Αρχική » , » Οι πολιτικές δολοφονίες στον Εμφύλιο

Οι πολιτικές δολοφονίες στον Εμφύλιο

{[['']]}
Την περίοδο του Εμφυλίου δύο πολιτικές δολοφονίες ηγετικών στελεχών των αντίπαλων στρατοπέδων συγκλόνισαν τη χώρα, πυροδοτώντας το υπάρχον κλίμα τρόμου και αυξάνοντας την αιματηρή λίστα των νεκρών. Το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Γιάννης Ζεβγός και ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς δολοφονήθηκαν, το 1947 και 1948 αντίστοιχα, κατόπιν προμελετημένου σχεδίου, στο φως της ημέρας, ενώ οι δράστες των επιθέσεων συνελήφθησαν. Το κουβάρι των αποκαλύψεων ξετυλίχθηκε τις ημέρες που ακολούθησαν, φέρνοντας στο φως κρυφούς σχεδιασμούς των αντιτιθέμενων, που συνδέονταν με τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων στα πεδία των μαχών, αλλά και τη συνολικότερη πολιτική που ακολουθούσαν με στόχο την ολοκληρωτική επικράτηση έναντι του αντιπάλου.

Το μεταδεκεμβριανό καθεστώς

Η ήττα της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά επισφραγίστηκε με την υπογραφή της Συμφωνία της Βάρκιζας, που καλούνταν να ρυθμίσει τα εξής ζητήματα: τον αφοπλισμό - διάλυση του ΕΛΑΣ και τη συγκρότηση του Εθνικού Στρατού, την εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας και των δημόσιων υπηρεσιών, κυρίως από συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων (αλλά και από οπαδούς του ΕΑΜ που είχαν συμμετάσχει στη δεκεμβριανή σύγκρουση), τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και τη διεξαγωγή εκλογών, ώστε να νομιμοποιηθεί το μεταπολεμικό καθεστώτος. Ταυτόχρονα η Συμφωνία προέβλεπε αμνηστία για πολιτικά αδικήματα τελεσθέντα από της 3ης Δεκέμβρη 1944 μέχρι υπογραφής του παρόντος, εξαιρώντας όμως μια σειρά αδικημάτων.

Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ πραγματοποιήθηκε χωρίς χρονοτριβή, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάκτηση του πλήρους ελέγχου της χώρας από την ανασυγκροτημένη Εθνοφυλακή και τα βρετανικά στρατεύματα. Ταυτόχρονα, ένα κύμα βίαιων επιθέσεων εναντίον των οπαδών του ΕΑΜ εξαπολύθηκε, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, από παρακρατικές φιλοβασιλικές οργανώσεις, πολλές από τις οποίες είχα συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις. Η «λευκή τρομοκρατία», που είχε την ανοχή της Εθνοφυλακής, έλαβε τρομακτικά έντονες διαστάσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΑΜ (Μαύρη Βίβλος) από τη Βάρκιζα μέχρι τον Απρίλη του 1946 έγιναν 1.289 φόνοι, 6.671 τραυματισμοί, 30.000 βασανισμοί, 20.000 καταστροφές και λεηλασίες γραφείων ή κατοικιών.

Το «έργο» των παραστρατιωτικών οργανώσεων συνέδραμαν και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, καθώς εξαπέλυσαν κύμα συλλήψεων και δικαστικών διώξεων εναντίων των μελών του ΕΑΜ. Μέχρι τέλη Δεκεμβρίου 1945, είχαν συγκροτηθεί 80.000 δικογραφίες για υποτιθέμενα κατοχικά αδικήματα. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε η «εκκαθάριση» των δημόσιων υπηρεσιών, των Σωμάτων Ασφαλείας και του στρατού από κάθε αριστερό στοιχείο. Χαρακτηριστική είναι η απόλυση όλων των καθηγητών του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου που είχαν συνεργαστεί με το ΕΑΜ (Α. Σβώλος, Α. Αγγελόπουλου, Π. Κόκκαλης κ.ά.).

Μέχρι το τέλος του 1945, απανωτές πολιτικές κρίσεις ξέσπασαν, με αποτέλεσμα τη συχνή αλληλοδιαδοχή κυβερνήσεων. Η συστηματική παραβίαση της Συμφωνίας της Βάρκιζας συνεχίστηκε από όλες τις κυβερνήσεις, με τη ενίσχυση των Βρετανών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι «η ιδιότητα του μέλους του ΕΑΜ πρέπει να θωρηθεί μεγαλύτερο έγκλημα από ότι η συνεργασία με του Γερμανούς» (Φόρειν Όφις, 19/4/1945). Μέσα σε αυτό το κλίμα επρόκειτο να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες εκλογές, στις 31 Μαρτίου του 1946, από τις οποίες τελικά απείχε το ΚΚΕ, καθώς και άλλες ομάδες της Αριστεράς και του Κέντρου. Η πρώτη εκλεγμένη μεταπολεμική κυβέρνηση, υπό τον Κ. Τσαλδάρη, φρόντισε για την ανάληψη από το κράτος του μονοπωλίου των διώξεων της Αριστεράς. Το  Γ΄ Ψήφισμα που προέβλεπε γενικευμένη εφαρμογή της διοικητικής εκτόπισης και θανατική καταδίκη για σειρά αδικημάτων, με διασταλτική ερμηνεία, μπήκε σε εφαρμογή. Με συνοπτικές διαδικασίες στήθηκαν Έκτακτα Στρατοδικεία και απαγγέλθηκαν θανατικές καταδίκες, οι οποίες εκτελούνταν άμεσα. Μάλιστα στα Γιαννιτσά εκτελέστηκε η πρώτη  γυναίκα καταδικασμένη σε θάνατο από ελληνικό δικαστήριο, η δασκάλα Ειρήνη Γκίνη, μαζί με άλλα 6 άτομα.

Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν πολλούς πρώην ΕΛΑΣίτες να βγουν ξανά στο βουνό, καταδιωκόμενοι,  προκειμένου να σωθούν, ενώ 6.000 μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στάλθηκαν στο χωριό Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Η πολιτική του ΚΚΕ τα έτη 1945-6 χαρακτηρίστηκε από μια ταλάντευση μεταξύ νόμιμης και παράνομης δράσης, ενώ οι ελπίδες για εξομάλυνση της πολιτικής ζωής και ένταξης της Αριστερά σε αυτή δεν είχαν ακόμη σβήσει. Η διολίσθηση προς την ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση ήταν σταδιακή. Τον Ιούνιο του 1945, υπό το βάρος της «λευκής τρομοκρατία»,  το ΚΚΕ προέτρεπε σε οργανωμένη μαζική αυτοάμυνα, με μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις, ενώ ενέκρινε τις αμυντικές  ενέργειες των καταδιωκόμενων στα βουνά.

Έξι μήνες αργότερα, στη 2η Ολομέλεια αποφασίστηκε ο βαθμιαίος σχηματισμός ενόπλων ομάδων ενάντια στη χωροφυλακή και τις παρακρατικές ομάδες, ωστόσο η έμφαση δίνονταν στη «δουλειά με νόμιμα μέσα», ενώ η χρησιμοποίηση της «αντάρτικης δράσης» θα ήταν επικουρική, με στόχο να ασκηθούν πιέσεις στην κυβέρνηση. Ακόμη και το χτύπημα στο Λιτόχωρο (30-31 Μαρτίου 1946), που μεταγενέστερα θεωρήθηκε η απαρχή του Εμφυλίου, παρουσιάστηκε από τον γγ του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδη, ως προειδοποίηση για τους μοναρχοφασίστες και τους Βρετανούς, σε απάντηση της τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε στην περιοχή τις προηγούμενες εβδομάδες. Η πλήρης ρήξη με τη νομιμότητα ήλθε μόλις τον Σεπτέμβριο του 1947 (3η Ολομέλεια) που αποφασίστηκε η ολοκληρωτική ένοπλη ρήξη. [i]

Η δολοφονία του Γ. Ζεβγού

Το 1947 σφραγίστηκε από μια σημαντική εξέλιξη, την αλλαγή φρουράς του ξένου παράγοντα που στήριζε το κυβερνητικό στρατόπεδο: οι Βρετανοί οριστικοποίησαν την απεμπλοκή τους από την Ελλάδα και το ρόλο τους ανέλαβαν οι ΗΠΑ με την εξαγγελία του Δόγματος  Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ. Η κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη, παραιτήθηκε τον Ιανουάριο, και ορίστηκε κυβέρνηση από όλα τα κόμματα της Βουλής, υπό τον Δ. Μάξιμο. Σε αυτό το φόντο, κατέφτασε στην Αθήνα, τον Ιανουάριο 1947, ενδεκαμελής επιτροπή του ΟΗΕ. Η επιτροπή είχε σχηματιστεί τα Χριστούγεννα του 1946, σε μια προσπάθεια διεθνοποίησης του «ελληνικού ζητήματος» αυτή τη φορά από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε προσφύγει στον ΟΗΕ εναντίον των όμορων σοσιαλιστικών βαλκανικών κρατών, με την κατηγορία ότι υποκινούν την «ανταρσία».

Η επιτροπή, που τη συναποτελούσαν οι χώρες που συμμετείχαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων της ΕΣΣΔ και της Πολωνίας, είχε την εξουσιοδότηση να πραγματοποιήσει έρευνα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Κατά τη διαμονή της στην Αθήνα παρέλαβε εκθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και δέχτηκε την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, του ΣΚ ΕΛΔ και των Αριστερών Φιλελευθέρων. Η κάθε πλευρά παρουσίαζε τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα: από τη μια η κυβέρνηση υποστήριζε ότι αντάρτικο ήταν «ξενοκίνητο» και οι σοσιαλιστές βαλκανικές χώρες με τις ενέργειες τους απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Ελλάδας. Από την άλλη, το ΚΚΕ έκανε λόγο για «μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο που κήρυξαν οι Άγγλοι και ο μοναρχοφασισμός», εξαναγκάζοντας χιλιάδες καταδιωκόμενους να ανεβούν στο βουνό.[ii] Τις ίδιες καταγγελίες στην επιτροπή έκαναν και άλλοι πολιτικοί παράγοντες που είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ αλλά αποχώρησαν μετά τα Δεκεμβριανά.  Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Η. Τσιριμώκου: «Ο μοναρχισμός υποστηρίζει τώρα ότι τρομοκρατεί διότι υπάρχει αντάρτικο, λησμονεί να αναγνωρίσει ότι το αντάρτικο υπάρχει διότι τρομοκρατεί».[iii] 

Τις εργασίες της επιτροπής παρακολουθούσαν αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και πολιτικοί παράγοντες, συμμετείχαν δε αυτοδικαίως  αντιπρόσωποι της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας, καθώς η έρευνα αφορούσε τις χώρες τους. Κλιμάκια της επισκέφτηκαν διάφορες περιοχές όπου ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών αλλά και νησιά - τόπους εξορίας. Στη Θεσσαλονίκη εξετάστηκαν μάρτυρες της ελληνικής κυβέρνησης και πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις στις φυλακές της πόλης.[iv] Εκεί είχε σταλεί και ο Γ. Ζεβγός, ως αρχηγός της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ (αποτελούμενη από τους Γ. Σιάντο, Κ. Γαβριηλίδη, Μ. Κύρκο).

Νεκρός με τέσσερις σφαίρες πισώπλατα

Στις 20 Μαρτίου 1947, νωρίς το μεσημέρι,  ο Γιάννης Ζεβγός πέφτει νεκρός στην οδό Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη κατά τη μεταβίβαση του στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Τέσσερις σφαίρες, από κοντινή απόσταση, τον βρίσκουν πισώπλατα, επιφέροντάς του θανάσιμο πλήγμα και ο θάνατος του είναι ακαριαίος. Ο δράστης, καταδιώκεται από διερχόμενους πολίτες και έναν αστυφύλακα και συλλαμβάνεται. Λίγες ώρες πριν τη δολοφονία του είχε στείλει στην επιτροπή του ΟΗΕ γράμμα που κατήγγειλε τη φίμωση του δημοκρατικού Τύπου της Θεσσαλονίκης και τις αθρόες συλλήψεις μελών των κομμάτων του συνασπισμού του ΕΑΜ, οι οποίοι είχαν σχέση με την προσκόμιση στοιχείων στην επιτροπή.[v]

Ποιος ήταν ο Γ. Ζεβγός;

Ο Γ. Ζεβγός (πραγματικό όνομα Γιάννης Ταλαγιάννης) [vi] ήταν ηγετικός στέλεχος του ΚΚΕ με μακρά πορεία στις τάξεις του κόμματος. Γεννήθηκε στη Δορίζα Αρκαδίας το 1897 από φτωχή, πολύτεκνη αγροτική οικογένεια. Φοίτησε στο διδασκαλείο της Αθήνας και αρχικά εργάστηκε ως δάσκαλος σε χωριά της Αρκαδίας. Εκείνη την περίοδο προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1917 υπηρέτησε τη θητεία του στο στρατό και τότε ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, ενώ ήταν στο μέτωπο, ανέπτυξε αντιπολεμική δράση, συνελήφθη, βασανίστηκε  και στάλθηκε εκδικητικά στις πρώτες γραμμές. Εκεί συνδέθηκε με το ΚΚΕ, στο οποίο εντάχθηκε το 1922. Κατά την επιστροφή του, δούλεψε ως δάσκαλος στη Μακεδονία μέχρι το 1924, αναπτύσσοντας έντονη συνδικαλιστική δράση, οπότε άρχισαν οι διώξεις και οι συνεχείς μεταθέσεις του.

Συνελήφθη για πρώτη φορά το 1925, επί δικτατορίας Παγκάλου, και εξορίσθηκε για 5 μήνες στη Φολέγανδρο. Μετά την απελευθέρωση του, τοποθετήθηκε σε υπεύθυνες θέσεις στο κομματικό μηχανισμό (μέλος του Γραφείου της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας, υπεύθυνος στις εκδόσεις του ΚΚΕ, Λαϊκό Βιβλιοπωλείο). Το 1928 ταξίδεψε στη Μόσχα, όπου παρέμεινε μέχρι το 1933. Εκεί έμαθε τη ρώσικη γλώσσα και φοίτησε στην κομματική σχολή ΚΟΥΤΒ, που είχε αναλάβει την επιμόρφωση στελεχών των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων, πολλά από τα οποία ανέλαβαν αργότερα ηγετικές θέσεις στα κόμματα τους.
           
Αξιοποιώντας τη θεωρητική του συγκρότηση, το κόμμα τον όρισε το 1934 διευθυντή του περιοδικού Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Συχνή ήταν και η αρθρογραφία του στο Ριζοσπάστη και τα περιοδικά Αναγέννηση και Πρωτοπόροι.  Πέρα από την τρέχουσα πολιτική αρθρογραφία έγραψε πολιτικά και ιστορικά βιβλία  (Η λαϊκή αντίσταση του Δεκέμβρη και το ελληνικό πρόβλημα, Το εθνικό πρόβλημα της Ελλάδας, η Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας,  που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει).

Το 1935 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και δύο χρόνια αργότερα ορίστηκε μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου συνελήφθη, καταδικάστηκε με το «ιδιώνυμο» σε δύο χρόνια φυλακή και ένα έτος εξορία. Στάλθηκε στις φυλακές της Αίγινας. Μετά την κατάρρευση του αλβανικού μετώπου μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα και από εκεί στην Ακροναυπλία. Παρέμεινε κρατούμενος από τις κατοχικές δυνάμεις μέχρι το 1942, οπότε δραπέτευσε με μυθιστορηματικό τρόπο από το νοσοκομείο, όπου είχε μεταφερθεί για να εγχειρισθεί.
           
Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, συναποτελούσε τον ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ. Διατέλεσε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και μέλος της Κεντρικής  Επιτροπής του ΕΑΜ. Τον Αύγουστο 1944 στάλθηκε στο Κάιρο, στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνική Ενότητας. Από εκεί μαζί με τον Μ. Πορφυρογένη  μετέβησαν στην Καζέρτα, όπου υπέγραψαν τη ομώνυμη συμφωνία. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, διατέλεσε υπουργός Γεωργίας. Μετά τα Δεκεμβριανά επανεξελέγη μέλος της Κεντρική Επιτροπής και αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου.  Παράλληλα και μέχρι το 1946 καθοδηγούσε τις κομματικές οργανώσει της Πελοποννήσου. Μάλιστα μετά το πέρας περιοδείας του στη Μεσσηνία, Λακωνία, Αρκαδία, δέχθηκε «δολοφονική επίθεση από μισθοφόρου της Χ» στην Κόρινθο, όπως κατήγγειλε ο Ριζοσπάστης.  [vii]

 Ποιος τον ήθελε νεκρό;

Ο Τύπος από την πρώτη στιγμή έκανε λόγο για σχέση του δράση με το Μπούλκες,[viii] αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται για εσωκομματικό ξεκαθάρισμα. Λίγες ώρες αργότερα, σε τηλεγράφημα του Αστυνομικού Διευθυντή της Θεσσαλονίκης αναφερόταν ότι ο δράστης ομολόγησε κατά την ανάκριση, πως δολοφόνησε τον Γ. Ζεβγό γιατί «είχε αγανακτήσει από την εξάμηνη παραμονή του στο Μπούλκες  και διά την τακτική του κομμουνιστικού κόμματος έναντι της πατρίδος». Ο δράστης ονομαζόταν Χρήστος Βλάχος, καταγόταν από τις Σέρρες και ήταν κρεοπώλης. Σε δήλωση του, που έδωσε στη δημοσιότητα το υφυπουργείο Τύπου, ομολογούσε ότι ήταν μέλος του ΕΛΑΣ, που επέστρεψε πριν ένα μήνα «από το κάτεργο του Μπούλκες», όπου υπέμεινε τα «πάνδεινα», και κατά την επιστροφή του «βρήκε τη γυναίκα του να εκπορνεύεται από τους κομμουνιστές».
                   
Τα παραπάνω τροφοδοτήθηκαν και από διάφορα σενάρια του Τύπου που ανέφεραν ότι η γυναίκα του Χ. Βλάχου είχε σχέσεις με το Γ. Ζεβγό ή ότι ο δράστης δραπέτευσε από το Μπούλκες γιατί διαφώνησε με τους συντρόφους του και όταν γύρισε στην Ελλάδα, η γυναίκα του τον χώρισε γιατί δεν ενέκρινε τη στάση του. «Θεωρών την ηγεσία του ΚΚΕ υπεύθυνη για τα οικογενειακά ατυχήματα κατέληξεν εις την απόφασιν της δολοφονίας του Ζεβγού», έγραφαν χαρακτηριστικά.[ix] Τελικά στις 23 Μαρτίου δόθηκε η δυνατότητα στους δημοσιογράφους να συναντήσουν τον Χ. Βλάχο και να του υποβάλλουν ερωτήσεις.  Εκείνος υποστήριξε ότι δεν γνώριζε τον Γ. Ζεβγό και ενέργησε μόνο από αγανάκτηση για τα παθήματα του στο Μπούλκες και τη γυναίκα του (πάντως η γυναίκα του τον διέψευσε υποστηρίζοντας ότι εκείνη δεν είχε σχέση με το ΚΚΕ, και τον είχε χωρίσει πριν φύγει για το Μπούλκες γιατί ήταν βάναυσος). Επιπλέον αποκάλυψε ότι όταν ήρθε  στην Ελλάδα ανακρίθηκε από το Σώμα Στρατού και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην ΕΣΑ στον Βαρδάρη, όπου παρέμεινε 20-30 μέρες σε μια αποθήκη μαζί με άλλους, που προορίζονταν να εξετασθούν ως μάρτυρες του ΟΗΕ. Από εκεί έφυγε πριν 10 μέρες.[x]
                   
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή κατήγγειλε ότι ο Γ. Ζευγός δολοφονήθηκε από το «μοναρχοφασισμό και τους ξένους προστάτες του, ενώ στεκόταν θαρραλέος μαχητής στις προφυλακές του αγώνα του λαού». Σε ανακοίνωση του το ΕΑΜ ανέφερε ότι «η δολοφονία χαρακτηρίζει μια καινούργια περίοδο ύστερα από το λόγο του Τρούμαν», επεσήμανε ότι η ενέργεια στρεφόταν κατά του ΟΗΕ, ενώ υπαινισσόταν ανάμειξη του υπουργού  Δημόσιας Τάξης, Ν. Ζέρβα.[xi] Στο Ριζοσπάστη της 21ης Μαρτίου υπήρχε εκτενής κάλυψη της «πολιτικής δολοφονίας» του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, ενώ ο πρωτοσέλιδος πηχυαίος τίτλος ανέφερε: «Δολοφονήθηκε χθες στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Ζέβρος. Ο φόνος έγινε μετά την άφιξη Ζέρβα και Αλεξανδρή (σ.σ. υπουργοί Δημοσίας Τάξεως και Δικαιοσύνης αντίστοιχα).  Η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από μια άνανδρη σκηνοθεσία. Κατάπληξις στους κύκλους του ΟΗΕ».[xii]

Η κηδεία

Την επόμενη ημέρα, οι αστυνομικές αρχές απαγόρευσαν στη σύζυγο του Γ. Ζεβγού, να μεταφέρει τη σωρό του στην Αθήνα. Μάλιστα εξανάγκασαν τους συγγενείς να κάνουν την κηδεία αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη, απειλώντας τους ότι αν δεν παρουσιαστούν θα κηδευτεί ασυνόδευτος. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε κάτω από πάσα μυστικότητα και το νεκροταφείο ήταν ζωσμένο με χωροφύλακες και χαφιέδες, σύμφωνα με τις αφηγήσεις της Κ. Ζευγού.  Παρόντες ήταν μόνο η γυναίκα και η κόρη του, ο γιατρός και συγγενής τους, Αυγουστίδης, και ο ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στη Θεσσαλονίκη.

Η Καίτη Ζευγού αποχαιρέτισε τον σύντροφο της με τα παρακάτω λόγια: «Αγαπημένε μας όπως έζησες ταπεινά όλη τη ζωή σου έτσι πέθανες και τώρα. Όλη σου τη ζωή σου την έδωσες στο κόμμα και για αυτό σε δολοφόνησαν. Δεν σου φέραμε λουλούδια, Γιάννη μου, αλλά είμαστε εδώ η γυναίκα σου και η κόρη σου και σου δίνουμε μια υπόσχεση: να δώσουμε και εμείς τη ζωή μας για τον ιερό αγώνα που εσύ άρχισες για τη συμφιλίωση του λαού, ολόκληρου του λαού για να μην τον σκοτώνουν άδικα».[xiii]
                   
Στον Τύπο της επόμενης ημέρας αναφερόταν επιγραμματικά σχετικά με την κηδεία ότι «απαγορεύτηκε με απόφαση της αστυνομίας κάθε πολιτική εκδήλωση. Η αστυνομία βρίσκεται σε επιφυλακή». Από την άλλη πλευρά ο Ριζοσπάστης έγραφε: «Φοβισμένη η κυβέρνηση δεν άφησε τον λαό να κηδέψει τον αγωνιστή Ζεβγό». Ομαδικό προσκύνημα στον τάφο του Γ. Ζεβγού πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου με τη συμμετοχή του Ν. Ζαχαριάδη, του Κ. Καραγιώργη, του Γ. Πασαλίδη και πολύ κόσμου.
                 
Διαμαρτυρίες για τη δολοφονία

Η κυβέρνηση αρνήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση  σχετικά με τη δολοφονία, αρκούμενη να επισημάνει ότι «μετά τη σύλληψη του δράστη η υπόθεση έχει περιέλθει στη δικαιοσύνη», [xiv] ενώ ούτε ένας υπουργός δεν κατήγγειλε τη δολοφονία.  Αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΕΑΜ επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Μάξιμο, και τους αντιπροέδρους της κυβέρνησης, Σ. Βενιζέλο και Κ. Τσαλδάρη, διαμαρτυρόμενη για τη δολοφονία, καταγγέλλοντας την ηθική και πολιτική ευθύνη των υπουργών Γ. Παπανδρέου και Ν. Ζέρβα, ζητώντας από την κυβέρνηση να διαχωρίσει τη θέση της, για να δείξει ότι δεν συμμερίζεται την πολιτική των δολοφονιών. Ταυτόχρονα απαίτησε την κατάργηση της ΕΣΑ. Κατά τις συναντήσεις, ο πρωθυπουργός επέμεινε ότι η δολοφονία δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα αλλά οφειλόταν σε λόγους εκδικήσεως, θέση την οποία στήριξε και ο Σ. Βενιζέλος. Ο Κ. Τσαλδάρης ανέφερε ότι η δολοφονία ήταν αποτέλεσμα των εσωκομματικών διενέξεων του ΚΚΕ. [xv]
                   
Επιδιώκοντας να δόθηκε ακόμη μεγαλύτερη έκταση στο γεγονός, ο Ν. Ζαχαριάδης μαζί με τον Αλ. Λούλη από την ΚΕ του ΕΑΜ παρέδωσαν στην επιτροπή του ΟΗΕ υπόμνημα στο οποίο κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι αφού δεν κατόρθωσε με τις διώξεις να υποδουλώσει τον ελληνικό λαό, για αυτό αποφάσισε να τρομοκρατήσει την ηγεσία και το δημοκρατικό λαό με δολοφονίες στελεχών, όπως του Ζεβγού, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μέρα μεσημέρι, ενώ κατά σατανική σύμπτωση τη μέρα αυτή ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως βρίσκονταν στην πόλη. [xvi]

Οι αποκαλύψεις των δραστών

Τα γεγονότα πήραν άλλη τροπή όταν στις 3 Απριλίου ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε επιστολή του 33χρονου καπνοπαραγωγού από της Σέρρες, Νίκου Σιδηρόπουλου, συνεργού του Χ. Βλάχου. Όπως ανέφερε είχε φύγει και αυτός από τον «τόπο αυτοεξορίας» του, το Μπούλκες, και μόλις επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη τον «παρέλαβε» το Γ’ Σώμα Στρατού. Τοποθετήθηκε μαζί με άλλους στην ΕΣΑ Βαρδαρίου, όπου τους ασκήθηκαν πιέσεις για «να καταθέσουν άσχετα με την αλήθεια για τη ζωή στο Μπούλκες». Μάλιστα ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην επιτροπή του ΟΗΕ, Κύρου, τους επισκέφθηκε και επέμεινε να  καταθέσουν για «να σώσουν την Ελλάδα». Κατά την παραμονή τους στην ΕΣΑ, μαζί με άλλα άτομα που τελικά κατέθεσαν στην επιτροπή (ο ίδιος δεν κατέθεσε), λάμβαναν ημερομίσθιο, αλλά και μεγαλύτερα ποσά.
                   
Στις 10 Μαρτίου 1947, μαζί με τους Χρήστο Βλάχο, Αθανάσιο Παρτούλα, Πολυμέρη Χαρίση, Λάζαρο Τσιαούση, Χαράλαμπο Γκιαουρίδη, Ευστάθιο Μπαϊπουλτίδη τους έγραψαν σε εθνικόφρονες οργανώσεις, οπλίζοντας τους. Αρχηγός τους ήταν ο Τάσος Τσάκωνας. Η εντολή που τους δόθηκε ήταν να δολοφονήσουν διάφορα ηγετικά στελέχη της Αριστεράς: τον Γ. Ζευγό, τον δικηγόρο Σακελαρόπουλο, τον Δηλαβέρη και τον γιατρό Πασαλίδη. Ενώ έλαβαν διαβεβαιώσεις ότι όλα θα γίνουν με την ανοχή της αστυνομίας, και μετά το πέρας του σχεδίου θα αμειφθούν αδρά.
                   
Η παρακολούθηση του Γ. Ζευγου ξεκίνησε στις 18/3 με τη συμμετοχή και των επτά ατόμων, κανένα από τα οποία δεν τον γνώριζε προσωπικά. Η διαταγή που πήραν ήταν να τον σκοτώσουν νύχτα και κρυφά μέσα στο ξενοδοχείο του, πράγμα που δεν έγινε κατορθωτό. Μετά από δύο ημέρες παρακολουθήσεων, ο Τ. Τσάκωνας και ο Χ. Βλάχος κατόπιν συνάντησης, στην οποία παραβρέθηκε και ο άρτια αφιχθείς στην πόλη Ν. Ζέρβας, πήραν εντολή η δολοφονία να γίνει άμεσα, σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης.
                 
 Κατόπιν τούτου, ξεκίνησε εκ νέου παρακολούθηση. Όταν ο Γ. Ζεβγός βγήκε από εστιατόριο στην Αγίας Σοφίας, ο Χ. Βλάχος τον πυροβόλησε. Αμέσως σκόρπισαν όλοι και συγκεντρώθηκαν ένας ένας στην ΕΣΑ, εκεί έμαθαν για τη σύλληψη του Χ. Βλάχου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Ε’ τμήμα,  όπου ένας ενωμοτάρχης του υπέδειξε από το παράθυρο το γραφείο του Σακελλαρόπουλου, αναφέροντας του ότι αυτός θα αναλάμβανε τη δολοφονία του. Θα την πραγματοποιούσε είτε με όπλο, στην περίπτωση που ήταν και άλλοι στο γραφείο, ή με μαχαίρι, αν ήταν μόνος. Κατά την παραμονή του στο Ε’ Τμήμα, επισκέφτηκε το γραφείο του διοικητή, στο οποίο βρισκόταν ο Τ. Τσάκωνας,  ο βουλευτής του Κιλκίς Παπαδόπουλος και κάποιος στρατιωτικός, αφού συνομίλησαν ο Τ. Τσάκωνας τους ενημέρωσε ότι οι εκτελέσεις έπρεπε να αναβληθούν για δυο-τρεις μέρες.  Η επιστολή έκλεινε με τη δήλωση του Ν. Σιδηρόπουλου ότι δέχεται να καταθέσει όσα ομολογεί «μπροστά σε οποιαδήποτε επιτροπή, αρκεί να έχω εγγυήσεις ότι δεν θα πάθω τίποτα. Σας στέλνω και μια φωτογραφία μου που είμαι με ένα από την ΕΣΑ πάνω σε μοτοσικλέτα». [xvii]
                   
Η επιστολή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, ο υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε ότι το δημοσίευμα στοχεύει στη συκοφάντηση της χώρας, ενώ ο Ν. Ζέρβας έκανε μήνυση στον Ν. Σιδηρόπουλο και τον Ριζοσπάστη για συκοφαντική δυσφήμιση.[xviii] Αργότερα δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη αντίστοιχη δήλωση και άλλου συνεργού, του Χ. Γκιαουρίδη. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ελευθερία, ο ίδιος ανακρίθηκε από την αστυνομία και δήλωσε ότι η επιστολή ήταν πλαστή, ωστόσο ο δικηγόρος της οικογένειας Ζεβγού κατέθεσε στον ανακριτή τις πρωτότυπες χειρόγραφες επιστολές. [xix]

Η δίκη και η φυγή στην Αργεντινή

Ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Χρήστος Βλάχος, παραπέμφθηκε σε δίκη το 1948 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μόλις 4 ετών. Σύντομα όμως ανακοινώθηκε ότι «δραπέτευσε» από τη φυλακή και φυγαδεύτηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, όπως φαίνεται και στο δημοσιεύματα ελληνόφωνης παροικιακής εφημερίδας: «Αφίχθη εις την πόλη μας ο ομογενής κ. Χρήστος Βλάχος προκειμένου να εγκατασταθεί οριστικώς ενταύθα!».[xx] Αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα και για πολλά χρόνια ήταν έγκλειστος  στο ψυχιατρείο της Λέρου. Από εκεί, το 1981, έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα Ακρόπολις, στην οποία αποκάλυψε το σχέδιο εκτέλεσης του Γ. Ζεβγού: «Εγώ δούλευα για την ελληνική και τη συμμαχική αντικατασκοπία, πολεμούσα τους κομμουνιστές και τους Τούρκους... Έτσι, εκτέλεσα και την εντολή που πήρα από τους ανωτέρους μου, να σκοτώσω τον Γιάννη Ζεβγό. Έπρεπε να υπακούσω. Η πατρίδα κινδύνευε, έπρεπε να την καθαρίσω από τους κομμουνιστές. Και τον Σουλτάνο του ΚΚΕ (σ.σ. τον Ζαχαριάδη) έπρεπε να τον σκοτώσω».

Η δολοφονία του Χ. Λαδά

Από το φθινόπωρο του 1947, ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε να κλιμακώνεται, περνώντας σε μια νέα, ανώτερη φάση. Στο πολιτικό σκηνικό μια σειρά γεγονότων επέτρεψαν το πέρασμα σε μια πιο ολοκληρωτική και αποφασιστική μορφή πολέμου: Η κατάρρευση της κυβέρνησης Μάξιμου (Σεπτέμβριος 1947), υπό την πίεση και του αμερικανικού παράγοντα, η συγκρότηση κυβέρνησης του Κέντρου, υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, και η απόφαση για συρρίκνωση της «νομιμότητας» στο ελάχιστο (αλλεπάλληλες νομοθετικές και διοικητικές πράξεις έθεταν εκτός νόμου τις τελευταίες νόμιμες οργανώσεις, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του Ριζοσπάστη και της Ελεύθερης Ελλάδας).

 Από την άλλη πλευρά, καθοριστική ήταν η απόφαση του ΚΚΕ (3 Ολομέλεια, 11-12/9/1947) για ανατροπή της προηγούμενης πολιτικής αμφιταλάντευσης, μεταξύ νόμιμης και παράνομης δράσης, και η αντικατάσταση της από την πολιτική συνολικής ένοπλης ρήξης με το καθεστώς.

Ταυτόχρονα  τα στρατόπεδα των εμπολέμων είχαν προσδιοριστεί με σαφήνεια, τόσο πολιτικά όσο και πληθυσμιακά, γεωγραφικά. Ενώ και στο διπλωματικό επίπεδο το τοπίο είχε ξεκαθαρίσει: με την ολόπλευρη στράτευση των ΗΠΑ στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων και τη στήριξη της ΕΣΣΔ  στον ΔΣΕ.Ο στρατιωτικός εφοδιασμός και η υλική βοήθεια έρεαν προς της δυο πλευρές, αν και εξαιρετικά δυσανάλογα. Στα τέλη του 1947, τρία σημαντικά γεγονότα έκαναν σαφές ότι οι εναλλακτικές λύσεις είχαν παραγκωνιστεί και οι ηγεσίες των δύο στρατοπέδων επιδίωκαν ένα μόνο πράγμα, τη στρατιωτική επικράτηση: Η ανακήρυξη Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης από το ΚΚΕ (3 Δεκεμβρίου 1947), με πρόεδρο στρατηγό Μάρκο Βαφειάδη, και στόχους την απελευθέρωση της χώρας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, και τη διακυβέρνηση της σε δημοκρατικές και λαϊκές βάσεις. Επίσης η προσπάθεια για κατάληψη της Κόνιτσας (που συνδέθηκε με τη διακήρυξη της Προσωρινής Δημοκρατική Κυβέρνησης), που αποκρούστηκε επιτυχώς από τον κυβερνητικό στρατό, αναδεικνύοντας ότι το κυβερνητικό στρατόπεδο βρισκόταν σε φάση ανασυγκρότησης. Ανασυγκρότηση που επισφραγίστηκε και με το νόμο 509/1947, που απαγόρευε και τυπικά το ΚΚΕ.

Ο νόμος 509/1947, που εισηγήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Λαδάς, προέβλεπε τη διάλυση των οργανώσεων ΕΑΜ, ΚΚΕ και Εθνική Αλληλεγγύη και το κλείσιμο των γραφείων τους, καθώς «ενεργούν κατά της ακεραιότητας της χώρας», Επίσης επισείονταν βαριές ποινές (ισόβια και θανατική ποινή) για όσους προσπαθούσαν «δια βίαιων μέσων την ανατροπή του πολιτεύματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικράτειας». Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις όσων προπαγάνδιζαν τις παραπάνω ιδέες ή πρακτικές και η δημοσιοποίηση, διάδοση τους από τον Τύπο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί και οι άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας που «προπαγανδίζουν κομμουνιστικάς αρχάς» απολύονταν οριστικά από την υπηρεσία τους. Τα οριζόμενα από τον παρόντα νόμο αδικήματα εκδικάζονταν κατά τις διατάξεις του Γ΄ Ψηφίσματος και οι ποινές επιβάλλονταν από στρατοδικεία. [xxi]

Η ενίσχυση του νομικού  οπλοστασίου, συνοδεύτηκε από αύξηση των συλλήψεων και των καταδικαστικών αποφάσεων εναντίον των οπαδών της Αριστεράς. Έτσι, το πρώτο εξάμηνο του 1948 οι καταδικασμένοι από έκτακτα στρατοδικεία έφτασαν τους 1.547, ενώ οι καταδικασμένοι από κακουργιοδικεία τους 231. Οι αριθμοί είναι υπερδιπλάσιοι από τους αντίστοιχους του προηγούμενο χρόνου: Το 1947 καταδικάστηκαν 688 πολίτες από έκτακτα στρατοδικεία και 79 από κακουργιοδικεία. Ενώ το 1946 καταδικάστηκαν σε θάνατο από έκτακτα στρατοδικεία 116 πολίτες, και από κακουργιοδικεία δεν καταδικάστηκε κανείς. [xxii]

Επίθεση με χειροβομβίδα στο αμάξι του Χ. Λαδά

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το πρωί της πρωτομαγιάς του 1948 μια ισχυρή έκρηξη ακούστηκε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία Καρύτση. Το υπηρεσιακό αμάξι του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά μόλις είχε δεχθεί επίθεση με χειροβομβίδα Μιλς. Το πίσω κρύσταλλο της μαύρης Μπιούικ είχε γίνει θρύψαλα και ο υπουργός κείτονταν αιμόφυρτος.  Ο δράστης της επίθεση, ένας νεαρός με στολή σμηνία, τράπηκε αμέσως σε φυγή, αλλά καταδιώχθηκε από τον σοφέρ, Σταύρο Μενουδάκη, και τον ακόλουθο του υπουργού Σπύρο Αγγέλου.  Στη διάρκεια της καταδίωξης ο δράστης τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρες και στην προσπάθεια του να ξεφύγει έριξε δύο ακόμα χειροβομβίδες, εκ των οποίων εξερράγη η μία, σκοτώνοντας τον αστυφύλακα Αθανάσιο Πινακούλια και τραυματίζοντας τον ίδιο και άλλους τρεις αστυφύλακες. Τελικά συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο σταθμό των πρώτων βοηθειών και στη συνέχεια στο Ιπποκράτειο. Παράλληλα  ο 57χρονος υπουργός οδηγούταν με ταξί στο νοσοκομείο, όπου θα ξεψυχούσε 13 ώρες αργότερα, βαριά τραυματισμένος στη νεφρική χώρα και στο τριχωτό της κεφαλής.

Ποιος ήταν ο Χρήστος Λαδάς;

Γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1891 και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών το 1912 και επτά χρόνια αργότερα στον Άρειο Πάγο. Το 1925-1926 ήταν συνήγορος υπεράσπισης των διωκόμενων στελεχών του ΚΚΕ, που είχαν παραπεμφθεί σε δίκη με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας, εξαιτίας της θέσης του κόμματος για τη Μακεδονία. Εντάχθηκε στο κόμμα των Φιλελευθέρων, με το οποίο εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής (1926, 1928, 1932, 1936). Διετέλεσε υφυπουργός Συγκοινωνιών το 1930-’32 στην κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στις πρώτες εκλογές μετά την απελευθέρωση το 1946 επανεκλέχθη,  αναλαμβάνοντας το υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη το 1947.

Από την κρίσιμη αυτή θέση πρωταγωνίστησε στη θωράκιση του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, ενισχύοντας τα νομικά ερείσματα εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του, θεσπίζοντας σειρά μέτρων για τη δίωξη των κομμουνιστών και των οπαδών του ΕΑΜ. Συνυπέγραψε το ΛΖ' Ψήφισμα που προέβλεπε μαζική στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας «προσώπων αντεθνικώς δρώντων» και εισηγήθηκε τον νόμο 509 του 1947 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Στην  αιτιολογική έκθεση του ν. 509/1947 που συνέταξε ο ίδιος  έκανε λόγο για «ελάχιστη αντεθνική μειονότητα ανατροπέων» που χρησιμοποιείται «ως τάγμα θανάτου υπό των προαιώνιων εχθρών του έθνους».[xxiii]

Παράλληλα έβαλε σε εφαρμογή ένα εξοντωτικό πρόγραμμα ομαδικών εκτελέσεων φυλακισμένων, που είχαν καταδικαστεί εις θάνατον από τα κακουργιοδικεία «δια τα διαπραχθέντα και χαρακτηρισθέντα εγκλήματα της περιόδου της Κατοχής και του Δεκεμβρίου του 1944», αλλά παρέμεναν για δύο χρόνια στις φυλακές χωρίς να εκτελεστούν. Στο διάστημα  Ιούνιου 1947-Μάρτιου 1948 υπέγραψε 77 εκτελέσεις, και άλλες 150 μέσα στο Απρίλη. Οι εκτελέσεις  γίνονταν κάτω από άκρα μυστικότητα και δεν δίνονταν στον  Τύπο ούτε ο αριθμός των εκτελεσθέντων, ούτε τα ονόματα τους.

Ποιοι έδωσαν την εντολή της εκτέλεσης;

Γι' αυτούς τους λόγους, φαίνεται, στοχοποιήθηκε. Ο δράστης της δολοφονίας ήταν ο Ευστράτιος Μουτσογιάννης, «δρών κομμουνιστής» και μέλος της ΟΠΛΑ, κατά το αστυνομικό τμήμα Καλλιθέας. Στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό σήμανε συναγερμός! Η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην πρωτεύουσα, η αστυνομία τέθηκε σε επιφυλακή, αποφασίστηκαν έκτακτα μέτρα φρούρησης όλων των υπουργών, έγιναν πολλές συλλήψεις κομμουνιστών. Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Ι. Ρέντης, δήλωσε ότι «το κράτος είναι ισχυρό και έχει λάβει τα μέτρα του προς αντιμετώπιση και της νέας αυτής τρομοκρατικής τακτικής του εχθρού».

Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες είχαν ολοσέλιδες ανταποκρίσεις για τη «στυγνή» απόπειρα δολοφονίας, «που αποτελεί αιματηρά εκδήλωσις του συνωμοτικού κομμουνισμού», την καταδίωξη του δράστη, την εγχείριση του υπουργού και τις επισκέψεις που δέχτηκε στο νοσοκομείο από όλη την πολιτική ηγεσία και το βασιλιά. Οι διαρροές από τις αστυνομικές αρχές ανέφεραν ότι ο δράστης εκτελούσε εντολές του ΚΚΕ, είχε συνεργούς, οι οποίοι συνελήφθησαν, και η δολοφονία Λαδά αποτελούσε την πρώτη πράξη από ένα «ευρύτερο τρομοκρατικό σχέδιο».

Μάλιστα δημοσιεύματα έκαναν λόγο για απειλητικά τηλεφωνήματα που είχαν γίνει τις προηγούμενες ημέρες  στο σπίτι του Λαδά και για ένα γράμμα από «ανανήψαντα κομουνιστή» που είχε φτάσει στο γραφείο του Σοφούλη, με το οποίο τον προειδοποιούσε ότι η ηγεσία του ΚΚΕ είχε αναθέσει στην ΟΠΛΑ τη δολοφονία του ίδιου, του Ρέντη και του Λαδά, γιατί από τη στιγμή που το κόμμα των Φιλελευθέρων μπήκε στην κυβέρνηση ξεκίνησε ο διωγμός των κομμουνιστών στις πόλεις και οι εκτελέσεις.[xxiv] Οι εφημερίδες που πρόσκειντο στο Λαϊκό κόμμα κατηγόρησαν τον Σοφούλη και το Ρέντη γιατί, αν και γνώριζαν τα παραπάνω, δεν είχαν πάρει μέτρα φύλαξης των υπουργών πριν από τη δολοφονία,[xxv] παρά το γεγονός ότι ο Λαδάς φρουρούταν «γιατί υπήρχε ο φόβος να τον λιθοβολήσουν όσοι είχαν αγοράσει ακίνητα την περίοδο της Κατοχής».[xxvi]

Η στάση του ΚΚΕ

Με τελείως διαφορετικό τρόπο έγινε η υποδοχή του γεγονότος από το άλλο στρατόπεδο. Στο καθημερινό έντυπο Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ της 2ας Μαΐου  1948 αναφερόταν: «Στην Αθήνα ένας λαϊκός αγωνιστή σκότωσε τον προδότη υπουργό δικαιοσύνης Λαδά. Η 1η Μάη ξημέρωσε με δύο σημαντικά γεγονότα, καρπούς της αποφασιστικής μάχης του ΔΣΕ: τη δολοφονία Λαδά και την κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Ο Λαδάς ήταν από τους ματωβαμένους εγκληματίες της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης που σαν υπουργός ‘’δικαιοσύνης’’ έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα εκατοντάδες έλληνες πατριώτες και είναι ο κύριος και προσωπικά υπεύθυνος για τις εκτελέσεις των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης της πρώτης Κατοχής. Διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση από τον διευθυντή του υπουργείου εξωτερικών των  Ενωμένων Πολιτειών Χέντερσον που μαζί του σπούδασε σε αγγλικό πανεπιστήμιο. Η εκτέλεση ήταν πράξη πατριωτική και απηχεί το μίσος του ελληνικού λαού ενάντια στο τυρρηνικό καθεστώς του μοναρχοφασισμού και της αμερικανοκρατία». Η παραπάνω ανακοίνωση προκάλεσε έκπληξη στον πολιτικό κόσμο, και ζητήθηκε από τον υπουργό να συμπεριληφθεί στη δικογραφία, ώστε να κατηγορηθεί για ηθική αυτουργία στη δολοφονία, ο Μάρκος  Βαφειάδης.

Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εκτέλεση δεν έγινε ποτέ ρητά. Σύμφωνα με την αφήγηση του Ευ. Μουτσογιάννη, η εντολή της εκτέλεσης στάλθηκε από το αρχηγείο του ΔΣΕ στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Αθήνα. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι  το ΚΚΕ, μετά τα Δεκεμβριανά, δεν είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχες ενέργειες αντάρτικου πόλης, ούτε είχε επιλέξει ως στόχους υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης. Χαρακτηριστική δε είναι η εισήγηση του Ζαχαριάδη στη 12η ολομέλεια του ΚΚΕ (1945) που καταδίκαζε τις «αγριότητες» και τις «υπερβασίες» που έγιναν στα Δεκεμβριανά από πλευράς των  κομμουνιστών, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν είτε προβοκάτορες ή ανάξια μέλη του κόμματος. «Τέτοιες ενέργειες δεν μπορούν να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά» τόνιζε.[xxvii]
                         
Παρόλα αυτά, το 1948 είχε διαμορφωθεί μια νέα την κατάσταση. Η «στενή αυτοάμυνα», δηλαδή οι ένοπλες παράνομες οργανώσεις στις μεγάλες πόλεις, που δεν είχαν συγκροτηθεί τα προηγούμενα χρόνια -όχι μόνο εξαιτίας των αυστηρών αστυνομικών μέτρων στα αστικά κέντρα, που εμπόδιζαν την ανάπτυξη ένοπλου κινήματος, αλλά και λόγω της αμφιταλάντευσης του ΚΚΕ μεταξύ νόμιμης και παράνομης δράσης- ενεργοποιήθηκαν. Πραγματοποίησαν δε δύο επιθέσεις: η πρώτη έγινε την Πρωτοχρονιά σε υπηρεσιακό αυτοκίνητο, που μετέφερε αεροπόρους στο αεροδρόμιο, για να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών. Από την επίθεση σκοτώθηκαν 3 σμηναγοί και ο οδηγός. Και η δεύτερη, το Μάιο του 1948 με τη δολοφονία του Χ. Λαδά, που αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα στην καρδιά του αστικού κόσμου. Αξίζει να επισημανθεί ότι σε υστερόχρονη έκθεση στελέχους του ΚΚΕ (Μαυρομάτης) προς το Πολιτικό Γραφείο με ημερομηνία 4/1/1949, γινόταν αναφορά στην «υπόθεση Λαδά» ,αναφέροντας «η υπόθεση χρειάζεται μελέτη από την άποψη ότι ενώ τόσα άλλα χτυπήματα που προετοιμάζονταν σκόνταφταν διαρκώς σε εμπόδια και τελικά δεν έγιναν, το χτύπημα Λαδά έγινε με μεγάλη ευκολία».[xxviii]

Πάντως, αντίστοιχου χαρακτήρα και βεληνεκούς επιθέσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ξανά μέχρι το τέλος του εμφυλίου. Μετά από τις δύο επιθέσεις και τη σύλληψη των δραστών, και στις δύο περιπτώσεις, ο μηχανισμός του ΚΚΕ στις πόλεις δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Στη Θεσσαλονίκη συνελήφθησαν 67 άτομα, δικάστηκαν από έκτακτο στρατοδικείο, οι 52 καταδικάστηκαν σε θάνατο και εντός τριημέρου εκτελέστηκαν. [xxix]

Ομαδικές εκτελέσεις κομμουνιστών για αντίποινα

Στις επόμενες μέρες μετά το θάνατο του υπουργού και την πραγματοποίηση της κηδείας του, υπό δρακόντεια μέτρα, επιβλήθηκε σκλήρυνση των αστυνομικών μέτρων: απαγόρευση κυκλοφορίας και συγκεντρώσεων, λογοκρισία και απαγόρευση της δημοσιοποίησης ειδήσεων για τη στρατιωτική κατάσταση πέραν των ανακοινωθέντων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, συγκρότηση στρατοδικείων που θα παραπέμπονται όλοι όσοι δεν τηρούν τις παραπάνω διατάξεις.[xxx] Σύμφωνα με το ΚΚΕ, η στάση τη κυβέρνησης αναδείκνυε ότι «ο πανικός συνεχίζεται και πιο δυνατά ξεσπούν οι αντιθέσεις στην Αθήνα μετά την εκτέλεση του Λαδά».

Αλλά η κυβέρνηση δεν αρκέστηκε σε αυτά τα μέτρα. Προχώρησε σε ομαδικές εκτελέσεις θανατοποινιτών, που υπέγραψε ο Ι. Ρέντης, ο οποίος είχε αναλάβει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Έτσι δύο μέρες μετά τη δολοφονία Χ. Λαδά τουφεκίστηκαν 154 άτομα, 24 στην Αθήνα και τα υπόλοιπα στην Αίγινα, Χαλκίδα, Σπάρτη, Τρίπολη, Καλαμάτα, Θεσσαλονίκη. Την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκαν 30 εκτελέσεις στο Γουδί.[xxxi] Στις 7/5 το Δελτίο του ΔΣΕ έκανε λόγο για 216 εκτελέσεις μέσα σε 3 μέρες. Μέχρι τη 10 Μαΐου, 311 άτομα είχαν εκτελεστεί. Μάλιστα σύμφωνα με καταγγελίες των κρατούμενων στις φυλακές Αβέρωφ, οργανώνονταν πέρα από εκτελέσεις με δικαστικές αποφάσεις και ομαδικές δολοφονίες φυλακισμένων ανεξάρτητα από την ποινή τους. [xxxii]

Οι ομαδικές εκτελέσεις, που θεωρήθηκαν από το ΚΚΕ (και όχι μόνο) ως αντίποινα για τη δολοφονία Χ. Λαδά, προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στη Δύση. Στον ξένο Τύπο βρίσκουμε πολλά σχετικά δημοσιεύματα. Ακόμη και ο εκπρόσωπος του Φόρειν Όφις ανέφερε «ότι οι εκτελέσεις προκάλεσαν σοκ και φρίκη στη διεθνή κοινή γνώμη». [xxxiii] Μετά  από όλα αυτά, η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν έχει επιταχύνει τις νόμιμες διαδικασίες εκτελέσεων των καταδικασμένων σε θανατική ποινή. «Η απόφασις για εκκαθάρισιν των δικογραφιών των καταδικασθέντων σε θάνατο ελήφθη υπό της κυβερνήσεως πολύ πριν τη δολοφονία Λαδά» ανέφερε στο Ρόιτερ ο Σοφούλης.  Και ο Ι. Ρέντης συμπλήρωσε: «εκ των 2.961 Ελλήνων καταδικασθέντων εις θάνατον δια εγκλήματα διαπραχθέντα προ και μετά την επανάστασιν του 1944, 157 εκτελέστηκαν προ της 1ης Μαΐου τρέχοντος έτους. Μετά την 1η Μαΐου  εκτελέστηκαν 24 εις την Αθήνα και 19 εις Αίγινα. Είναι ανόητο να ομιλεί κανείς για ομαδικές εκτελέσεις!». [xxxiv]

Οι αποκαλύψεις του δράστη και η δίκη

Την ίδια στιγμή στο Ιπποκράτειο βρισκόταν τραυματισμένος ο δράστης. Ο Ευ. Μουτσογιάννης ήταν παιδί φτωχής οικογένειας, είχε ενταχθεί στην ΕΠΟΝ το 1943 και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ Αθήνας. Τον Σεπτέμβριο του 1944 εντάχθηκε στην ΟΠΛΑ, και ως μέλος της πολέμησε στα Δεκεμβριανά. Μετά τη Βάρκιζα έγινε δόκιμο μέλος του ΚΚΕ. Εκτοπίστηκε στην Ικαρία για τέσσερις μήνες το 1947 και το 1948 επανασυνδέθηκε με τη «στενή αυτοάμυνα»,  τον ένοπλο παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στα αστικά κέντρα.

Ο δράστης αφού διέφυγε τον κίνδυνο, άρχισε να δέχεται «επισκέψεις» για την απόσπαση ομολογίας. Σύμφωνα με υστερόχρονη αφήγηση του, ο προϊστάμενος Υπηρεσίας Διώξεως Κομμουνισμού, Ιωάννης Κροντήρης, τον επισκέφτηκε μεταμφιεσμένος σε γιατρό, προσπαθώντας να του αποσπάσει πληροφορίες. Στην αρχή έκανε ψευδείς αποκαλύψεις, « ονόματα ραντεβού, όλα φανταστικά». Όταν όμως απειλήθηκε από τον ανακριτή και τον εισαγγελέα ότι θα έμπαιναν στο κατηγορητήριο αθώα μέλη της οικογένειας του (είχε ήδη συλληφθεί ο αδερφός του) άρχισε να αναφέρει πρόσωπα και πράγματα. Περιορίστηκε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει,  στην κατάδοση μόνο τριών στελεχών ιεραρχικά ανώτερων: του  Ψωμιάδη, Χατζηκίδη και Δ. Καμπανίδη. Μάλιστα επέλεξε να στοχοποιήσει αυτούς, καθώς επρόκειτο να τον υποστηρίξουν στην επίθεση αλλά εκείνοι τον εγκατέλειψαν. Ο Δ. Καμπανίδης έκανε και αυτός αποκαλύψεις και με τις καταθέσεις του μπήκε στη φυλακή ο Πολατίδης. [xxxv]

Στις 17 Ιουνίου του 1948 άρχισε η δίκη του Ευ. Μουτσογιάννη και άλλων 8 συλληφθέντων για τη δολοφονία Λαδά. Η διαδικασία ήταν συνοπτική και σε 4 μέρες βγήκε η απόφαση. Καταδικάστηκαν σε θάνατο 8 κατηγορούμενοι μεταξύ των οποίων και ο Ευ. Μουτσογιάννης. Ο Κ. Μακρίδης παρά το γεγονός ότι ήταν εξόριστος εκείνη την περίοδο θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός. Τέσσερις μόλις μέρες μετά, οι έξι από του καταδικασθέντες εκτελέστηκαν στο Γουδί, ενώ η ποινή του Ευ. Μουτσογιάννη και του Δ. Καμπανίδη μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, καθώς σύμφωνα με δηλώσεις του αστυνομικού διευθυντή Ν. Αρχιμανδρίτη: «και οι δύο προέβησαν εις ομολογίας και κατά τη διάρκεια της δίκης εξέφρασαν την ειλικρινή μεταμέλειά τους για το έγκλημα, κατέκριναν την αντεθνική και εγκληματική πολιτική του ΚΚΕ και γενικώς έδωσαν σαφή δείγματα ότι έπαυσαν να πιστεύουν εις τα κομμουνιστικά κηρύγματα».  Ο Ευ. Μουτσογιάννης φυλακίστηκε στην Κέρκυρα και αργότερα στις φυλακές Αβέρωφ, αποφυλακίστηκε μετά από 16χρόνια. Όπως ο ίδιος ανέφερε παρά τις αποκαλύψεις δεν είχε ευνοϊκή μεταχείριση, καθώς είχε δολοφονήσει υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο-αφιέρωμα στις πολιτικές δολοφονίες του Ελεύθερου Τύπου, Ελλήνων Ιστορικά, στις 17/12, όλο το ένθετο μπορείτε να το βρείτε εδώ 

Παραπομπές

[i] O. L. Smith, «Αυτοάμυνα και κομμουνιστική πολιτική 1945-1947», στο L. Baerentzen, Γ. Ιατρίδης, O. Smith (επιμ.), Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο, Ολκός, Αθήνα 1992, σ. 165-84
[ii] Έτσι άρχισε ο εμφύλιος, ολόκληρη η έκθεση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στον ΟΗΕ τον Μάρτιο 1947, Γλάρος, Αθήνα 1987, σ. 9-14.
[iii] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, Εκδόσεις Αδελφών Τολίδη, Αθήνα 1981 σ. 98
[iv] Για τη σύσταση της επιτροπής του ΟΗΕ βλ. ό.π., σ. 92-3,97-8, 115.
[v] Εφ. Ριζοσπάστης, 21/3/1947
[vi] Το ψευδώνυμο Ζεβγός προέκυψε όταν το 1933 υπέγραψε μαζί με τη γυναίκα και συντρόφισσα του, Καίτη Νισυρίου, ένα άρθρο στο Ριζοσπάστη, στο οποίο υπέγραφαν ως «Ζέβγος». Από τότε διατήρησαν αυτό το όνομα, σε όλη την περίοδο της παρανομίας τους, και έμειναν γνωστοί ως Γιάννης Ζεβγός και Καίτη Ζευγού.
[vii] Για τα βιογραφικά στοιχεία του Γ. Ζεβγού βλ. Εφ. Ριζοσπάστης, 21/3/1947 και Καίτης Ζεύγου, Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα, Ωκεανίδα, Αθήνα 1980, σελ. 17.
[viii] Χωριό της Γιουγκοσλαβίας που στάλθηκαν μετά τη Βάρκιζα πολλά μέλη του εαμικού κινήματος: εκείνοι που είχαν αποκρύψει μέρος του οπλισμού του ΕΛΑΣ, για να μην προδώσουν τις τοποθεσίες σε περίπτωση που έπεφταν στα χέρια της Ασφάλειας, μέλη της ΟΠΛΑ και αντιστασιακά στελέχη που ήταν «πολύ εκτεθειμένα». Αυτοί ήταν ο πρώτος πυρήνας, κάποια στιγμή ο αριθμός των πολιτικών προσφύγων στο γιουγκοσλαβικό χωριό έφτασε τα 6.000.
[ix] Εφ. Ελευθερία,  21/3/1947
[x] Εφ.  Ριζοσπάστης, 23/3/1947
[xi]  ό.π.
[xii] Εφ. Ριζοσπάστης, 21/3/1947
[xiii] Φ. Ηλιού, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, η εμπλοκή του ΚΚΕ, Θεμέλιο, β΄ έκδοση, Αθήνα 2005, σ. 68-9.
[xiv] Εφ. Βήμα,  22/3/1947
[xv] Εφ. Ελευθερία, 22/3/1947
[xvi] Εφ.  Ριζοσπάστης, 23/3/1947
[xvii] Εφ.  Ρίζος, 3/4/1947
[xviii] Εφ.  Ελευθερία, 4/4/1947
[xix] Εφ. Ελευθερία, 16/4/1947
[xx] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, ό.π., σ. 125
[xxi] Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου Πολέμου 1946-7, τόμος 1ος, Βιβλιόραμα, δ΄ έκδοση, Αθήνα 2001, σ. 300-357,  374-391
[xxii] Φ. Γρηγοριάδη, Εμφύλιος πόλεμος 1944-1949 (το δεύτερο Αντάρτικο), τόμος 10ος, Νεόκοσμος, Αθήνα 1975, σ. 266-9
[xxiii] Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου Πολέμου, ό.π., σ. 348
[xxiv] Εφ. Βήμα, Καθημερινή, 2/5/1948 και Ελευθερία, 2/5/1948 και 3/5/1948
[xxv] Βλ. «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ, 4/5/1948» όπως παρατίθεται στο Ντοκουμέντα του ελληνικού προοδευτικού κινήματος, Δελτίο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Έκδοση του Γ.Α. του ΔΣΕ., χ.χ.
[xxvi] Εφ. Ελευθερία, 2/5/1948
[xxvii] Άγγελος Ελεφάντης, Μας πήραν την Αθήνα, βιβλιόραμα, Αθήνα 2003
[xxviii] Παρατίθεται στο Φ. Ηλιού, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, η εμπλοκή του ΚΚΕ, ό.π., σ. 289
[xxix] Τάσος Βουρνάς, ό.π., σ. 177-178
[xxx] Βλ. «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ, 3-4/5/1948», ό.π.
[xxxi] Εφ. Ελευθερία, 5/5/1948  και «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ, 4/5/1948», ό.π.
[xxxii] «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ, 4/5/1948», ό.π.
[xxxiii] Εφ. Ελευθερία, 6/5/1948
[xxxiv] Ευ. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και τσεκούρι, Ελλάς 1946-1949, Βιβλιοπωλείον «της Εστίας», Αθήνα 1975, σ. 331
[xxxv] Εφ. Καθημερινή, 20/3/2010

Πηγή: Νατάσα Κεφαληνού
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger