Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 20

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 20

{[['']]}

Αλέκος Τσουκόπουλος απ’ το χωριό Τζίβα - Τεγέας Αρκαδίας. Φοιτητής Νομικής. Έφεδρος ανθυπολοχαγός. Στέλεχος του ΚΚΕ. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Διοικητής λόχου του 11ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Με το τμήμα του εξόντωσε ένα λόχο Γερμανών στη θέση Κανελάκια του Μαίναλου. Ταγματάρχης του Δ.Σ.Ε. Υποδιοικητής του Αρχηγείου Μαινάλου. Διοικητής της σχολής υπαξιωματικών του Δ.Σ.Ε. Διοικητής του II τάγματος της 55ης Ταξιαρχίας του Δ.Σ.Ε. Σκοτώθηκε τον Φλεβάρη του 1949.

Αυτή η εκτίμηση δεν ήταν αντικειμενική. Αυτή πήγαζε από τη δική του γνώμη ότι η απόφαση του για την καταδίκη και την εκτέλεση δεν ήταν δίκαιη, καθαρή, αντικειμενική όσο έπρεπε για να τη δεχτούν ή να την ανεχτούν οι αντάρτες. Δηλαδή όχι μόνο δεν θα τους ικανοποιούσε, όπως υποστήριζε πριν από είκοσι λεπτά, αλλά υπήρχε κίνδυνος να τους ξεσηκώσει, να πάρουν τον Τσουκόπουλο στη φύλαξή τους και να εμποδίσουν την εκτέλεση. Αυτή η εκτίμηση του Ρογκάκου για την επιρροή του στους αντάρτες, ήταν κάτι που για πρώτη φορά ίσως το σκέφτηκε. Αυτό δείχνει ότι είχε αμφιβολίες, πάλευε μέσα του αλλά δεν ήθελε να κάνει πίσω, από κάτι πιέζονταν.

Ο Ρογκάκος, τρία χρόνια τώρα ήξερε και τόβλεπε καθημερινά ότι ο λόγος του ήταν νόμος απαράβατος. Κι όταν ακόμη οι αντάρτες με διαταγή του πήγαιναν σχεδόν στο θάνατο. Αυτό που έκανε τώρα δηλαδή να παραδέχεται ότι έχασε την επιρροή του και υπάρχει περίπτωση ένας διοικητής λόχου να ξεσηκώσει τα τμήματα, να αμφισβητήσει τη διοίκησή του, ήταν κάτι αδιανόητο πριν από τη δίκη. Κι ακόμη, ενώ έκανε την προειδοποίηση, δεν έπαιρνε κανένα μέτρο. Αυτό δείχνει ότι κι αυτός δεν πίστευε ότι ενεργούσε εντελώς καθαρά. Αν το πίστευε τότε θα βρόνταγε το πόδι, όπως κι άλλοτε, θα χτυπούσε αδυσώπητα τον κίνδυνο για τον κλονισμό της πειθαρχίας. Τώρα όμως δίσταζε. Πιέζονταν όμως και δεν αναιρούσε την απόφασή του. Προχωρούσε στην εκτέλεση και ταυτόχρονα ήξερε, όπως το εκτιμούσε ο ίδιος ότι έπαιζε την πειθαρχία της Ταξιαρχίας, κορώνα -γράμματα.

Για να τελειώνω με τη γνώμη μου. Αυτό το τελευταίο με πείθει ότι την όλη υπόθεση την είδε και μέσα από το πρίσμα της δικής του διάσωσης σαν ανώτερου στελέχους. Πρέπει εδώ να κάνω μια διευκρίνηση. Αυτή η κρίση μου δεν αναιρεί την πεποίθησή μου ότι ο Ρογκάκος κι όταν ακόμη ενεργούσε έτσι, δεν πίστευε ότι κάνει ζημιά στο κόμμα, αντίθετα πίστευε ότι τελικά ο αγώνας θα ωφεληθεί. Πως συμβιβάζονταν αυτά τα δύο;-Πιστεύω ότι αυτό δεν αποκλείεται να συμβεί. Δεν είναι ο πρώτος, ούτε θα είναι και ο τελευταίος, που πίστεψε ότι με την απόφασή του εξυπηρετούνται και τα δύο, δηλαδή και ο αγώνας και ο ίδιος. Έτσι φθάνω στο τελικό συμπέρασμα μου ότι ο Ρογκάκος ενήργησε έτσι διότι πίστευε ότι η εκτέλεση θα ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα, ότι θα αποκαταστήσει την πειθαρχία. Συνεπώς αυτός που θα πρέπει να εκτελεστεί είναι ο Τσουκόπουλος του οποίου το τάγμα έπαθε ζημιά. Ταυτόχρονα εσωκομματικά, κλείνει αυτό το κεφάλαιο αφού αυτός, σαν υπεύθυνος, έκαμε αυτό που έπρεπε και βρήκε και τιμώρησε τον υπεύθυνο.

Έτσι βολεύονταν τα πράγματα για όλους, δηλαδή Πρεκεζέ, Ατζακλή και τον ίδιο. Από αυτή τη λύση ο αγώνας θα είχε ωφεληθεί με το ελάχιστο τίμημα. Την εκτέλεση ενός κομματικού στελέχους. Έτσι λοιπόν όλοι θα ικανοποιούνταν και ο λαός και οι αντάρτες σ’ όλο το Μωριά και η διοίκηση της Μεραρχίας. Οι άλλες λύσεις πίστευε ότι δεν θα έδιναν γρήγορη ικανοποίηση στο λαό και θα άφηναν ανοιχτή μια πληγή, μια υπόθεση που θα παράσερνε στην καταστροφή την Ταξιαρχία, τον Πρεκεζέ, μια σειρά στελέχη και τον ίδιο. Όλα αυτά είναι μπερδεμένα, τέτοια ήταν και η κατάσταση.

Τώρα βγάζουμε κρίση με άνεση, λείπουν όμως αυτοί που κρίνουμε κι αυτό είναι δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο. Δεν είναι δίκιο να κρίνει κανείς ζωντανούς που απουσιάζουν ούτε και νεκρούς. Είναι σοβαρή δουλειά να πλησιάσεις έναν νεκρό ήρωα και να τον κρίνεις. Κι είναι δύσκολο γιατί ο ήρωας είναι δημιούργημα και των περιστάσων, της κατάστασης μέσα στην οποία δημιουργήθηκε κι έδρασε. Πώς λοιπόν να τον κρίνεις σήμερα αφού δεν έχεις εκείνες τις συνθήκες που δρούσε. Και καλά τη γενική του δράση την κρίνεις από τα αποτελέσματα, τις ενδόμυχες όμως σκέψεις του, τις παρορμήσεις του, την ψυχολογία του, το χαρακτήρα του πως να τον κρίνεις;

Ήρωας είναι ο Τσουκόπουλος, ήρωας και ο Ρογκάκος, ήρωας και ο Πρεκεζές, όπως και ο Ατζακλής και ο Κοττής και τόσοι άλλοι. Ποιό το κέρδος του κινήματος να ψάχνουμε για να βρούμε τις λεπτομέρειες, τις απόκρυφες σκέψεις τους για επί μέρους ζητήματα αφού έχουμε τώρα πια μπροστά μας τις συγκεκριμένες προσφορές τους, το ύψος της θυσίας τους; Την ευθύνη για το κουτσομπολιό που γίνεται με τις εφημερίδες, για την ανεύθυνη και επιπόλαιη έρευνα και κριτική, την έχουν αυτοί που αφού χώρισαν τους ζωντανούς αγωνιστές και τους έκαμαν εχθρούς μεταξύ τους, επιχειρούν τώρα να μοιράσουν και τα κόκαλα των ηρώων νεκρών του κινήματος. Ευθύνη για επιπόλαιη κριτική έχουν και οι υπερεπαναστάτες, που υποστηρίζουν ότι ο Τσουκόπουλος έπρεπε ν’ αυτοκτονίσει αφού διαλύθηκε το τάγμα του. Το τάγμα δεν διαλύθηκε. Αυτοί όμως γιατί δεν αυτοκτόνησαν όταν διαλύθηκαν τά τμήματά τους; Η υπερεπαναστατικότητα οδηγεί στη γελοιοποίηση. Οι υπερεπαναστάτες είναι γελοία υποκείμενα.

Τριάντα χρόνια δεν είχα ανοίξει το στόμα μου κι ας μ’ έβριζαν με τις χειρότερες βρισιές. Τώρα όμως πρέπει να πω τι ξέρω, τώρα πια δεν μπορεί να με κατηγορήσει κανένας ότι έχω προσωπικές επιδιώξεις. Για μένα προσωπικά τέλειωσαν όλα, μούμειναν μόνο οι αναμνήσεις. Μ ’ αυτές ζω καθημερινά. Κι αυτές μου δίνουν ζωή.

Δίκη ταγματάρχη Αλέκου Τσουκόπουλου

Αυτά προηγήθηκαν από τη δίκη. Όταν άρχισε πια η δίκη στην εκκλησία του χωριού Πλατανάκι, όλα είχαν κριθεί. Στη δίκη, η συμπεριφορά του Ντίνου Βρεττάκου σαν προέδρου και του Βασίλη Μαντηλάρη σαν Επιτρόπου του στρατοδικείου ήταν ανάρμοστη. Έδειχναν προκατάλειψη που ερέθισε και τους αντάρτες και τον Τσουκόπουλο. Ο Τσουκόπουλος δε δέχτηκε υπεράσπιση και δήλωσε ότι θα υπερασπιστεί μόνος του τον εαυτό του.Διαβάστηκε το κατηγορήτηριο. Ήταν αυτό που ανέφερα παραπάνω. Κατηγορούμενοι ήταν δύο . Ο διοικητής του τάγματος Αλέκος Τσουκόπουλος και ο επίτροπος του τάγματος Πόνος Κοντογιάννης. Το βάρος της δίκης το σήκωσε ο Τσουκόπουλος. Ο Κοντογιάννης τάχε χαμένα. Δέχτηκε την κατηγορία και ζήτησε επιείκια. Ο Τσουκόπουλος αρνήθηκε την κατηγορία και ανέτρεψε το κατηγορητήριο.

Η πρώτη κατηγορία έπεσε αφού αποδείχτηκε ότι είχαν παρθεί όλα τα μέτρα ασφαλείας. Εκεί εντοπίστηκε και η ευθύνη του λοχαγού Κουτρουλάκη, που δεν έλεγξε αν εκτελέστηκαν οι διαταγές.

Στην πορεία της δίκης έγινε μια προσπάθεια από τους μάρτυρες να μετατεθεί η κύρια ευθύνη στον Μήτσο Κοττή, τον Επίτροπο της Ταξιαρχίας, που ήταν βέβαια και ανώτερος τυπικά από τον Τσουκόπουλο, που ακολουθούσε το τάγμα εκ μέρους της διοίκησης της Ταξιαρχίας. Αυτό ήταν σωστό. Αν ο Τσουκόπουλος ήθελε μπορούσε να μεταθέσει την ευθύνη στον Κοττή που ήταν πια νεκρός, είχε σκοτωθεί στον Άγιο Βασίλειο. Ακόμη μπορούσε να φορτώσει ευθύνες και στον επιτελή του τάγματος, το Γιώργη Σιαμπάνη, που ήταν και αξιωματικός ασφαλείας εκείνη τη νύχτα. Ήταν κι αυτός νεκρός. Όμως ο Τσουκόπουλο ς ζήτησε το λόγο και δήλωσε ότι: «Αν υπάρχει ευθύνη, την έχω εγώ και κανένας άλλος. Δεν θέλω να μεταθέσω ευθύνες σ’ αυτούς που είναι νεκροί. Δεν επενέβη ο Κοττής καθόλου στη διοίκηση του τάγματος. Εγώ έδοσα όλες τις εντολές».

Η δεύτερη κατηγορία δηλαδή «ότι δεν ειδοποίησε εγκαίρως τη διοίκηση της Ταξιαρχίας τηλεφωνικώς, γεγονός που είχε σα συνέπεια να καθυστερήσει η κινητοποίηση της Ταξιαρχίας και να ξεφύγει ο εχθρός, ήταν σωστή στο πρώτο μέρος. Το αποδέχτηκε και ο Τσουκόπουλος. Ως προς το δεύτερο δεν ήταν σίγουρο ότι η Ταξιαρχία θα κινιόνταν ενωρίτερα. Αυτό υποστηρίζονταν τώρα. Υποτίθεται ότι θα γίνονταν. Ήταν αυτό μια σοβαρή παράλειψη. Αυτή όμως η παράλειψη δεν ήταν αιτία να αιφνιδιαστεί το τάγμα, ούτε ήταν αιτία για τις σοβαρές απώλειες. Ήταν αιτία για να ξεφύγει ο εχθρός, αλλά δεν δικάζονταν γι’ αυτό. Δικάζονταν για τον αιφνιδιασμό. Ο εχθρός μας είχε ξεφύγει πολλές φορές από παραλείψεις, αλλά κανένας δεν δικάστηκε. Ακόμη την προηγούμενη μέρα η διοίκηση της Ταξιαρχίας δηλαδή ο Περεκεζές και ο Ρογκάκος, άφησαν στο Λεωνίδι τον εχθρό όχι να ξεφύγει αλλά από σίγουρη αιχμαλωσία. Δεν παραπέμφθηκαν όμως σε δίκη.

Οι μάρτυρες, από μάρτυρες κατηγορίας στην πραγματικότητα συμφώνησαν με τον Τσουκόπουλο δυστυχώς δεν θυμάμαι τώρα τα ονόματά τους. Έτσι τελικά πιστέψαμε όλοι ότι ο Τσουκόπουλος θα κατηγορηθεί για παράλειψη ενημέρωσης που είχε σαν αποτέλεσμα να ξεφύγει ο εχθρός κι όχι για τον αιφνιδιασμό. Η παρέμβαση όμως του Προέδρου και του Επιτρόπου δημιούργησαν αναστάτωση. Ντε και καλά ζητούσαν από τους μάρτυρες να καταθέσουν, αν ήταν αυτοί τι θα έκαναν στον Άγιο Βασίλειο και μετατρέποντας το κατηγορητήριο, ζητούσαν ευθύνες για το σχέδιο αντιμετώπισης που είχε προτείνει ο Τσουκόπουλος κι είχαν συμφωνήσει οι λοχαγοί από το βράδυ. Ακόμη ζητούσαν ευθύνες για τους αιχμαλώτους. Δηλαδή ζητούσαν να μάθουν από τους μάρτυρες: αν ο Τσουκόπουλος ειδοποιούσε την Ταξιαρχία δεν θα απελευθερώνονταν οι αιχμάλωτοι; Ήταν φανερό ότι θα τους σκότωναν όλους όπως σκότωσαν όσους δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν. Τότε άρχισαν να φωνάζουν οι αντάρτες από το ακροατήριο, Εγινε φασαρία και με χίλια βάσανα και πολλές προσπάθειες αποκαταστάθηκε ησυχία.

Εγώ στην απολογία μου είπα αυτά που είχα πει και στην κατάθεσή μου, είπα αυτά που πίστευα. «Δεν φταίει ο διοικητής για τον αιφνιδιασμό. Όταν μπήκαμε στο χωριό, αυτό όπως αποδείχτηκε ήταν σχεδόν περικυκλωμένο. Ο διοικητής πήρε εντολή να μπει στο χωριό από τη διοίκηση της Ταξιαρχίας στις δέκα και μισή την νύχτα. Οι πληροφορίες που του έδινε η Ταξιαρχία ήταν αόριστες, όπως «εχθρική δύναμη έφυγε από Βαμβακού προς άγνωστη κατεύθυνση». Ο διοικητής του τμήματος όταν μπήκαμε στο χωριό βρήκε απόλυτη ησυχία. Όλες οι υπηρεσίες μας, διοίκηση πολιτοφυλακής, Κ. Κ. Πληροφοριών, ανιχνευτές, δεν μας είπαν τίποτα. Ακόμη και να έπαιρνε τηλεφωνική επαφή με κέντρα πληροφοριών πάνω στον Πάρνωνα, τις ίδιες πληροφορίες θα του έδιναν που έδωσαν και στην Ταξιαρχία, αλλά τέτοια αρμοδιότητα δεν είχε. Ο διοικητής πήρε όλα τα μέτρα ασφαλείας και καθόρισε σχέδιο δράσεως σε περίπτωση αιφνιδιασμού. Συνεπώς το σχέδιο ήταν προκαθορισμένο από πριν και ήταν καλό. Έβγαλε το 1/3 της δύναμης του τάγματος σε φυλάκια και περιπόλους ασφαλείας. Ευθύνη για την μη εφαρμογή των μέτρων έχει ο λοχαγός Κουτρουλάκης, που δεν έλεγξε αν πάρθηκαν τα μέτρα που ανάθεσε στις διμοιρίες του. Και ο Γιώργης Σιαμπάνης, που για κείνη την νύχτα είχε οριστεί αξιωματικός ασφαλείας από τον διοικητή.

Παράλειψη του Τσουκόπουλου ήταν που δεν ειδοποίησε τηλεφωνικώς την διοίκηση της Ταξιαρχίας. Αυτό κατά την γνώμη μου έγινε γιατί τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα και πάνω στην σύγχυση, ο Τσουκόπουλος δεν θυμήθηκε ότι ακόμη μπορεί να λειτουργήσει τηλέφωνο. Όταν το θυμήθηκε ο τηλεφωνητής είχε αποσυνδέσει κι είχε φύγει. Οργάνωση αντίστασης, μέσα στο χωριό, δεν ήταν δυνατό να οργανωθεί εκείνη τη στιγμή όπως ο κόσμος του χωριού και όλες οι υπηρεσίες, έτρεχαν πάνω κάτω κι εμπόδιζαν τα τμήματα να κινηθούν. Ακόμη θα ήταν τρέλλα, γιατί κανένας δεν γνώριζε από που κινήθηκε ο εχθρός και ποιά είναι η δύναμή του. Συνεπώς κανένας δεν μπορούσε να έχει σίγουρο ότι η υπόλοιπη δύναμη της Ταξιαρχίας θα έρχονταν σε βοήθεια γιατί ίσως και η Ταξιαρχία αντιμετώπιζε κατάσταση αιφνιδιασμού. Τώρα βέβαια λέμε όλοι σχέδια. Αλλά τότε δεν ήταν δυνατό να κάναμε τίποτε άλλο εκτός από αυτό που κάναμε δηλαδή να διασπάσουμε τις γραμμές του εχθρού και να βγάλουμε τον κόσμο από τον κλοιό.

Τα καταφέραμε πολύ καλά και από κυκλωμένοι, κυκλώσαμε τον εχθρό και περάσαμε στην επίθεση. Άλλο πράγμα ότι δεν πετύχαμε και το δεύτερο στόχο, δηλαδή να τσακίσουμε τον εχθρό. Δεν φταίει ο διοικητής γι ’ αυτό. Έπρεπε η Ταξιαρχία να μην στείλει διαταγή να μπει το τάγμα στο χωριό αφού δεν είχε πάρει μέτρα ασφαλείας πάνω στον Πάρνωνα, αλλά αντίθετα έπρεπε να εκκενωθεί το χωριό».

Αυτά περίπου είπα. Η αρχική κατάθεσή μου διαβάστηκε στο δικαστήριο και πρόσθεσα στο στρατοδικείο κι άλλα μερικά.

Ο Τσουκόπουλος στο στρατοδικείο μου έκανε πολλές ερωτήσεις και διευκρινίστηκαν πολλά σημεία. Τέλος απολογήθηκε πρώτος ο επίτροπος του τάγματος Πάνος Κοντογιάννης. Δέχτηκε την κατηγορία και ζήτησε επιείκια. Ο Αλέκος απολογήθηκε ήρεμα και ανέτρεψε το κατηγορητήριο, σημείο προς σημείο. Ήταν προσεκτικός και δεν έθιξε κανέναν. Ο Πρόεδρος όμως του στρατοδικείου επενέβη δυό - τρεις φορές, για να τον διακόψει. Τα πνεύματα οξύνθηκαν αλλά πάλι φθάσαμε καλά στο τέλος. Μετά την απολογία του Τσουκόπουλου, ο Πρόεδρος ζήτησε από το ακροατήριο μήπως θέλει κανένας να προσθέσει κάτι που ξέρει.

Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Μάλλον ήθελε να πει, μήπως από τους στρατοδίκες θέλει κανένας κάτι να ρωτήσει. Τέλος πάντων. Καμιά εικοσαριά αντάρτες ζήτησαν να εξεταστούν σαν μάρτυρες υπεράσπισης. Ο Βρεττάκος τώρα αναγκάστηκε να δεχτεί να εξεταστούν. Εξετάστηκε ο πρώτος και είπε ότι ο Τσουκόπουλος δεν έχει ευθύνη, η διοίκηση της Ταξιαρχίας έχει ευθύνη. Τότε ο πρόεδρος τον σταμάτησε. Μόλις έγινε αυτό άρχισαν οι υπόλοιποι να φωνάζουν ότι δεν έχει ευθύνη. Τρόμαξε ο Πρόεδρος να επιβάλλει ησυχία. Σταμάτησε όμως την εξέταση άλλων μαρτύρων γιατί τους ρώτησε αν θέλουν να πουν τα ίδια με τον Δημητρώφ, δηλαδή τον αντάρτη που εξετάστηκε, αυτό ήταν το ψευδώνυμό του από την κατοχή. Όλοι είπαν ναι, ναι. Τότε δεν χρειάζεται να εξετασθεί άλλος είπε ο Βρεττάκος.

Καταδίκη σε Θάνατο του ταγματάρχη Τσουκόπουλου

Πήρε το λόγο ο Μαντηλάρης Βασίλης που ήταν Επίτροπος του στρατοδικείου. Ανάπτυξε το κατηγορητήριο και ζήτησε την ποινή του θανάτου και στους δύο κατηγορούμενους. Το ακροατήριο κοκάλωσε. Δεν περίμενε τέτοια πρόταση. Ύστερα το στρατοδικείο αποσύρθηκε για να αποφασίσει. Μετά από είκοσι λεπτά ήρθαν πάλι και διάβασε ο Βρεττάκος την απόφαση. Καταδίκασαν και τους δυό σε θάνατο. Στον Κοντογιάννη όμως έδιναν αναστολή για πέντε χρόνια. Οι αντάρτες άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο Πρόεδρος έλυσε την συνεδρίαση μα οι αντάρτες δεν σκορπούσαν. Συζητούσαν φωναχτά και απειλούσαν. Διαισθάνονταν ότι γίνεται μια βαριά αδικία. Έκριναν ότι στον Τσουκόπουλο έπρεπε να δοθούν συγχαρητήρια γιατί με διακόσιους ογδόντα μαχητές έσπασε τον κλοιό και πήρε τον εχθρό στο κυνήγι. Τέτοια γεγονότα, τέτοια επιχείρηση δεν υπήρχε άλλη στο Μωριά. Μα και πουθενά αλλού. Κι είχαν δίκιο. Γι’ αυτό και ο αντίπαλος μέχρι σήμερα δεν μιλάει για την μάχη στον Άγιο Βασίλη. Ο Ρογκάκος όμως καταλάβαινε ότι αν δοθούν συγχαρητήρια στον Τσουκόπουλο, οι ευθύνες για τον αιφνιδιασμό πέφτουν πάνω του.

Τράβηξα για το σπίτι που έμενα. Δεν έκαμα καμιά προσπάθεια να γυρίσουν οι αντάρτες στις ομάδες τους. Εκεί στη διοίκηση του λόχου ήρθε και ο Επίτροπος του λόχου. Ήταν απελπισμένος από την εξέλιξη της δίκης. Εγώ ακόμη πίστευα ότι θα του δόσει ο Ρογκάκος χάρη. Τελικά πείστηκα ότι πάνε για εκτέλεση. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κατάλαβα ότι ο Αλέκος είχε δίκιο όταν μου έλεγε ότι «θα με σκοτώσουν. Θα γίνω ο Γιαννούλης του Μωριά». Την υπόθεση Γιαννούλη δεν ξέραμε τι ήταν. Είχαμε μάθει ότι τον εκτέλεσαν γιατί αιφνιδιάστηκε η Ταξιαρχία του.

Η περίπτωση των Γιαννούλη - Γεωργιάδη δεν μοιάζει με του Τσουκόπουλου. Ο Γιαννούλης αιφνιδιάστηκε από ευθύνη του, είχε απώλειες, κατέρρευσε η θέση του. Ο Γεωργιάδης είχε απώλειες και γύρισε πίσω. Ο Τσουκόπουλος όμως δεν αιφνιδιάστηκε, δεν κυκλώθηκε από ευθύνη του. Εκτέλεσε διαταγή όταν μπήκε στο χωριό. Δεν έχασε τον έλεγχο της κατάστασης, πήρε αυτός την πρωτοβουλία απ’ τα χέρια του εχθρού. Έσπασε τον κλοιό αντεπετέθη και πήρε μέρος στην καταδίωξη. Έπρεπε να πάρει συγχαρητήρια κι αυτός και το τμήμα του. Δεν μοιάζουν λοιπόν οι περιστάσεις. Ο Τσουκόπουλος το είχε πάρει απόφαση, ότι θα τον εκτελέσουν για παραδειγματισμό, για να ανεβάσουν την επαγρύπνηση των στελεχών, και για να σκεπάσουν τις δικές τους ευθύνες. Εμένα αυτό, δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Τώρα όμως δεν μούμεναν άλλα περιθώρια αμφισβήτησης. Σκέ-φτηκα να πάω να τον δω στο κρατητήριο που τον είχαν. Ο επίτροπος του λόχου μου είπε να μην πάω τώρα, αλλά να δούμε τι θα κάνουμε.

Καθώς συζητούσαμε ήρθε ο επιλοχίας και μας είπε ότι, οι αντάρτες του λόχου ζητάνε να με δουν. Κατέβηκα κάτω. Ήταν τρεις σκοπευτές. Μου είπαν ότι αυτό που πάνε να κάνουν είναι έγκλημα και ότι θέλουν να πάνε στο Ρογκάκο. Τους υπέδειξα να μαζέψουν υπογραφές. Να πάνε στον επιλοχία να πάρουν κόλλες αναφοράς και να υπογράψουν όλοι και να τις δώσουν και στους άλλους λόχους. Όταν τις μαζέψουν να τις δώσουν στις διοικήσεις των λόχων για να τις υποβάλλουν στη διοίκηση της Ταξιαρχίας. Αυτό και έγινε.

Γύρισα στο σπίτι. Είπα στον επιλοχία να κατεβεί κάτω. Είπα στον επίτροπο τι έκανα. Φοβήθηκε ότι θα έχω συνέπειες. Του είπα ότι δεν θα έχω τίποτε γιατί οι αντάρτες δεν θα πουν ότι το υπέδειξα εγώ. Εξ’ άλλου αυτοί πήραν την πρωτοβουλία.

Όλη τη νύχτα μάζευαν υπογραφές. Το πρωί μόλις φώτισε ζήτησα ακρόαση από το Ρογκάκο. Με δέχτηκε. Του είπα ότι η απόφαση είναι άδικη. Συζητήσαμε πολύ ώρα. Έφυγα. Βρήκα και τις άλλες διοικήσεις των λόχων. Είχαν την ίδια άποψη. Τότε λέω στον επίτροπο: «Θα πάω πάλι στο Ρογκάκο και θα του πω ότι οι αντάρτες μαζεύουν υπογραφές και αν δω ότι επιμένει θα ζητήσω να κάνει ακτίφ στελεχών αφού είχα δεδομένο, ότι είχαν την ίδια γνώμη με μένα οι διοικήσεις των λόχων». Πήγα πάλι στο Ρογκάκο. Μόλις άκουσε ότι οι αντάρτες μάζευαν υπογραφές ανησύχησε. Έδωσε εντολή να ρωτηθούν οι διοικήσεις των λόχων. Ξανασυζητήσαμε. Μου έλεγε τα ίδια. Τότε του ζήτησα να γίνει ακτίφ των στελεχών της Ταξιαρχίας. Μου είπε ότι η απόφαση του στρατοδικείου δεν συζητιέται σε ακτίφ. Του απάντησα ότι πρέπει να συζητήσουμε για την εκτέλεση της απόφασης και όχι για την καταδίκη. Έφυγα. Μετά από μια ώρα έστειλε διαταγή για συγκέντρωση των στελεχών από διοικητή λόχου και πάνω.

Αναθάρρησα. Τόχα σίγουρο ότι θα πετύχουμε την αναστολή της εκτέλεσης, αφού είχα μιλήσει με όλους τους διοικητές λόχων. Πίστευα ότι όλοι θα πουν την γνώμη τους. Μετά την καταδίκη δεν είχα πάει στον Αλέκο. Αυτό τελικά το έκανα από σκοπό, να μη νομιστεί ότι αυτός κινάει την όλη υπόθεση. Και ο ίδιος μου είχε υποδείξει να μη τον επισκέπτομαι για το καλό το δικό μου βέβαια. Δεν μου το είπε ανοικτά, αλλά εγώ το καταλάβαινα. Τέτοιο θέμα όμως δεν υπήρχε για μένα.

Μετά την συνάντηση που είχα με το Ρογκάκο τα πράγματα δεν κρύβονταν πια. Πήγα και συζήτησα με τον Αλέκο. Τόχε σίγουρο ότι θα τον εκτελέσουν. Τότε του είπα: «Αφού είναι έτσι πρέπει να φύγεις, πριν είναι αργά. Να φύγεις για τη Μεραρχία. Να πας να συναντήσεις τον Μέραρχο και τους άλλους. Είναι ματαιοπονία να κάθεσαι εδώ με σταυρωμένα τα χέρια να σε εκτελέσουν και μετά να βρεις το δίκιο σου».

Η στάση του θανατοποινίτη μετά την καταδίκη του

Με κοίταξε προσεκτικά και με ρώτησε: «ξέρεις τι λες, σκέφτεσαι τι λες;» και συνέχισε «Κρίμα που είχαμε τόσο καιρό συνεργαστεί. Αν είχα το πιστόλι μου θα σε εκτελούσα. Προτιμώ να με σκοτώσουν δέκα φορές παρά να φύγω. Αν φύγω τότε πάει η πειθαρχία, πάει η Ταξιαρχία. Θα διαλυθεί. Ποιος θα πειθαρχήσει πια όταν οι ταγματάρχες απειθαρχούν; Θα είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που θα προσφέρω στον εχθρό και γω δεν θέλω να γίνω προδότης, να πεθάνω σαν προδότης. Ας πεθάνω εκατό φορές σαν αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού, σαν κομμουνιστής επαναστάτης αλλά ποτέ δεν θέλω να πάρω πάνω μου την ευθύνη, για τη διάλυση της Ταξιαρχίας. Όλα όσα μέχρι σήμερα έλεγα και δίδασκα ήταν φούσκες, λόγια λοιπόν; Τίποτε εσύ δεν κατάλαβες; Κρίμα δεν το περίμενα από σένα. Όχι δεν φεύγω, θα μείνω εδώ. Το καθήκον προς το κόμμα, το συμφέρον του αγώνα εδώ μου επιβάλλουν να καθίσω κι ας εκτελεσθώ».

Κάπως έτσι αντέδρασε μ’ αυτά τα λόγια. Δεν δέχτηκε να συνεχίσουμε την συζήτηση γι αυτό. Δεν με έπεισε βέβαια μ’ αυτά που έλεγε. Εγώ πίστευα ότι έπρεπε να φύγει. Η Ταξιαρχία δεν θα διαλύονταν. Ούτε σαν προδότης θα κατηγορούνταν. Όλοι πιστεύαμε ότι κρίθηκε αυστηρά για μια παράλειψη κι ότι είναι θύμα σκοπιμότητας. Πώς λοιπόν θα δεχόμουνα ότι έπρεπε να καθίσει να τον σκοτώσουν;

Ο Αλέκος στα ζητήματα πειθαρχίας είχε τις ίδιες αντιλήψεις με τον Ρογκάκο. ' Ηταν και οι δύο από το ίδιο πανί. Ανένδοτοι, άκαμπτοι, δεν γύριζαν πίσω ότι και αν γίνονταν. Μπορούσαν να θυσιάσουν και τη μάνα τους, αν έμπαινε στο μυαλό τους ότι αυτό επιβάλλει η πειθαρχία, το καθήκον. Πολλές φορές είχαμε έρθει σε προστριβή για τέτοια ζητήματα. Εδώ είχαν έρθει σε αντιπαράθεση δύο αγύριστα κεφάλια, ποιος θα έκανε πίσω; Κανονικά θα έπρεπε να υποχωρήσει ο Ρογκάκος που ήταν ανώτερος και δεν κινδύνευε το κεφάλι του δηλαδή ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Ο Τσουκόπουλος ήταν στριμωγμένος στην άκρη του γκρεμού. Οι πεποιθήσεις του, του έλεγαν να πέσει στο
γκρεμό, παρά να υποχωρήσει για να σώσει το κεφάλι του. Ο Ρογκάκος όμως δεν ήταν στην ίδια θέση. Έπρεπε να υποχωρήσει.

Δυστυχώς δεν υποχώρησε κανένας, οχυρώθηκαν στις απόψεις τους περί πειθαρχίας και καθήκοντος και το τράβηξαν μέχρι τέλος. Ο ένας, πρώτος έπεσε χτυπημένος από τις σφαίρες τις δικές μας και ο δεύτερος μετά από πέντε μήνες χτυπημένος από τη σφαίρα την δίκιά του. Κράτησαν και οι δύο μέχρι τέλους το ταμπούρι τους άπαρτο. Κανένας τώρα δεν μπορεί να τους το πατήσει, όσα κι αν γράφει και μ’ όποιον σκοπό. Ανάμεσά τους δεν μπορεί να μπει κανείς όσα καλά ή κακά λόγια κι αν λέει. Αυτοί με το δικό τους τρόπο, που κανένας δεν μπορεί να τον καταλάβει σήμερα, αντιμετώπισαν ένα πρόβλημα μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Έφυγα από εκεί με κρύα καρδιά. Δεν είχα προσβληθεί μ’ αυτά που μου είπε ο Αλέκος. Έφυγα με κρύα καρδιά γιατί κατάλαβα ότι από την μεριά του Αλέκου δεν υπάρχει έδαφος για ελιγμούς, ότι εδώ είναι αδιέξοδος. Η μόνη ελπίδα ήταν ο Ρογκάκος. Όλα θα κρίνονταν στο ακτίφ. Τώρα πια και στάση να οργάνωνα τίποτα δεν θα γίνονταν. Μόνο το ακτίφ θα έλυνε το πρόβλημα. Αν και εκεί δεν γίνονταν τίποτα, τότε το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να πέσω μπρούμητα να μη με βλέπουν και να κλάψω για να ξεθυμάνω. Τίποτα άλλο. Και μετά να ξαναρχίσω να τραγουδώ όπως χιλιάδες φορές μέχρι τώρα. Η λύπη με την χαρά πήγαιναν αντάμα για να γίνονται πιο δυνατές. Αυτή ήταν η ζωή μας. Δύο στελέχη, δύο μέταλλα ψημένα στον ίδιο φούρνο, στους ίδιους βαθμούς στο καμίνι της αντίστασης, βρίσκονταν αντιμέτωπα και κανένας δεν θα έκανε πίσω. Καίνε την κάπα τους μα δεν την παρατάνε. Αν δεν ήτανε και τέτοιοι αλήθεια, πώς θα τα έβαζαν μ’ όλους τους φασισμούς της γης;

Εμένα μ’ έφαγαν τα φίδια. Τώρα πείστηκα πια, για όσα είχε προβλέψει ο Τσουκόπουλος. Τώρα πια κατάλαβα ότι αυτή την πρόταση για να φύγει δεν ήταν δυνατό να την δεχτεί ο Τσουκόπουλος, μα ούτε και ο Ρογκάκος το φοβόταν. Γι’ αυτό τα μέτρα ασφαλείας του κρατούμενου μετά την καταδίκη σε θάνατο ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Τόχε σίγουρο ο Ρογκάκος ότι ο Τσουκόπουλος δεν πρόκειται να φύγει. Επιμένω σ’ αυτά όλα, για να γίνει φανερό πόσο μακρυά βρίσκονται αυτοί που προσπαθούν να κρίνουν σήμερα με τα δικά τους κριτήρια εκείνους, σ’ εκείνη την εποχή. Ένα είναι γεγονός. Ότι όλες οι πτυχές του εσωτερικού κόσμου του Τσουκόπουλου, ανοίχτηκαν κι ήταν διαμάντια. Του Ρογκάκου δεν αποκαλύφθηκαν όλες, εκείνες τις μέρες. Κράτησε κάτι κρυφό. Μετά από πέντε μήνες περίπου, στο ίδιο μέρος, μια πιστολιά στον κρόταφο έκοψε τη συνέχεια κι έτσι έγινε η κάθαρση της τραγωδίας.

Όταν ήρθε η ώρα της συγκέντρωσης πήγα πρώτος. Ο Ρογκάκος έδειχνε ήρεμος. Χαιρέτησα και κάθησα αμίλητος. Ο Ρογκάκος ετοίμαζε σημειώσεις. Όταν μαζεύτηκαν όλοι είπε μερικά λόγια για την υπόθεση. Επανέλαβε τα ίδια που είχε πει σε μένα. Άρχισε μετά να ζητά την άποψη από κάθε στέλεχος. Ο Ατζακλής, ο Βρεττάκος, ο Μαντηλάρης, ο Οικονομάκος, συμφώνησαν μαζί του. Ήρθε η σειρά η δική μου. Διαφώνησα ριζικά. Άρχισε να αγριεύει. Μετά από μένα μίλησε ο Πιπίνος, ο Παναγιώτης Κυριακόπουλος από το χωριό Βάγγου. Συμφώνησε κι αυτός με μένα. Έτσι θα πήγαιναν και οι άλλοι. Θα διαφωνούσαν με το Ρογκάκο. Δεν τους άφησε όμως. Άστραψε και βρόντηξε. Άρχισε η διαλογική αντιδικία με μένα. Στην πορεία της συζήτησης, έκανα την πρόταση ν’ ανασταλεί η εκτέλεση μέχρι που να πάρουμε επαφή με τη Μερααρχία. Αυθόρμητα συμφώνησαν μαζί μου οι περισσότεροι. Ο Ρογκάκος αντέδρασε έντονα.

Από εδώ και πέρα άρχισε να εκτίθεται. Για τη δικαιολόγηση της θανατικής ποινής είχε πολλά μεγάλα λόγια να λέει. Τιάρα όμως για την άρνηση της αναστολής δεν είχε επιχειρήματα πειστικά. Άρχισε να λέει κουταμάρες μέχρι που υποστήριξε την άποψη ότι «έπρεπε ο Τσουκόπουλος να αυτοκτονήσει όπως θα έκανε κι ένας αστός ταγματάρχης ακόμη, αν θα διαλυόταν το τάγμα του». Τώρα εγώ πήρα την πάνω βόλτα. Αμέσως έριξα την πρόταση «να του δώσει χάρη ο ίδιος ύστερα από υποβολή αίτησης που θα κάνει ο Τσουκόπουλος». Αντέδρασε, δε δέχτηκε για λόγους ουσιαστικούς και τυπικούς.

Τότε για να κερδίσει έδαφος φούρνισε ότι ο «ίδιος ο Τσουκόπουλος σε δύο επιστολές που έγραψε, αναγνωρίζει τα λάθη του και τις ευθύνες του και το δίκαιο της ποινής». Δε μας διάβασε τις επιστολές όμως. Κανένας δεν έμαθε ακριβώς τι έγραφαν κι αν πραγματικά είχαν σταλλεί. Μετατόπισε λοιπόν ακόμη μια φορά το θέμα από την εκτέλεση στην απόφαση. Το ξανάφερα στη θέση του με την παρατήρηση ότι «δεν κρίνουμε τώρα την απόφαση αλλά ζητάμε να ανασταλλεί η εκτέλεση». Τότε στριμωγμένος και εκτεθειμένος είπε αυτό που είπα και παραπάνω «εγώ θα διατάξω την εκτέλεση και συ να με μηνύσεις να δικαστώ γι’ αυτό». Του απάντησα ότι θα το κάνω αλλά τι το όφελος αν έχει εκτελεστεί;».

Όλα είχαν τελειώσει. Δεν υπήρχε ελπίδα. Μέσα στο βάθος της ψυχής μου υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα ότι όλη νύχτα μπορεί να το καλοσκεφτεί. Σταμάτησα να παίρνω μέρος στη συζήτηση. Είπαν κάτι ο Ατζακλής και ο Σαράντος Οικονομάκος. Κάτι σάλια μάλια περί πειθαρχίας κ.λπ.. Κλείνοντας ο Ρογκάκος μου είπε: «θα είσαι υπεύθυνος για οτιδήποτε κάνουν τα Αρκαδικά τμήματα». Τότε τον βεβαίωσα ότι: «Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε. Δε θα κάνουμε επανάσταση γιατί, καταλαβαίνουμε πιο συμφέρει και ποιό ζημιώνει το κίνημα, πολύ μας υποτιμάς συναγωνιστή Επίτροπε». Πήγε να δικαιολογήσει την προειδοποίησή του. Ούτε θυμάμαι τι έλεγε.

Φύγαμε από εκεί όλοι καταστεναχωρημένοι. Δε φοβόμουνα μήπως πάρει μέτρα σε βάρος μου. Δεν μπορούσε να με βλάψει. Δεν τον θεωρούσα ικανό για τέτοια. Όχι δεν ήταν τέτοιος. Ήταν σ ’ όλους γνωστό ότι, η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο Μωριά, ποτέ δεν παραβιάστηκε, ποτέ δεν ατόνισε, όχι τόσο γιατί βρίσκονταν πάντα οι φόρμες για να λειτουργήσει αλλά, αυτό είναι το κυριότερο, το επαναλαμβάνω το κυριότερο, ότι είχε δημιουργηθεί κλίμα, νοοτροπία, καθεστώς, ελεύθερης έκφρασης αλλά και σιδερένιας πειθαρχίας. Οι φόρμες μετά βρίσκονταν. Το πολύ - πολύ να μου αφαιρούσε τη διοίκηση του λόχου, αν σκέφτονταν εκδικητικά. Ουσιαστικά αυτό δεν θα ήταν τιμωρία για μένα όπως και για οποιονδήποτε άλλον, μέσα σε κείνες τις συνθήκες που οι ευθύνες ήταν φοβερές και η διοίκηση ήταν κόλαση, δυσβάσταχτο φορτίο.

Ο Ρογκάκος όμως γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον, τι θα πει διοίκηση λόχου τότε και γι’ αυτό μας πρόσεχε πολύ. Εκτός απ’ αυτό δεν ήταν εύκολο να πάρει τέτοιο μέτρο και ακόμη πιο δύσκολο, να το δικαιολογήσει. Κι ένα αδικαιολόγητο μέτρο δεν εφαρμόζεται εύκολα, ιδιαίτερα μέσα σε κείνον τον κοσμοχαλασμό. Η θέση του σαν Επιτρόπου ήταν δύσκολη, οι αποτυχίες πολλές, η αγανάκτηση κουφόβραζε και μόνο ένας διάολος μπορεί να κάνει τόσα και τέτοια, όσα μπορεί να κάνει ένας αντάρτης όταν αγανακτήσει από την αδικία.

Γίνεται τότε αντάρτης στο τετράγωνο και δεν τον συγκρατείς με τίποτα. Τυφλώνεται από το θυμό και ξεσπάει σαν ηφαίστειο. Έχει τέτοια η ιστορία μας. Ο Μιαούλης έβαλε φωτιά στο στόλο του. Κι άλλα πολλά τέτοια. Το ποτήρι με την καταδίκη του Τσουκόπουλου είχε γεμίσει. Μια σταγόνα ακόμη και θα ξεχύλιζε.

Όταν έφθασα στη διοίκηση του λόχου με τον επίτροπο, όλοι περίμεναν να μάθουν τι έγινε. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Ρίχτηκα στη γωνιά κοντά στο τζάκι και διαλογιζόμουνα που είμασταν και που φτάσαμε. Ξεκινήσαμε σαν λαϊκός επαναστατικός στρατός και καταντήσαμε να κάνουμε καμώματα και φερσίματα, του αστικού στρατού. Γιατί τι άλλο είναι, το να εκτελούμε για να επιβάλλουμε την πειθαρχία και να ανεβάσουμε την συναίσθηση ευθύνης; Σημάδι κακό, που προμηνούσε άσχημο τέλος και κακό θάνατο. Όταν ένας λαϊκός επαναστατικός στρατός ξεπέσει στο επίπεδο του αστικού στρατού, λίγα είναι τα ψωμιά του και απροσδιόριστη η πορεία του.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger