιεφ

Τ ο 1939, ο Αλεξάντρ Ζινόβιεφ, λαμπρός μαθητής Λυκείου, είναι δεκαεπτά χρόνων.

«Μπορούσα να διαπιστώσω τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα κομμουνιστικά ιδανικά. Καθιστούσα τον Στάλιν υπεύθυνο γι’ αυτή τη ρήξη».
Η φράση αυτή εκφράζει τέλεια το μικροαστικό ιδεαλισμό που είναι πρόθυμος να παραδεχτεί τα κομμουνιστικά ιδανικά, αλλά που προβαίνει σε αφαίρεση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας και, στη συνέχεια, των διεθνών συγκυριών κάτω από τις οποίες η εργατική τάξη αναγκάστηκε να επιχειρήσει την πραγμάτωσή τους. Ορισμένοι από αυτούς τους μικροαστούς απορρίπτουν τα κομμουνιστικά ιδανικά όταν έχουν να αντιμετωπίσουν τη δριμύτητα της ταξικής πάλης και τις δυσκολίες στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

«Ήμουν ορκισμένος αντισταλινικός από τα δεκαεπτά μου κιόλας χρόνια», δηλώνει ο Ζινόβιεφ. «Θεωρούσα τον εαυτό μου νεοαναρχικό». Διάβασε με πάθος τα έργα του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, κι αργότερα τα έργα του Ζελιάμποφ και των λαϊκιστών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, στην πραγματικότητα, είχε γίνει «για να μπορέσουν οι υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού να έχουν για προσωπική τους χρήση το υπηρεσιακό τους αυτοκίνητο, να ζουν σε πολυτελή διαμερίσματα και εξοχικά»· Αποσκοπούσε στην «εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού κράτους». «Η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν μια ανοησία».

Και ο Ζινόβιεφ λέει παρακάτω:

«Η ιδέα μιας απόπειρας κατά του Στάλιν είχε κυριέψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου. Είχα ήδη ασχοληθεί με την τρομοκρατία. (...) Μελετήσαμε τις δυνατότητες μιας απόπειρας: κατά τη διάρκεια της παρέλασης στην Κόκκινη Πλατεία, θα προκαλούσαμε μια τεχνητή αναστάτωση που θα μου έδινε τη δυνατότητα να ορμήσω προς τους επισήμους, οπλισμένος με πιστόλι και χειροβομβίδες». Λίγο αργότερα, μαζί με το φίλο του Αλεξέι, προετοιμάζει μια νέα απόπειρα «προγραμματισμένη για τις 7 Νοέμβρη του 1939».

Ο Ζινόβιεφ μπαίνει στη Φιλοσοφική Σχολή ενός φημισμένου ιδρύματος.

«Μόλις μπήκα, κατάλαβα ότι, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να προσχωρήσω στο ΚΚ. Δεν είχα καμιά πρόθεση να εκφράσω ανοικτά τις πεποιθήσεις μου: το μόνο που θα πετύχαινα θα ήταν να έχω μπελάδες. Είχα ήδη διαλέξει το δρόμο μου! Ήθελα να είμαι ένας επαναστάτης που θα αγωνιζόταν κατά της νέας κοινωνίας. Αποφάσισα, λοιπόν, να προσποιηθώ για λίγο καιρό και να κρύψω την πραγματική μου φύση».

Οι τέσσερις αυτές περιπτώσεις μας δίνουν μια ιδέα των μεγάλων δυσκολιών που συνάντησε η σοβιετική εξουσία στον αγώνα ενάντια σε αδίστακτους εχθρούς, που όμως κρύβονταν και ενεργούσαν μυστικά. Εχθροί που προσπάθησαν με όλους τους τρόπους να υποσκάψουν και να διαλύσουν το Κόμμα και το σοβιετικό κράτος από τα μέσα.

Η ΠΑΛΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ

Κατά τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ο Στάλιν και τα άλλα ηγετικά στελέχη των μπολσεβίκων έδωσαν πολυάριθμους αγώνες ενάντια στις οπορτουνιστικές τάσεις μέσα στο Κόμμα. Η αναίρεση των αντιλενιστικών ιδεών του Τ ρότσκι, έπειτα του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ και τέλος του Μπουχάριν κατέχει σημαντική θέση στους ιδεολογικούς και πολιτικούς αυτούς αγώνες που διεξάχθη-καν άψογα, σύμφωνα με τις λενινιστικές αρχές, με σθένος και υπομονή.

Το Κόμμα των μπολσεβίκων έδωσε έναν αποφασιστικό ιδεολογικοπολιτικό αγώνα κατά του Τρότσκι την περίοδο 1922-1927, σχετικά με το ζήτημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, τη Σοβιετική Ενωση. Όπως είδαμε παραπάνω, οι υπαναχωρητικές και ηττοπαθείς θέσεις του Τρότσκι συμφωνούσαν στην πραγματικότητα με τις θέσεις που υπερασπίζονταν από το 1918 οι μενσεβίκοι, που είχαν καταλήξει κι αυτοί ότι ήταν αδύνατο να εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός σε μια καθυστερημένη αγροτική χώρα. Υπάρχουν πολυάριθμα κείμενα των ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων, κυρίως του Στάλιν και του Μπουχάριν, που πιστοποιούν ότι ο αγώνας αυτός διεξάχθηκε άψογα.

Το 1926-1927, οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ τάχθηκαν στο πλευρό του Τρότσκι στον αγώνα του κατά του Κόμματος. Μαζί συγκρότησαν την ενοποιημένη αντιπολίτευση, που κατάγγειλε την άνοδο της τάξης των κουλάκων, επέκριναν τη «γραφειοκρατία» που κυρίευε το Κόμμα και οργάνωσαν φράξιες μέσα στο Κόμμα. Όταν κάποιος Οσόφσκι υπερασπίστηκε το δικαίωμα να ιδρύονται «αντιπολιτευτικά κόμματα», ο Τρότσκι και ο Κάμενεφ ψήφιζαν στο Πολιτικό Γραφείο κατά της διαγραφής του από το Κόμμα. Ο Ζινόβιεφ υιοθέτησε τη θεωρία του Τρότσκι για το «ανέφικτο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», θεωρία που είχε πολεμήσει βίαια δύο χρόνια πριν, και μίλησε για κίνδυνο «υποβάθμισης» του Κόμματος.

Ο Τρότσκι επικαλέστηκε το 1927 το «σοβιετικό Θερμιδόρ», κατ’ αναλογία με την αντεπανάσταση στη Γαλλία, τότε που οι δεξιοί Ιακωβίνοι συνέτριψαν τους αριστερούς Ιακωβίνους.

Επειτα, ο Τρότσκι εξήγησε ότι στις αρχές του A' Παγκόσμιου Πολέμου, την ώρα που ο γερμανικός στρατός ήταν 80 χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, ο Κλεμανσό ανέτρεψε την πολύ αδύναμη κυβέρνηση Πενλεβέ, για να οργανώσει μια σκληρή και ανυποχώρητη άμυνα. Άφηνε να εννοηθεί ότι σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής επίθεσης, αυτός, ο Τρότσκι, θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει ένα πραξικόπημα σε στιλ Κλεμανσό.25

Με τις ενέργειες και τις θέσεις της, η αντιπολίτευση έχασε κάθε αξιοπιστία και στη διάρκεια μιας ψηφοφορίας δε συγκέντρωσε περισσότερες από 6.000 ψήφους σε σύνολο 725.000. Στις 27 Δεκέμβρη του 1927, η Κεντρική Επιτροπή δήλωσε ότι η αντιπολίτευση είχε συμμαχήσει με τις αντισοβιετικές δυνάμεις και ότι όσοι εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν τις θέσεις της θα διαγράφονταν από το Κόμμα. Αυτό είχε ως συνέπεια να διαγραφούν από το Κόμμα όλα τα τροτσκιστικά και ζινοβιεφικά ηγετικά στελέχη.

Όμως, ήδη τον Ιούνη του 1928, πολλοί ζινοβιεφικοί έκαναν δημόσια αυτοκριτική και επανεντάχθηκαν. Οι ηγέτες τους Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Εβντοκίμοφ ακολούθησαν λίγο αργότερα.

Έπειτα, πολλοί τροτσκιστές ομολόγησαν δημόσια τα σφάλματά τους, όπως οι Πρεομπραζένσκι, Ράντεκ, Πιατακόφ. Όσο για τον Τρότσκι, αυτός εξακολουθούσε να διατηρεί αμείωτη την αντιπολιτευτική του τακτική απέναντι στο Κόμμα και απελάθηκε από τη Σοβιετική Ένωση.

Ο τρίτος μεγάλος ιδεολογικός αγώνας στράφηκε κατά της δεξιάς απόκλισης του Μπουχάριν, στη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης. Ο Μπουχάριν έγινε κήρυκας μιας πολιτικής σοσιαλδημοκρατικού τύπου, που βασιζόταν στην ιδέα της ταξικής συμφιλίωσης. Στην πραγματικότητα, προστάτεψε την ανάπτυξη των κουλάκων στην ύπαιθρο και έγινε εκπρόσωπος των συμφερόντων τους. Ζητούσε την επιβράδυνση της εκβιομηχάνισης της χώρας. Ο Μπουχάριν είχε κλονιστεί από την αγριότητα της ταξικής πάλης στην ύπαιθρο και περιέγραψε και κατάγγειλε τις «φρικαλεότητές» της.

Στη διάρκεια αυτής της πάλης, πρώην στελέχη της «αριστερής αντιπολίτευσης» βάλθηκαν να συνάπτουν ανίερες συμμαχίες με τον Μπουχάριν, με σκοπό να ανατρέψουν τον Στάλιν και τη μαρξιστική-λενινιστική ηγεσία. Στις 111ούλη του 1928, στη διάρκεια των έντονων αντιπαραθέσεων που προηγήθηκαν της κολεκτιβοποίησης, ο Μπουχάριν είχε μια παράνομη συνάντηση με τον Κάμενεφ. Δήλωσε ότι υποστηρίζει ένα «συνασπισμό με τους Κάμενεφ και Ζινόβιεφ για την αντικατάσταση του Στάλιν». Το Σεπτέμβρη του 1928, ο Κάμενεφ πλησίασε ορισμένους τροτσκιστές για να τους ζητήσει να μπουν στο Κόμμα και να περιμένουν «να ωριμάσει η κρίση».

Όμως, μετά την πραγματοποίηση της κολεκτιβοποίησης το 1932-1933, σε γενικές γραμμές, οι ηττοπαθείς θεωρίες του Μπουχάριν αγνοήθηκαν εντελώς.

Στο μεταξύ, οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ είχαν ξαναρχίσει τον αγώνα τους κατά της γραμμής του Κόμματος, υποστηρίζοντας συγκεκριμένα το αντεπαναστατικό σχέδιο που είχε επεξεργαστεί ο Ριούτιν το 1931-1932, για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. Διαγράφτηκαν για δεύτερη φορά από το Κόμμα και εξορίστηκαν στη Σιβηρία.

Από το 1933, η κομματική ηγεσία εκτιμούσε ότι οι πιο σκληρές μάχες για την εκβιομηχάνιση και την κολεκτιβοποίηση δίνονταν πίσω από την πλάτη. Το Μάη του 1933, ο Στάλιν και ο Μόλοτοφ υπέγραψαν την απόφαση να αφεθούν ελεύθεροι οι μισοί απ’ όσους είχαν σταλεί σε στρατόπεδα εργασίας στη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης. Το Νοέμβρη του 1934, το σύστημα διαχείρισης των κολχόζ πήρε την οριστική του μορφή. Οι κολχόζνικοι είχαν πλέον το δικαίωμα να καλλιεργούν για λογαριασμό τους ένα ιδιωτικό μικρό κομμάτι γης και να εκτρέφουν ζώα. Μια κοινωνική και οικονομική ανακούφιση έγινε αισθητή σε όλη τη χώρα.

Είχε αποδειχτεί η ορθότητα του γενικού προσανατολισμού του Κόμματος. Οι Κάμανεφ, Ζινόβιεφ και Μπουχάριν, καθώς και πάρα πολλοί τροτσκιστές είχαν αναγνωρίσει τα σφάλματά τους. Η ηγεσία του Κόμματος είχε τη γνώμη ότι οι περίλαμπρες νίκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μπορούσαν να οδηγήσουν όλους τους αντιπολιτευόμενους σε αυτοκριτική των λαθεμένων τους αντιλήψεων και σε αφομοίωση των λενινιστικών αντιλήψεων. Έλπιζε ότι θα εφάρμοζαν τις αρχές που είχε αναπτύξει ο Λένιν σχετικά με την κριτική και την αυτοκριτική, την υλιστική και διαλεκτική αυτή μέθοδο που επιτρέπει σε κάθε κομμουνιστή να τελειοποιεί την πολιτική του διαπαιδαγώγηση, να κάνει απολογισμό των ιδιαίτερων αντιλήψεων του και να ενισχύει την πολιτική ενότητα του Κόμματος. Για το λόγο αυτό, σχεδόν όλοι οι επικεφαλής των τριών οπορτουνιστικών ρευμάτων, οι τροτσκιστές Πιατακόφ, Ράντεκ, Σμιρνόφ και Πρεομπραζένσκι, επιπλέον οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ, καθώς και ο Μπουχάριν -ο τελευταίος, άλλωστε, είχε παραμείνει πάντοτε σε κάποια ηγετική θέση-κλήθηκαν το 1934 στο 17ο Συνέδριο, όπου εκφώνησαν λόγους.

Το συνέδριο αυτό ήταν συνέδριο νίκης και ενότητας.

Στην Έκθεσή του στο 17ο Συνέδριο, που παρουσίασε στις 26 Γενάρη του 1934, ο Στάλιν απαρίθμησε τα εντυπωσιακά επιτεύγματα στους τομείς της εκβιομηχάνισης, της κολεκτιβοποίησης και της πολιτιστικής ανάπτυξης. Αφού αναφέρθηκε στην πολιτική νίκη επί της τροτσκιστικής ομάδας και των αστών εθνικιστών, είπε:

«Συντρίφτηκε και διασκορπίστηκε η αντιλενινιστική ομάδα των δεξιών. Οι οργανωτές της από καιρό πια απαρνήθηκαν τις απόψεις τους και προσπαθούν τώρα με κάθε τρόπο να επανορθώσουν τα αμαρτήματα που έκαναν απέναντι στο Κόμμα».

Στη διάρκεια του συνεδρίου, όλοι οι παλιοί αντιπολιτευόμενοι αναγνώρισαν τις σημαντικές επιτυχίες που είχαν σημειωθεί από το 1930. Στην ομιλία του κατά το κλείσιμο του συνεδρίου, ο Στάλιν είπε:

«Φάνηκε συνεπώς η πρωτοφανέρωτη ιδεολογικοπολιτική κι οργανωτική συνοχή των γραμμών του Κόμματός μας».

Ο Στάλιν ήταν πεισμένος ότι αυτοί που είχαν παρεκτραπεί θα εργάζονταν στο εξής με αφοσίωση για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Στάλιν έδειξε έλλειψη διορατικότητας απέναντι σε εκείνους που δυο και τρεις φορές είχαν παρεκκλίνει σ’ έναν από τους πιο επικίνδυνους οπορτουνισμούς. Όμως, ο Στάλιν δίκαια εκτιμούσε ότι οι μεγάλες ταξικές μάχες δίνονταν πίσω από την πλάτη και ότι τα μεγάλα επιτεύγματα μπορούσαν να επαναφέρουν στη λενινιστική γραμμή εκείνους που είχαν σφάλει κατά το παρελθόν. Έλπιζε ότι θα εφάρμοζαν τις αρχές που είχε αναπτύξει ο Λένιν σχετικά με την κριτική και την αυτοκριτική, την υλιστική και διαλεκτική αυτή μέθοδο που επιτρέπει σε κάθε κομμουνιστή να τελειοποιεί την πολιτική του διαπαιδαγώγηση, να κάνει απολογισμό των ιδιαίτερων αντιλήψεων του και να ενισχύει την πολιτική ενότητα του Κόμματος. Για το λόγο αυτό, σχεδόν όλοι οι επικεφαλής των τριών οπορτουνιστικών ρευμάτων, οι τροτσκιστές Πιατακόφ, Ράντεκ, Σμιρνόφ και Πρεομπραζένσκι, επιπλέον οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ, καθώς και ο Μπουχάριν -ο τελευταίος, άλλωστε, είχε παραμείνει πάντοτε σε κάποια ηγετική θέση-κλήθηκαν το 1934 στο 17ο Συνέδριο, όπου εκφώνησαν λόγους.

 ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΧΘΡΙΚΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ

Την 1η Δεκέμβρη του 1934, ο υπ’ αριθμόν δύο ηγέτης του Κόμματος, ο Κίροφ, δολοφονήθηκε στο γραφείο του, στα κεντρικά γραφεία του Κόμματος στο Λένινγκραντ. Ο δολοφόνος είχε μπει μέσα δείχνοντας το κομματικό του βιβλιάριο. Ονομαζόταν Λεονίντ Νικολάγεφ. Είχε διαγράφει από το Κόμμα, αλλά είχε κρατήσει το κομματικό του βιβλιάριο...

Οι αντεπαναστάτες, στις φυλακές και τα στρατόπεδα, επιδίδονταν στο συνηθισμένο τους παιχνίδι της κατασυκοφάντησης:

«Ο Στάλιν δολοφόνησε τον Κίροφ!» Αυτή η «ερμηνεία» για τη δολοφονία του Κίροφ θα διαδοθεί στη Δύση από τον αντιφρονούντα Ορλόφ... το 1953. Οταν συνέβη το γεγονός, ο Ορλόφ ήταν στην Ισπανία. Στο βιβλίο που δημοσίευσε αφού πέρασε πια στη Δύση το 1938, ο Ορλόφ μεταφέρει κυρίως φήμες διαδρόμων που είχαν φτάσει στ’ αυτιά του στη διάρκεια των σύντομων ταξιδιών του στη Μόσχα. Θα χρειαστεί όμως να περιμένουμε δεκαπέντε χρόνια ωσότου, με τη βοήθεια και του Ψυχρού Πολέμου, ο Ορλόφ να έχει τη φαεινή ιδέα να μας κάνει την εντυπωσιακή αποκάλυψή του...

Ο Τοκάγεφ, μέλος παράνομης αντικομμουνιστικής οργάνωσης, γράφει ότι ο Κίροφ δολοφονήθηκε από αντιπολιτευτική ομάδα και ότι αυτός, ο Τοκάγεφ, είχε παρακολουθήσει από κοντά την προετοιμασία της απόπειρας. Ο Λιουσκόφ, άνθρωπος του ΔΕ Εσωτερικών που διέφυγε στην Ιαπωνία, επιβεβαίωσε ότι ο Στάλιν δεν είχε καμιά σχέση με τη δολοφονία αυτή.

Η δολοφονία του Κίροφ συνέβη σε μια στιγμή που η ηγεσία του Κόμματος πίστευε ότι τα πιο δύσκολα είχαν περάσει και ότι η ενότητα του Κόμματος είχε πια σφυρηλατηθεί. Η πρώτη αντίδραση του Στάλιν ήταν συγκεχυμένη και πρόδινε κάποιο πανικό. Η ηγεσία πίστευε πως η δολοφονία του υπ’ αριθμόν δύο σηματοδοτούσε την αρχή κάποιου πραξικοπήματος. Βγήκε αμέσως νέο διάταγμα, που πρόβλεπε συνοπτικές διαδικασίες για τη σύλληψη και την εκτέλεση τρομοκρατών. Τα δρακόντεια αυτά μέτρα απέρρεαν από το αίσθημα θανάσιμου κινδύνου για το σοσιαλιστικό καθεστώς.

Για ένα πρώτο διάστημα, το Κόμμα έψαχνε τους ενόχους στους κύκλους των παραδοσιακών εχθρών του, των Λευκών. Ορισμένοι απ’ αυτούς εκτελέστηκαν.

Ύστερα, η αστυνομία ανακάλυψε το ημερολόγιο του Νικολάγεφ, στο οποίο όμως δε βρήκε καμιά αναφορά σε αντιπολιτευτική οργάνωση που θα μπορούσε να είχε προετοιμάσει την απόπειρα. Η έρευνα οδήγησε τελικά στο συμπέρασμα ότι η ομάδα του Ζινόβιεφ είχε «επηρεάσει» τον Μπορίς Νικολάγεφσκι και τους φίλους του, αλλά δεν υπήρχαν ενδείξεις άμεσης ανάμιξης του Ζινόβιεφ. Ο Ζινόβιεφ απλά εκτοπίστηκε.

Η αντίδραση του Κόμματος, επομένως, φανερώνει μεγάλη σύγχυση. Όλα τα γεγονότα που παρατέθηκαν, αποδεικνύουν το ανυπόστατο της θέσης ότι ο Στάλιν θα είχε «προετοιμάσει» τη δολοφονική ενέργεια για να βάλει μπρος το «διαβολικό σχέδιό» του να εξολοθρεύσει την αντιπολίτευση.

Η δίκη του ζινοβιεφικού-τροτσκιστικού κέντρου

Η δολοφονία επέφερε μια εκκαθάριση του Κόμματος από τους οπαδούς του Ζινόβιεφ. Δεν έγινε μαζική χρήση βίας. Τους μήνες που ακολούθησαν, κυριάρχησε η μεγάλη εκστρατεία για την προετοιμασία του νέου Συντάγματος, με κεντρικό θέμα τη σοσιαλιστική δημοκρατία.

Μόλις δεκαέξι μήνες αργότερα, τον Ιούνη του 1936, η δικαιοσύνη θα ξανανοίξει το φάκελο Κίροφ, στηριγμένη σε νέες πληροφορίες που αφορούσαν στη σύσταση μυστικής οργάνωσης, τον Οκτώβρη του 1932, στην οποία συμμετείχαν οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ.

Η αστυνομία διέθετε αποδεικτικά στοιχεία ότι στις αρχές του 1932, ο Τρότσκι είχε στείλει κρυφά γράμματα στους Ράντεκ, Σοκόλνικοφ, Πρεομπραζένσκι και άλλους για να τους παρακινήσει σε
ιο δυναμικές ενέργειες εναντίον του Στάλιν. Ο Γκέτι ανακάλυψε ίχνη αυτών των γραμμάτων στα αρχεία του Τρότσκι.

Τον Οκτώβρη του 1932, ο πρώην τροτσκιστής Γκόλτσμαν είχε συναντήσει στο Βερολίνο, στα κρυφά, το γιο του Τρότσκι, Σεντόφ. Συζήτησαν μια πρόταση του Σμιρνόφ για τη δημιουργία συνασπισμού της ενοποιημένης αντιπολίτευσης, που θα περιλάμβανε τους τροτσκιστές, τους ζινοβιεφικούς και τους οπαδούς του Λομινάτζε. Ο Τρότσκι επέμενε στην αναγκαιότητα της «ανωνυμίας και της μυστικότητας». Λίγο αργότερα, ο Σεντόφ έγραψε στον πατέρα του ότι ο συνασπισμός είχε επίσημα συγκροτηθεί και ότι καταβάλλονταν ακόμα προσπάθειες για την ένταξη και της ομάδας Σαφάροφ-Ταρχάνοφ. Το Δελτίο του Τρότσκι δημοσίευσε, μάλιστα, εισηγήσεις των Γ κόλτσμαν και Σμιρνόφ, που έγραφαν με ψευδώνυμα!

Ετσι, η ηγεσία του Κόμματος βρέθηκε μπροστά σε αδιάψευστα αποδεικτικά στοιχεία για μια συνωμοσία που απέβλεπε στην ανατροπή της μπολσεβίκικης ηγεσίας και στην ανάληψη της εξουσίας από ένα συρφετό οπορτουνιστών που δεν ήταν παρά υποπόδια των παλιών εκμεταλλευτριών τάξεων.

Η ύπαρξη αυτής της συνωμοσίας ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό σημάδι.
Ο Τρότσκι και η αντεπανάσταση

Πράγματι, το 1936, για κάθε άτομο που ανέλυε με ενάργεια την ταξική πάλη σε διεθνή κλίμακα ήταν προφανές ότι ο Τρότσκι είχε ξεπέσει στο σημείο να έχει καταντήσει παιχνίδι στα χέρια των κάθε είδους αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Διακατεχόμενος από αλαζονεία, ανέλαβε έναν όλο και πιο μεγαλόπρεπο ιστορικό και πλανητικό ρόλο, στο μέτρο που η κλίκα που τον περιστοίχιζε γινόταν όλο και πιο ασήμαντη. Με όλες του τις δυνάμεις επιδίωκε ένα μόνο σκοπό: την κατάλυση του Κόμματος των μπολσεβίκων, που θα επέτρεπε σ’ αυτόν και στην κλίκα του να αναλάβουν την εξουσία. Πράγματι, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το Κόμμα των μπολσεβίκων και την ιστορία του, ο Τρότσκι αναδείχτηκε σε έναν από τους πιο μεγάλους ειδήμονες του αντιμπολσεβίκικου αγώνα στον κόσμο.

Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, αναφέρουμε μερικές δημόσιες τοποθετήσεις που έκανε ο Τρότσκι πριν από την επανεξέταση της υπόθεσης Κίροφ τον Ιούνη του 1936. Ρίχνουν ένα νέο φως στους Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Σμιρνόφ και όλους εκείνους που μετείχαν στη συνωμοσία μαζί με τον Τρότσκι.

«Να καταλυθεί το κομμουνιστικό κίνημα»

Ο Τ ρότσκι δήλωσε από το 1934 κιόλας ότι ο Στάλιν και τα κομμουνιστικά κόμματα ευθύνονταν για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία για να ανατραπεί ο Χίτλερ, χρειαζόταν πρώτα να καταλυθούν «αμείλικτα» τα κομμουνιστικά κόμματα!

«Η νίκη του Χίτλερ ήταν το αποτέλεσμα της αξιοκαταφρόνητης και εγκληματικής πολιτικής της Κομιντέρν. “Χωρίς τον Στάλιν, δε θα υπήρχε η νίκη του Χίτλερ”.».

«Η σταλινική Κομιντέρν, όπως και η σταλινική διπλωματία, βοήθησαν, καθεμιά από την πλευρά της, τον Χίτλερ να εδραιωθεί».

«Η γραφειοκρατία της Κομιντέρν, σε σύμπραξη με τη σοσιαλδημοκρατία, κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να μετατρέψει την Ευρώπη, και τον κόσμο όλο ακόμα, σε φασιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης».

«Η Κομιντέρν δημιούργησε μια από τις πιο σημαντικές προϋποθέσεις για την επικράτηση του φασισμού. Για να ανατραπεί ο Χίτλερ, χρειάζεται να τελειώνουμε με την Κομιντέρν».

«Εργαζόμενοι, μάθετε να περιφρονείτε αυτό το γραφειοκρατικό συρφετό!».

«(Οι εργαζόμενοι) πρέπει να ξεριζώσουν αμείλικτα από το εργατικό κίνημα τη θεωρία και την πράξη του γραφειοκρατικού τυχοδιωκτισμού».

Ετσι, στις αρχές του 1934, με τον Χίτλερ να βρίσκεται μόλις ένα χρόνο στην εξουσία, ο Τρότσκι εκτιμά ότι για ν’ ανατραπεί ο φασισμός, πρέπει πρώτα να καταλυθεί το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα! Υπέροχο δείγμα αυτής της «αντιφασιστικής ενότητας» για την οποία δημαγωγικά κάνουν λόγο οι τροτσκιστές. Να υπενθυμίσουμε ότι την ίδια εποχή, ο Τρότσκι δήλωσε πως το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε «αρνηθεί να πραγματοποιήσει κοινό μέτωπο με το Σοσιαλιστικό Κόμμα» και πως, κατά συνέπεια, ήταν υπεύθυνο, εξαιτίας του «ακραίου σεχταρισμού» του, για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας είναι σαφώς εκείνο που, εξαιτίας της αδιάλλακτης πολιτικής του στην υπεράσπιση του γερμανικού καπιταλιστικού καθεστώτος, απέρριψε κάθε αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική ενότητα. Και ο Τρότσκι προσφέρεται «να ξεριζώσει αμείλικτα» τη μόνη δύναμη που έδωσε πραγματική μάχη κατά του ναζισμού!

Το 1934 πάντοτε, για να ξεσηκώσει τα πιο καθυστερημένα λαϊκά στρώματα κατά του Κόμματος των μπολσεβίκων, ο Τρότσκι προβάλλει ήδη την περιβόητη θέση του ότι η Σοβιετική Ενωση έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με ένα φασιστικό καθεστώς.

«Τα τελευταία χρόνια, η σοβιετική γραφειοκρατία οικειοποιήθηκε πολλά χαρακτηριστικά του νικηφόρου φασισμού, και πιο συγκεκριμένα την κατάργηση του κομματικού ελέγχου και τη θέσπιση της αρχηγολατρίας.».

Η παλινόρθωση του καπιταλισμού είναι αδύνατη

Αρχές του 1935, η θέση του Τρότσκι είναι η ακόλουθη: η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ είναι φύσει αδύνατη· η οικονομικοπολιτική βάση του σοβιετικού καθεστώτος είναι υγιής, αλλά η κορυφή, δηλαδή η ηγεσία του Κόμματος των μπολσεβίκων, είναι το πιο διεφθαρμένο, το πιο αντιδημοκρατικό, το πιο αντιδραστικό τμήμα της κοινωνίας.

Ετσι, ο Τρότσκι θέτει κάτω από την προστασία του όλες τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις που αγωνίζονται κατά «του πιο διεφθαρμένου αυτού τμήματος» που είναι η ηγεσία του Κόμματος.

Ταυτόχρονα, ο Τρότσκι υπερασπίζεται όλους τους οπορτουνιστές, καριερίστες και ηττοπαθείς που εμφανίζονται μέσα στο Κόμμα των μπολσεβίκων, όλων όσων με τις ενέργειές τους υποσκάπτουν τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Να τι γράφει ο Τρότσκι στα τέλη του 1934, λίγο μετά τη δολοφονία του Κίροφ, όταν οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ διαγράφτηκαν από το Κόμμα και εκτοπίστηκαν:

«Πώς είναι δυνατό να συνέβη, σήμερα συγκεκριμένα, έπειτα απ’ όλα τα οικονομικά επιτεύγματα, έπειτα από την κατάργηση των τάξεων στην ΕΣΣΔ, σύμφωνα με τις επίσημες διαβεβαιώσεις, πώς είναι δυνατό βετεράνοι μπολσεβίκοι να μπόρεσαν να βάλουν για καθήκον τους την παλινόρθωση του καπιταλισμού; Προφανώς μόνο ανόητοι θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι καπιταλιστικές σχέ-
σεις, δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της γης, θα μπορούσαν να αποκατασταθούν στην ΕΣΣΔ, με ειρηνικό τρόπο και να οδηγήσουν σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε -αν γενικά μπορούσε- να αναβιώσει στη Ρωσία παρά μόνο ως αποτέλεσμα ενός βίαιου αντεπαναστατικού πραξικοπήματος, που θα απαιτούσε δέκα φορές περισσότερα θύματα απ’ ό,τι η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο εμφύλιος πόλεμος».

Μετά την ανάγνωση του κειμένου αυτού, δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τον εξής συλλογισμό: Ο Τρότσκι υπερασπίστηκε με ισχυρογνωμοσύνη, από το 1922 ως το 1927, τη θέση του για το ανέφικτο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, την ΕΣΣΔ. Όμως, το άτομο αυτό ανενδοίαστα έρχεται να δηλώσει το 1934 ότι ο σοσιαλισμός είναι τόσο στέρεα εγκαθιδρυμένος στη Σοβιετική Ένωση, που θα χρειάζονταν δεκάδες εκατομμύρια νεκρών για να ανατραπεί!

Έπειτα, ο Τρότσκι προσποιείται ότι υπερασπίζεται τους «βετεράνους μπολσεβίκους». Όμως οι θέσεις των «βετεράνων μπολσεβίκων» Ζινόβιεφ και Κάμενεφ ήταν διαμετρικά αντίθετες μ’ εκείνες των άλλων «βετεράνων μπολσεβίκων» Στάλιν, Κίροφ, Μόλοτοφ, Καγκάνοβιτς και Ζντάνοφ, που έδειξαν καθαρά ότι, στα πλαίσια της σκληρής ταξικής πάλης που διεξαγόταν στη Σοβιετική Ένωση, οι οπορτουνιστικές θέσεις των Ζινόβιεφ και Κάμενεφ άνοιγαν το δρόμο στις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις και στους νέους γραφειοκράτες.

Ο Τρότσκι προβάλλει ένα δημαγωγικό επιχείρημα, χιλιοχρησιμοποιημένο από την αστική τάξη: Είναι βετεράνος επαναστάτης, πώς θα μπορούσε ν’ αλλάξει στρατόπεδο; Ο Χρουστσιόφ θα το επαναλάβει αυτολεξεί στη μυστική του Έκθεση .

Ωστόσο, ο Κάουτσκι, τον οποίο αποκαλούσαν πνευματικό παιδί του Μαρξ και του Ένγκελς, έγινε ωραία και καλά, μετά το θάνατο των ιδρυτών του επιστημονικού σοσιαλισμού, ο κυριότερος αποστάτης του μαρξισμού. Ο Μάρτοφ συγκαταλεγόταν στους πρωτοπόρους του μαρξισμού στη Ρωσία και συμμετείχε στη δημιουργία των πρώτων επαναστατικών οργανώσεων. Παρ’ όλα αυτά, αναδείχτηκε σε έναν από τους πρωτεργάτες των μενσεβίκων και αγωνίστηκε κατά της σοσιαλιστικής επανάστασης από τον Οκτώβρη του 1917 κιόλας. Και τι να πει κανείς για τους «βετεράνους μπολσεβίκους» Χρουστσιόφ και Μικογιάν, που έβαλαν ουσιαστικά τη Σοβιετική Ένωση στο δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης;

Ο Τρότσκι δηλώνει ότι η αντεπανάσταση είναι δυνατή μόνο μέσα από ένα λουτρό αίματος που θα κοστίσει πάνω από ογδόντα εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές! Ισχυρίζεται επομένως ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποκατασταθεί «από τα μέσα» με την εσωτερική πολιτική φθορά του Κόμματος, την εχθρική διείσδυση, τη γραφειοκρατία, τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του Κόμματος. Ωστόσο, ο Λένιν είχε ήδη επιμείνει σ’ αυτό το ενδεχόμενο.

Πολιτικά, οι Κάμενεφ και Ζινόβιεφ ήταν οι πρόδρομοι του Χρουστσιόφ. Όμως, για να γελοιοποιήσει τη διορατικότητα απέναντι στους οπορτουνιστές τύπου Ζινόβιεφ-Κάμενεφ, ο Τρότσκι χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα που θα επαναλάβει ο Χρουστσιόφ στη μυστική του Έκθεση:

«Η εξόντωση των άλλοτε κυρίαρχων τάξεων, σε συνδυασμό με τις οικονομικές επιτυχίες της νέας κοινωνίας, θα έπρεπε υποχρεωτικά να οδηγήσουν στην εξασθένιση και στην προοδευτική εξάλειψη της δικτατορίας».

Έτσι, λοιπόν, τη στιγμή που μια παράνομη οργάνωση κατορθώνει να δολοφονήσει τον υπ’ αριθμόν δύο ηγέτη του σοσιαλιστικού καθεστώτος, ο Τρότσκι δηλώνει: Η δικτατορία του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ θα πρέπει να αρχίσει λογικά να εκλείπει. Κατευθύνοντας την αιχμή του δόρατός του κατά των μπολσεβίκων που υπερασπίζονται το σοβιετικό καθεστώς, ο Τρότσκι ζητάει ταυτόχρονα επιείκεια για τους συνωμότες.

Και με μια παρόμοια κίνηση, ο Τρότσκι παρουσιάζει τους τρομοκράτες με τον πιο συμπαθητικό τρόπο. Ο Τρότσκι δηλώνει πως η δολοφονία του Κίροφ είναι «ένα νέο γεγονός μεγάλης συμπτωματολογίας σημασίας». Και για να εξηγήσει τη σκέψη του, αναπτύσσει τον ακόλουθο συλλογισμό:

«Μια τρομοκρατική πράξη, εκτελεσμένη με εντολή μιας συγκεκριμένης οργάνωσης, είναι αδιανόητη, αν δεν υπάρχει ευνοϊκό πολιτικό κλίμα. Θα έπρεπε να έχει εξαπλωθεί ευρύτατα και να έχει οξυνθεί η έχθρα προς την κορυφή της εξουσίας, ώστε να είναι πιθανή η σύσταση μιας τρομοκρατικής ομάδας στους κόλπους της Νεολαίας του Κόμματος. (...) Αν απλώνεται στις λαϊκές μάζες μια δυσαρέσκεια που βάζει στο περιθώριο ολόκληρη τη γραφειοκρατία, αν η ίδια η νεολαία αισθάνεται ότι παραγκωνίζεται, καταπιέζεται, στερείται τη δυνατότητα ανεξάρτητης ανάπτυξης, τότε έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα για τις τρομοκρατικές ομάδες».

Ο Τρότσκι, ενώ φροντίζει να κρατάει δημόσια αποστάσεις από την ατομική τρομοκρατία, σπεύδει ταυτόχρονα να πει ό,τι καλύτερο έχει κατά νου για τη δολοφονική αυτή ενέργεια κατά του Κίροφ! Γιατί, βλέπετε, η συνωμοσία και η δολοφονία είναι οι έμπρακτες αποδείξεις ότι υπάρχει ένα «γενικό κλίμα δυσαρέσκειας που βάζει στο περιθώριο ολόκληρη τη γραφειοκρατία». Η δολοφονία του Κίροφ αποδεικνύει πως «η νεολαία αισθάνεται ότι καταπιέζεται και ότι στερείται τη δυνατότητα ανεξάρτητης ανάπτυξης» - η τελευταία αυτή παρατήρηση αποτελεί άμεση ενθάρρυνση της αντιδραστικής νεολαίας που, πραγματικά, αισθάνεται ότι «καταπιέζεται» και ότι στερείται «τη δυνατότητα ανεξάρτητης ανάπτυξης».

Για την τρομοκρατία και την εξέγερση

Και ο Τρότσκι καταλήγει να γίνει κήρυκας της ατομικής τρομοκρατίας και της ένοπλης εξέγερσης για την κατάλυση της «σταλινικής» εξουσίας. Έτσι, από το 1935 κιόλας, ο Τρότσκι ενεργεί απροκάλυπτα ως αντεπαναστάτης. Να ένα κείμενο που έγραψε το 1935, ενάμιση χρόνο πριν από τη μεγάλη εκκαθάριση του 1937.

«Ο Στάλιν είναι η ζωντανή ενσάρκωση ενός γραφειοκρατικού Θερμιδόρ. Στα χέρια του, η τρομοκρατία ήταν και παραμένει πρώτα απ’ όλα ένα όργανο για τη σύνθλιψη του Κόμματος, των συνδικάτων και των σοβιέτ, και την εγκαθίδρυση μιας προσωπικής δικτατορίας, από την οποία το μόνο που λείπει είναι... το αυτοκρατορικό στέμμα. (...) Οι αλόγιστες φρικαλεότητες που γέννησαν οι γραφειοκρατικές μέθοδοι της κολεκτιβοποίησης, όπως τα άνανδρα αντίποινα και η βία που ασκήθηκε κατά των καλύτερων στοιχείων της προλεταριακής πρωτοπορίας, προκάλεσαν αναπόφευκτα αγανάκτηση, μίσος και πνεύμα αντεκδίκησης. Τ ο κλίμα αυτό γεννά στους νέους τάσεις προς την ατομική τρομοκρατία. Μόνο οι επιτυχίες του παγκόσμιου προλεταριάτου είναι ικανές να αναζωογονήσουν την εμπιστοσύνη του σοβιετικού προλεταριάτου στον εαυτό του. Βασική προϋπόθεση για τη νίκη της επανάστασης είναι η συσπείρωση της διεθνούς προλεταριακής πρωτοπορίας γύρω από τα λάβαρα της Δ' Διεθνούς. Ο αγώνας για τα λάβαρα αυτά θα πρέπει να
δοθεί και στην ΕΣΣΔ, με προσοχή αλλά και χωρίς συμβιβασμούς. Το προλεταριάτο, που έφερε σε πέρας τρεις επαναστάσεις, θα ξανα-σηκώσει το κεφάλι γι’ άλλη μια φορά. Ο γραφειοκρατικός παραλο-γισμός δε θα προσπαθήσει ν’ αντισταθεί; Τ ο προλεταριάτο θα βρει μια αρκετά μεγάλη σκούπα. Κι εμείς θα το βοηθήσουμε στο έργο του».

Ετσι, ο Τρότσκι ενθαρρύνει διακριτικά «την ατομική τρομοκρατία» και κηρύσσει ανοιχτά μια «τέταρτη επανάσταση».

Στο κείμενο αυτό, ο Τρότσκι δηλώνει ότι ο Στάλιν «συνθλίβει» το Κόμμα των μπολσεβίκων, τα συνδικάτα και τα σοβιέτ. Μια τόσο «φρικαλέα» αντεπανάσταση, δηλώνει ο Τρότσκι, θα πρέπει αναγκαστικά να προκαλεί στους νέους μίσος, πνεύμα αντεκδίκησης και ροπή προς την τρομοκρατία. Πρόκειται για μια μόλις καλυμμένη έκκληση για δολοφονία του Στάλιν και των άλλων μπολσεβίκων ηγετών. Ο Τρότσκι δήλωσε ότι η δράση των στενών συνεργατών του στη Σοβιετική Ενωση θα πρέπει να αναπτύσσεται σύμφωνα με τους πιο αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες. Είναι επομένως προφανές ότι δεν μπορεί να ταχθεί ανοιχτά υπέρ της ατομικής τρομοκρατίας. Εξηγεί όμως καθαρά ότι αυτού του είδους η ατομική τρομοκρατία προκαλείται «αναπόφευκτα» από τα σταλινικά εγκλήματα. Στη γλώσσα των συνωμοτών, δεν μπορεί κανείς να είναι πιο σαφής.

Για την περίπτωση που θα υπήρχε ακόμα κάποια αμφιβολία ανάμεσα στους οπαδούς του ως προς το αν θα πρέπει να προχωρήσουν σε ένοπλο αγώνα κατά των μπολσεβίκων, ο Τρότοκι προσθέτει: Στη Ρωσία, κάναμε μια ένοπλη επανάσταση το 1905, μια άλλη το Φλεβάρη του 1917 και μια τρίτη τον Οκτώβρη του 1917. Προετοιμάζουμε τώρα μια τέταρτη επανάσταση κατά των ««σταλινικών». Αν τολμήσουν ν’ αντισταθούν, θα τους φερθούμε όπως φερθήκαμε το 1905 και το 1917 στους τσαρικούς και τους αστούς. Κηρύσσοντας μια ένοπλη επανάσταση στην ΕΣΣΔ, ο Τρότσκι γίνεται το φερέφωνο όλων των ηττημένων αντιδραστικών τάξεων: από τους κουλάκους, στους οποίους οι «γραφειοκράτες» επέβαλαν «αλόγιστες φρικαλεότητες» στη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης, μέχρι τους τσαρικούς, και ενδιάμεσα τους αστούς και τους αξιωματικούς των Λευκών! Για να παρασύρει μερικούς εργάτες στο αντικομμουνιστικό εγχείρημά του, ο Τρότσκι τους υπόσχεται τις «επιτυχίες του παγκόσμιου προλεταριάτου» που θα «αναζωογονήσουν την εμπιστοσύνη του σοβιετικού προλεταριάτου»!

Μετά την ανάγνωση αυτών των κειμένων, είναι φανερό ότι κάθε Σοβιετικός κομμουνιστής που αντιλαμβανόταν κάποιες παράνομες διασυνδέσεις ανάμεσα σε ορισμένα μέλη του Κόμματος και του Τρότσκι, είχε το επιτακτικό καθήκον να τις καταγγείλει στην κρατική Ασφάλεια. Όλοι όσοι διατηρούσαν παράνομες επαφές με τον Τρότσκι μετείχαν σε μια αντεπαναστατική συνωμοσία που αποσκοπούσε στην καταστροφή των ίδιων των θεμελίων της σοβιετικής εξουσίας, οποιαδήποτε κι αν ήταν τα «αριστερά» επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν για να δικαιολογήσουν το ανατρεπτικό έργο τους.

Η αντεπαναστατική ομάδα Ζινόβιεφ-Κάμενεφ-Σμιρνόφ

Ας επανέλθουμε τώρα στην ανακάλυψη το 1936 των διασυνδέσεων μεταξύ Ζινόβιεφ-Κάμενεφ-Σμιρνόφ και της αντικομμουνιστι-κής ομάδας του Τρότσκι στο εξωτερικό.

Η δίκη των ζινοβιεφικών έγινε τον Αύγουστο του 1936. Αφορούσε κυρίως στοιχεία που βρίσκονταν από πολλά χρόνια στο περιθώριο του Κόμματος. Τα κατασταλτικά μέτρα σε βάρος των τροτσκιστών και των ζινοβιεφικών άφηναν ανέπαφες αυτές καθεαυτές τις δομές του Κόμματος. Στη διάρκεια της δίκης, οι κατηγορούμενοι αναφέρθηκαν στον Μπουχάριν. Όμως, το δικαστήριο συμπέρανε τελικά ότι δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για ανάμιξη του Μπουχάριν και δε συνέχισε τις έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή στους κύκλους των ηγετικών στελεχών του Κόμματος.

Ωστόσο, η ριζοσπαστική μερίδα της ηγεσίας του Κόμματος κυκλοφόρησε τον Ιούλη του 1936 μια εσωτερική επιστολή, όπου τονιζόταν το γεγονός ότι εχθρικά στοιχεία είχαν παρεισφρήσει στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό, ότι έκρυβαν τις πραγματικές τους προθέσεις και εκδήλωναν με μεγάλο θόρυβο την υποστήριξή τους στη γενική κομματική γραμμή για να μπορούν να επιδίδονται στο έργο της δολιοφθοράς. Ήταν πολύ δύσκολο να αποκαλυφθούν, υπογραμμιζόταν στην επιστολή.

Η επιστολή περιείχε και την ακόλουθη διαβεβαίωση:

«Κάτω από τις τωρινές περιστάσεις, η καλύτερη ιδιότητα για κάθε μπολσεβίκο είναι η ικανότητα να ξεσκεπάζει τους εχθρούς του Κόμματος, έστω κι αν αυτοί είναι εξαιρετικά καλά καλυμμένοι».

Η φράση αυτή μπορεί να φανεί σε ορισμένους σαν το αποκορύφωμα της «σταλινικής» παράνοιας. Ας προσέξουν τότε την ομολογία αυτή του Τοκάγεφ, μέλους μιας αντικομμουνιστικής οργάνωσης μέσα στο ΚΚΣΕ. Ο Τοκάγεφ περιγράφει την αντίδρασή του στη δίκη του Ζινόβιεφ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Κόμματος στη Στρατιωτική Ακαδημία Ζουκόφσκι, όπου κατείχε σημαντική θέση.

«Μέσα στο κλίμα αυτό, το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν ν’ ακολουθήσω το ρεύμα. Στην ομιλία μου, επικεντρωνόμουν στους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ. Απέφευγα κάθε αναφορά στον Μπουχάριν. Αλλά ο πρόεδρος δεν τα άφηνε κάτι τέτοια να περάσουν έτσι: Ενέκρινα, ναι ή όχι, τα συμπεράσματα που ο Βισίνσκι είχε βγάλει σε ό,τι αφορά στον Μπουχάριν; Αποκρινόμουν ότι η απόφαση του Βισίνσκι να διερευνηθούν οι δραστηριότητες των Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τόμσκι και Ουγκλάνοφ είχε την υποστήριξη του λαού και του Κόμματος και ότι ήμουν “απόλυτα σύμφωνος” πως οι “λαοί της Σοβιετικής Ένωσης και το Κόμμα μας είχαν το δικαίωμα να γνωρίζουν τις μηχανορραφίες των διπρόσωπων Μπουχάριν και Ρίκοφ”. Είμαι βέβαιος ότι αυτό και μόνο το παράδειγμα θα βοηθήσει τους αναγνώστες μου να κατανοήσουν μέσα σε τι υπερφορτισμένη ατμόσφαιρα και με τι άκρως συνωμοτικό τρόπο -καθόσον ο ένας δε γνώριζε καν το χαρακτήρα του άλλου-εμείς, οι αντιπολιτευόμενοι της ΕΣΣΔ, ήμασταν υποχρεωμένοι να δουλεύουμε».

Αν και είχε ενημερωθεί για την εσωτερική επιστολή του Ιούλη, είναι προφανές ότι όταν διεξαγόταν η δίκη του Ζινόβιεφ, ο Στάλιν δεν υποστήριξε τη ριζοσπαστική μερίδα και ότι διατήρησε την εμπιστοσύνη του στον αρχηγό του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών (ΛΕΕ), Γιάγκοντα. Ο τελευταίος μπόρεσε να καθορίσει την πορεία της δίκης του τροτσκιστικού-ζινοβιεφικού μπλοκ και περιόρισε την έκταση της κάθαρσης, ώστε να μη δοθεί συνέχεια στην προσπάθεια αποκάλυψης της συνωμοσίας.

Ωστόσο, μια αμφιβολία βάρυνε ήδη τον Γ ιάγκοντα. Διάφορα άτομα, ανάμεσα στα οποία ο Βαν Χέιγενοορτ, γραμματέας του Τρότσκι, και ο Ορλόφ, ένας φυγάς του ΛΕΕ, είχαν βεβαιώσει από τότε ότι ο Μαρκ Ζμπορόφσκι, ο πιο στενός συνεργάτης του Σεντόφ, δούλευε για... τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες.. Κάτω από τις περιστάσεις αυτές, ήταν ποτέ δυνατό να μη γνωρίζει ο Γιάγκοντα ως το 1936 την ύπαρξη του μπλοκ Τρότσκι-Ζινόβιεφ; Ή το είχε αποκρύψει; Ορισμένοι μέσα στο Κόμμα αναρωτιόντουσαν ήδη. Αυτός είναι ο λόγος που, στις αρχές του 1936, ο Γεζόφ, υποστηρικτής της ριζοσπαστικής τάσης, διορίστηκε βοηθός του Γιάγκοντα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger