Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 27

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 27

{[['']]}
Βγάλαμε τα παπούτσια μας, τα παντελόνια μας και τα βρακιά μας και τα δέσαμε στο σβέρκο μας. Από το μαντρί είχαμε πάρει από μια φουρκάδα ο καθένας για στήριγμα. Έτσι λοιπόν σαν καλικάντζαροι μέσα στην παγωμένη νύχτα, πιαστήκαμε χέρι - χέρι και μπήκαμε στο νερό.

Ο Στράτος έκανε το σταυρό του και είπε: «Παναγιά μου βοήθα». Ο άνθρωπος όταν δεν έχει από που να πιαστεί, πιάνεται από κάτι που φτιάνει με το νου του. Έτσι παίρνει δύναμη από το φανταστικό δημιούργημα του. «Να μην σηκώνεις τα πόδια σου αλλά, να τα σούρνεις για να μη σε κυλίσει το ρεύμα» του είπα.

Μπήκαμε μέσα. Το νερό ήταν παγωμένο. Ο φόβος όμως το ζέσταινε. Μόλις προχωρήσαμε δέκα μέτρα το νερό έφθασε στη μέση. Αδύνατον να περάσουμε από εκεί. Τραβήξαμε πιο πάνω, ξαναμπήκαμε. Το ίδιο. Πήγαμε πιο πάνω. Χειρότερα! Μπήκαμε και βγήκαμε οχτώ φορές. Μόλις βγαίναμε από το νερό και βαδίζαμε γυμνοί εκατό μέτρα, παγώναμε. Απελπιστήκαμε πια. Μαργόσαμε και τουρτουρίζαμε. Τα δόντια μας άρχισαν να τρίζουν καθώς χόρευαν τα σαγόνια μας. Μπήκαμε και για ένατη φορά. Προχωρήσαμε γύρω στα σαράντα μέτρα και το νερό μας έκοβε μέχρι τον αφαλό. Ο Στράτος ήταν αριστερά μου προς το ρεύμα του ποταμού. Αυτός δέχονταν την πίεση αλλά κρατιόνταν γερά με το δεξί του χέρι από την πλάτη μου. Τον βόλευε καλύτερα έτσι να στηρίζεται πάνω μου. Ήταν πιο κοντός από μένα αλλά γερός στα χέρια. Το αρνί τόχε κρεμάσει στην πλάτη του.

Συνεχίσαμε να προχωρούμε και το νερό όλο ανέβαινε έφθασε στο στήθος. Κόντευε να φθάσει εμένα στις μασχάλες. Τον Στράτο τον χτυπούσε στον ώμο. Τάχασε. Έβαλε τις φωνές: «Θα πνιγούμε! Σταμάτα!» Τι να σταματήσω αφού μόλις και σούρναμε τα πόδια μας. Κάτω από τις πατούσες μας έφευγε η άμμος μόλις σηκώναμε λίγο - λίγο το πόδι μας. «Να γυρίσουμε πίσω» του λέω. «Δεν μπορώ θα πνιγώ» μου απάντησε. «Τότε τι θα κάνουμε» του λέω «θα μείνουμε εδώ στη μέση στο ποτάμι και θα περιμένουμε πότε θα κόψει η κατεβασιά; Άντε πάμε μπρος σιγά -σιγά, θα κόψει όπου νάναι το νερό». «Άντε» λέει ο Στράτος» και θα μας βοηθήσει η Παναγίτσα». «Πάτα γερά και κρατήσου από μένα. Αν σε γυρίσει το νερό να πάρεις βαθιά ανάσα και να απλωθείς πάνω στο νερό. Το ρεύμα θα σε βγάλει στην άλλη όχθη. Μόνο να κρατήσεις τον αέρα στα πλεμόνια σου. Παράτα και το αρνί τώρα για να κρατιέσαι καλύτερα» του είπα. «Αν περάσουμε, θα περάσουμε και με το αρνί» απάντησε ο Στράτος.

Προχωρήσαμε ακόμη δέκα μέτρα και το νερό δεν έλεγε να χαμηλώσει. Ο Στράτος μουρμούριζε προσευχές. Κατάλαβα ότι είχε χάσει το ηθικό του. Για να σταθεί στα πόδια του του φώναξα. «Άντε κι άρχισε να χαμηλώνει το νερό. Κουράγιο και περάσαμε». «Αλήθεια;» «ρώτησε ο Στράτος. Λες και αυτός δεν ήταν μέσα στο νερό και ρωτούσε εμένα. «Δεν βλέπεις», του απάντησα «χαζός είσαι;» «Μα με χτυπάει ακόμη στην πλάτη» μου απάντησε. « Έκοψε, έκοψε» του λέω. «Ναι, ναι» απάντησε. Κολοκύθια. Το νερό δεν έλεγε να χαμηλώσει. Ευτυχώς δεν είχε ρεύμα δυνατό, κινιόταν σιγά, σαν να λίμνιαζε.

Εμείς προχωρούσαμε σιγά - σιγά. Ήταν νύχτα και δεν ζαλιζόμαστε. Αν ήταν μέρα καθώς γύρω μας το νερό θα κινιόταν οπωσδήποτε θα ζαλιζόμασταν. Τόχα πάθει μια φορά το χειμώνα του 1945 παράνομος, όταν περνούσα πάλι τον Αλφειό αλλά πάνω στην επαρχία της Μεγαλόπολης, σχεδόν στις πηγές του κάτω από το χωριό Ντεντέμπεη. Τότε πήγα να περάσω από το γεφύρι της σιδηροδρομικής γραμμής που ήταν φρεσκοφτιαγμένο, αλλά με την πρώτη βροχή το πήρε το ποτάμι. Έτσι αναγκάστηκα να το περάσω μέσα. Το νερό τότε όμως έφτασε μέχρι τη μέση μου. Ήταν μέρα και ζαλίστηκα. Κόντεψα να πέσω μέσα. Και τότε και τώρα πάντα ήλπιζα ότι θα τα καταφέρω κολυμπώντας αν χρειαστεί. Και στο Λάδωνα μ’ αυτήν την ελπίδα μπήκα αλλά κόντεψα να αναποδογυριστώ. Τότε με κράτησε ο Πανταζόπουλος Νίκος.

Όταν λοιπόν προχωρήσαμε όπως υπολογίζω, ογδόντα με εκατό μέτρα, τα μέτρα είναι της νύχτας δηλαδή έτσι μου φάνηκαν εμένα, το νερό άρχισε να κατεβαίνει. Πήραμε θάρρος πια. Όταν περάσαμε το μεγάλο μέρος του ποταμού βγήκαμε σε μια αμμουδιά αλλά αμέσως μπροστά μας βρέθηκε ένα παρακλάδι από το ίδιο ποτάμι. Ήταν βέβαια αστείο αυτό το ποταμάκι. Ο Στρατός όμως δεν έμπαινε μέσα. Έτσι μπήκα μόνος μου, το νερό ήταν τριάντα πόντους βάθος. Μόλις πέρασα ακολούθησε κι αυτός. Όταν πιάσαμε όχθη, τότε ο Στράτος βλαστήμησε την Παναγιά και είπε «θα πνιγόμασταν και δεν θα μας έβλεπε κανένας». Γέλασα και του είπα: «Τώρα βλαστημάς μέσα όμως έλεγες αν βοηθήσει η Παναγίτσα», γέλασε κι αυτός. Ντυθήκαμε και χωθήκαμε βαθιά στον κουμαρόλογγο.

Όταν φώτισε κατάλαβα ότι βρισκόμασταν αριστερά από το χωριό Σέκουλα και κάτω από το χωριό Μάτεσι. Τραβήξαμε όμως γερό τουρτούρισμα γιατί το πουκάμισό μας είχε βραχεί. Ευτυχώς είχαμε στεγνά βρακιά και παντελόνια. Καθώς καθόμαστε, ρώτησα το Στράτο: «Είπες ρε Στράτο ότι θα πνιγόμασταν και δεν θα μας έβλεπε κανένας δηλαδή αν μας έβλεπε θα ήταν καλύτερο το πνίξιμο;». «Γελάσαμε και οι δυό. Μετά ο Στράτος είπε: «Καπετάνιε, άκου ν’ ακούσεις, εγώ ποτέ πια δεν ξαναμπαίνω σε ποτάμι. Ούτε τα πόδια μου δεν πρόκειται να πλύνω σε ποτάμι» και κοίταξε πέρα τον Αλφειό που άφριζε στριφογυρίζοντας πότε δεξιά, πότε ζερβά σαν ένα καφετί φίδι, που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος, ούτε κεφάλι ούτε ουρά. Το κεφάλι του βουτούσε, λες και έψαχνε για ψάρια, στη θάλασσα και η ουρά του κρατιόνταν από τα έλατα πάνω ψηλά στ’ Αμπελάκια στην άκρη του Ταΰγετου. Χθες τη νύχτα ήταν θεριό που πάσκισε να μας καταπιεί, τώρα όμως είναι σύμμαχος γιατί θ' απαγορεύει στους Μάϋδες και τους στρατιώτες να περάσουν τούτη τη μεριά.

Τώρα δε φοβόμασταν πια. Ο κουμαρόλογγος μας εξασφάλιζε προς το παρόν. Φώτισε και η μέρα ήταν καθαρή. Στεγνώναμε κριμένοι μέσα στον κουμαρόλογγο όταν κατά τις δέκα η ώρα ακούσαμε απέναντι, πέρα από το ποτάμι πυροβολισμούς. Σε λίγο από τα χωριό Άγιο Ιωάννη, Πυρί, Λώτι, Κοκκορά, Κοκκορέϊκα, ξεχύθηκαν τα λεφούσια των μάϋδων και του στρατού κι άρχισαν παγάνα για να μας βρουν. Έψαχναν παντού ακόμη και στα μεμονωμένα μικρά δεντράκια, λες και είμασταν λαγοί. Το ντουφεκίδι έδινε και έπαιρνε. Ντουφέκιζαν σε κάθε πατουλιά ή συστάδα δέντρων πριν μπουν μέσα. Είχαν μαζί τους οι μάυδες και σκυλιά τα οποία όμως ήταν άχρηστα μέσα σε τόση πολυκοσμία.

Εμείς αγναντεύαμε όλο εκείνο το νταραβέρι ασφαλείς. Το ποτάμι, ο εχθρός μας χθες, ο σύμμαχός μας σήμερα, μας προστάτευε. Τίποτα δεν είναι καλό ή κακό από μοναχό του. Βλέπαμε αυτούς που έτρεχαν από πατουλιά σε πατουλιά με ιδιαίτερο ζήλο για να μας κόψουν το κεφάλι και να πάρουν τις εκατό χιλιάδες, δηλαδή ένα κατοστάρικο. Ίσως ο Μιχαλακόγιαννης και ο Σπηλιωτόπουλος, οι τσιφλικάδες της περιοχής να κέρναγαν και μια ποτηριά κρασί. Και να σκεφτεί κανείς ότι εμείς σ’ αυτούς τους απόκληρους δώσαμε κλήρο μοιράζοντας τα τσιφλίκια. Η εξαθλίωση οδηγεί στην εξαχρείωση και αποκτήνωση.

Πιστεύω ότι κάποια μέρα θα μοιραστούν τα τσιφλίκια. Κι όταν γίνει η Ελλάδα Ελληνική θα πρέπει εκεί στα χωράφια της Ηραίας να στηθεί ένα μνημείο τόσο ψηλό που να φαίνεται από όλο τον κάμπο της Ηραίας και πάνω - πάνω να μπει η προτομή του Βασίλη Σαρλά από το χωριό Αώτι, γέννημα θρέμμα του κάμπου σάρκα από τη σάρκα και αίμα από το αίμα των κολίγων, που οραματίστηκε τη διανομή της γης. Δύο φορές τη μοίρασε και τις δύο φορές τιμωρήθηκε. Την πρώτη φορά στην κατοχή από το κόμμα του, με φυλάκιση σε στρατόπεδο για εξτρεμισμό. Τη δεύτερη φορά με θάνατο στο χωριό Ολύμπια από τους τσιφλικάδες. Να στηθεί η προτομή ψηλά να βλέπει όλο τον κάμπο μοιρασμένο για να γλυκαίνουν οι μαχαιριές που τούδωσαν στο λαιμό και το στήθος οι δολοφόνοι. Και πρέπει να στηθεί πάνω στο μνημείο μόνο το κορμί, και το κεφάλι κομένο για να θυμίζει στις γενιές που θάρχονται ότι απόχτησαν γη και δικαιώματα χάρη στη θυσία του Βασίλη Σαρλά και των συντρόφων του, γιατί κόπηκε κείνο το κεφάλι, που πρώτο σκάφτηκε και αποφάσισε να μοιράσει τη γη.

Καθώς πηδούσαν αλλαλάζοντας από θάμνο σε θάμνο, εκείνοι οι κολίγοι που κουβαλούσαν στους ώμους τα κεφάλια τους χωρίς μυαλό, φώναζαν: «ελάτε να μοιράσετε τη γη κουμούνια» κι άλλα τέτοια. Ο Στράτος δεν καταλάβαινε τι λένε. Εγώ όμως άκουγα και καταλάβαινα και βούρκωναν τα μάτια μου από το παράπονο. Τόσα ξενύχτια, τόσες πορείες, τόση πείνα και δίψα, τόσος ιδρώτας και τόσο αίμα που χύσαμε για το δίκιο αυτών, δεν ήταν αρκετά να τους βγάλουν από το σκοτάδι της εξαθλίωσης! Σ’ ένα ξεχώριζαν από τους σκύλους. Άλλαζαν αφεντικά ενώ ο σκύλος δεν αλλάζει.

Αυτός ο χορός των κολασμένων κράτησε μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Μετά τραγουδώντας «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» και άλλα τέτοια για την Κορυτσά, γύρισαν στα χωριά τους, να φάνε την μπομπότα τους και να ξαπλώσουν πάνω σ’ ένα ψαθί κατάχαμα για να ξεκουραστούν ευτυχισμένοι, αφού ικανοποίησαν τ’ αφεντικά τους. Δεν πέρασαν το ποτάμι γιατί δεν πίστευαν ότι ήταν δυνατό να το περάσουμε εμείς. Αν το πίστευαν τότε θα πήγαιναν ψηλά κάτω από του Μάτεσι να το περάσουν από το γεφύρι, που κάθε βράδυ έστηναν ενέδρα.

Τα μάτια μας έκλειναν από τη νύστα κι όμως δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε από την υπερένταση. Όταν έφυγαν γλαρώσαμε για λίγο. Όταν ξυπνήσαμε ήταν πια σκοτάδι. Βγήκαμε από τη λούφα, πήραμε τ’ αρνί και μπήκαμε σ’ ένα ρέμα. Προχωρήσαμε στο βάθος της ρεματιάς. Το ρεματάκι είχε λίγο νερό τρεχούμενο. Βρήκαμε μια τρύπα στη ρίζα ένός δέντρου. Τσα που χωρούσε να περνά ένα μικρό παιδί. Σκεφτήκαμε εκεί να ανάψουμε φωτιά, στο στόμα της τρύπας, για να μη φαίνεται από πουθενά. Ανάψαμε φωτιά και βάλαμε το τρίκιλο γεμάτο νερό να βράσει. Γδάραμε τ’ αρνί και το κόψαμε κάμποσα κομμάτια και τα ρίξαμε μέσα στο τρίκιλο. Τα συκώτια τα ρίξαμε στα κάρβουνα.

Είμασταν έτοιμοι για να φάμε όταν συνέβη κάτι το αστείο. Ακούσαμε ένα πήδημα σαν να μας πέταξαν ένα λιθάρι, μετά ένα μπουφ, αναποδογυρίστηκε το τρίκιλο, έσβησε η φωτιά κι ακούσαμε σα βήματα και τρίξιμο κλαδιών. Αρπάξαμε τα όπλα μας και το βάλαμε στα πόδια. Νομίσαμε ότι μας πέταξαν χειροβομβίδα ή όρμησαν να μας πιάσουν. Αφού τρέξαμε περίπου εκατό μέτρα, κόψαμε το τρέξιμο και μετά σταματήσαμε. Πιάσαμε πίσω από κάτι ποταμολίθαρα, βγάλαμε τις ασφάλειες από τα όπλα μας και σκοπεύοντας προς τη φωτιά περιμέναμε. Αν ήταν εχθρός θα τους φυτεύαμε εκεί στη ρεματιά.

Ούτε χειροβομβίδα έσκασε, ούτε πυροβολισμός ακούστηκε μα ούτε βήματα ακούγονταν, ούτε τριξίματα κλαδιών. Απόλυτη ησυχία. Περιμέναμε ένα τέταρτο και μετά φυλαχτά - φυλαχτά πλησιάσαμε τη φωτιά. Έπρεπε να πάρουμε το τρίκιλο, το αρνί και τον τραχανά. Τίποτα ησυχία. Το τρίκιλο ήταν αναποδογυρισμένο και οι μεζέδες είχαν πέσει στη στάχτη γεμάτοι λάσπες. Ανάψαμε πάλι φωτιά, πλύναμε τους μεζέδες και τα συκώτια και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Όταν ηρεμήσαμε καταλάβαμε τι είχε συμβεί. Μέσα στη τρύπα ήταν κάποιο αγρίμι, μάλλον αλεπού. Όταν τη ζάλισε ο καπνός πήδησε έξω, αναποδογύρισε το τρίκιλο και τσακίστηκε για να μπει στο δάσος. Κι εμείς οι παλικαράδες το βάλαμε στα πόδια από μια αλεπού.

Σε τέτοιες περιστάσεις συμβαίνουν πολλές φορές κωμικά πράγματα. Θ’ αναφέρω μερικά για να ξεκουραστούμε, να πάρουμε μια ανάσα. Κάποτε ένα πουλάκι που το λένε τσοπανάκο
γιατί σφυρίζει κοφτά σαν τσοπάνης μας αναστάτωσε στο Μαίναλο και τρέχοντας βγήκαμε, όλο το συγκρότημα ογδόντα αντάρτες, στην κορυφή γιατί νομίσαμε ότι μας μπλοκάρισαν. Τις μέρες εκείνες γίνονταν εκκαθαριστικές και μεις κάναμε αφάνεια. Άλλη μια φορά, ήταν και τότε εκκαθαριστικές, ο σκοπός άκουσε έναν ξυλοτρύπη, ή δρυοκολάπτη είναι ένα πουλί με μακρυά μύτη, να τρυπάει τον κορμό του έλατου για να βρει σκουλήκια και μας ειδοποίησε ότι έρχεται ο εχθρός γιατί άκουσε να σπάζουν κλαδιά. Στήσαμε αμέσως ενέδρα στο δρομάκι αλλά ο εχθρός δε φαίνονταν. Σε λίγο ακούστηκε πιο πέρα πάλι ο ξυλοτρύπης. Τότε γελάσαμε όλοι με τον σκοπό, τον Μπάρμπα Γιάννη Χάμψα. Γέλασε και αυτός.

Το ίδιο έγινε και στο μπλόκο που μας έκαναν οι λοκατζήδες στο χωριό Άγιος Βασίλειος Κυνουρίας. Καθώς περνούσαμε μέσα από ένα κενό που υπήρχε στις γραμμές του εχθρού, ένας αντάρτης που πήγαινε μπροστά είδε μέσα στο δάσος μια γίδα. Γύρισε πίσω και μου είπε ότι είδε ένα μουλάρι. Νόμισα ότι θα είναι κάποιο μεταγωγικό της πολυβολαρχίας του εχθρού. Απλώσαμε γύρω κι όταν πλησιάσαμε, βρήκαμε τη γίδα. Μια φορά είμασταν στον Ερύμανθο το καλοκαίρι του 1948 και γίνονταν εκκαθαριστικές στην Κάπελη. Έστειλε ο Καπετάν Ζαχαριάς έναν αντάρτη το Στέλιο για πληροφορίες. Καθώς βάδιζε πάνω στην πλαγιά έπεσαν οι προβολείς από τρία τανκς που ήταν χαμηλά στον κάμπο. Ο Στέλιος καθώς είδε φως μέσα στα έλατα,γύρισε ολοταχώς πίσω και μας είπε ότι είδε τα τανκς εκεί πέρα στην πλαγιά. Και ο Ζαχαριάς του είπε: «Είσαι χαζός. Δεν είναι τανκς». Και ο Στέλιος ρώτησε: «Τότε τι είναι καπετάνιε;» και ο Ζαχαριάς του απάντησε: «Παπόρια ρε χαζέ, είναι παπόρια, δεν βλέπεις τον καπνό που βγαίνει από τα φουγάρα τους;». Και του έδειξε ένα κομμάτι κατσιφάρα στην κορυφή του Ωλενού που αντιφέγγιζε στο ζάρι, δηλαδή εκεί που ενώνεται η κορυφή και ο καθαρός ουρανός. Λυθήκαμε από τα γέλια.

Με την ευκαιρία, θυμήθηκα και κάτι που έγινε στο χωριό μου στην κατοχή. Εμείς είμασταν στην πλατεία του χωριού. Είχε καταχνιά. Σε κάποια στιγμή βλέπουμε τους χωριάτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, να τρέχουν πατείς με πατώσε κι έλεγαν Γερμανοί, Γερμανοί. Χωρίς να ρωτήσουμε τρέχαμε και μεις. Στο δρόμο όσοι μας συναντούσαν, έτρεχαν και αυτοί μαζί μας. Τέλος σχεδόν το μισό χωριό έτρεχε και φώναζε: «Γερμανοί, Γερμανοί». Βγήκαμε έξω από το χωριό και ανεβήκαμε στο ύψωμα της Αγίας Παρασκευής. Όταν σηκώθηκε η καταχνιά στο χωριό δε φαίνονταν τίποτα. Τότε σκεφτήκαμε να ελέγξουμε ποιος τους είδε. Κανένας δεν τους είχε δει. Τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας. Τα είδαν οι γυναίκες. 'Ακόυσαν τις φωνές, φώναξαν κι αυτές κι έτσι φώναζαν όλες κι έτρεχαν όλες.

Αυτά είναι αποτέλεσμα μιας ψυχολογικής κατάστασης που δημιουργείται από ειδικές συνθήκες. Έτσι και μεις τώρα. Όλοι προσπαθούσαν να μας κόψουν το κεφάλι. Μας κυνηγούσαν θεοί, άνθρωποι και δαίμονες. Είχαμε άσχημη ψυχολογία. Ο παραμικρός θόρυβος έβαζε σε κίνηση όλες τις δυνάμεις μας. Δεν ενεργούσαμε με το μυαλό. Η πρώτη αντίδραση ήταν ενστικτώδης. Όπως όλα τα ζώα προσπαθούν να σωθούν με τη φυγή έτσι και μεις τώρα. Πρώτη αντίδραση, να σωθούμε με τη φυγή.

Μετά όταν γυρίσαμε πίσω, γελούσαμε με το πάθημά μας. Πλύναμε τους μεζέδες από τις στάχτες, τους βράσαμε και φάγαμε μια δόση καλή. Μετά βράσαμε και το υπόλοιπο για να έχουμε την ημέρα. Σβήσαμε τη φωτιά και κοιμηθήκαμε. Το μέρος εκεί κοντά στο ποτάμι είναι χειμαδιό. Τυλιχτήκαμε, ο Στράτος με τη μαντύα του και γω με το διάδρομο της παπαδιάς και κοιμηθήκαμε. Ξεκουραστήκαμε για καλά. Κάθε μια ώρα ξυπνούσαμε και γυρίζαμε από το άλλο πλευρό. Είχαμε βάλει πλάτη με πλάτη για να ζεσταινόμαστε. Όταν η πλάτη μας ήταν ζεστή τι άλλο θέλαμε.

Κοιμόμαστε άνετα, όσο βέβαια μας άφηναν οι ψείρες που ήταν σα μυρμήγκια πάνω μας. Αυτές ήταν πιστές μαζί μας. Δε μας εγκατέλειπαν όσο ζούσαμε. Θα μας αποχωρίζονταν όταν το σώμα θα κοκάλωνε και κάτω από το τομάρι μας δε θα κυκλοφορούσε πια το αίμα. Όταν ο θάνατος θα νέκρωνε τα πάντα. Θα μας εγκατέλειπαν λοιπόν μετά θάνατον. Τότε σειρά θα είχαν τα κοράκια και τα έντομα. Από το λιπόσαρκο σώμα του αντάρτη δεν εύρισκαν και πολλά κρέατα για να φάνε. Είμασταν πετσί και κόκκαλο. Ο αντάρτης είναι το χειρότερο ψοφίμι για τα κοράκια.

Φώτισε και μεις ακόμη είμαστε κουβαριασμένοι. Όταν σηκωθήκαμε εξαφανίσαμε και τα πιο ασήμαντα ίχνη. Ρίξαμε φλέσουρα γύρω εκεί και παλιόκλαδα. Μετά χωθήκαμε βαθιά στο δάσος. Όλη τη μέρα την περάσαμε στη λούφα. Γύρω στα χωριά ντουφεκο ρίχνανε. Κάτω στο τέλος της ρεματιάς ήταν το γρέκι ενός τσοπάνη από το χωριό Μάτεσι Ολυμπίας. Ήτανε δεξιός αλλά για μας έβαζε ακόμη και το κεφάλι του σε κίνδυνο. Όλη μέρα παρακολουθούσαμε το καλύβι. Ήταν ησυχία. Όταν νύχτωσε κατεβήκαμε σιγά - σιγά προς τα εκεί. Όλα πήγαιναν καλά. Όταν πλησιάσαμε, τα σκυλιά χύμηξαν αντίθετα από εμάς. Κάποιος άλλος έρχονταν. Νομίσαμε ότι θα ήταν χωροφύλακες και μάϋδες που έρχονταν για να στήσουν ενέδρα.

Κολήσαμε στην πίσω γωνιά του καλυβιού και βλέπαμε την πόρτα. Ήταν έξι. Μπήκαν μέσα πέντε κι άφησαν στην πόρτα έναν. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι ήταν. Στρατός δεν ήταν. Έτσι όπως έκαναν δεν ήταν στρατός. Το πιθανότερο να ήταν μάυδες. Περιμέναμε να φύγουν για να μάθουμε από τον τσοπάνη. Τα σκυλιά χαλούσαν τον κόσμο, αλλά ασχολούνταν μ’ αυτόν που ήταν στην πόρτα. Μετά από είκοσι λεπτά μπήκε κι αυτός μέσα. Τα σκυλιά ησύχασαν και βγήκαν από το μαντρί.
Οι δύο γίναμε οχτώ

Τότε σιγά - σιγά πλησιάσαμε στο παράθυρο να δούμε τι γίνονταν μέσα. Το παράθυρο ήταν κλειστό αλλά τα σανίδια είχαν χαραμάδες μεγάλες. Κολήσαμε το μάτι μας στη χαραμάδα και είδαμε μέσα καθώς η λαμπάδα της φωτιάς φώτιζε το καλυβόσπιτο. Δεν μπορούσαμε όμως να δούμε πρόσωπα. Ένας είχε την πλάτη προς το παράθυρο κϊ έκρυβε τα πρόσωπα των άλλων. Ακούγαμε όμως πολύ καλά τι έλεγαν. Καταλάβαμε από τις κουβέντες ότι ήταν αντάρτες. Σε μια στιγμή σηκώθηκε αυτός που ήταν κοντά στο παράθυρο κι είδα το πρόσωπο του Αντρέα Γιαλαμά, από το χωριό Γαράτζα ή Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας. Ήταν επίτροπος του λόχου. Χάρηκα και γέλασα μ’ αυτό που σκέφτηκα να κάνω. Έσπρωξα το παραθυρόφυλλο. Άνοιξε προς τα μέσα. Πρόβαλα την μπούκα του ντουφεκιού μου και είπα: «Σας έπιασα. Ψηλά τα χέρια». Αυτοί τάχασαν. Με γνώρισαν όμως αμέσως καθώς το πρόσωπό μου φωτίζονταν από τη φωτιά.

Πήδησα μέσα. Αγκαλιές, φιλιά και χαιρετούρες. Είπα στον Στράτο να καθίσει έξω κι όταν ακούσει τα σκυλιά να γαυγίζουν να μας ειδοποιήσει. Τότε τούρθε και του Γιαλαμά να βάλει τις φωνές σ’ αυτόν που είχαν αφήσει έξω και μπήκε μέσα χωρίς να του πουν. Αυτός δικαιολογήθηκε ότι τα σκυλιά ησύχασαν και δεν ακούγονταν τίποτα. Τούπα ότι είμασταν εκεί όταν ήρθαν αυτοί. Αν είμασταν εχθρός θα τους αφανίζαμε όταν έμπαιναν. Αυτοί ήταν έξι. Ο Αντρέας Γιαλαμάς, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, διοικητής λόχου του Δ.Σ. από τη Μεσσηνία, ο Κατριβάνος Παναγιώτης επίτροπος λόχου από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, ένας μικρός δεκαεφτάρης περίπου από το χωριό Καραμούσταφα Μεσσηνίας, ο Σαραντόπουλος Κώστας, ανάπηρος απ’ τόνα χέρι, ήταν επιλοχίας στο λόχο του Δουμουλάκη κι άλλοι δύο αντάρτες από το χωριό Κακόβατο Ολυμπίας, δε θυμάμαι τώρα τα όνοματά τους. Γίναμε λοιπόν οχτώ. Μια ολόκληρη ομάδα διαλεχτή!

Μείναμε στο καλυβόσπιτο δύο - τρεις ώρες μέχρι που να βράσει ένα σφαχτό που πήραμε από τον τσοπάνη. Μετά τραβηχτήκαμε βαθιά στον κουμαρόλογγο και περάσαμε τη μέρα. Εκεί όλη τη μέρα κουβεντιάσαμε και είπαμε ότι ήξερε ο καθένας δικά του και για τους άλλους. Εκεί έμαθα λεπτομέρειες για την πορεία και το τέλος του τάγματος Νεολαίας της 55ης Ταξιαρχίας που είχε διοικητή τον Μπουραζάνη. Ο Γιαλαμάς μας είπε για τη διάλυση του λόχου του. Ο ίδιος διοικούσε ένα νεοσύστατο λόχο που συγκροτήθηκε από διάφορες ομάδες του Αρχηγείου Μαινάλου μόλις άρχισαν οι εκκαθαριστικές.

Μείναμε τέσσερις μέρες γιατί εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω πολύ. Πονούσα ιδιαίτερα στην κοιλιακή χώρα. Είχα χτυπήσει άσχημα. Τους είπα να φύγουν για το Μαίναλο και γω θα ακολουθήσω. Ο Γιαλαμάς δεν το δέχτηκε. Οι άλλοι συμφώνησαν μαζί του. Μια βραδιά πήγαμε στο χωριό Μάτεσι για τρόφιμα. Το χωριό ήταν πιασμένο από μια διμοιρία στρατού. Ήταν δικό μας χωριό. Μπήκαμε σ’ ένα σπίτι τελευταίο, πήραμε μισό καρβέλι ψωμί και μάθαμε πολλά νέα. Όταν φεύγαμε τα σκυλιά χαλούσαν τον κόσμο και γι’ αυτό άρχισε ο εχθρός το ντουφεκίδι έτσι στα κουτουρού. Από εκεί πήραμε το δρόμο για το χωριό Ρόβια. Ντουφεκούσαν κι από εκεί όλη νύχτα. Τραβήξαμε για το χωριό Παλάτου. Μπήκαμε στο δάσος κοντά στο δρόμο Ρόβια -Παλάτου. Μείναμε εκεί όλη μέρα.

Ο καιρός ήταν πάλι άσχημος. Έριχνε χιονόνερο. Από το χωριό Μάτεσι είχα πάρει ένα μεγάλο σάϊσμα αφού δεν είχα μαντύα και πέταξα το διάδρομο της παπαδιάς. Αυτό μας έσωσε. Βάλαμε τα όπλα μας για στύλους και χωθήκαμε όλοι από κάτω. Αυτό όπως ήταν από γιδίσιο μαλλί, έβγαζε όλο το νερό κάτω. Το βράδυ κατεβήκαμε σ’ ένα μύλο. Στο δρόμο μας εγκατέλειψε ο Στράτος Τζώρτζης. Πήρε μαζί του και το τσουβαλάκι με τον υπόλοιπο τραχανά. Μακαρίτισα παπαδιά μας έσωσες εκείνη τη κακιά ώρα. Ακόμη είχε μαζί του, όπως έμαθα αργότερα, και δεκαπέντε λίρες. Τις πήρε από τον Κώστα Μπασακίδη όταν σκοτώθηκε. Είχα δει εγώ τότε ότι κάτι πήρε αλλά δεν ήξερα τι ήταν. Ούτε κι αυτός μου είπε μετά. Οι λίρες ήταν από το αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας της Τσεχοσλοβακίας που πήγαινε για τη Μέση Ανατολή και έπεσε στον Ταΰγετο. Όταν παρουσιάστηκε τις παρέδωσε. Έφυγε για τον Ταΰγετο. Όπως έμαθα στις φυλακές έφθασε στο χωριό του και εκεί μαζί μ’ άλλους παρουσιάστηκε στο στρατό. Γλύτωσε γιατί ήταν Αμερικανός πολίτης. Είχε γεννηθεί στην Αμερική. Πριν φύγει ο Στράτος, το ίδιο βράδυ καθώς βαδίζαμε μας ντουφέκισαν και πάνω στην αναστάτωση ξεκόπηκαν οι δύο αντάρτες από το χωριό Κακό βατό. Έτσι τώρα μείναμε πέντε.

Αυτό θα γίνονταν από δω και πέρα. Θάρχονταν και θα έφευγαν όταν έβλεπαν τα χάλια μας. Όλοι έφευγαν για το χωριό τους κι εκεί χάνονταν. Άλλοι σκοτώνονταν κι άλλους τους παράδιναν οι δικοί τους για να τους γλυτώσουν και να γλυτώσουν κι αυτοί. Η κατάρρευση αυτά έχει. Όλοι προσπαθούν να σωθούν αλλά μόνοι τους, ο καθένας για τον εαυτό του. Όπως είναι επόμενο οι περισσότεροι χάνονται. Είχαμε περάσει κι άλλες κρίσεις αλλά δεν είχαμε κατάρρευση διάλυση. Και στις άλλες κρίσεις είχαμε λιποταξίες αλλά σε περιορισμένο αριθμό. Εμείς και τώρα προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τους ζεκομένους και να φτιαχτούμε τμήματα, όπως κάναμε παλιά, αλλά ήταν μάταιος ο κόπος μας. Το τρύπιο πυθάρι δεν κρατά ούτε νερό ούτε λάδι. Εμείς όπως θα δούμε παρακάτω είχαμε ακόμη πολύ πείσμα, πολλή υπομονή και επιμονή και θα συνεχίζαμε για δύο - τρεις μήνες ακόμη τις προσπάθειες να φτιάσουμε ξανά αντάρτικο.

Στο μύλο δε βρήκαμε κανέναν. Ανάψαμε φωτιά. Φτιάσαμε κατσιαμάκι με αλεύρι και φάγαμε. Ανάψαμε γερή φωτιά και στεγνώσαμε. Μείναμε εκεί για να περάσει η πολλή νύχτα. Κοιμηθήκαμε ζεστά. Τρεις ώρες νύχτα φύγαμε. Μείναμε σε κάτι καλύβια απέναντι από το χωριό Παλάτου. 'Εβρεχε όλη μέρα. Στο Λύκαιο χιόνιζε. Μόλις νύχτωσε ψήσαμε τέσσερις κότες που είχαμε πάρει από το μύλο. Νοστιμότερο ψητό δεν έχω φάει. Εκεί μέσα σε μια βραχοσπηλιά βρήκαμε ένα σκορπισμένο, εδώ κι εκεί, σακί τραχανά. Φαίνεται ότι εκεί οι δικοί μας είχαν κρύψει τρόφιμα. Τα βρήκε ο στρατός. Άλλα πήρε κι άλλα σκόρπισε. Μαζέψαμε με τις χούφτες κάμποσο τραχανά. Έτσι οικονομήσαμε για δύο μέρες τρόφιμα. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στα χωριά μας, να μάθουμε τι γίνονται οι δικοί μας δηλαδή οι δικοί μου και του Γιαλαμά. Αν βρίσκαμε τους δικούς μας θα παίρναμε τρόφιμα και μετά θα γυρίζαμε στο Μαίναλο.

Από του Παλάτου ανεβήκαμε στο Καρυώτικο κι από εκεί κόψαμε δεξιά και φωτίσαμε απέναντι από το χωριό Σκληρού Ολυμπίας. Τα βουνά εκεί είναι γυμνά, γι' αυτό μπήκαμε για να καλυφθούμε σ’ ένα εξώσπιτο από ξερολιθιά. Μέσα από τις χαραμάδες βλέπαμε γύρω - γύρω σε μεγάλη απόσταση. Το εξώσπιτο ήταν κοντά σ’ ένα αλώνι πάνω σε μια κορφή. Ήταν ωραίο παρατηρητήριο. Στην ανάγκη ήταν και καλό ταμπούρι. Όμως αυτοί κάνανε εξερευνήσεις μοιρασμένοι σε ομάδες, όποια ομάδα έπεφτε κατά εκεί θα περνούσε καλά. Βλέπαμε τα χωριά Σκληρού - Δραγώγι - Μαρίνα μέχρι το χωριό Καραμούσταφα, πέρα από το ποτάμι της Νέδας, μέχρι Σιδηρόκαστρο. Ξέραμε ότι τα χωριά αυτά ήταν γεμάτα Μάυδες αλλά δεν τους βάζαμε στο λογαριασμό όσοι και νάρχονταν. Μπουλούκια από κοράκια ήταν και με το τρίκιλο που βράζαμε τραχανά αν αρβαλάγαμε, θα τους πηγαίναμε κυνηγώντας όσο αντέχαμε. Όλη μέρα ντουφεκόριχναν για να παίρνουν φαίνεται θάρρος.

Το κοντόβραδο βράσαμε λίγο τραχανά, φάγαμε κι είμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Τότε ο μικρός Σαραντόπουλος μας δήλωσε ότι θέλει να πάει στο χωριό του. Δεν μπορεί να ακολουθήσει πια. Ήταν αλήθεια ότι το παιδί ήταν καταβλημένο από την ταλαιπωρία. Το χωριό του από εκεί φαίνονταν. Σε τρεις ώρες θα έφθανε. Σκεφτήκαμε λοιπόν και μεις ότι θα ήταν καλύτερα να πάει στο χωριό του να κρυφτεί παρά να μας μείνει στο δρόμο ή να λιποταχτήσει σε καμιά δύσκολη μεριά. Του είπαμε να κρυφτεί μέχρι να περάσει ο χειμώνας και θα περάσουμε εμείς να τον πάρουμε. Δεν πιστεύαμε σ' αυτά που λέγαμε. Τι να κάναμε όμως αφού ο Κωστάκης κιότεψε και δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει; Τούπαμε να μην περάσει από το χωριό Σκληρού γιατί θα τον σκοτώσουν οι Μάϋδες. Μας φίλησε κι έφυγε.

Τριάντα Μάϋδες σκότωσαν ένα δεκαεφτάχρονο άοπλο παιδί

Εμείς τραβήξαμε πιο κάτω κι εστήσαμε ενέδρα στο δρόμο που έρχεται από τη Μεσσηνία για τα χωριά της Ολυμπίας. Βλέπαμε και τον Σαραντόπουλο που κατέβαινε την πλαγιά. Μετά τον χάσαμε γιατί σουρούπωνε πια. Εκείνη την ώρα έπεσαν πάνω μας και πέντε ανταρτόπληκτοι που γύριζαν στο χωριό τους. Ήταν από το χωριό Σκληρού. Τάχασαν κι έκλαιγαν. Οι γυναίκες τους έπεσαν με τα παρακάλια. Γνώριζαν το Γϊαλαμά. Δεν είχαμε λόγους να τους πειράξουμε. Ήταν ντυμένοι καλά και οι τρεις ήταν ένοπλοι. Τους αφοπλίσαμε και τους γδύσαμε γιατί τα ρούχα μας ήταν ρετάλια από τα κοντοπούρναρα. Τους πήραμε και τις αρβύλες. Αυτοί πήραν τα δικά μας και ήταν ευχαριστημένοι. Τους διώξαμε κι αυτοί δεν το πίστευαν. Πήγαιναν - πήγαιναν και κάθε τόσο γύριζαν και κοίταζαν. Όταν αυτοί χάθηκαν από τα μάτια μας ακούσαμε στου Σκληρού την καμπάνα να χτυπά συναγερμό.

Μετά ακούσαμε ντουφεκιές. Καταλάβαμε ότι κάτι κακό θα πάθει ο Σαραντόπουλος. Ελπίζαμε όμως ότι θα ξεφύγει γιατί ήταν σχεδόν νύχτα.

Δυστυχώς δεν έγινε έτσι. Αργότερα στη φυλακή βρήκα τον αδερφό του Πολύβιο Σαραντόπουλο κι έμαθα ότι έπιασαν το παιδί οι Σκληραίοι Μάυδες και το σκότωσαν. Ήταν το δεύτερο θύμα της οικογένειας. Στη μάχη της Δημητσάνας είχε σκοτωθεί η αδερφή του Τασία. Ήταν στο λόχο μου. Τραυματίστηκε σοβαρά. Της τσάκισαν τα πόδια. Την έπιασαν οι χωροφύλακες και την έσφαξαν εκεί όπως ήταν τραυματισμένη γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Αντί να την κουβαλήσουν με το φορείο στη Δημητσάνα θεώρησαν πιο χριστιανικό, σα χριστιανοί που ήταν, να της κόψουν το κεφάλι και να το πάνε στη Δημητσάνα. Εκεί έσφαξαν σχεδόν όλους τους τραυματισμένους που δεν μπορούσαν να κινηθούν. Αυτά τα κακουργήματα τα είδαν οι άλλοι αντάρτες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Τα είδαν και τα άκουσαν από τους ίδιους τους χωροφύλακες που περηφανεύονταν όπως και όλοι οι θεοφοβούμενοι Δημητσανίτες. Κι όμως εμάς λένε εγκληματίες.

Τώρα πια τέσσερις περάσαμε στο Τετράζι. Ένα θεόγυμνο βουνό ανάμεσα στα χωριά Βάστα Αρκαδίας και Γαράτζα Μεσσηνίας. Έκανε επάνω εκεί φοβερό κρύο. Ήταν αδύνατο να περάσουμε τη νύχτα πάνω στο βουνό. Κατεβήκαμε κάτω στη χαράδρα στη θέση Μπραΐλα. Εκεί ήταν χειμαδιό. Δεν υπήρχαν όμως εκεί γίδια. Μπήκαμε σ’ ένα γραίκι, του Γιώργη Κουλούρη από το χωριό μου, ανάψαμε φωτιά και ξενυχτήσαμε. Μας πήρε η μέρα. Δεν είχαμε που να πάμε. Αποφασίσαμε να μείνουμε στο καλυβόσπιτο, σβήσαμε τη φωτιά και μείναμε μέσα. Ανοίξαμε δύο τρύπες στην ξερολιθιά και βλέπαμε. Δεν ανησυχούσαμε γιατί εκεί ήταν απίθανο να έρθουν για έρευνα. Δεν πίστευε κανείς ότι μπορεί να είμαστε εκεί.

Μόλις σουρούπωσε ακούσαμε έξω τσάχαλο. Μέσα στα πουρνάρια φάνηκαν κινήσεις. Αρπάξαμε τα όπλα και πιάσαμε τις ντουφεκότρυπες. Καμιά φορά βλέπουμε δύο να κατεβαίνουν φυλαχτά - φυλαχτά. Τους γνώρισα. Ήταν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, εξάδερφός μου από το χωριό Βάστα, διμοιρίτης στο Αρχηγείο Μαινάλου και ο Κανατάς Κώστας από το χωριό Βαμπακού της Λακωνίας, ομαδάρχης στο Αρχηγείο Μαίναλου. Ανοίξαμε την πόρτα και τους φωνάξαμε. Χαρήκαμε όλοι για τη συνάντηση. Αυτοί ήταν όλη μέρα μέσα στα πουρνάρια αλλά δεν μας είχαν πάρει είδηση αν και ήταν πενήντα μέτρα πάνω από το καλύβι. Η διμοιρία του Βασίλη διαλύθηκε πάνω στο Διαφόρτη στην κορυφή στο Λύκαιο. Εκεί τους μπλοκάρισαν και τους διέλυσαν.

Από εκεί ξεκόπηκε και ο άλλος εξαδερφός μας ο Νιόνιος Πετρόπουλος από το χωριό Βάστα Μεγαλόπολης. Πήγε στο χωριό μας να κρυφτεί. Δεν τον έκρυψαν. Παραδόθηκε. Τον πήγαν στην Τρίπολη. Τον πέρασαν στρατοδικείο και τον ντουφέκισαν. Πήγαν ψευδομάρτυρες από το χωριό μας και είπαν ένα σωρό ψέματα. Αυτόν τον πήγαν στην Τρίπολη, το Λοντόγιαννη όμως τον σκότωσαν με το ξύλο στα κρατητήρια του σταθμού χωροφυλακής, στο χωριό Ίσσαρι. Γιάννης Παπανδρέου ήταν το πραγματικό του όνομα. Ήταν ξάδερφος του πατέρα μου. Ήταν επιλοχίας στο Αρχηγείο Ταΰγετου. Τραυματίστηκε στην πλάτη από βλήμα όλμου. Όταν έφθασε στο χωριό ήταν σε κακά χάλια. Κρύφτηκε σ’ ένα εξώσπιτο ενός ξαδέρφου του. Όταν πήγε αυτός εκεί τον βρήκε σε κατάσταση απελπιστική. Τον φόρτωσε σ’ ένα γάιδαρο και τον πήγε στον σταθμό χωροφυλακής του Ίσσαρι. Εκεί τον σκότωσαν με τα ξύλα. Αυτά μου τα είπε ο Βασίλης που τα είχε μάθει από τους χωριανούς, μια και γύριζε εκεί γύρω. Λυπήθηκα πολύ για το θάνατο του Λοντόγιαννη. Είχαμε πολλά τραβήξει μαζί.

Την αυγή ανεβήκαμε πάλι στο Τετράζι και κάναμε αφάνεια στη Γελαδοσπηλιά. Κόψαμε πέταλα όλη μέρα από το κρύο. Το βράδυ κατεβήκαμε στο χωριό Κακαλέτρι Ολυμπίας. Πήγαμε στο σπίτι του Ν... Κ.... Ήταν δεξιός αλλά μπεσαλής. Τον είχαμε στέκι από την παρανομία ακόμη. Ήταν το μόνο στέκι σ’ όλη την περιφέρεια που δεν είχε χαλάσει. Τώρα έχει πεθάνει και δεν ξέρω αν τα παιδιά του θέλουν ν’ αναφέρω το όνομά του. Πολλές φορές μας εξαργύρωνε και δολάρια και λίρες. Είχαμε μερικά από το Τσεχοσλοβάκικο αεροπλάνο που τσακίστηκε στον Ταΰγετο. Αυτά τα λεφτά μοιράστηκαν στα Αρχηγεία για να καλύψουν ανάγκες σε φάρμακα. Όταν άρχισαν οι εκκαθαριτικές, ο Πέρδικας τα μοίρασε στις διοικήσεις των λόχων. Απ’ αυτά είχε και ο Γιαλαμάς μερικά δολλάρια. Ο Μπάρμπα Ν.... όμως δεν είχε λεφτά να μας τα εξαργυρώσει. Τι να τα κάναμε και τα δολλάρια και τα λεφτά; Ήταν άχρηστα πια. Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτα. Το μόνο φαρμακευτικό υλικό που είχαμε τώρα ήταν ο ατομικός επίδεσμος που είχα εγώ στην εξάρτησή μου, σ’ ένα σακκουλάκι. Είχε μέσα και μια αμπούλα ιώδιο. Αυτό ήταν όλο κι όλο.

Όταν το 1948 έφτιανα εκεί στην περιοχή στέκια για προμήθειες φαρμάκων και πληροφορίες, περιέλαβα σ’ αυτά και τον Μπάρμπα Ν.... Δεν του είπα βέβαια τίποτα άλλο παρά μόνο να μας φέρνει κανένα φάρμακο, προκάκια, κλωστές και τέτοια όταν του στέλναμε λεφτά. Μας εξυπηρέτησε πολλές φορές τίμια και καθαρά. Το βασικό όμως είναι ότι τον είχαμε στέκι. Αυτός δούλευε και μας εξυπηρετούσε πάνω σε προσωπική βάση. Δηλαδή γνώριζε εμένα, το Γιαλαμά, τον εξάδερφό μου Βασίλη, τον Καλαμάτα, το Βλάχο, τους Μπουντουναίους. Και μεις ποτέ δεν του κάναμε κουβέντα για οργάνωση κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά δεν γλύτωσε από τους μάυδες. Τον τσάκισαν με το ξύλο, χωρίς να έχουν τίποτε ενοχοποιητικό. Αυτό τον πεισμάτωσε και δέθηκε ακόμη πιο πολύ μαζί μας. Προσέφερε πολλά σε μας μ’ αυτήν τη βοήθεια. Ένα στέκι το 1945 και το 1949 ήταν ένα γερό στήριγμα.

Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι του. Είχε παιδιά μικρά και κινδύνευαν κι αυτά. Μας καλοδέχτηκε. Πήραμε πληροφορίες. Μας έδωσε και τρόφιμα. Μας είπε ότι μας περίμενε. Είχε δει κινήσεις στη γελαδοσπηλιά. Μας είχε δει και κάποιος άλλος και του το είπε. Δε μας κατέδωσε όμως. Όταν φεύγαμε μας είπε να περάσουμε και από άλλα σπίτια, για να μη καταλάβουν ότι πήγαμε μόνο και μόνο γι’ αυτόν. Αυτό κάναμε. Περάσαμε από πέντε -έξι σπίτια και πήραμε ψωμί και τυρί. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Έχει πεθάνει χρόνια τώρα. Κανένας δεν έμαθε μέχρι τώρα την σχέση που είχε μαζί μας. Ο Μπάρμπα Ν.... μας έδωσε και λίγο καφέ, ζάχαρη, μας είπε και τα μαύρα μαντάτα. Στην Τρίπολη σκοτώνουν τους αντάρτες ακόμη και τις Κυριακές. Δεν έλεγε υπερβολές. Εκεί τότε δεν σκότωναν μόνον, όποιος ήθελε τους έκαιγε για να εκδικηθεί.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger