Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 24

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 24

{[['']]}
Αριστερά Παναγιώτης Αναστασόπουλος (Βλάχος) από το χωριό Καρνάσι Μεσσηνίας. Στέλεχος του ΚΚΕ. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Λοχαγός του Δ.Σ.Ε. Επιτελής του Αρχηγείου Μαινάλου. Αυτοκτόνησε το Μάρτη 1949 στη θέση Αρκακωτή στο Μαίναλο, όταν κυκλώθηκε από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Στο μέσο: Ελένη Πάισιου στέλεχος ΕΠΟΝ Γορτυνίας, μαχήτρια Δ.Σ.Ε. αρχηγείου Μαινάλου, από το χωριό Βυζίκι Γορτυνίας, αδερφή των Νίκου και Τάχη. Δεξιά: Λάζαρος Καστραντάς από την Τρίπολη, αποφ. Γυμνασίου, στέλεχος της ΕΠΟΝ. Πολιτικός Επίτροπος Λόχου του Δ.Σ.Ε. Σκοτώθηκε το Μάη 1949 στο χωριό Άνω Καρυές Μεγαλόπολης.

Διάλυση του Αρχηγείου Μαίναλου

Εκεί στη Δίβριτσα έμαθα τα νέα για την καταστροφή του Πέρδικα. Με είχανε φάει τα φίδια γιατί όταν περνούσα τον Λάδωνα ακούσαμε αεροπορία πέρα κατά την Κερπινή και γιατί έπρεπε να έχει φθάσει σε κείνα τα μέρη πρώτα από μένα, αφού εγώ καθυστέρησα στο Μαίναλο. Όπως μου τάλεγε ο μπακάλης η καταστροφή ήταν πλήρης. Εγώ όμως επειδή ήξερα ότι τα παραλένε πίστευα ότι δεν χάθηκαν όλοι. Κι όμως η καταστροφή ήταν πλήρης γιατί μετά την διάλυση στην χαράδρα του Βαλτεσινίκου όσοι γλύτωσαν, σκοτώθηκαν και πιάστηκαν στο Ανατολικό Μαίναλο κοντά στη θέση Αρπακωτή πάνω από το χωριό Λεβίδι.

Δεν ξέρω ακριβώς τη θέση που έγινε το κακό γιατί δεν βρήκα κανέναν που να μου δώσει ακριβή στοιχεία. Αυτοί που ήταν εκεί κι επέζησαν μου είπαν πολλά, αλλά για την θέση δεν μου έδωσαν ακριβώς που είναι. Αλλοι μου έλεγαν στο δρόμο από Βλαχέρνα - Αρπακωτή κι άλλοι στο δρόμο από Λεβίδι - Αρπακωτή. Όταν μετά από ένα μήνα περίπου αντάμωσα τον Πέρδικα, μου είπε πως έτρεξαν τα γεγονότα. Όταν χωρίσαμε στο Μαίναλο, αυτός τράβηξε για το Ανατολικό Μαίναλο και πριν περάσει πέρα δεν σταμάτησε στο Χρυσοβιτσιώτικο όπως είχαμε συνεννοηθεί. Γι’ αυτό δεν τον βρήκαν οι σύνδεσμοι που έστειλα για να του πουν τις πληροφορίες που μάζεψα, για την κατάσταση μέσα στο δάσος. Ακόμη του πρότεινα να γυρίσει πίσω να περάσουμε μαζί. Πέρασε λοιπόν στο Ανατολικό Μαίναλο κι από κει κατέβηκαν για τα χωριά Αγρίδι και Πράσινο.

Εκεί έμαθαν πως οι χίτες του χωριού πήραν όπλα από το στρατό. Αποφάσισαν λοιπόν, δηλαδή ο Πέρδικας και ο Γιώργης Κάπας ή Σπυρόπουλος, που ήταν επίτροπος, να χτυπήσουν τους χίτες στο χωριό Πράσινο. Ο τσοπάνης που τους έδωσε τις πληροφορίες και στου οποίου τα καλύβια έμειναν όλη μέρα, τους είπε ότι εκεί δεν υπάρχει στρατός. Υπήρχε όμως στρατός στα Μαγούλιανα και στου Δάρα όπως και στην Βυτίνα και την Κερπινή.

Παρ' όλα αυτά, δηλαδή παρά το γεγονός ότι γύρω -γύρω ήταν στρατός αυτοί αποφάσισαν να χτυπήσουν τους χίτες του χωριού. Μόλις νύχτωσε μπήκαν στο χωριό, χτύπησαν τους χίτες, αφόπλισαν μερικούς απ’ όσους έπιασαν και οι άλλοι σκόρπισαν γύρω από το χωριό. Όπως ήταν επόμενο ειδοποιήθηκε ο εχθρός ο οποίος κινήθηκε από παντού. Δάρα - Βλαχέρνα - Γλόγοβα - Κερπινή - Μαγούλιανα - Βυτίνα - Βαλτεσινίκου. Ο Πέρδικας ήταν καταδικασμένος. Από βόρεια και βορειοδυτικά ήταν ο Λάδωνας, από ανατολικά - βορειοανατολικά και νότια κινούνταν τουλάχιστον 5 λόχοι στρατού χώρια οι χωροφύλακες και οι χίτες. Μια οδός σωτηρίας υπήρχε. Όλη την νύχτα, άνετα να γύριζε πίσω και να περνούσε στο Ανατολικό Μαίναλο. Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατάληξε κι αυτός. Όταν μετά τη διάλυση ξανασυναντηθήκαμε στο Μαίναλο συζητήσαμε για την επιχείρηση στο χωριό Πράσινο και πολλές φορές για όλες τις ενέργειές μας. Αυτό που γράφω δεν είναι μόνο δικά μου συμπεράσματα.

Αντί να κάνει αυτό έκαμε ακριβώς το αντίθετο. Κάθισε όλη τη νύχτα στο χωριό. Ετοίμασαν φαγητό, έφαγαν με την ησυχία τους και το πρωί μόλις φώτησε καλά ξεκίνησαν για την Κερπινή. Η ημέρα ήταν καθαρή κι αυτοί πάνω στο χιόνι άσπριζαν σαν τις μύγες. Μόλις βγήκαν από το χωριό τους χτύπησαν αυτοί που είχαν κινηθεί από την Γλόγοβα. Πήραν την κορυφογραμμή. Εκεί τους χτύπησαν αυτοί που είχαν κινηθεί από την Κερπινή - Μαγούλιανα - Βυτίνα. Μέχρι τις 11 π.μ. καλά τα κατάφερναν, μάχονταν ακολουθώντας την κορυφογραμμή προς τα Μαγούλιανα. Ήρθαν όμως τα αεροπλάνα. Τότε εγκατέλειψαν την κορυφογραμμή και πήραν την χαράδρα που οδηγεί κάτω από το χωριό Βαλτεσινίκου.

Πήγαιναν ωραία και νόμιζαν ότι ξέφυγαν. Βάδιζαν όμως στην καρμανιόλα. Ο εχθρός τους είχε δει και ειδοποίησε τις δυνάμεις του που ήταν στο χωριό Βαλτεσινίκου κι έκλεισαν το στόμιο της χαράδρας. Σε κάποια στιγμή που είχαν μπει καλά στο μαντρί, τους φώναξαν από γύρω - γύρω να παραδοθούν. Τότε έγινε ο σκοτωμός. Κανένας δεν ήθελε να παραδοθεί. Άλλοι όρμησαν μπροστά για να βγουν από τη χαράδρα κι άλλοι πήραν τις πλαγιές της χαράδρας για να βγουν πάλι στην κορυφογραμμή, που την είχε πιάσει τώρα πια ο εχθρός. Άλλοι σκοτώνονταν, οι τραυματίες αυτοκτονούσαν και οι γεροί πολεμούσαν για να πιάσουν την κορυφογραμμή Εκεί τραυματίστηκε ο Κυριάκος Μπατζάκης από τη Λακωνία κι άλλοι πολλοί. Τέλος καμιά εικοσαριά με τον Παναγιώτη Αναστασόπουλο ή Βλάχο που ήταν επιτελής του Αρχηγείου και τον ΓΙαναγ Κάπα που ήταν επίτροπος του Αρχηγείου κατόρθωσαν να ανατρέψουν τον εχθρό από ένα ύψωμα στην κορυφογραμμή και να το πιάσουν αυτοί. Εκεί μαζεύτηκαν και άλλοι κάπου τριάντα - τριάντα πέντε. Αυτοί από εκεί πέρασαν στο Ανατολικό Μαίναλο και ξενύχτησαν κάπου κοντά στην Αρπακωτή. Όμως είχαν πάθει τράκο γερό.

Ο Κάπας τους είπε αφού ξεκουραστούν να γυρίσουν στο Μαίναλο να βρουν εμένα. Όμως όταν φώτισε δεν έφυγαν, ούτε έκαναν έλεγχο να δουν ποιος λείπει. Κάποιος αντάρτης λιποτάχτησε τη νύχτα. Κατέβηκε νομίζω στο Λεβίδι είπε που είναι οι άλλοι. Έτσι κατά τις έντεκα το μεσημέρι τους μπλοκάρησαν. Σκότωσαν πολλούς και έπιασαν κάμποσους ζωντανούς. Εκεί αυτοκτόνησε ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος ή Βλάχος επιτελής του Αρχηγείου Μαινάλου, από το χωριό Καρνάση Μεσσηνίας. Τους αιχμάλωτους μετέφεραν στο χωριό Αχούρια Τεγέας που είχε την έδρα της μια Ταξιαρχία. Εξακριβωμένες και διασταυρωμένες πληροφορίες λένε ότι ένας από τους αιχμαλώτους ήταν ο Κώστας Κουτσικέλας, καθηγητής Μαθηματικών, έφεδρος ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, στέλεχος του κόμματος, από το χωριό Ζαράκοβα Μαντινείας. Ανεξακρίβωτες πληροφορίες λένε ότι στους αιχμαλώτους ήταν και ο Κώστας Κολίτζας από το χωριό Βλαχέρνα, Μακρονησιώτης που είχε προσχωρήσει στο Δ. Στρατό, και ο. Παναγ Κάππας ή Σπυρόπουλος, στέλεχος του κόμματος, από το χωριό Πεταλίδι. Πιθανόν να είχαν και άλλους αιχμαλώτους, που τα ονόματά τους και η τύχη τους, μου είναι άγνωστα.
Στην έδρα της ταξιαρχίας λοιπόν και με την εποπτεία ανώτερων αξιωματικών ασφαλώς, βασανίστηκαν οι αιχμάλωτοι απάνθρωπα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι και ο Κουτσικέλας και
 Κάπας, αρνήθηκαν να απολογηθούν και περιφρόνησαν τους ιεροεξεταστές τους.
Τα ανθρρωπόμορφα τέρατα κάψανε με βενζίνη ζωντανούς δύο αιχμάλωτους.

Είναι όμως γνωστό πως στις 15 Μάρτη 1949 στις 8 το βράδυ, ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο σταμάτησε στη θέση Πλάτωμα, κοντά στο άλλοτε καμίνι του Κοττη, 400 - 500 μ. μετά τον Αηθανασάκο της Τρίπολης και 30 - 50 μέτρα δεξιά του δρόμου Τρίπολης - Καλαμάτας. Ξεφόρτωσε το φορτίο του που ήταν τυλιγμένο μέσα σε στρατιωτικές κουβέρτες, δύο άνθρωποι κατακερματισμένοι από τα βασανιστήρια. Αμέσως τους περιλούσανε με βενζίνη και τους βάλανε φωτιά. Λαμπάδιασαν και καίγονταν κάμποση ώρα και η τσίκνα από τις ανθρώπινες σάρκες ξαπλώθηκε μακρυά. Οι πυρπολητές πυρώνονταν στη φωτιά και χασκογελούσαν από το ευχάριστο γι’ αυτούς θέαμα. Ηδονίζονταν τα κτήνη από τα τινάγματα, τις αντιδράσεις, τις προσπάθειες που κάνανε οι δύο λαμπαδιασμένοι μάρτυρες για να σωθούν. Αν μετριόταν η διαστροφή, το μίσος, η κακία, αν βαθμολογούνταν το έγκλημα θάπαιρναν άριστα οι πολιτισμένοι παλικαράδες από τη Γερμανοφρειδερίκη. Αυτοί που το μυαλό τους βρίσκεται στο στομάχι τους, και στην καραβάνα έχουν συγκεντρώσει τις αρχές τους και τα ιδανικά τους. Αυτοί μιλάνε για εγκλήματα της αριστεράς και από αυτούς ζητάνε μερικοί τριτοδρομικοί νεόκοποι πολιτικοί να αναγνωρίσουν την αντίσταση. Σα δεν ντρέπονται.

Όταν καταλάγιασε η φωτιά, έριξαν πάνω στα καρβουνιασμένα πτώματα λίγο χώμα και πέτρες και φύγανε. Τη νύχτα στις 16 Μάρτη έβρεξε και το πρωί έπεσε χιόνι. Στις 17 Μάρτη 1949 επισκέφθηκε τα πτώματα ο Εισαγγελέας Τρίπολης με κουστωδία αξιωματούχων. Έδωσε εντολή και ξεθάφτηκαν και φοτογραφήθηκαν από το φωτογράφο Σαλαπάτα. Ρώτησε ο Εισαγγελέας, η περιοχή αυτή που ανήκει κι απάντησε ο Φουντίτσας, που είχε το χάνι εκεί κοντά, ότι ανήκει στο όριο του χωριού Θάνα.
Έτσι κλήθηκαν οι δύο αγροφύλακες του χωριού Θόδωρος Τυ-ροβολάς και Ηλίας Γκορίτσας και θάψανε ότι είχε απομείνει από τους νεκρούς.

Ο Κ. Κουτσικέλας δέχθηκε την προηγούμενη του μαρτυρικού θανάτου του, μια θειά του, στο κρατητήριο του στρατοπέδου. Του πήγε πλυμένα ρούχα από τα οποία μισοδιασώθηκαν από τη φωτιά 3-4 χερομάντηλα φρεσκοσιδερωμένα. Φορούσε πολιτικά ρούχα. Από το σύντροφό του, που φορούσε στρατιωτικά ρούχα, διασώθηκε μικρό τμήμα του χιτώνιου. Ποιος ήταν ο δεύτερος πυρπολημένος νεκρός; Ή ο Παναγ Σπυρόπουλος ή Κάπας, ή ο Κώστας Κολίτζας. Η οικογένεια Κουτσικέλα έχασε το δεύτερο παιδί της. Το πρώτο ο Γιώργης σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά πολεμώντας τους νεοκαταχτητές Άγγλους και τους ντόπιους υποταχτικούς τους. Τις παραπάνω λεπτομέρειες πληροφορήθηκα από επιζώντα αγωνιστή, που κείνη την περίοδο φύλαγε χασάπικα σφάγια στην περιοχή και κρατώ σε ανωνυμία το όνομά του.

Απ’ αυτούς που έκαναν προς τα εμπρός να περάσουν τη χαράδρα, γλύτωσε μόνο ο Πέρδικας. Μόνος του πια πέρασε στο Μαίναλο κι από κει κάθισε κάμποσες μέρες σ’ ένα καλύβι ανάμεσα στα χωριά Βάγγου και Καράτουλα. Μετά από δέκα μέρες μπήκε ξανά στο Μαίναλο και βρήκε τον Γκιουζέλη και τους άλλους που είχαν φθάσει εκεί επιστρέφοντας από το Χελμό. Από το μπακάλη έμαθα νέα για την οικογένεια ενός αντάρτη ομαδάρχη μου που σκοτώθηκε στη Δημητσάνα - Φίλλιπα Αθανασόπουλο τον έλεγαν. Τη γυναίκα του την σκότωσαν γιατί έκρυβε τον κουνιάδο της που ήταν κι αυτός αντάρτης και τον οποίο σκότωσαν. Πήρα από τον μπακάλη και δύο εφημερίδες. Από κει κι ύστερα κατάλαβα ότι η καταστροφή μας είναι μεγάλη και γω τώρα ψάχνω για ψύλλους στ’ άχυρα. Έλπιζα όμως ότι ο Σαρήγιαννης, ο Μανώλης Σταθάκης, ο Γκιουζέλης κ.λπ. θα κρατούσαν ο καθένας γύρω τους πενήντα εκατό αντάρτες για μαγιά, για να ξαναφτιάσουμε και πάλι την μεραρχία.

Ήταν όμως όνειρα, όνειρα ενός αμετανόητου ονειροπόλου που δεν ήθελε να δει την πραγματικότητα και δεν ήθελε να καταλάβει ότι μια καθοδήγηση που παραδίνει σαράντα χιλιάδες εξοπλισμένου στρατού, δηλαδή τον ΕΛΑΣ, δεν μπορεί, δεν είναι ικανή να νικήσει όσους στρατούς και νάχει. Απλούστατα γιατί είναι ανίκανη. Δεν είναι υπερβολή αυτό. Ένα μόνο φτάνει να λογαριάσετε ότι αρχιστράτηγο είχαμε το Μάρκο Βαφειάδη, που ήρθε καλοφαγωμένος και καλοπερασμένος, μετά από τριάντα χρόνια και χωρίς πολλά - πολλά, βρήκε αμέσως τη λύση για σήμερα και μας λέει να πιαστούμε από την ουρά του διαβόλου για να βγούμε από την κόλαση δηλαδή, να γίνουμε ουρά του Παπαντρέα για να λευτερωθούμε από την Αμερικανοκρατία. Αυτός κι αν είναι Αρχηγός και Πρωθυπουργός. Μετά από πενήντα χρόνια αγώνα βρήκε τον τρίτο δρόμο. Το σωστό δρόμο και μας καλεί να ακολουθήσουμε κι εμείς. Αυτός ήταν ηγεσία τότε. Άμα χάνεται η ντροπή όλα είναι επόμενα. Τώρα εγώ περίμενα να ξαναφτιάσουμε μεραρχία. Τόσο μυαλό είχα!

Από το χωριό Δίβριτσα ή Δήμητρα ακολούθησα το δρόμο που πάει παράλληλα με το ποτάμι το Λάδωνα. Ήταν ένα μονοπάτι ξέχιονο και θα έβγαινα γρηγορότερα στο δάσος ανάμεσα στα χωριά Ράχες και Μοναστηράκι. Τα άλλα δρομολόγια ήταν ασύμφορα. Το ένα ήταν ο αμαξωτός Βάχλια - Δίβριτσα - Κοντοβάζαινα - Βούτσι - Μοναστηράκι. Αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί οπωσδήποτε θα είχαν φυλάκια τοποθετήσει στρατός ή η χωροφυλακή. Το άλλο ήταν από τα βουνά, εκεί όμως ήταν χιόνια και θα χανόμασταν. Έτσι το δρομάκι αυτό ήταν ότι χρειάζονταν.

Ακολουθήσαμε το μονοπάτι και γρήγορα - γρήγορα για να μη μας πάρει η μέρα. Τα φωτήματα φθάσαμε σε κάτι υψωματάκια κάτω από το χωριό Μοναστηράκι. Δεν προλαβαίναμε να μπούμε στο δάσος. Προτίμησα να καλυφθώ εκεί μέσα στα καλύβια. Τοποθέτησα μια διμοιρία σ’ ένα καλύβι που βρίσκονταν λίγο κάτω από την κορυφή του υψώματος. Η σκεπή του καλυβιού ήταν στο ίδιο ύψος με την κορυφή. Ανοίξαμε τρύπες στην αστράχα του καλυβιού κι από τις τρύπες ελέγχαμε την κορυφή. Η απόσταση ήταν τριάντα μέτρα περίπου. Αν στην κορυφή του υψώματος εμφανίζονταν εχθρός αλίμονο του. Μέσα από το καλύβι θα τον σάρωναν. Το άλλο τμήμα το τοποθέτησα πιο κάτω στο άλλο καλύβι. Έδωσα εντολή να ανάψουν φωτιά για να πέσει θράκα γιατί όταν θα φώτιζε καλά οι φωτιές θα έσβηναν για να μη μας προδώσει ο καπνός. Φοβόμουν ακόμη και το λιώσιμο του χιονιού στη στέγη αλλά τι να έκανα. Όλα αυτά τα σημάδια οι χωρικοί τα προσέχουν.

Είχα όμως ένα ατύχημα. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι έλειπε ένας αντάρτης. Είχε ξεκοπεί, είχε μάλλον λιποταχτήσει. Δεν μπορούσαμε όμως να εξακριβώσουμε σε ποιό σημείο της διαδρομής ξεκόπηκε. Αν ήταν μακρυά από το σημείο που σταματήσαμε, το πράγμα έπαιρνε θεραπεία. Αν όμως έφυγε από κει κοντά τότε, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Θα είχαμε χορό. Τι να έκανα όμως τώρα πια; Για καλύτερα έστειλα μια ομάδα σ! ένα τρίτο καλύβι απέναντι. Έτσι σχηματίσαμε τρίγωνο. Φώτισε καλά. Φάγαμε ψωμί και τυρί και οι αντάρτες κοιμήθηκαν.

Κατά τις δέκα η ώρα με ειδοποίησε το παρατηρητήριο ότι απέναντι στο Σπαθαρέικο βουνό είδε κινήσεις. Είδα και γω από την τρύπα. Έκαναν εξερεύνηση. Ήταν πέρα από το Λάδωνα και δεν ανησύχησα. Ήταν αδύνατο να περάσουν το ποτάμι. Κατά τις έντεκα όμως έρχεται τρέχοντας από το πάνω καλύβι ένας αντάρτης και μου λέει ότι στην κορυφή του υψώματος ανέβηκαν δύο στρατιώτες. Κατάλαβα ότι ανέβαιναν από το Τουμπίτσι κι άλλοι. Τον έστειλα πίσω και του είπα να πει στο διμοιρίτη να κάνει αυτό που του είπα. Σήκωσα όλους στο ποδάρι. Περίμενα να πέσει η πρώτη ντουφεκιά και να πεταχτούμε από το καλύβι για να πιασουμε τα υψώματα. Περίμενα όμως και ντουφεκιά δεν ακούγονταν. Καμιά φορά βλέπω τη διμοιρία και κατέβαινε τρέχοντας προς τα μας. Ο διμοιρίτης Πώργης Παρασκευόπουλος από το χωριό Γαρδίκι της Μεγαλόπολης, έκανε μια βλακεία. Άφησε μέσα στο καλύβι τρεις αντάρτες να χτυπήσουν κι αυτός με τους υπόλοιπους έρχονταν κάτω.

Βγήκα έξω και έδωσα διαταγή να γυρίσει πίσω και να κάνει έφοδο στο ύψωμα. Ήταν όμως αργά, πάνω στο ύψωμα φάνηκαν δέκα - δεκαπέντε άνδρες του εχθρού οι οποίοι κοίταζαν σαν χαζοί πέρα προς το δάσος. Εμάς που είμασταν εκατό μέτρα πιο κάτω δεν μας έβλεπαν. Τους χτυπήσαμε πρώτοι. Τους ρημάξαμε. Χάθηκαν από το ύψωμα. Το πιάσαμε εμείς. Μετά αναπτύχθηκε ο λόχος κι έπιασε όλα τα υψώματα. Είχαν χτυπηθεί τρεις φαντάροι αλλά είχαν πέσει στην πλαγιά και κουτρουβάλησαν προς τα κάτω. Μάλλον δεν ήταν νεκροί. Φοβόμουν μήπως κινηθεί ο εχθρός από το χωριό Μοναστηράκι αλλιώς θα τους κυνηγούσαμε.

Δεν σταμάτησα καθόλου. Ο λόχος αναπτυγμένος κινιόταν πια μέρα, με κατεύθυνση το δάσος. Από τα χωριά Βούτσι και Μοναστηράκι ακούστηκαν ντουφεκιές. Εγώ κινιόμουν γρήγορα δυτικά και λοξά να μπω στο δάσος. Εκεί δεν φοβόμουν τίποτα. Ο κουμαρόλογγος είναι αδιάβατος. Για να περάσεις μέσα πρέπει ν’ ακολουθήσεις το μονοπάτι. Αλίμονο σ’ αυτόν που θα κάνει την κουταμάρα να μπει στο μονοπάτι. Δεν βλέπει γύρω του ούτε μπροστά του πάνω από πέντε μέτρα. Θα τους χτυπάγαμε στο φύλαγμα σαν να ήταν λαγοί.

Τελικά χωρίς απρόοπτα φθάσαμε στην άκρη του δάσους. Εκεί σταματήσαμε. Έστειλα μια περίπολο να ερευνήσει το δρόμο από Ράχες. Καθώς όμως καθόμασταν, μια κοπέλα έβγαλε κάτι στριγγλιές. Έτρεξα κοντά της κι αυτή τρομαγμένη μου έδειξε τις πατούσες ενός ανταρτάκου, του πιο μικρού στο λόχο. Κολοβός λέγονταν από τη Λακωνία. Η κουβέρτα που είχε τυλίξει τα πόδια του είχε λυώσει στις πατούσες και είχε φαγωθεί το κρέας μπροστά στα δάχτυλα και φαίνονταν τα νεύρα και τα κόκαλα. Το αίμα έβγαινε λίγο - λίγο, τώρα που σταμάτησε να περπατά. Κατάλαβα τι είχε γίνει. Έδιωξα την κοπέλα και ρώτησα τον ανταρτάκο αν πονά. Μου απάντησε ότι δεν πονά αλλά τα πόδια του είναι βαριά και μουδιασμένα και δεν μπορεί να βαδίσει. Ήταν φοβερό το θέαμα.

Φώναξα το νοσοκόμο. Τα έδεσε και μετά μου είπε ότι είναι αδύνατο να βαδίσει. Πρέπει κάπου να τον αφήσουμε γιατί θα πεθάνει από το κρύο ακίνητος. Τον πήραν τέσσερις αντάρτες και τον κατέβασαν κάτω στη ρεματιά. Εκεί ήταν ένα μαντρί με σπίτι. Τον έβαλαν μέσα, του άναψαν φωτιά, του άφησαν τρόφιμα και του είπαν ότι αν βρούμε χωριό ανοιχτό, θα γυρίσουμε να τον πάρουμε. Αν έρθει ο τσοπάνης, να του πει ότι θα γυρίσουμε να τον πάρουμε και να μην τον πειράξει. Αυτά ήταν όλα υποσχέσεις. Αν βέβαια οι Ράχες ήταν ανοιχτές, θα τον παίρναμε και θα τον εμπιστευόμασταν σε κάποιο να τον περιποιηθεί. Αν όμως δεν ήταν ανοιχτές, σε δύο - τρεις μέρες αυτός θα προσπαθούσε
να φύγει και θα έπεφτε στο δρόμο. Δέχτηκε τη λύση με ανακούφιση. Δεν μπορούσε πια να βαδίσει.

Δυστυχώς την άλλη μέρα, όπως μάθαμε, τον βρήκε ο στρατός και τον κατέβασε στο Τουμπίτσι κι εκεί τον σκότωσαν. Αυτή ήταν η βοήθεια που πρόσφεραν σ’ έναν τραυματία, μικρό παιδί, ανίκανο να σταθεί όρθιο. Εμείς όμως περιποιηθήκαμε τους τραυματίες τους στα Καλάβρυτα, στα Τρόπαια κι αλλού, ας είμασταν «συμμορίτες» Ήταν ο δεύτερος αντάρτης που αφήναμε στο έλεος του εχθρού. Ο θάνατος ήταν συνηθισμένο γεγονός, η εγκατάλειψη όμως μας έσπαγε το ηθικό.

Μπήκαμε βαθιά στο δάσος. Καθώς προχωρούσαμε είδαμε μέσα στα κλαδιά δύο σιλουέτες. Σταματήσαμε. Έπεσαν πάνω μας. Ήταν δύο ξεκομένοι αντάρτες. Ο Νίκος Πανταζόπουλος ή Τηλέμαχος από το χωριό Πεταλίδι της Μεσσηνίας και ο Σπύρος Γιανναράς από το χωριό Πιάνα της Μαντινείας. Ο Γιανναράς ήταν ένα φάντασμα κι όχι άνθρωπος. Ήταν παιδί 17 χρονών κι έμοιαζε εκατό χρονών γέρος. Ήταν σχεδόν γυμνός και τελείως ξυπόλητος. Φοβήθηκα ότι θα πεθάνει. Δεν μπορούσε ούτε το όνομά του να πει. Έβαλα μια κοπέλα και του έραψε πάνω στα γυμνά πόδια του δύο κομμάτια κουβέρτα και το άλλο ρετάλι το πήρε για μαντύα. Ευτυχώς αυτοί μας έδωσαν χρήσιμες πληροφορίες. Κατατοπίστηκα καλά για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή. Στη χώρα ήταν στρατός το ίδιο και στο Μοναστηράκι. Είχαν πιάσει τη γέφυρα στο Τουμπίτσι. Επίσης στο χωριό Ντάρτιζα πέρα από τον ποταμό Ερύμανθο ήταν μια διλοχία. Στο δάσος έμπαιναν κάθε δεύτερη μέρα αλλά το βράδυ έφευγαν. Οι Ράχες ήταν ανοιχτές πότε - πότε τη μέρα, τη νύχτα όμως έπιαναν το νεκροταφείο στην είσοδο του χωριού. Απ’ όλα αυτά κατάλαβα ότι εκεί γύρω πρέπει να υπάρχουν σκόρπιοι κι άλλοι.

Νύχτωσε και μεις πήγαμε να βρούμε κανένα καλύβι να μείνουμε. Βρήκαμε τα καλύβια στα Χάνια, στο δρόμο για το Μοναστηράκι. Βγάλαμε καλά τη νύχτα. Δύο ώρες νύχτα μπήκαμε στο δάσος. Τραβήξαμε βαθιά μέσα στον κουμαρόλογγο. Τη μέρα πότε έριχνε χιόνι και πότε το γύριζε στη βροχή. Εμείς έξω στο ύπαιθρο όλη μέρα. Την άλλη μέρα έστειλα μια περίπολο στις Ράχες με τον Ορέτη Οικονομάκο, Βρήκαν το χωριό ανοιχτό αλλά οι χωρικοί μόλις τους είδαν κλείδωσαν τις πόρτες. Τελικά πήραν πληροφορίες και μια τεψόπιττα ψωμί. Την άλλη νύχτα τη βγάλαμε στο ύπαιθρο. Ανάψαμε φωτιές μέσα σε κάτι μισογκρεμισμένα σπίτια που δεν είχαν σκεπή γιατί την είχε χαλάσει ο στρατός. Όταν φώτισε ξαναμπήκαμε στον κουμαρόλογγο.

Αποφάσισα να γυρίσω πίσω για το Μαίναλο - Πάρνωνα. Κάλεσα τις διοικήσεις των διμοιριών και το συζητήσαμε. Συμφώνησαν όλοι γιατί είχαν κουραστεί πια να ψάχνουμε για τη διοίκηση της Μεραρχίας. Ο Πέρδικας και ο Μπουραζάνης μετά από απανωτές μάχες διαλύθηκαν, το ίδιο και ο Βρεττάκος. Το ραντεβού λοιπόν χάλασε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Θα γυρίζαμε στο Μαίναλο. Όλοι οι ξεκομένοι από τη Βόρεια Πελοπόννησο θα περνούσαν από το Μαίναλο, για να πάνε στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Έτσι μείναμε σύμφωνοι. Δεν θα ακολουθούσαμε το δρομολόγιο που ήρθαμε. Θα πηγαίναμε από την Ηραία που ήταν ξέχιονο. Εκείνη την ημέρα ο καιρός καθάρισε. Πιάσαμε τον ήλιο και λιαζόμασταν. Σε μια στιγμή είδαμε πέντε γουρούνια να βόσκουν στην πλαγιά. Ωραία λοιπόν. Μόλις μαζέψει η ημέρα θα τα σκοτώσουμε για να χορτάσουμε κρέας. Αυτή η ιδέα μας ζέστανε περισσότερο και οι αντάρτες άρχισαν τα καλαμπούρια. Το στόμα μας γέμιζε σάλια με τη σκέψη ότι θα έχουμε το βράδυ μπριζόλες χοιρινές. Δυστυχώς όμως κατά τις τέσσερις το απόγευμα τα γουρούνια χάθηκαν. Απογοητευτήκαμε όλοι. Καλύτερα να τα χτυπούσαμε κι ας γίνονταν ότι ήθελε.

Συνάντηση με τη Διοίκηση της Μεραρχίας

Καθώς ερευνούσαμε για τα γουρούνια, είδαμε μέσα στο δάσος δύο - τρεις σιλουέτες. Στήσαμε καρτέρι. Τους κάναμε τσακωτούς. Ήταν δικοί μας. Ήταν ο Νίκος Ζώταλης από τη Λακωνία διοικητής λόχου κι άλλοι δύο. Ο Ζώταλης μου είπε ότι ο λόχος του διαλύθηκε κι αυτός τώρα γυρίζει από αποστολή που τον είχε στείλει η διοίκηση της μεραρχίας. Επιτέλους έπαιρνα επαφή με τη διοίκηση της μεραρχίας. Μου είπε ότι ο Γκιουζέλης, ο Κονταλώνης και ο Μπασακίδης με δύο ομάδες της σχολής αξιωματικών και μερικούς άλλους βρίσκονται εδώ κοντά και το βράδυ θα κατέβουν σε κάποια καλύβια κοντά στο ποτάμι. Εκεί έχουν δόσει ραντεβού. Χάρηκα πολύ. Ανακουφίστηκα. Χάρηκα γιατί έφερα σε πέρας την αποστολή μου. Ανακουφίστηκα γιατί θα έβγαινα από τις σκοτούρες. Γρήγορα όμως θα μετάνοιωνα και μάλιστα πικρά. Καλύτερα να μην τους συναντούσα.

Μόλις νύχτωσε άφησα το λόχο στα Χάνια. Έδωσα εντολή να βγουν φυλάκια τρία οπλοπολυβόλα που θα πιάσουν το καθένα από ένα δρόμο, από Ράχες από Μοναστηράκι και από Ντάρτιζα. Κατεβήκαμε με το Ζώταλη στα καλύβια. Εκεί λοιπόν συνάντησα τον Γκιουζέλη και τους άλλους. Όλοι χάρηκαν που με είδαν. Ο Γ κιουζέλης μου είπε: «έλα και συ, έχουμε κι άλλους λοχαγούς εδώ». Δεν κατάλαβα γιατί μου το είπε. Με ρώτησε σε συνέχεια από που ερχόμουν και τι πληροφορίες έχω. Όταν λοιπόν του είπα ότι έφθασα εκεί με το λόχο μου ολόκληρο, πετάχτηκε όρθιος από τη χαρά του. « Έφθασες μ’ όλο το λόχο; Αυτό είναι μεγάλο γεγονός. Όλα τώρα θα αλλάξουν αφού θα έχουμε έναν λόχο ολόκληρο στα χέρια μας». Χάρηκαν και οι άλλοι. Ο Κονταλώνης και ο Μπασακίδης με ρωτούσαν συνεχώς πως, από που πέρασα, τι κατάσταση άφησα κάτω στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο κ.λπ. Αφού με ξελύγωσαν στις ερωτήσεις μου έδωσαν μια καραβάνα κατσιαμάκι, έτσι λέγαμε το σταρένιο χυλό και ρούπωσα λίγο την πείνα μου.

Μετά άρχισαν τη συζήτηση τι πρέπει να κάνουν. Συζητούσαν χαμηλόφωνα πιο πέρα χωριστά. Το καλύβι ήταν στενό και άθελά μου άκουγα μέσες άκρες τη συζήτηση. Υπήρχε διαφωνία μεταξύ Γκιουζέλη - Μπασακίδη - Κονταλώνη. Ο Γκιουζέλης υποστήριζε ότι με τη δύναμη που υπάρχει δηλαδή το λόχο το δικό μου και τις δύο ομάδες της σχολής αξιωματικών, να τραβήξουμε για το Χελμό Κορινθία, να βρούμε το Μανώλη Σταθάκη και να κάνουμε κάτι στη Βόρεια Πελοπόννησο.
Ο Κονταλώνης πρότεινε να πάρει δύο ομάδες και να φύγει για Ταΰγετο - Πάρνωνα και να αναλάβει τη διοίκηση των δυνάμεων των Αρχηγείων Ταϋγέτου - Πάρνωνα και των δυνάμεων της 55ης Ταξιαρίας που είχαν μείνει εκεί, δηλαδή μια δύναμη από πέντε περίπου λόχους συνολικά. Η διοίκηση της Μεραρχίας με το δικό μου λόχο να ελιχθεί στην Κεντρική Πελοπόννησο δηλαδή Μαίναλο - Ολυμπία - Ορεινή Ηλεία και να προσπαθήσει να πάρει επαφή με τη διοίκηση της άλλης Ταξιαρχίας του Σαρήγιαννη και τα Αρχηγεία Ηλείας - Αχαΐας και Κορινθίας όταν κοπάσει ο χειμώνας. Την ίδια γνώμη είχε και ο Μπασακίδης. Ο Γκιουζέλης όμως επέμενε. Σε μια στιγμή άκουσα τον Μπασακίδη να λέει: «Τόχω παράπονο συναγωνιστή Μέραρχε που δεν με άκουσες μια φορά». Αυτή ήταν μέσες - άκρες η συζήτησή τους.

Κάποτε φώναξαν και μένα. Με ρώτησαν ξανά για διάφορα πράγματα. Ιδιαίτερα για την κατάσταση που υπάρχει στον Πάρνωνα - Ταΰγετο - Μαίναλο - Γορτυνία. Τους επανέλαβα τα ίδια, δηλαδή ότι η πύκνωση των εχθρικών βάσεων είναι τρομερή, ότι ο εχθρός έχει αποκαταστήσει το οδικό δίκτυο και κινείται γρήγορα, ότι έχει δυνάμεις διαθέσιμες να τις κινεί σ ’ όλο το χώρο, ότι οι οργανώσεις μας διαλύθηκαν, ότι δεν υπάρχει ούτε ένα κέντρο πληροφοριών και ότι τρόφιμα μόνο με επιχείρηση σε χωριά μπορούμε να προμηθευτούμε. Ακόμη τους είπα ότι τα βουνά έχουν πολύ χιόνι και μόνο αν παγώσει μπορεί να περάσει απ ’ ορισμένα μέρη κάποιος.

Εκείνο που τόνισα περισσότερο ήταν ότι τα τμήματα που βρίσκονται στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο ουσιαστικά είναι χωρίς διοίκηση. Πρέπει να πάει κάποιος κάτω ή ο Μπασακίδης ή ο Κονταλώνης. Ο Γκιουζέλης σαν να μην τάκουσε όλα αυτά με ρώτησε: «Τι λες από που μπορούμε να περάσουμε στην Κορινθία;». Εγώ του απάντησα: «Μέχρι το Χελμό μπορούμε να πάμε. Να κινηθούμε όμως στο Χελμό είναι αδύνατο. Ο Χελμός έχει βασικά δύο περάσματα. Το διάσελο του Κυνηγού και το διάσελο της Τριανταφυλλιάς που μπορεί να περάσουμε τώρα το χειμώνα. Αυτά τα διάσελα θα είναι σίγουρα πιασμένα. Το άλλο βουνό, τώρα δεν πατιέται. Δεν είναι σαν το Μαίναλο ή τον Πάρνωνα». Πάλι ήταν σαν να μην άκουσε τι του απάντησα και ρώτησε: «Σε μια βραδιά φθάνουμε στο Χελμό;». Του απάντησα ότι τώρα έτσι όπως έχουν τα πράγματα από την Κάπελη για να φθάσουμε στο Χελμό θα μας πάρει τέσσερις νύχτες. Μου είπε ένα καλά και μετά συμπλήρωσε ότι δεν με χρειάζονται τίποτε άλλο. Καινούργιος καυγάς, ας πούμε μεταξύ τους. Τελικά επικράτησε αυτό που έλεγε ο Γκιουζέλης.

Με φώναξαν και μου είπαν να γυρίσω στο λόχο μου κι αύριο βράδυ θα συναντηθούμε στα Χάνια. Ο Κονταλώνης μου είπε να πάρω σοβαρά μέτρα ασφαλείας γιατί όπως φαίνεται τα Χάνια δεν τα έχουν κάψει, για να παγιδεύσουν τους αντάρτες. Κάθε τόσο κάνουν μπλόκο. Του απάντησα ότι έχω πάρει τέτοια μέτρα, που δεν υπάρχει περίπτωση να με αιφνιδιάσουν. Έχω βγάλει φυλάκια και στους τρεις δρόμους με στοιχεία οπλοπολυβόλου. Ακόμη εγώ ακολουθώ την τακτική δύο ώρες νύχτα να αλλάζω τόπο και λημέρι. Έτσι χωριστήκαμε.

Γύρισα στο λόχο. Μαζί μου ήρθε και ο Βασίλης Παπαβασιλείου διοικητής λόχου της Ταξιαρχίας του Σαρήγιαννη. Ο λόχος του είχε διαλυθεί κι είχε μείνει με δύο - τρεις. Ακολουθούσε τη διοίκηση της Μεραρχίας. Η ώρα ήταν μεσάνυχτα. Μόλις βγήκαμε από το καλύβι ο καιρός ήταν χάλια. Τσακιστήκαμε να βγούμε πάνω. Όταν έφθασα στα Χάνια όλα ήταν εντάξει. Τα φυλάκια αγρυπνούσαν, το ίδιο και οι σκοποί στον καταυλισμό. Μπήκα μέσα στο χάνι και χάρηκα τη ζεστασιά.

Οι αντάρτες είχαν στεγνώσει και κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Ο επίτροπος του λόχου ο Γιώργης Συρεγγέλας, μου έδωσε δύο δάχτυλα κυρήθρα μέλι, που είχαν βρει οι αντάρτες εκεί γύρω, σε κάτι κυψέλες. Συζητήσαμε μαζί κάμποσο. Του είπα τα καθέκαστα. Και οι δυό ανησυχήσαμε με την περίπτωση να τραβήξουμε στο Χελμό. Τα νύχια μας ακόμη δεν είχαν ζεσταθεί από το ξεπάγιασμα πάνω στα βουνά και τώρα πάλι θα παίρναμε τις κορυφές. Είχαμε και τέσσερις ξυπόλητους με κουβέρτες στα πόδια και ο νοσοκόμος του λόχου ο Αντώνης είχε πάθει κρυοπαγήματα. Κουβεντιάζοντας η ώρα πήγε τρεις. Έπεσα να κοιμηθώ. Ζαλίστηκα από τη φωτιά. Είπα στον επίτροπο να με ξυπνήσει στις πέντε για να φύγουμε.

Πότε κοιμήθηκα δεν το κατάλαβα. Σε μια στιγμή είδα στ’ όνειρο ότι κάποιος πήρε ένα δαυλί και μου έκαψε το πόδι. Και ταυτόχρονα μου είπε: «Άντε σήκω φύγε από δω μέσα. Τσακίσου γιατί θα σε κάψω». Πετάχτηκα τρομαγμένος επάνω. Το παπούτσι μου έκαιγε γιατί ήταν πολύ κοντά στη φωτιά. Κοίταξα γύρω μου. Όλοι κοιμόντουσαν εκτός από τον επίτροπο που κάθονταν σαν σκύλος και είχε βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Κοίταξα την ώρα. Ήταν πέντε και μισή. Έβαλα τις φωνές στον επίτροπο γιατί δεν με ξύπνησε. Φώναξα τον επιλοχία να ξυπνήσουν όλοι αμέσως. Μια - μια ομάδα γρήγορα να βγαίνει εξω και να πιάνει θέσεις.

Ο επιλοχίας ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Όπως μου είπε αργότερα η όψη μου ήταν αλλόκοτη. Σαν να είχα τρελαθεί. Όπως πετάχτηκα από τον ύπνο, αγουροξυπνημένος, αναμαλιασμένος και ξεσκούφωτος πραγματικά έμοιαζα σαν τρελός. Ώσπου να ετοιμαστούν οι αντάρτες, βγήκα στην αυλή και τσακωνόμουνα με τον επίτροπο. Αυτός επέμενε ότι με ξύπνησε. Ότι σηκώθηκα πάνω, κάθισα λίγο και μετά του είπα: «καλά ας ξεκουραστούμε λίγο». Αυτό το επιβεβαίωσε και ο επιλοχίας. Μετά γύρισα και κοιμήθηκα. Ήταν φανερό πια ότι εγώ δεν είχα ξυπνήσει και ότι είπα, τόπα κοιμισμένος μ’ ανοιχτά μάτια.

Όταν πια είχε βγει όλος ο λόχος έξω στην αυλή, ήρθε ένας αντάρτης από το στοιχείο του οπλοπολυβόλου, που φύλαγε το δρόμο που έρχονταν από το χωριό Ντάρτιζα. Ανέφερε ότι ακούγονται βήματα πολλά ν’ ανεβαίνουν την ανηφόρα. Σκέφτηκα μήπως είναι οι δικοί μας δηλαδή ο Γκιουζέλης και οι άλλοι. Όμως κάτι τέτοιο δεν μου είπαν. Του είπα να τους χτυπήσουν. Τρέχοντας όμως ο αντάρτης έκανε φαίνεται θόρυβο. Τον άκουσαν. Ρώτησαν ποιος είναι. Είπαν κι αυτοί το σύνθημά τους χωρίς να πάρουν απάντηση από τους δικούς μας. Νόμισαν ότι παράκουσαν και ξαναπροχώρησαν. Αυτοί δεν είπαν σύνθημα κανονικό. Είπαν: «Εδώ δεύτερος λόχος». Νόμισαν ότι οι άλλοι λόχοι, οι δικοί τους, είχαν φθάσει από τις Χώρες ή το Μοναστηράκι, πιο μπροστά απ’ αυτούς. Οι δικοί μας τους χτύπησαν γεμάτα, με μικρές ριπές. Ακούσαμε φωνές. Δεν μας απάντησαν αμέσως. Τραβήχτηκαν πίσω χαμηλά κι άρχισαν να βάζουν δαιμονισμένα. Παραλίγο να μας κάνουν, έτσι στα τυφλά όπως έβαζαν, μεγάλη ζημιά. Μας γλύτωσε ένα τουμπάκι που το κατάφαγαν με τις ριπές.

Απόσυρα τα φυλάκια και τράβηξα για τον κουμαρόλογγο. Εκεί θα ήμουνα ασφαλισμένος. Ώσπου να προχωρήσουμε εκατό μέτρα, έφθασαν κι από το χωριό Μοναστηράκι κι άρχισαν να ρίχνουν φωτοβολίδες και ριπές στον αέρα σχεδόν. Καθώς βαδίζαμε γρήγορα στο δρόμο για το χωριό Ράχη κι ενώ δεν είχαμε προλάβει να λοξοδρομήσουμε μέσα στις κουμαριές, τρακαριστήκαμε ή μάλλον έπεσε πάνω μας ένας λόχος που έρχονταν από τις Ράχες. Τους ακούσαμε πρώτοι και σταματήσαμε. Ο μισός λόχος είχε λοξοδρομήσει δεξιά. Ο υπόλοιπος βάδιζε ακόμη στο δρόμο. Τους χτυπήσαμε πρώτοι. Πρέπει να έπαθαν ζημιά. Ο δρόμος είναι στενός και χωμένος μέσα στο δάσος. Δεν βλέπεις παρά μόνο πέντε μέτρα μπροστά σου. Ήταν και μισοσκόταδο ακόμη γι’ αυτό χτυπήσαμε σχεδόν κουτουράδα. Με τις ριπές όμως ο μισός λόχος που ήταν ακόμη στο δρόμο, έκοψε αριστερά. Έτσι ο λόχος μοιράστηκε στα δύο. Το ένα τμήμα τόχα εγώ. Το άλλο ο επίτροπος. Το κακό όμως είναι ότι κοπήκαμε κι αυτό μπορούσε να σημάνει πολλά. Τέλος πάντων.

Αφού η ανταλλαγή πυροβολισμών έτσι στα κουτουρού συνεχίστηκε δέκα περίπου λεπτά, χάσαμε την επαφή και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Εγώ, όπως κι από την άλλη μεριά του δρόμου ο επίτροπος, χωθήκαμε βαθιά μέσα στον κουμαρόλογγο, στήσαμε ενέδρα στα δρομάκια και περιμέναμε. Ο εχθρός αφού συνήλθε από τον αιφνιδιασμό, σε καμιά ώρα ξαναπροχώρησε προς τα Χάνια ντουφεκίζοντας στο γάμο του Καραγκιόζη. Έφθασαν στα Χάνια και αφού την έπαθαν, τώρα πια τάκαψαν. Η παγίδα που είχαν στήσει, τσάκωσε τους ίδιους. Γι’ αυτό τάκαψαν. Αφού χαζολόγισαν κάμποσες ώρες, κατά τις δύο πήραν το δρόμο του γυρισμού στις βάσεις τους.

Είχε αρχίσει τώρα πια να χιονίζει. Εμείς ανησυχούσαμε ο ένας για τον άλλον, εγώ για τον επίτροπο και το υπόλοιπο του λόχου και αυτός για μας. Καθόμουνα σ’ αναμένα κάρβουνα. Φοβόμουνα ότι έχασα το μισό λόχο. Φοβόμουνα ότι θα σκόρπισαν. Κι όπως άκουγα όλη την ημέρα το αραιό ντουφεκίδι, νόμιζα ότι εξοντώνουν τους αντάρτες του λόχου μου. Δε με ένοιαζε ποιός έφταιγε που ξεκόπηκε ο λόχος. Αυτό δεν είχε σημασία τώρα πια. Τα σωθικά μου καίγανε από αγωνία.

Μετά τις δώδεκα, πιάσαμε μια σπηλιά κι ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. Είχαμε ξηλιάσει μέσα στο χιόνι. Είδαμε τον εχθρικό λόχο να ανεβαίνει στη Ντάρτιζα. Κοίταξα με τα κυάλια. Δεν κουβαλούσαν ούτε κεφάλια, ούτε αιχμαλώτους. Κουβαλούσαν σε μουλάρια κάτι σαν φόρτωμα. Αυτό κάτι δικό τους ήταν ή τραυματίας ή σκοτωμένος. Αυτό μου έδοσε κάποιο θάρρος. Τέλος νύχτωσε κάποια φορά. Πριν ακόμη σουρουπώσει βγήκαμε στο μονοπάτι. Καθώς βαδίζαμε ακούσαμε τσάχαλο. Ήταν οι δικοί μας. Ανταμώσαμε. Σ’ αυτές τις στιγμές τρέμεις ώσπου να σου πουν τα νέα. Μετά ή κλαις ή συνεχίζεις να χαίρεσαι. Το δεύτερο είναι δύο χαρές, μια που ξαναβρίσκεις τους δικούς σου και μια που τους βρίσκεις όλους.

Τραβήξαμε για τα Χάνια. Ακόμη κάπνιζαν τα ερείπια. Περίμενα εκεί μέχρι να νυχτώσει καλά. Πήγε δέκα η ώρα και δεν είχε φανεί κανένας από τη διοίκηση της Μεραρχίας. Καθίσαμε εκεί και ζεσταινόμασταν με τον καπνό που έβγαινε από το καμένο Χάνι. Ποιος ξέρει πόσοι και πόσοι εκεί μέσα δεν έσβησαν τη δίψα τους τις μέρες του καλοκαιριού και πόσοι κουρασμένοι, κατάκοποι στρατολάτες δεν ανακουφίστηκαν βρέχοντας το λαιμό τους με μισό ποτήρι κρασί! Και τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες πόσοι τάχα δεν βρήκαν εκεί καταφύγιο με τη νεροποντή ή τον άγριο χιονιά. Ήταν η τελευταία υπηρεσία αυτή που πρόσφερε σε μας χτες βράδυ. Ήταν παλιό το Χάνι. Ίσως τόκαψε κι ο Μπραΐμης, τέτοια έκανε κι αυτός που ήταν καταχτητής. Όσο για τους σημερινούς που το ξανάκαψαν, όργανα των καταχτητών ήταν κι αυτοί, όργανα της χολέρας των Γλύξμπουργκ και των Τζώννηδων. Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι σκύλοι μια γενιά. Οι καταχτητές είναι οι ίδιοι, απ’ όπου κι αν είναι, όποια γλώσσα κι αν μιλούν.

Απελπίστηκα να περιμένω. Φύγαμε αργά. Καινούργιες στεναχώριες τώρα. Κάναμε αμάν να βρούμε τη διοίκηση, περάσαμε χιόνια, βουνά, ποτάμια και τώρα που τη βρήκαμε τη χάσαμε πάλι. Όταν σε παίρνει η κάτω βόλτα όλα έρχονται ανάποδα. Από μια μεριά δεν έσκαγα κιόλας. Κι αυτό γιατί άκουσα το Μέραρχο να μιλάει παράλογα. Για το Χελμό είχε σκοπό να μας πάει. Σίγουρα όταν θα φτάναμε στου Πλανητέρου- Άρμπουνα θα γυρίζαμε πίσω. Ο ίδιος θα το αποφάσιζε γιατί δεν τα πήγαινε καλά με τα χιόνια. Γιατί όμως να πάρουμε τη βόλτα μέχρι εκεί; Για να βγάλουμε τη νύχτα γυρίσαμε στο δάσος σε κάτι καμένα σπίτια. Ανάψαμε μεγάλες φωτιές γιατί δεν υπήρχαν σκεπές. Οι τοίχοι μας φύλαγαν από τον αέρα και δε φαίνονταν από μακρυά. Εκεί λαγοκοιμόμασταν για να περάσει η νύχτα.

Το βράδυ εκεί αρρώστησε βαράει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Με φώναξε και μου είπε ότι δεν αισθάνεται καλά. Είχε πραγματικά πολύ πυρετό. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Μου είπε ότι όπως καταλαβαίνει θα πεθάνει με τέτοιο πυρετό μέσα στο χιόνι. Δεν θα ξενυχτήσει. Μου έλεγε και κάτι παραγγελίες. Δεν είχα που να τον βάλω, τι να του κάνω. Έψαξα γύρω στα σπίτια και βρήκα ένα κουμάσι που κοιμόνταν τα γουρούνια. Ήταν ένα χαμηλό στενόμακρο σπιτάκι σαν θήκη. Μέσα είχε άχυρο και ήταν στεγνό. Ήταν το μόνο σώο οίκημα που είχε μείνει ανέπαφο. Λοιπόν τον πήγα εκεί και χώθηκε σούρνοντας μέσα στο λόζο. Εκεί ζεστάθηκε και κοιμήθηκε. Κατά τις πρωινές ώρες τον ξύπνησα για να δω τι κάνει, ζει ή πέθανε. Ήταν καλά. Ο Πυρετός είχε υποχωρήσει. Τι ήταν αυτό δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε. Φαίνεται ότι είχε κρυώσει και ο οργανισμός του αντέδρασε και νίκησε. Αλλιώς δεν εξηγείται πως μέσα σε μια βραδιά να γίνει καλά μέσα σε κείνα τα χιόνια. Το κουμάσι τον έσωσε, αλλιώς θα πέθαινε τουρτουρίζοντας μέσα στο χιόνι.

Τώρα μου έρχονται γι’ άλλη μια φορά στο νου, διάφορα περιστατικά που μοιάζουν σαν θαύματα. Όπως εκείνη η περίπτωση του αντάρτη στη μάχη της Άρνας στονΤαύγετο που τραυματίστηκε στην κοιλιακή χώρα και βγήκαν τα άντερά του έξω. Τον επίδεσαν πρόχειρα. Έζησε έτσι τρεις μέρες και όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο και τον έραψαν έγινε καλά, ενώ θα έπρεπε να πεθάνει από περιτονίτιδα μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Το ίδιο έγινε και με τον τραυματισμό του Δήμου Παπαφάγου στον Πάρνωνα που πήρε διαμπερές τραύμα στο στομάχι και θεραπεύτηκε χωρίς να πάρει κανένα φάρμακο, χωρίς να του γίνει καμιά επέμβαση.

Κι άλλα κι άλλα υπάρχουν τέτοια. Μοιάζουν σαν θαύματα που έγιναν χωρίς να μεσολαβήσει κανένας Χριστός. Αυτά τα θαύματα τα έκανε η ψυχική αντοχή, η ψυχική υπερένταση του αγωνιστή, η δύναμη της θέλησής του, που επιστράτευσε όλες τις σωματικές του δυνάμεις. Αλλοίμονο όμως τα θαύματα δεν φθάνουν, δεν αρκούν για να νικήσει μια λαϊκή επανάσταση. Χρειάζονται κι άλλα πολλά και προ παντός δυνατό, έμπειρο επιτελείο,ικανή καθοδηγητική ομάδα και ικανό αρχηγό.

Βγάλαμε τη νύχτα γύρω από τις φωτιές και δύο ώρες νύχτα μπήκαμε πάλι στον κουμαρόλογγο. Η ημέρα πέρασε ήσυχα. Το απόγευμα μίλησα στο λόχο. Τους είπα πολλά και τελικά τους ανακοίνωσα ότι θα φύγουμε οπωσδήποτε από εκεί. Όποιος δεν μπορεί να ακολουθήσει να το πει τώρα παρά να μείνει στο δρόμο. Πρώτος βγήκε μπροστά ο νοσοκόμος του λόχου ο Αντώνης, δεν θυμάμαι δυστυχώς το επώνυμό του, από το χωριό Καλιάνι Γορτυνίας. Τα πόδια του ήταν πρισμένα από τα κρυοπαγήματα. Με δάκρυα στα μάτια μας είπε: «αδέρφια δεν μπορώ να ακολουθήσω. Θα μείνω στο δρόμο. Γι' αυτό θα μείνω για να πάω στο χωριό μου που είναι δύο ώρες μακρυά. Όταν γίνω καλά θα ξαναγυρίσω. Ακόμη αναλαμβάνω να περιθάλψω κι άλλους που δεν μπορούν να ακολουθήσουν». Μετά βγήκε άλλος ένας αντάρτης. Δεν θυμάμαι τώρα τ’ όνομά του. Νομίζω ότι λέγονταν Δεδούσης.

Τους αφήσαμε εκεί. Στην καρδιά μας ξαναμπήκε ένας κόμπος που μας έσφυγγε δυνατά. Ήταν ένας πόνος ξεχωριστός από τους άλλους πόνους. Η εγκατάλειψη ζωντανού συντρόφου μας στο έλεος του εχθρού, μας έκοβε τα πόδια. Είναι φοβερό πράγμα να ξεγράφεις ζωντανούς συντρόφους σου. Τους αποχαιρετήσαμε κι άρχισαν κουτσαίνοντας και οι δύο να απομακρύνονται. Τα μάτια όλων γέμισαν δάκρυα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger