Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 43

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 43

{[['']]}
Ετεοκλής Δουμουλάκης απ’ το χωριό Πολίχνη Μεσσηνίας. Από τους πρώτους αντάρτες του Δ.Σ.Ε. στο Μωριά, Διοικητής του 7ου λόχου του Αρχηγείου Μαινάλου και μετά της 55 ταξιαρχίας. Ο τελευταίος αντάρτης στο Μωριά. Βρέθηκε νεκρός σε μια σπηλιά απ' έξω απ' το χωριό Μπάλα Μεσσηνίας το 1952.

Την άλλη μέρα ήρθαν «την σκηνή μου και χωρίς αιτία κι αφορμή μ’ έδειραν. Βέβαια το ξυλοφόρτωμα δεν ήταν σοβαρό. Μ’ έσωσε το τραυματισμένο πόδι μου γιατί μόλις μούριξαν τις πρώτες κλωτσιές και μπουνιές δεν μπόρεσα να κρατηθώ και σωριάστηκα κάτω. Τότε είχαν αρχίσει οι ομαδικές απολύσεις από το στρατόπεδο και ήθελαν να χαλαρώσουν το κλίμα της τρομοκρατίας. Κάθε μέρα απωλούσαν 20 - 30 και έβγαζαν λόγους για ομόνοια και τα τέτοια.

Εκείνες τις μέρες απολύθηκε και ο αδερφός μου και ο μπάρμπας μου ο Ανδρέας Παπακωνσταντίνου. Ο αδερφός μου έφυγε καταστεναχωρημένος και γιατί θα έμενα μόνος μου και γιατί μάθαμε ότι ο πατέρας μου ήταν ετοιμοθάνατος. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω γιατί έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Τόσα χρόνια κατατρεγμοί, τσάκισαν τον πατέρα μας, καταστράφηκε το σπίτι μας. Η φαμελιά του ήταν στους πέντε δρόμους και τώρα καταστροφή από την αρχή. Αυτός ανησυχούσε για μένα και εγώ ανησυχούσα γι’ αυτόν. Αλλά πέρα από την ανησυχία δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα ο ένας για τον άλλον.

Ο κόσμος είχε γίνει όλος χριστιανός. Από το πρωί μέχρι το βράδυ γύριζαν όλοι με μια Σύνοψη στα χέρια. Κάθε μέρα γυρνούσαν διάφοροι από σκηνή σε σκηνή και πωλούσαν βίους Αγίων, Ψαλτήρια, Οχτωτίχια κι άλλα τέτοια. Την Καινή Διαθήκη την μοίραζε η διοίκηση δωρεάν. Στις περισσότερες σκηνές υπήρχαν ομάδες που έψελναν πρωί - μεσημέρι - βράδυ με τις ώρες. Στην σκηνή μου ήταν μια τέτοια ομάδα. Επικεφαλής ήταν ένας αγρότης από τα χωριά της Δημητσάνας νομίζω ήταν απ’ το χωριό Ατσίχωλο. Τον έλεγαν Μάνθο, δεν θυμάμαι το επώνυμό του.

Όσο έβλεπε ότι φεύγουν οι άλλοι κι αυτόν δεν τον φωνάζουν, τόσο αύξανε τις ώρες της ψαλμωδίας μέχρι που έγινε ενοχλητικός και ο μπάρμπα Θανάσης, δεν θυμάμαι τώρα το επώνυμό του, που ήταν συγχωριανός του αγανάκτησε και τούβαλε τις φωνές: «Σταμάτα πια ρε Μάνθο. Άφησέ μας να ησυχάσουμε και λίγο. Μην μας βασανίζεις και συ». Ο Μάνθος αντέδρασε γιατί νόμιζε ότι κάνει έργο σωτήριο για όλους μας κι αντί να τον ευχαριστούμε, του κάνουμε και παρατηρήσεις. «Είναι άσχημα πράγματα αυτά που κάνω Μπάρμπα Θανάση;» «Ότι πράγμα παραγίνεται είναι άσχημο» απάντησε ο μπάρμπα Θανάσης. «Δεν έχεις ακούσει ότι το πολύ Κύριε Ελέήσον το βαριέται κι ο Θεός! Άντε σταμάτα και κοντεύω να νομίζω ότι είμαι πεθαμένος και με ψέλνουν».

Ο Μάνθος όμως δεν σταμάτησε. Μάζευε την ομαδούλα του κι έψελνε. Για την ζωή του και την αποφυλάκισή του αγωνίζονταν ο έρμος, έτσι νόμιζε, δεν ήταν καιρός για ευγένειες. Όμως μας έκανε μια παραχώρηση. Σταμάτησε να ψέλνει τα μεσημέρια αλλά διάβαζε παίζοντας τα χείλη του. Τον κοίταζα και σκεφτόμουνα ότι ο άνθρωπος έχει γυρίσει πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω. Μόνο ότι φορούσε ρούχα. Αν κρεμούσε μια προβιά πάνω του κι άφηνε να μεγαλώσουν τα μαλλιά του και τα γένεια του θάμοιαζε σε κείνους τους άγριους που ζουν στις ζούγκλες της Αφρικής και της Ασίας και προσπαθούν να διώξουν το κακό, την αρρώστια και κάθε τι που απειλεί την ζωή τους με ξόρκια και επικλήσεις στα ξύλινα ξόανα που αυτοί οι ίδιοι κατασκεύασαν.

Ο Μάνθος βέβαια παρακαλεί και προσπαθεί να κερδίσει την βοήθεια κάποιου που δεν είδε ποτέ, που δεν τον άκουσε ποτέ, που γι’ αυτόν του μίλησαν άλλοι κι αυτών τους είχαν μιλήσει άλλοι, ότι τον είχαν δει άλλοι και έτσι πάει αυτή η διήγηση πολύ μακρυά μέχρι τότε, που οι θεοί έφυγαν από τον Όλυμπο κι ανέβηκαν πολύ ψηλά. Σήμερα βέβαια πήγαν ακόμη ψηλότερα. Αφού οι άνθρωποι πήγαν στο φεγγάρι, οι Θεοί ανέβηκαν ακόμη πιο ψηλά γιατί δεν θέλουν να συναντηθούν με τους ανθρώπους. Τους φοβούνται γιατί τους έχουν ρίξει τόσα κακά, τόσους κεραυνούς και σεισμούς κι άλλα κι άλλα κακά και πολέμους κι άλλα τόσα και πολλά.

Ο Μάνθος λοιπόν έψελνε κι έψελνε για να τον ακούσει ο Θεός, αλλά πιο πολύ να τον ακούσουν αυτοί που όριζαν την ζωή του. Μια μέρα έτυχε να είμαστε μόνοι στην σκηνή. Πιάσαμε κουβέντα. Μου είπε ότι με γνώριζε. Εγώ δεν τον θυμόμουνα. Μου είπε τα βάσανά του. Τέλος μου λέει: «Ψάλε και συ. Ψάλε. Τι θα χάσεις. Πάρε ένα Ευαγγέλιο στα χέρια σου. Κάνε ότι κάνουν όλοι. Κάνε βρε αδερφέ ότι τους αρέσει. Τι θα πάθεις; Που ξέρεις κάτι μπορεί να βοηθήσει κι αυτό». Του απάντησα ότι: «Εγώ Μάνθο κι όλη την βιβλιοθήκη να φορτώσω στην πλάτη μου, δεν ξεγελάω κανέναν. Εσύ ψάλε αντί να κλαις. Είναι καλύτερο το ψάλσιμο από το κλάψιμο. Μόνο να μας αφήνεις και λίγο να ξεκουραζόμαστε».

Ο κύριος Θεολόγος - Ανθυπολοχαγός που είχε αναλάβει το θεάρεστον έργο να μας φέρει στο δρόμο του Θεού, έκανε επιθεώρηση κάθε μέρα στο στρατόπεδο.Περνούσε λοιπόν από σκηνή σε σκηνή. Όπου άκουγε ψαλμούς έδινε συγχαρητήρια και μοίραζε υποσχέσεις εν ονόματι κυρίου. Υπόσχονταν ότι για τούτη την ζωή θα κάνει καλές συστάσεις στον εισηγητή του στρατοδικείου και το Α2 γραφείο και για την άλλη ζωή, έλεγε ότι ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για τον Παράδεισο. Κι έτσι λοιπόν όταν τον έβλεπαν κι έμπαινε στην πόρτα, έτρεχαν όλοι στις σκηνές τους, άνοιγαν τα Ευαγγέλια και τα ψαλτήρια. Μάλιστα έκαναν ότι ήταν αφοσιωμένοι στο διάβασμα και δεν τον καταλάβαιναν όταν έμπαινε στην σκηνή. Κι όταν έφθανε στο κέντρο της σκηνής πετάγονταν επάνω και ζητούσαν συγνώμη. Κι αυτός τους έλεγε: «Δεν πειράζει, δεν πειράζει συνεχίστε μην διακόπτετε το διάβασμά σας».

Κάποτε λοιπόν, ήταν μέρα Κυριακή, μπήκε στο στρατόπεδο ο Στρατοπεδάρχης, ένας έφεδρος Ταγματάρχης του στρατού. Έτρεξαν όλοι και πήραν τα Ευαγγέλια στα χέρια κι έκαναν το ίδιο κόλπο. Ο Ταγματάρχης πήγε στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη σκηνή, τα ίδια. Όλοι διάβαζαν κι αργούσαν να σηκωθούν. Φαίνεται ότι αυτό τον πείραξε. Ρωμιός κι αυτός κατάλαβε το κόλπο. Συνέχισε την επιθεώρηση. Μπήκε λοιπόν και στην δική μας σκηνή. Τα ίδια. Μάλιστα ο Μάνθος σιγόψελνε και σηκώθηκε τελευταίος. «Βλέπω» λέει ο Ταγματάρχης, «ότι όλοι το ρίξατε στην θρησκεία και τις προσευχές. Μάλιστα είσαστε τόσο αφοσιωμένοι που δεν με αντιληφθήκατε όταν μπήκα μέσα. Δεν την παρατάτε αυτήν την μηχανή; Δεν πιάνει το κόλπο. Αφήστε την πολλή αφοσίωση και να προσέχετε».

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε γιατί ο κόσμος έκανε αυτό που ήθελε ο κ. Χαραλαμπόπουλος, ο κύριος λοχαγός που ήταν επικεφαλής του αρμόδιου γραφείου της Στρατιωτικής Διοίκησης Πελοποννήσου. Αυτός λοιπόν καθοδηγούσε την αναβάπτηση των παρασυρθέντων Ελλήνων - Ελληνοβουλγάρων κ.λπ., στα νάματα της Εθνικοφροσύνης. Κι όμως πίστευαν ότι με τέτοια και τέτοια, με το πες, πες, θα κάνουν το άσπρο μαύρο. Πίστευαν ότι με τα τέτοια θα πείσουν τον κόσμο ότι δεν έχει δίκιο. Τώρα τρίβουν τα μάτια τους!. Άλλα πράγματα γονάτησαν τον κόσμο, άλλα τον απογοήτευσαν. Τα πίσω - μπρος και τα μπρος -πίσω της ηγεσίας του έσπασαν το ηθικό. Η κακή προετοιμασία του ένοπλου αγώνα. Η άγνοια της ηγεσίας για τους απαράβατους κανόνες της διεξαγωγής ένοπλου αγώνα σε μικρές σ’ έκταση και πληθυσμό χώρες σαν τη δική μας, που ο ένοπλος αγώνας πρέπει ν’ αρχίζει και να τελειώνει γρήγορα.

Μας έσπρωξαν στον ένοπλο αγώνα οι Άγγλοι και οι ντόπιοι λακέδες τους. Δεν άφηναν περιθώρια άλλα.Αυτό είναι αλήθεια. Όμως δεν μας επέβαλαν πότε και πως θα τον αρχίσουμε και από που θα τον αρχίσουμε. Κι αυτό, δηλαδή η επιλογή, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.

Στις φυλακές Τρίπολης - Οι νεκροθάλαμοι των ζωντανών νεκρών. 

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράταγε η αγωνία του θανάτου. Και την τέταρτη το πρωί πριν νάβγει ο ήλιος, πρώτα ο παπάς, με το ψαλτήρι και με την ανατολή «... γειά σας αδέρφια...». Κι απ’ τα παράθυρα της φυλακής έβλεπαν την εκτέλεση τ’ ανταρτόπουλα πούχαν σειρά την άλλη μέρα.

Εγώ δεν ήθελα να μείνω άλλο στο στρατόπεδο αλλά δεν μπορούσα όμως να κάνω και τίποτα για να με διώξουν για τις φυλακές. Εδώ όλα ήταν δυνατόν να συμβούν. Όπου μ’ έβρισκαν με κλωτσούσαν. Τα δέματα από την Αθήνα που μου έστελνε ο μπάρμπας μου, τα κρατούσαν. Το ίδιο και τα γράμματα. Αυτή η κατάσταση ήταν ανησυχητική. Έτσι πέρασαν κάμποσες μέρες. Ευτυχώς το τραύμα μου κόντευε να κλείσει. Πατούσα το πόδι γερά και καλούτσικα. Τέλος ήρθε και η μέρα της μεταγωγής μου.
Πήρα το ταγάρι μου που, ήταν βέβαια άδειο, ούτε μια αλλαξιά ρούχα δεν είχα μέσα, τύλιξα το σάισμά μου και τόδεσα μ’ ένα σκοινί, τα κρέμασα στον ώμο μου και ξεκίνησα. Στην έξοδο μου φόρεσαν τις χειροπέδες, μ’ ανέβασαν στο φορτηγό και σε δέκα λεπτά σταματήσαμε έξω από την φυλακή. Γνωστό το μέρος. Είχα με την απελευθέρωση καθίσει 48 ώρες επικεφαλής της φρουράς. Τότε η διμοιρία μου φύλαγε τους ταγματασφαλίτες. Μετά μπήκα σαν κρατούμενος.
Βγήκα για να ελευθερώσω και τους άλλους και τώρα ξαναμπαίνω σακάτης για να τους ξαναβρώ.

Δεξιά πέρα και πάνω από το νεκροταφείο, ξεχώριζαν οι ομαδικοί τάφοι των συντρόφων μου. Ότι καλύτερο είχε ο Μωριάς, ήταν εκεί θαμμένο. Ποιόν να πρωτοθυμηθώ; δεν ήταν ένας, δύο,τρεις, ούτε δεκατρείς, ήταν χίλιοι τρεις και παραπάνω. Λένε ότι στα χαρτιά της φυλακής είναι γραμμένοι εξακόσιοι εξήντα. Πρέπει όμως να είναι άλλοι τόσοι. Γιατί εδώ έφερναν κι έθαβαν κι αυτούς που τους σκότωναν χωρίς δίκη κι αυτοί είναι περισσότεροι απ' αυτούς που δικάστηκαν στα θανατοδικεια, στο τσίρκο της αστικής δικαιοσύνης. Εκεί στο ίδιο μέρος η λαϊκή δικαιοσύνη είχε τιμωρήσει δύο προδότες συνεργάτες του καταχτητή, έναν άνδρα και μια γυναίκα. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας κάθε τόσο μνημόσυνα και παραμνημόσυνα, λόγους και παράλογους, οργάνωναν οι αρχές. Τώρα για τους τόσους και τόσους αγωνιστές δε λένε τίποτα. Ούτε ένα σταυρό κι ένα καντίλι.

Κυκλοφόρησε η πληροφορία πως θα κάνουν αυτό το χώρο γήπεδο. Αυτοί που το ξεκινάνε, το κάνουν με πονηριά, για να εξαφανίσουν για πάντα τα πειστήρια του μεγάλου εγκλήματος, της δολοφονίας χιλιάδων αγωνιστών, χιλιάδων ηρώων. Πιο σιχαμερή πιο ανήθικη πράξη, δεν έχει γίνει πουθενά στον κόσμο. Τα νεκροταφεία των Γερμανών είναι περιποιημένα σ’ όλη την Ελλάδα. Το ίδιο και τα Εγγλέζικα, όπως και των ταγματασφαλιτών. Αυτούς τους χωράει ο τόπος. Τους δικούς μας δεν τους χωράει. Λένε ότι θα βάλουν τσάπες, μπουλντόζες και τρακτέρ για να λιώσουν τα τσακισμένα ιερά κόκαλα, τα τρυπημένα κρανία των αγωνιστών. Να τα λιώσουν, να τα κάνουν σκόνη κι έτσι να σβήσουν το έγκλημα. Κι αυτά όλα για χάρη της λήθης. Πιθανό μερικοί να μας πούνε ότι, αφού αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση δε χρειάζονται ηρώα. Τότε κύριοι γκρεμίστε και τα αγάλματα του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη και των άλλων, σύμφωνα με τη γνώμη σας δε χρειάζονται.

Αναγνωρίσατε την Εθνική Αντίσταση στα λόγια για να την εξαφανίσετε από το πολιτικό προσκήνιο με μια κόλλα χαρτί.

Θέλετε την Εθνική Αντίσταση σα φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο, χωρίς μυαλό και χωρίς κόκαλα. Κούνια που σας κούναγε. Ο νους και ο σκελετός της Εθνικής Αντίστασης ήτανε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Κι αυτό υπάρχει και θα υπάρχει γιατί έχει συνέχεια και συνέπεια. Κι όσο υπάρχει αυτό, η Εθνική Αντίσταση δεν γίνεται φωτογραφία και πιστοποιητικό. Δε χωράει μέσα σε νόμους γιατί αυτή είναι ο μεγαλύτερος νόμος, αυτός που για πολλές γενιές θα οδηγεί όλους τους Έλληνες στους αγώνες τους για Εθνική Ανεξαρτησία, Δημοκρατία, Ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Τα ιερά κόκαλα θα τα λιώσετε η σκόνη όμως αυτή θα σκορπιστεί σ’ όλο το Μωριά και θα γίνει λίπασμα για να δυναμώσουν νέοι αγώνες. Τα τραγούδια όμως πως θα τα λιώσετε; Τις μνήμες πως θα τις λιώσετε; Τις ιστορίες που θα διηγούνται οι παππούδες στα εγγονάκια τους πως θα τις λιώσετε; Κύριοι Τριτοδρομικοί κοντά στ’ άλλα είστε, κι ανιστόρητοι. Μόνο όσοι αγωνίζονται για τους σκοπούς της αντίστασης αυτοί και την αναγνωρίζουν. Τα λόγια και τα παράσημα είναι μισή δουλειά και πονηρή. Αυτά μπορεί να τα κάνει και η δεξιά.

Μπήκα στο Αρχιφυλακείο. Μούβγαλαν τις χειροπέδες. Πήραν αποτυπώματα και μετά στη γνωστή σιδερένια πόρτα. Όταν είχα ξανάρθει εδώ, το 1946, και στάθηκα για λίγο, το προαύλιο της φυλακής βούιζε. Τώρα ήταν νεκροταφείο. Οι κρατούμενοι έκαναν βόλτες αμίλητοι με σκυμμένο το κεφάλι, πήγαιναν κι έρχονταν αργά - αργά σα να πήγαιναν σε κηδεία. Ούτε ένα γέλιο, ούτε ένα σφύριγμα! Χίλιοι άνθρωποι άφωνοι κι ανέκφραστοι. Άνοιξα την πόρτα και ο φύλακας μ’ έσπρωξε μέσα. Μπήκα, απόθεσα τα πράγματά μου κάτω στο τσιμέντο και κάθισα πάνω.

Σε λίγο ξεχώρισαν από το πλήθος μερικοί και πρώτος -πρώτος ο Πάνος Δασκαλάκης, από το χωριό Λότι της Ηραίας. Οικογενειάρχης, καλός αγωνιστής, πήρε μέρος στον αγώνα του Δ. Σ. και ποτέ δεν τούλειπε το καλαμπούρι. Έτρεξε ήρθε κοντά, μούσφιξε το χέρι, με σήκωσε και πήρε τα πράγματά μου, στάθηκε μπροστά μου, με κοίταξε στα μάτια και μου ψιθύρισε: «Εδώ θα βλέπεις, θα ακούς και δε θα μιλάς. Τώρα είμαστε νικημένοι. Κατάλαβες;» Γύρισε πήρε τα πράγματά μου και με οδήγησε στο θάλαμο των υποδίκων. Ο θάλαμος αυτός ήταν φτιαγμένος με σίδερα και τσίγκους γι’ αυτό τον έλεγαν χαβούζα. Κενή θέση υπήρχε δίπλα στα ουρητήρια που ήταν κι αποχωρητήρια σε έκτακτη ανάγκη.

Όταν έκλεισαν οι θάλαμοι για μεσημέρι τότε ήρθαν κοντά μου όλοι οι γνωστοί μου. Μούδοσαν φαγητό και τσιγάρα. Δεν είχαν βέβαια και άλλο κάτι για να μου προσφέρουν. Άρχισαν να με ρωτούν για τον έναν και τον άλλον, τους γνωστούς μας, που και πότε σκοτώθηκαν. Μιλούσαμε συνέχεια για σκοτωμένους και για τίποτε άλλο. Έτσι πέρασαν εκεί μέσα λίγες μέρες, μέχρι που να δικαστώ. Κάθε βράδυ και για μια ώρα, ένας διάβαζε μερικές σελίδες από κάποιο βιβλίο που είχε δώσει η διεύθυνση της φυλακής. Έπρεπε όλοι να κάθονται στις θέσεις τους και να ακούνε. Όμως κανένας δεν άκουγε. Αλλά πιστεύω ότι κι αυτός που το διάβαζε δεν άκουγε τον εαυτό του, γιατί μόλις τέλειωνε, έβαζε σημάδι μια κόλλα χαρτί εκεί που σταματούσε, για να συνεχίσει το επόμενο βράδυ.

Η δίκη μου στο θανατοδικείο Τρίπολης

Ήρθε ο δικηγόρος που μου έστειλε ο θείος μου, ο Γιώργης Ρ. λεγότανε. Ήτανε ένα χαμένο κορμί. Πρισμένος σαν τα σκουλήκια που ζουν από τα πτώματα. Με κάλεσε στο Αρχιφυλακείο. Με ύφος σοφού μου ανακοίνωσε ότι η υπόθεσή μου είναι σοβαρή αλλά αυτός θα κάνει ότι μπορεί. Του είπα ότι αυτά τα ξέρω κι ότι δεν έχω αυταπάτες. Όμως μια και σ’ όρισε ο θείος μου, έλα στη δίκη και δε θα κουραστείς πολύ γιατί δεν έχουμε να πούμε και πολλά. Οι κατηγορίες είναι γνωστές και εγώ τις αποδέχομαι εκτός από τις εκτελέσεις που μου αποδίδουν και τις οποίες ούτε αυτοί μπορούν να τις αποδείξουν αλλά ούτε και θα ενδιαφερθούν αφού η δουλειά τους είναι τελειωμένη.

Ο δικηγόρος πήρε χρήματα, κι από τη γυναίκα του αδερφού μου που τα είχε δανειστεί, γιατί νόμιζε ότι θα με βοηθήσει. Ο αδερφός μου δεν ήρθε στη δίκη. Ήξερε τι θα συμβεί. Όλες τις
διαδικασίες και τα βάσανα και τα δικά μου και του αδερφού μου αλλά και της μητέρας μου και του πατέρα μου, τα τράβηξε η γυναίκα του αδερφού μου. Αυτή είναι ο ήρωας. Πάνω της ξέσπασε η λύσσα και το μίσος του κράτους των δοσιλόγων και της Γερμανοφρειδερίκης. Μικρομάνα μ’ ένα παιδί στην κοιλιά και δύο άλλα μωρά την τραβούσαν στα κρατητήρια, την βασάνιζαν, την απειλούσαν, της πήραν την μπουκιά από το στόμα των παιδιών της. Τα πέρασε όλα με αξιοπρέπεια και θάρρος, με γενναιότητα κι ας ήταν μια αγράμματη γυναίκα.

Αυτός είναι ο λαός μας. Χιλιάδες μωρομάνες σαν την Παναγιώτα, μας κράτησαν στη ζωή. Αυτές κρατάνε τη συνέχεια κι αυτές θα νικήσουν το φασισμό γιατί είναι η πηγή της ζωής. Αυτές γεννούν και αναθρέφουν τους επαναστάτες από γενιά σε γενιά κι έτσι η στρατιά της επανάστασης είναι ατέλειωτη. Οι φασίστες είναι μετρημένοι, έχουν αρχή και τέλος, οι στρατιές της επανάστασης είναι ατέλειωτες.

Η δίκη ήταν μια φάρσα. Είμασταν δέκα κατηγορούμενοι. Ο καθένας όμως χωριστή υπόθεση. Καθίσαμε στον πάγκο. Μπήκαν και αυτοί που παρίσταναν το δικαστή. Πρόεδρος ήταν ο περίφημος Περιβολιώτης. Εισαγγελέας στο επάγγελμα. Ένα ασκί γεμάτο χολή και μίσος. Έστειλε εκατοντάδες στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έβριζε, απειλούσε, φώναζε, βροντούσε τα χέρια του, έκανε και τον αγανακτισμένο, καμιά φορά πετούσε και το κουδούνι στους κατηγορούμενους από εθνική αγανάκτηση.
 Ένα ανθρωπάκι στολισμένο με μπιχλιμπίδια και κορδώνια, παρίστανε τον ταγματάρχη της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Οι αποφάσεις έβγαιναν από το Α2, γραφείο της στρατιωτικής διοίκησης κι αυτός παρίστανε το δικαστή. Γι’ αυτό ήταν δύο φορές γελοίος. Δεν ήταν ο Καραγκιοζοπαίχτης, ήταν η χάρτινη φιγούρα που την κινούσε ο καραγκιοζοπαίχτης. Και πίσω από τους δύο ήταν οι ξένοι, οι προστάτες μας που σκότωναν τους μισούς Έλληνες για να προστατέψουν τους άλλους μισούς δήθεν.

Οι άλλοι στρατοδίκες και ο επίτροπος ήταν άφωνες φιγούρες, ντυμένοι στρατιωτικά. Ο γραμματέας διάβαζε γρήγορα - γρήγορα και μασημένα το κατηγορητήριο. Μετά ρωτούσαν τον κατηγορούμενο τι έχει να πει. Δεν τον άφηναν να απολογηθεί. Έπρεπε μόνο να απαντά στις ερωτήσεις μ’ ένα ναι κι ένα όχι. Ύστερα ο επίτροπος πρότεινε μονολεχτικά την ποινή. Από κοντά ο κ. συνήγορος. Έλεγε τα συνηθισμένα, περί πατρίδος, δικαιοσύνης, σεβαστού δικαστηρίου κ.λπ., κ.λπ., αναγνώριζε το αξιόποινον της πράξης του κατηγορούμενου και πελάτου του και ζητούσε επιείκειαν και μεγαλοψυχίαν και η φάρσα τέλειωνε κάτω από την εικόνα του Εσταυρωμένου που κρέμονταν στον τοίχο. Λες και κρέμασαν εκεί την εικόνα για να θυμίζει ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι εξακολουθούν να σταυρώνουν, όσους ζητούν το δίκιο, τρεις χιλιάδες χρόνια από τότε. Κι όπως τότε, έτσι και σήμερα υπήρχαν οι Πιλάτοι. Οι ανώτατοι και οι ανώτεροι, τα ανώτατα και ανώτερα, οι σοφοί νομικοί και καθηγητές, οι πνευματικοί άνθρωποι και οι συνταγματολόγοι κι όλα αυτά τα φουσκωμένα άντερα, οι σαπιοκοιλιές με τ’ άδεια κεφάλια και τα γεμάτα στομάχια.

Ήρθε και η σειρά μου. Όνομα, επίθετο, όνομα πατρός, μητρός, υπήκοος, αλλά σκαλώσαμε στο επάγγελμα. Τι επάγγελμα να τους πω; Σήκωσα τις πλάτες και τους είπα: «Ο πατέρας μου ήταν γεωργός, αγρότης, εγώ όμως δεν πρόλαβα νάχω επάγγελμα. Μαθητής Γυμνασίου στην κατοχή, βγήκα αντάρτης στο βουνό. Αυτό είναι όλο». Κοιτάχτηκαν κι αυτοί και ο Περιβολιώτης λέει: «ανεπάγγελτος» κι έτσι ξεσκαλώσαμε. Οχτώ χρόνια αγώνας, για το δίκιο του λαού δεν ήταν επάγγελμα. Αν όμως ήμουνα καραβανάς θα ήταν επάγγελμα. Ο Γραμματέας άρχισε να διαβάζει την κατηγορία. Αρχηγός, οδηγός, μάχες και πάλι μάχες, Καλάβρυτα, Τρόπαια, Βάγγου, Ίσσαρι, Σπάρτη κι αλαχού. Εκείνο το αλαχού τόχαν σ’ όλους, σ’ όλα τα κατηγορητήρια. Γι’ αυτό και ο γέρο Πίστος από το χωριό Γλανιτσά της Γορτυνίας, έλεγε: «Καλά, σ’ αυτή και σ’ αυτή τη μάχη πήρα μέρος. Αλλά στην Αλαχού δεν πήρα. Ο Περιβολιώτης, τυπικός με ρώτησε: «Ήσουνα εθελοντής; Ναι, του απάντησα. Πήρες μέρος σ’ αυτές τις επιθέσεις; Ναι, του απάντησα ξανά. Έκανες αυτές τις εκτελέσεις; Όχι του απάντησα. Καλά κάθισε κάτω. Πριν από την απολογία μου αυτή, εξετάστηκαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας από το χωριό μου. Αυτά που είπαν ήταν ασήμαντα μπροστά στο κατηγορητήριο.

Ο Περιβολιώτης ρώτησε τον Επίτροπο για την ποινή. «Εις την εσχάτην των ποινών κ. Πρόεδρε». Αυτό ήταν. Εδώ τελειώσαμε. Μισή ώρα δουλειά και στην εσχάτην των ποινών. Διέκοψαν και τραβήχτηκαν στο ιδιαίτερο. Γύρισαν μετά από μισή ώρα περίπου. Έβγαλαν όλες τις αποφάσεις μαζί. Όμως όλα κι όλα. Τα τυπικά τυπικά: Προσοχή, παρουσιάστε κι όλες αυτές τις τρίχες. Ο κ. συνήγορος, ο κ. Γιώργης εξαφανίστηκε. Η γυναίκα του αδερφού μου έκλαιγε και δύο, τρεις γυναίκες έκαναν το σταυρό τους. Οι μάρτυρες κατηγορίας έφυγαν σαν κλέφτες.

Τόξερα ότι θα δικαζόμουνα σε θάνατο. Ήμουνα προετοιμασμένος. Γι’ αυτό δεν αισθάνθηκα τίποτε το ιδιαίτερο. Όσοι έζησαν εκείνες τις τραγικές μέρες μόνο μπορούν να καταλάβουν αυτά που γράφω. Οι άλλοι θα νομίζουν ότι τα παραλέω. Κι όμως δεν μπορώ με τα λόγια να αναπαραστήσω σ’ όλη της την τραγικότητα εκείνη την εποχή. Οι σύντροφοί μου κι εγώ, οχτώ χρόνια ξυπνούσαμε και κοιμόμαστε με την ιδέα του θανάτου. Είχαμε πια συνηθίσει, αν μπορεί να το πει κανένας έτσι, να κοιμόμαστε, να βαδίζουμε, να καθόμαστε, παρέα με το θάνατο. Τόσες και τόσες φορές ξεφύγαμε απ’ αυτόν. Τόσους και τόσους χιλιάδες είδαμε και μάθαμε ότι σκοτώθηκαν. Και δικούς μας και αντιπάλους. Ο θάνατος όμως τους κάνει όλους δικούς μας. Κι έτσι ήταν. Όλοι δικοί μας ήταν. Όλοι Έλληνες ήταν, δεν ήταν ξένοι.

Σε κείνα τα στρατοδικεία έγιναν τα ξεμασκαρέματα της δικαιοσύνης του ξενόδουλου κράτους των δοσιλόγων. Το δίκαιο για την τάξη των μεγαλοϊδιοκτητών, είναι η θρησκεία τους. Τάχουν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια τακτοποιήσει για ν’ ασφαλίσουν την ιδιοκτησία τους και τα δικαιώματά τους. Κάθε τόσο ξεφωνίζουν ότι η δικαιοσύνη είναι για όλους. Όταν όμως κινδυνέψουν τα ξεχνούν όλα. Τότε η θεά λύνει το μαντήλι που σκεπάζει τα μάτια της και βλέπει ποιόν δικάζει.

Ένας οικοδόμος κατηγορούμενος στο στρατοδικείο

Στο στρατοδικείο της Τρίπολης, έγινε στις αρχές του 1949, μια ιδιόμορφη δίκη. Όλοι εμείς που δικαστήκαμε, κατηγορούμαστε ότι καταστρέψαμε και ζημιώσαμε τη χώρα μας. Δικάστηκε όμως κι ένας που μέσα στα ερείπια, ανοικοδομούσε. Όλοι χάλαγαν κι αυτός έφτιανε. Κι όμως δικάστηκε γι’ αυτό. Λυπάμαι τώρα που δε θυμάμαι τ’ όνομά του. Ήταν αγροτοτεχνίτης και βρέθηκε στο Δήμο της Ηραίας στην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Κατέβηκε από την Αθήνα και εμείς τον στείλαμε σε κείνα τα χωριά να βοηθήσει την αυτοδιοίκηση σ’ ότι μπορεί. Αυτός λοιπόν με την βοήθεια των αγροτών έφτιασε ένα αρδευτικό κανάλι για να ποτιστούν πολλά στρέμματα. Το κανάλι το άνοιγαν με τους κασμάδες οι χωρικοί. Τη μέρα το άνοιγαν, τη νύχτα πήγαιναν οι χίτες και το παράχωναν. Έτσι αναγκαστήκαμε να το φυλάμε όλη νύχτα. Καθάρισε τα Ιαματικά λουτρά της Ηραίας. Έσκαψε σε αρκετό βάθος και ξεχώρισε τα ιαματικά νερά από τ’ άλλα. Έτσι τα λουτρά άρχισαν να λειτουργούν. Το πιο σοβαρό είναι ότι οργάνωσε μια εξόρμηση και κέντρωσε χιλιάδες άγριες ελιές και αγριαχλαδιές.

Αυτό λοιπόν τον άνθρωπο τον συνέλαβαν με τις εκκαθαριστικές και τον έστειλαν στο στρατοδικείο. Τον δίκασαν κάμποσα χρόνια φυλακή. Στη δίκη του λοιπόν έγινε τούτο το περίεργο. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου να προσπαθεί να βρει άλλη κατηγορία από κείνες που καταμαρτυρούσαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Οι μάρτυρες έλεγαν: «Μας έβαζε και κεντρώναμε δέντρα» κι ο Πρόεδρος έλεγε «άλλο, άλλο, άστο αυτό». Και οι μάρτυρες: «Μας έβαζε και σκάφταμε το κανάλι» κι ο Πρόεδρος: «άλλο, άλλο, άστο αυτό». Μέχρι που κάποιος είπε: «Αυτός μάθαινε τα παιδιά αντάρτικα τραγούδια». Αυτό ήταν! Να ο εγκληματίας! Αυτό ήθελε και ο Πρόεδρος του στρατοδικείου. Βρήκε την κατηγορία. Απολογήθηκε και ο αγροτεχνίτης. Τι να πει; Παραδέχτηκε ότι κέντρωνε δέντρα, έφτιανε κανάλια, έφτιασε τα λουτρά. Είπε ακόμη ότι τραγουδούσε με τα σχολιαρόπαιδα διάφορα τραγούδια για να χαρούν κι αυτά τα παιδιά. Μόνα τους, ανάμεσα στ’ άλλα τραγούδια τραγουδούσαν
κι αντάρτικα τραγούδια που άκουγαν. Τι να τους έλεγε; Και ο Πρόεδρος του έλεγε: «Να μην τα τραγουδάνε γιατί ήταν αντεθνικά». Και‘ο αγροτεχνίτης: «Δε θα ερχόντουσαν κοντά μου κ. Πρόεδρε». Και εδώ σταμάτησε.

Είχε δικηγόρο από την Αθήνα. Είπε πολλά. Στο τέλος πρόσθεσε: «κ. Πρόεδρε κ.κ. στρατοδίκες δεν είναι δίκαιο να καταδικαστεί ο μοναδικός ίσως Έλληνας σ ’ όλη την Ελλάδα που όταν όλοι οι άλλοι κατάστρεφαν αυτός δημιουργούσε». Αν και δικηγόρος δεν το χωρούσε ο νους του. Τι νόημα είχε γι’ αυτά τ’ αντρίκελα η δημιουργία, αφού ήταν αριστερός; Έπρεπε να τιμωρηθεί κι αν όχι για τίποτα άλλο, γιατί ανάπνεε αριστερός αυτός τον αέρα της πατρίδας των Εθνικοφρώνων. Ένα κράτος δολοφόνος, δεν έχει αρχές ούτε λογική. Είναι μια πολυκέφαλη ύαινα που ζει με αίμα. Αυτό είναι το αστικό κράτος.

Οι δικηγόροι των άλλων κατηγορουμένων έλεγαν ότι οι πελάτες τους μετανοούν κ.λπ. Αλλά ο Περιβολιώτης τους αντίκοβε: «Αφήστε τις δηλώσεις μετάνοιας. Δεν περνούν γιατί τις κάνουν τώρα για να ξεφύγουν την τιμωρία. Υπάρχει πικρή εμπειρία κ. συνήγορε». Έτσι, εκεί στο θανατοδικείο της Τρίπολης, δε ζητούσαν δηλώσεις, μόνο κεφάλια ζητούσαν. Αυτό μέτραγε γι’ αυτούς. Τα κεφάλια, πόσα κεφάλια θάπεφταν.

Τελειώσαμε κατά το μεσημέρι και ξανά δεμένους δύο δύο μας γύρισαν στη φυλακή. Εμένα, επειδή τα βραχιόλια ήταν μικρά και δε χωρούσαν τα χέρια μου μ’ έδεσαν μόνο μου με κάτι παλιές χειροπέδες, γύφτικες, που βίδωναν. Δεν ξέρω γιατί, οι χωροφύλακες μου πρόσφεραν τσιγάρο και μου το άναψαν κιόλας. Ίσως γιατί ήμουνα τώρα ο μόνος θανατοποινίτης από το τσούρμο. Τους έκανε εντύπωση η ηρεμία μου. Μα και τι να έκανα, να έκλαιγα ή να έπεφτα στα λυπητερά; Ένας μου είπε: «Δε γίνονται τώρα εκτελέσεις. Μπορεί να γλυτώσεις». «Που ξέρεις, μπορεί» του απάντησα.

Τώρα στη φυλακή με πήγαν στο θάλαμο των θανατοποινητών. Στον τέταρτο θάλαμο. Γνωστό το μέρος. Εκεί το 1946 είχα καθίσει τέσσερις μήνες περίπου. Από εκεί αποφυλακίστηκα και τώρα ξαναγύρισα θανατοποινίτης. Άνοιξε η πόρτα και μπήκα μέσα. Κρατούσα το ταγάρι μου με λίγο ψωμί και το σάϊσμά μου. Δεν είχα που να ακουμπήσω. Ήταν γεμάτος ο θάλαμος, μόλις - μόλις έπαιρνε να ξαπλώσεις με το πλευρό. Όταν έκλεισε ο φύλακας την πόρτα, τότε πήδησαν δύο - τρεις αντάρτες και πήραν τα πράγματά μου, έβγαλα τα παπούτσια μου στην πόρτα και προχώρησα κι εγώ στη γωνιά. Εκεί βρήκα το Γιάννη Γραμματικάκη, τον Αστραπόγιαννο, πρωτοπόρο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης διοικητή λόχου στον ΕΑΑΣ με δράση σοβαρή. Με το υψηλό ηθικό του και τον αυθορμητισμό του, ζέστανε την κρύα μου ψυχή.

Είναι θέλημα λαού το προσκλητήριο των νεκρών

Τώρα ήμουνα σε γνώριμο και καθαρό περιβάλλον. Ανάψαμε τσιγάρο και αρχίσαμε την κουβέντα. Ξαναβγήκαμε στα βουνά. Μετράγαμε τους σκοτωμένους, τους παγωμένους, τα κεφάλια τα κρεμασμένα στα διάσελα και φθάναμε εκεί απ’ έξω από τη φυλακή, στους εκτελεσμένους και ξανά στα βουνά, ξανά πάνω, ξανά κάτω, ξανά εκεί γύρα. Στους δέκα ένας είχε γλυτώσει και βρίσκονταν στη φυλακή. Εκείνο το μακάβριο προσκλητήριο δεν έλεγε να τελειώσει. Μέρες και μέρες εκεί, ενάμιση μήνα περίπου, μεσημέρι, βράδυ, στη βόλτα, όλο τα ίδια. Θυμόμασταν τον ένα νεκρό, λέγαμε κάποια περιστατικά κι αμέσως, όπως τραβούσε η διήγηση, έρχονταν ο άλλος νεκρός, ξεπρόβαλε στην άκρη της κουβέντας και σιγά - σιγά έμπαινε στη μέση.

Άντε κι άντε, αργά - αργά ξετυλίγονταν το μαρτυρολογίο της ΙΙΙης Μεραρχίας του Δ.Σ., της Μεραρχίας των νεκρών. Σκόρπισαν τα κρέατά μας σ’ όλο το Μωριά. Όλοι φάγανε από τις σάρκες μας κι όλοι ήπιανε από το αίμα μας. Τώρα η σκόνη της λησμονιάς σκεπάζει σιγά - σιγά την ηρωική πορεία εκείνης της Μεραρχίας. Ο δρόμος ήταν μακρύς. Χάνονταν πίσω μακρυά στα 1940 κι ακόμη πίσω, πολύ πίσω και αυτοί που ταν περπάταγαν, ήταν οι εργάτες που τον έφτιαναν. Άλλοι μπροστά - μπροστά το σημάδευαν κι άλλοι πίσω το χάραζαν κι άλλοι τον πατούσαν και τον έστρωναν με χέρια και πόδια γυμνά κι άλλοι με τα σύνεργα της δουλειάς κι άλλοι τώρα με το ντουφέκι. Άλλοι όρθιοι κι άλλοι γονατιστοί, άλλοι σέρνοντας κι άλλοι τέλος έβαλαν τα κορμιά τους για σημαδούρες. Καν σ' όλο το μάκρος, τάφοι, τάφοι, τάφοι πολλοί. Τάφοι χωρίς ονόματα, άγνωστοι νεκροί, που και που μερικοί γνωστοί.

Και τώρα, όπως κουβεντιάζαμε, ποιόν να βάλουμε πρώτον και ποιόν δεύτερο; Ποιός είναι μεγάλος και ποιος μικρός; Υπάρχει μέτρο που να μετράει τους τάφους; Υπάρχει μέτρο που να ζυγιάζει τους νεκρούς; Εμείς τους βλέπαμε στο ίδιο ύψος. Ο Γολγοθάς είχε κορυφή. Όσοι ανέβηκαν εκεί για τον ίδιο σκοπό είναι ίσοι. Τα ονόματα, οι βαθμοί και τα πόστα εκεί δεν μετρούν πια. Εκεί κοντά στη φυλακή λέγεται ότι είναι εκτελεσμένοι εξακόσιοι εξήντα. Ανάμεσά τους στελέχη μικρά και μεγάλα αλλά κι απλοί αγωνιστές. Δεν μπορείς όμως να τους ξεχωρίσεις με το πόστο ή το βαθμό γιατί θα πέσεις έξω. Δεν μπορείς να βρεις ποιός είναι πιο μεγάλος νεκρός. Είναι όλοι τους μεγάλοι. Ο καθένας έχει το μεγαλείο του.

Εδώ άφησαν την τελευταία τους πνοή, τραγουδώντας το «έχε γεια καημένε κόσμε» όπως καθιερώθηκε από τους πρώτους εκτελεσμένους και ζητωκραυγάζοντας για το ΚΚΕ και το Δημοκρατικό Στρατό, το δυναμικότερο, το αγνότερο, το προοδευτικότερο κομμάτι της Μωραΐτικης λεβεντιάς. Αρχίζω εγώ εδώ το προσκλητήριο. Μα δεν μπορώ να το τελειώσω. Θα το τελειώσουν οι κομμουνιστές σε πόλεις και χωριά. Είναι θέλημα λαού.

Γιάννης Πετρόπουλος (Μαυρογιάννης), Σαράντος Φρίγκας, Πολύβιος Ισαριώτης, Νιόνιος Ταλαγάνης, Γιάννης Γιάνναρης, Χρήστος Αντωνόπουλος, Γιάννης Γρηγορίου, Γιάννης Κουράφας, Βασίλης Μαυρόγιαννης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Παπαδόπουλος, Γιάννης Κλιμέτζος, Παρασκευάς Δημόπουλος, Ελένη Πιερράκου, Κωστάκης Μουλόπουλος, Αθηνά Μπενέκου, Νίκος Γκότσης, Λεωνίδας Κωνστανταράκος, Ντίνος Βρεττάκος, Σαράντος Οικονομάκος, Βαγγέλης Τίτσης, Ζαχαρίας Αθανασόπουλος, Αλέξης Τσίρμπας, Γεωργία Πράππα, Βασίλης Παλαβός, Χρήστος Καρράς, Παρασκευάς Κάππος, Βασίλης Τσαρουχάς, Γιώργος Αναγνωστόπουλος, Νώντας Δασκαλόπουλος, Μήτσος Χρονόπουλος, Ζαχαρίας Αθανασόπουλος, Διονύσης Πετρόπουλος, Δαμιανός Κουτράκος, Μήτσος Καζάντζας, Θωμάς Κουμπαράκος, Βασίλης Γιαννόπουλος, Μπάμπης Ρουμελιώτης, Νίκος Γρίτσης, Σαράντος Τράκας, Παναγιώτης Καρατζάς, Παναγιώτης Καρυτιανός, Ανδρέας Πανταζής, Μίμης Αγγελόπουλος, Γιώργος Παπαϊωάννου και η γυναίκα του Γωγώ Παπαϊωάννου - Μαντά σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Σταματώ εδώ. Θα το συνεχίσουν οι άλλοι.

Γυρίζω πάλι στην ιστόριση των γεγονότων.

Κάθε εκτελεσμένος έχει τη δική του ιστορία, ξεχωριστό Γολγοθά. Θα χρειασθούν πολύ χαρτί και μολύβι να γραφούν αυτά. Δεν έφτασαν όλοι στα μαρμαρένια αλώνια για το χαροπάλαιμα από τον ίδιο δρόμο. Ο δικηγόρος Ξεν. Παπαδάμ, κατέβηκε από την Αθήνα να ενταχθεί στο στρατό μας. Πιάστηκε στην Τρίπολη και οδηγήθηκε γι’ ανάκριση. Φορούσε πολιτικά ρούχα. Μετά την ανάκριση κατάφερε και δραπέτευσε. Πήγε στο χωριό του, Δέλγα Ολυμπίας. Κρύφτηκε στο ταβάνι της εκκλησίας. Εκεί του πήγαιναν τροφή οι δικοί του. Πήρε επαφή με το Δ. Σ. και σε δύο - τρεις μέρες θ’ ανέβαινε στο βουνό. Μεσολαβεί διανοητική κρίση σε μια αδερφή του, που φώναξε για την κρύπτη και το Ξενοφών. Οι παρακρατικοί τον έπιασαν, πέρασε στρατοδικείο και εκτελέστηκε στην Τρίπολη. Έχεις ακούσει αναγνώστη να βάζει ο πατέρας το μακελάρη των παιδιών του να διαλέξει ποιό θα σκοτώσει; Έγινε λοιπόν κι αυτό στην Τρίπολη.

Από το μακελειό πέρασαν τ’ αδέρφια Ηλίας και Γιάννης Σπανός από το χωριό Άνω Καρυές Μεγαλόπολης. Ήταν κι δυο αντάρτες, πιάστηκαν με τις εκκαθαριστικές, πέρασαν στρατοδικείο. Ο πατέρας τους που ήταν κρατούμενος στο στρατόπεδο έκανε προσπάθειες και ζήτησε ακρόαση από το διοικητή της Πελοποννήσου, στρατηγό Πετζόπουλο. Του ζήτησε να του χαρίσει ένα παιδί. Αυτό το κτήνος του απάντησε: Ευχαρίστως, αρκεί να μου υποδείξεις ποιό να σου χαρίσω. Ο τραγικός πατέρας δεν ονομάτισε ούτε το ένα ούτε τ ’ άλλο, αλλά ένα από τα δύο. Η αγάπη του πατέρα είναι ίση και όμοια στα παιδιά του.

Ο Στρατηγός, που σε δημόσια ομιλία του στο Λεβίδι μεταξύ άλλων είπε «Το πέρασμά μου θέλω να συγκριθεί με κείνο του Μπραΐμη - Σαν άλλος Μπραϊμης θα σαρώσω τα πάντα χωρίς καμιά λύπηση», αφού ηδονίστηκε με την αγωνία του πατέρα κάμποσο, έδωσε εντολή να κλειστεί ο πατέρας στο στρατόπεδο και να μακελευτούν τα δύο παιδιά του. Ούτε βδομάδα δεν πέρασε από την εκτέλεση. Ο πατέρας γύριζε από σκηνή σε σκηνή στο στρατόπεδο, κοίταζε μέσα τους ενοίκους της και φώναζε... Ηλία μου, Γιάννη... μου. Ο Γέρο - Γιώργης έχασε τα λογικά του κι έψαχνε να βρει τους νεκρούς ανάμεσα στους ζωντανούς. Γυρίζω τώρα στις φυλακές.

Κι όπως τράβαγε η κουβέντα, ήρθε στη συζήτησή μας και ο εκτελεσμένος Γιώργος Γκαρδιακός από το χωριό Τρίλοφο της Μεγαλόπολης. Είχε το ψευδώνυμο Χάρης. Αδύνατος, με τα γυαλιά του, καχετικός αλλά ζωηρός, νευρώδης με λαμπερά μάτια. Έτσι τον θυμόμασταν όλοι. Τελευταία ήταν νοσοκόμος στο Αρχηγείο Μαινάλου. Παλιός αγωνιστής, τραυματίας διμοιρίτης του ΕΛΑΣ. Είχε δουλέψει αθόρυβα σε πολλά πόστα και τα κράτησε όλα καλά, όπως και το τελευταίο. Τον άφησαν να περιποιείται έναν τραυματία, το Γιώργη Γεωργακόπουλο ή Γερμανό από το χωριό Καμαρίτσα της Μεγαλόπολης. Κρυμένοι σε λούφα κοντά στο χωριό Βάγγου της Μεγαλόπολης, μέσα στα χιόνια, έδιναν και οι δυο την τελευταία μάχη με πείσμα.

Όταν τους βρήκαν, ο επικεφαλής αξιωματικός του στρατού και οι άλλοι παλικαράδες, διέταξαν τον τραυματία να περπατήσει με τόνα πόδι γιατί το άλλο ήταν τσακισμένο. Κι ο Χάρης τους είπε: «Όχι δεν μπορεί να βαδίσει. Πονάει!». Κι αμέσως, αυτός ο αδύνατος και διαλυμένος από την πείνα, έσκυψε και πήρε τον τραυματία στον ώμο και τον ανέβασε από την ρεματιά στο χωριό Βάγγου, χωρίς να τον βοηθήσει κανένας από τους χορτάτους. Αν δεν τον έπαιρνε ο Χάρης στον ώμο θα τον σκότωναν οι νταήδες. Τους πήγαν στην Τρίπολη και ο τραυματίας σώθηκε και σήμερα ζει. Ο Χάρης εκτελέστηκε απ’ έξω από τις φυλακές της Τρίπολης.

Απλός αγωνιστής κι όμως μεγάλος. Κι είναι μεγάλος αν και το πόστο του ήταν μικρό, γιατί τη στιγμή που έσκυψε και σήκωσε στους αδύναμους ώμους του τον τραυματία, σήκωσε μόνος αυτός
εκεί, στην άγρια χιονισμένη ρεματιά, όλες τις αξίες του πολιτισμού των ανθρώπων στην πλάτη του. Όταν οι άλλοι γύρω του, σαν κανίβαλοι, σαν δίποδα κτήνη, ασυνείδητοι, τυφλωμένοι από τα κηρύγματα μίσους της εκκλησίας, του επίσημου κράτους και των ηγετών του «ελεύθερου κόσμου» καταπατούσαν ότι ωραίο και ηθικό έχει τούτος ο λαός, αυτός σαν μυθικός ήρωας, σαν άλλος Ανταίος, σήκωσε τον πολιτισμό στην πλάτη του για να τον σώσει από τα ποδοπατήματα των άβουλων οργάνων της αποικιοκρατίας και του δοσιλογισμού. Έσωσε και τους εχθρούς του από το στίγμα της δολοφονίας ενός τραυματία. Τέτοιοι αγωνιστές σήκωσαν στην Ελλάδα τον ήλιο από την λάσπη, όπως λέει ο στίχος του ποιητή.

Κι όμως υπάρχουν μερικοί σαλίγκαροι της πολιτικής και κάποιοι απόντες ή και λιποτάχτες λουφατζήδες, που έχουν το θράσος να κατατάσσουν τους αγωνιστές σε καλούς και κακούς, σε πρώτους σε δεύτερους και σε τελευταίους. Έχουν σαν μέτρο τον εαυτό τους και αφού δεν μπορούν να τους φτάσουν προσπαθούν να τους μειώσουν. Σαλίγκαροι αυτοί, ερπετά, θέλουν να γκρεμίσουν όσους δεν μπορούν να φτάσουν. Ιερόσυλοι, βρώμικοι άνθρωποι κι επικίνδυνοι. Σκουλήκια που επιβίωσαν στα βαλτονέρια της απραξίας και του καιροσκοπισμού. Αυτοί έχουν συνεργάτες κι άλλους και πρώτους και καλύτερους αυτούς που από ιδιοτέλεια και άρρωστο εγωισμό ήρθαν σε σύγκρουση με το κίνημα. Τότε που κουβεντιάζαμε στον θάλαμο της φυλακής στην Τρίπολη, δεν τα ξέραμε αυτά. Αργότερα σκάρισαν οι σαλίγκαροι και οι λουφατζήδες όταν πέρασε η μπόρα και βγήκε ο ήλιος.

Έτσι πέρασαν εκείνες οι μέρες στο θάλαμο των θανατοποινητών. Κι όμως μου φαίνονταν τότε ότι ήμασταν καλά αφού τρώγαμε και κοιμόμασταν στεγνοί και ζεστά, χωρίς να μας ενοχλούν οι ψείρες. Καμιά φορά από συνήθεια ξυνόμασταν. Τις είχαμε παρέα τόσα χρόνια. Κι ήταν πιστές μαζί μας. Θα μας εγκατέλειπαν όταν σκοτωνόμασταν και πάγωνε το αίμα μας κι έτσι δεν θα μπορούσαν να το ρουφούν. Περίμενα μέρα με την μέρα να με διώξουν από την Τρίπολη γι’ άλλες φυλακές. Ανησυχούσα κι έκανα προσπάθειες να μεταχθώ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Η παραμονή μου στην Τρίπολη εγκυμονούσε κινδύνους.

Ετεοκλής Δουμουλάκης, ο τελευταίος λεύτερος αντάρτης -λοχαγός του Δ.Σ. στο Μωριά, νεκρός σε σπηλιά

Τότε έμαθα από τους δικούς μου ότι ο Ετεοκλής πέρασε από το νερόμυλό μας και ρωτούσε τον αδερφό μου για μένα. Του είπα, αν ξαναπεράσει, να του συστήσει να προσπαθήσει να φύγει για την Αθήνα και σε συνέχεια για έξω. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να φύγει. Περιπλανήθηκε μόνος του από βουνό σε βουνό, δυο χρόνια μετά την κατάρρευσή μας. Ήταν ο τελευταίος αντάρτης - λοχαγός του Δ. Σ. στο Μωριά, που έζησε ένοπλος και μόνος, σύντροφιά με τα ζούδια του βουνού και του κάμπου. Βρέθηκε πεθαμένος σε σπηλιά στο Μακρυπλάγι ή Σπαρτόλακα πάνω από το χωριό Μπάλα Μεσσηνίας σε πλήρη αποσύνθεση.Η αστυνομία μετέφερε εκεί τη μοναδική στην ζωή αδερφή του στα 1952 κι αναγνώρισε το μάρτυρα από ένα ιδιόμορφο δόντι του.

 Είχε να δει τον Ετεοκλή από τις αρχές του 1950, όταν την επισκέφθηκε μαζί με τη μάνα τους που ζούσαν σ’ ένα φτωχόσπιτο της Καλαμάτας, μεταμφιεσμένος σε καλόγερο. Έμεινε μαζί τους λίγη ώρα κι’ αντάλλαξαν το τελευταίο φιλί της αγάπης. Είπαν ότι κάποιος τον δηλητηρίασε. Δεν αποκλείεται κι’ αυτό. Η εκδοχή αυτή είναι λιγότερο πιθανή. Για να πάρει ο Ετεοκλής τρόφιμα, έπρεπε να τα πάρει από κάποιον που τον τροφοδοτούσε μόνιμα. Τέτοιος τροφοδότης θάταν έμπιστος, δικός του. Όμως δεν υπήρχε. Μετά τις απόπειρες δηλητηρίασης που μας έκαναν, μια στο χωριό Δεσύλλα Μεσσηνίας και μια με τις κυψέλες στο χωριό Νεμνίτσα Γορτυνίας, ποτέ δεν ειδοποιούσαμε για φαγητό. Παίρναμε από δικούς μας ανθρώπους τροφή, την ώρα που πηγαίναμε απροειδοποίητα. Είπαν ακόμα ότι βρήκαν στη σπηλιά φρέσκα κουκιά. Πιστεύω πως από αυτά δηλητηριάστηκε. Η αγωνιστική οικογένειά του ξεκληρίστηκε. Τρεις αδερφές του, κ' ένας αδερφός του πέθαναν από τις διώξεις και τους κατατρεγμούς. Η λεβεντιά, η παληκαριά, η πίστη στον αγώνα ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηρώα.

Τώρα πια η ασφάλεια ενδιαφέρονταν γι’ αυτούς που έμειναν αχτύπητοι. Βέβαια κομματικά στελέχη και μέλη δεν υπήρχαν πια ούτε στην παρανομία. Έψαχναν για ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί μας και μας βοήθησαν με διάφορους τρόπους. Είχαν λυσσάξει γι’ αυτούς γιατί τους θεωρούσαν ότι πρόδωσαν την παράταξή τους.
Γι’ αυτό έπρεπε να φύγω, να φύγω από τον Μωριά. Όσο έμενα εκεί ήμουνα γι’ αυτούς πειρασμός. Δεν ήθελα να μπλέξω σε καμιά περιπέτεια. Αν αυτοί έπιαναν κάποιο νήμα κάπου κι ήταν πολλά κομμένα εδώ κι εκεί, αλίμονο σε μένα. Όλη η προσπάθεια που έκανα από την ημέρα που έπεσα στα χέρια τους θα πήγαινε χαμένη. Σκοπός μου ήταν να μην πω τίποτα. Θα έκανα τα πάντα, όπως το έκανα, για να μην μάθουν για κανέναν. Αλλά καμιά φορά ο άνθρωπος έχει κι αδύνατες στιγμές. Καλύτερα είναι να μην μπεις στην μέγκενη της ασφάλειας.

Εγώ έπρεπε να φύγω από τον Μωριά και να πάρω μαζί μου αυτά που ήξερα για πρόσωπα και πράγματα. Αν έφευγα μακρυά θα σταματούσαν και οι ενέργειες των χιτών του χωριού μου και της περιφέρειας. Αυτοί είχαν σαν σκοπό να με τραβήξουν από την φυλακή και να με παραχώσουν σε καμιά ρεματιά. Τόλεγαν κι όλας στο χωριό «αν φύγει από την Τρίπολη, πάει θα την γλυτώσει. Γι’αυτό δεν πρέπει να φύγει».

Αυτά τα μάθαινα. 'Επειτα και για την ασφάλεια ήταν κάπως δύσκολο να με φέρει για ανακρίσεις από τις φυλακές της Αίγινας, της Κεφαλλονιάς ή της Κέρκυρας. Θα έστελναν εκεί να με ανακρίνουν κι ήταν τελείως διαφορετικά. Ένας ακόμη λόγος που ήθελα να φύγω ήταν ότι ήμουνα καταζητούμενος σαν ανυπότακτος αλλά με το επώνυμο Παπανδρέου. Έτσι με είχε γράψει στα μητρώα αρρένων ο παππούς μου που ήταν παπάς. Είχα δύο επώνυμα. Τόξερα μόνον εγώ και ο αδερφός μου. Εάν με δίκαζαν γι’ ανυποταξία δεν γλίτωνα. Η απόφαση του ΟΗΕ δεν με κάλυπτε. Έτσι έφαγαν τον Ηλιόπουλο. Εγώ δικάστηκα μετά από χρόνια. Τότε δεν γινόντουσαν εκτελέσεις. Έπρεπε να φύγω,αυτός ήταν ο άμεσος στόχος μου. Μια - μια μετρούσα τις μέρες.

Πέρασε μήνας από την καταδίκη μου σε θάνατο και τέλος με φώναξαν για μεταγωγή. Μας είπαν να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας. Εγώ δεν είχα να ετοιμάσω τίποτα. Αυτά που φορούσα, ένα σάισμα κι ένα ταγάρι που έβαζα το ψωμί μου. Τα κρέμασα στον ώμο κι ήμουνα έτοιμος. Ήταν άλλοι τρεις μαζί μου. Ο κώστας Καραγιάννης από το χωριό Ίσιωμα Καρυών, ο Λιάς Ρωμανός από τα χωριά της Δημητσάνας κι ο Παναγιώτης Βλασταράς ή Τελώνης από το χωριό Ασέατης Μαντινείας. Μας
φόρεσαν τα βραχιόλια και μας φόρτωσαν σ’ ένα φορτηγό. Τέσσερις κρατούμενοι και πέντε φρουροί.

Αποχαιρέτησα τους συγκρατούμενούς μου. Αποχαιρέτησα και τους άλλους, τους πιο πολλούς που ήταν θαμμένοι απ’ έξω από την φυλακή. Οι από μέσα μας ευχήθηκαν καλή τύχη. Οι απέξω, που όλες αυτές τις μέρες με τις συζητήσεις γύριζαν ανάμεσα μας, τώρα ξαναγύρισαν στους ομαδικούς τάφους τους. Εκεί στο χωράφι μόνο η βαθιά ακανόνιστη χαρακιά που σημάδευε τους τάφους γύρω - γύρω, μαρτυρούσε το μεγάλο φονικό, το απαίσιο έγκλημα του δοσιλογισμού και της ξενοκρατίας. Οι ήρωες που ήταν εκεί θαμμένοι δεν μπορούσαν να μας ευχηθούν καλή τύχη. Και μεις βλέπαμε μόνο την χαρακιά στο χώμα και μέχρι να χαθεί από τα μάτια μας στην στροφή του δρόμου μείναμε να την κοιτάμε με μάτια βουρκωμένα. Σιγά -σιγά η χαρακιά έμοιαζε σαν μαχαιριά που έκοψε τα νήματα της επαφής μας με τους δολοφονημένους συντρόφους μας.

Όταν το αυτοκίνητο έστριψε στην στροφή του δρόμου, τότε κουβαριαστήκαμε στα τέσσερα σκύψαμε το κεφάλι και πέσαμε σε βαθιά συλλογή. Τώρα πια δούλεψε η φαντασία μου. Έβλεπα διάφορες σκηνές, διάφορα πρόσωπα γνωστά - άγνωστα, να περνούν γρήγορα, γρήγορα από μπροστά στα μάτια μου κι όταν προσπαθούσα να δω το πρόσωπό τους καλά, αυτά χάνονταν και ξανάρχονταν και ξαναχάνονταν κι έμενε μόνο η χαρακιά των τάφων. Κι ήταν σαν να έλεγαν «ποτέ να μην σβήσετε την χαρακιά που μας χωρίζει από τους ξένους και τους ξενόδουλους, από τον δοσιλογισμό και την ξενοκρατία. Σκεπάστε ένα μέτρο γης της πατρίδας μας με το σώμα σας και υπερασπιστείτε το ακόμη και με την ζωή σας». Αργότερα τραγούδησε ο ποιητής, τούτο το χώμα είναι δικό σου και δικό μας. Είναι γεμάτη η γη της Ελλάδας από τέτοιες χαρακιές.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτές οι χαρακιές δεν θα σβήσουν από την μνήμη του λαού μας. Άδικα περίμεναν οι ξενόδουλοι τόσα χρόνια για να σβήσουν οι χαρακιές. Πίστευαν ότι, αφού χορτάριασαν οι τόποι και πάνω στους τάφους των δολοφονημένων φύτρωσαν αγριόχορτα, θα έσβησαν και οι μνήμες. Όμως τώρα οι νέοι, ψάχνουν από τόπο σε τόπο και βρίσκουν τους ξεχασμένους τάφους
και στήνουν μνημεία. Σε λίγο θα γεμίσουν οι κάμποι και τα βουνά, οι πόλεις και τα χωριά από μνημεία. Τότε θα μετρηθούν οι μεγάλοι νεκροί.

Δεμένους πιστάγκωνα μας οδήγησαν στις φυλακές. Εμείς που πολεμήσαμε τους φασίστες επιδρομείς καταχτητές, δεν χωράγαμε αλλού παρά μόνο στα μεσαιωνικά κάτεργα και στα ξερονήσια

Ζωή με στερήσεις και βασανιστήρια.

Έτσι ήρθαν τα πράγματα για όσους μείνανε στη ζωή κι' είμαστε δυστυχώς λίγοι. Αφού δεν σκόρπισαν τα κομμάτια μας στα βουνά και στους κάμπους, στα οδοφράγματα της Αθήνας και στα χωριά, να λιώσουν αργά - αργά στις φυλακές. Είναι σκληρή η ζωή της φυλακής. Τα χρόνια πολλά, περίπου δεκάξι. Πως πέρασαν έξι χιλιάδες μέρες και νύχτες εκεί μέσα! Θα χρειασθούν πολλές σελίδες για κείνο το οδοιπορικό. Από τα δεκάξι χρόνια, τα τρία θανατοποινίτης. Αυτό σημαίνει, χίλια μερόνυχτα μελλοθάνατος. Τούτος ο πόλεμος δεν ήταν σαν εκείνον στο βουνό. Ήταν βουβός, αργός βασανιστικός. Έμοιαζε σαν τον πόλεμο ανάμεσα στη σκουριά και στο σίδερο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αναγνώστη διάβασες για την καταγωγή μας τα παιδικά μας χρόνια, τα νεανικά μας όνειρα. Διάβασες για τα πρώτα βήματα στον επαναστατικό αγώνα. Διάβασες για μάχες με Ιταλούς, Γερμανούς, Άγγλους και Αμερικάνους. Έμαθες για χωριά που κάηκαν και για αγωνιστές που ψήθηκαν σαν αρνιά. Έμαθες για γέρους και γριές που πολέμησαν τον εχθρό με πείσμα, με τα μάτια και τις κατάρες. Έμαθες για μανάδες που γεννάν παιδιά για την Ελλάδα και τα θάβουν για την Ελλάδα. Διάβασες για ένα λαό που έσβηνε τις πυρκαγιές με το αίμα του, που έφτιανε και χάλαγε το βιός του κατά πως το καλούσε ο αγώνας. Διάβασες για μέρες χαράς που οι καμπάνες λαλούσαν χαρμόσυνα καλοσωρίζοντας την Λευτεριά. Έμαθες πως μας στεφάνωσαν με δάφνες και μας υποδέχτηκαν κόσμος και κόσμος με πρώτους - πρώτους τους παπάδες και τους προύχοντες.

Έμαθες για τις παραγκογειτονιές της Αθήνας που τις έκαψαν οι σύμμαχοί μας οι Εγγλέζοι και ο Ελληνόφωνος πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου. Και μετά διάβασες ότι εγκαταλείψαμε έναν λαό περήφανο και γενναίο και πήραμε το πίσω πόδι. Κι ανεβήκαμε στα βουνά για να θάψουμε το στρατό μας, να θάψουμε τα όνειρα του λαού μας. Και διαλύσαμε εκείνον τον τιμημένο στρατό και παραδώσαμε τα όπλα στους προδότες. Έμαθες για τους αντάρτες που έκλαιγαν όταν παραδίνανε τα ματωμένα όπλα. Και διάβασες ότι γελάνε και τα σκουλήκια του δοσιλογισμού.

Μετά διάβασες ότι μέσα από το ρημαδιό και τις στάχτες άναψε πάλι η πυρκαγιά. Κι έμαθες πως από το τίποτα ξαναφτιάνεται ένας στρατός που ελευθερώνει τους δεσμώτες και σπάει τα σίδερα της σκλαβιάς με γυμνά τα χέρια. Και μετά έμαθες ότι στο Μωριά το γενικό αντίτιμο για όλα ήταν το αίμα. Αίμα για τα όπλα, αίμα για τα φυσίγγια, αίμα για το ψωμί, αίμα για το νερό, αίμα για τα παπούτσια, αίμα για όλα, όλα με αίμα τ’ αποχτούσε εκείνος ο στρατός, ακόμη και την τέχνη για να πολεμάει, με αίμα την αποχτούσε.

Τώρα ξέρεις ότι εκείνος ο στρατός πολέμησε μέχρι το τελευταίο φυσίγγι, πολέμησε με τα μαχαίρια, με γυμνά τα χέρια μέχρι τέλος. Από το Μέραρχο μέχρι τον τελευταίο αντάρτη. Ο εχθρός από κείνον τον στρατό πήρε μόνο λίγα όπλα, φυσίγγι όμως δεν πήρε κανένα. Και τέλος διάβασες και ξέρεις ότι γέμισαν οι πλαγιές κορμιά χωρίς κεφάλια και τα διάσελα κρεμασμένα κεφάλια χωρίς κορμιά.

Τώρα που τα ξέρεις όλα, με το νου μας να ξαναπερπατήσουμε εκείνα τα μέρη. Κοίτα πόσο ψηλές είναι οι κορυφές του Ταΰγετου, του Πάρνωνα, της Ζήρειας, του Χελμού, του Ερύμανθου και του Μαινάλου. Μέτρα πόσες φορές τις ανεβήκαμε με χιόνια, πόσες φορές με λιοπύρια, πόσες φορές νηστικοί και ξυπόλητοι, πόσες νύχτες το χειμώνα βρεγμένοι ξενυχτήσαμε στα διάσελα. Και τι να πρωτομετρήσεις και τι να λογαριάσεις. Όλα είναι πάνω από τα μέτρα κι απίστευτα, είναι σαν παραμύθια. Κι αφού δε γίνεται το μέτρημα κι όλα είναι απίστευτα σαν παραμύθια μήπως αυτοί που τάφτιασαν ήταν κι αυτοί πάνω από τα μέτρα τα κοινά για τους θνητούς ανθρώπους;

Όχι δεν ήταν παραμυθένιοι, ούτε δράκοι, ούτε γίγαντες, ούτε τιτάνες. Ήταν απλοί άνθρωποι της δουλειάς. Εργάτες και αγρότες, ξωμάχοι και δουλευτάδες της πόλης. Παιδιά αμούστακα, αγροτόπαιδα, τσοπανόπουλα και βοσκοπούλες. Έφυγαν από τα σπίτια τους μ’ ένα ταγάρι. Έμαθαν από τους άλλους συντρόφους τους να πιάνουν τ’ όπλο. Από τέτοιους ήταν και τα στελέχη εκείνου του στρατού. Από τέτοιους κι οι αρχηγοί του, οι καπεταναίοι του. Αυτοί λοιπόν έκαναν αυτά τα απίστευτα. Δεν είχαν ούτε τα όπλα, ούτε εφόδια, ούτε στελέχη, είχαν όμως την πίστη στο δίκιο τους, είχαν τον καθοδηγητή τους, το ΚΚΕ που άκουσε τον πόνο τους, που μίλαγε στην καρδιά τους, που ήταν το δικό τους κόμμα, που ήταν η δική τους φωνή, η δική τους σκέψη.

Και τώρα βλέπεις αναγνώστη ότι ο τόπος γέμισε τάφους κι άταφους νεκρούς. Αν μπει κι από ένας σταυρός για κάθε νεκρό θα γίνει αδιάβατος ο τόπος από τους σταυρούς. Χιλιάδες τρεις σταυροί κι ακόμη παραπάνω. Έτσι σταύρωσαν το Μωριά. Οδοιπορικό ξεκίνησα να γράψω κι έγινε μνημόσυνο. Μνημόνευσα πολλούς. Χιλιάδες μείναν αμνημόνευτοι. Ας μνημονεύσουν κι άλλοι όσους θυμούνται για να μη λείψει κανένα όνομα από το μαρτυρολόγιο. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς. Το περισσότερο είναι να φτιάσουμε αυτά που αυτοί ονειρεύτηκαν. Οι νέοι έχουν το λόγο πια.

Οσα έγραψα αναγνώστη, τάγραψα όπως έγιναν. Έγραψα όσα είδα κι έζησα. Έγραψα όμως κι ότι άκουσα κι έμαθα από άλλους. Μπορεί και να μην είναι έτσι ακριβώς όπως τάμαθα, λίγο το κακό, θα το διορθώσουν άλλοι που τάζησαν. Οι λεπτομέρειες δεν άλλάζουν τα ιστορικά γεγονότα. Η αλήθεια είναι αυτή. Έτσι σταύρωσαν το Μωριά. Έτσι έκλεισε τούτος ο κύκλος της θυσίας, κι άρχισε ένας άλλος, ο κύκλος της φυλακής και μετά άλλοι κι άλλοι.

ΤΕΛΟΣ

Την ευθύνη της σύνταξης επιμέλειας και διόρθωσης του βιβλίου, την φέρει ο ίδιος ο συγγραφέας.

Ο εκδότης

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger