Αρχική » » Έλληνες και Τούρκοι πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή: ίδιες ιστορίες, άλλα λόγια

Έλληνες και Τούρκοι πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή: ίδιες ιστορίες, άλλα λόγια

{[['']]}

Την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου, είναι η επέτειος της φωτιάς που έκαψε τη Σμύρνη το 1922 και έδωσε βίαιο τέλος στη μικρασιατική εκστρατεία και τα όνειρα για τη «Μεγάλη Ελλάδα». Τις μέρες αυτές, η Τουρκία τις γιορτάζει για την επιτυχή κατάληξη του «Πολέμου της Σωτηρίας», ενώ στην Ελλάδα η κοινωνία θυμάται και πενθεί τη Μικρασιατική Καταστροφή –το ίδιο γεγονός.
Σε δύο συνέχειες, το inside story ανατρέχει στη λογοτεχνία των δύο λαών από την αρχή του εικοστού αιώνα μέχρι το 1922 και καταγράφει μέσα από αυτήν την ιστορική πορεία τους και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο μιλούν για τα ίδια γεγονότα. Στο σημερινό άρθρο θα φτάσουμε μέχρι το 1918 και το τέλος του Α'Παγκόσμιου Πολέμου που άφησε τους μεν Έλληνες της Πόλης και της Μικρασίας να αγωνιούν για το αν θα μπορέσουν να παραμείνουν στις πατρίδες τους, τους δε Τούρκους να θρηνούν για την απώλεια των Βαλκανίων και να καλούν για εκδίκηση.
Δύο παράλληλα εθνικά αφηγήματα

Για τους Έλληνες της Πόλης και της Μικράς Ασίας που τα έζησαν και έγραψαν γι’ αυτά, τα ταραγμένα χρόνια μέχρι το 1918 αποτέλεσαν τη μετάβαση από την ευμάρεια και την ειρήνη της απολυταρχίας του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ  (που κυβέρνησε από 1876 έως το 1909) στον ξεριζωμό, που για πολλούς δεν ήρθε το 1922 αλλά αρκετά νωρίτερα. Πολλοί συγγραφείς αναφέρονται στην εποχή ως «δίσεχτα χρόνια», όταν ο κόσμος όπως τον γνώριζαν κατέρρευσε, ενώ η πίστη τους για την παραμονή στις πατρίδες τους κλονίστηκε. Ο τίτλος Σαν τα τρελλά πουλιά του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος της Μαρίας Ιορδανίδου απηχεί εύγλωττα το πώς έβλεπε η Οθωμανική ρωμιοσύνη την επισφαλή θέση της σε έναν κόσμο όπου «τίποτε δεν ήταν πια όπως παλιά».
Την ίδια στιγμή η τουρκική λογοτεχνία, που μέχρι την Επανάσταση των Νεοτούρκων (1908)  παρουσίαζε τον Έλληνα ως έναν χαρακτήρα, αναπόσπαστο μέλος του Οθωμανικού εθνοτικού μωσαϊκού, πολύ συχνά θετικά και με ενσυναίσθηση, μεταστρέφεται προς έναν λόγο εθνικιστικό. Ιδίως μετά τους Βαλκανικούς, οι Τούρκοι συγγραφείς παρουσιάζουν τον Έλληνα αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του μίσους. Από την αγωνία να περισωθεί η Οθωμανική αυτοκρατορία, οι Τούρκοι περνούν στην αγωνία να κρατηθεί η ίδια η Μικρά Ασία, που θεωρείτο μέχρι τότε αυτονόητη. Τα δύο εθνικά αφηγήματα βαίνουν παράλληλα, αλλά σπανίως συναντιούνται.
Η «χρυσή περίοδος» της ρωμιοσύνης: η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου
Από πολλά κείμενα των Ελλήνων της Πόλης και της Μικρασίας ξεπροβάλλει μια ειδυλλιακή εικόνα της ζωής στην «παλιά Τουρκία», πριν τη Νεοτουρκική Επανάσταση. Πρόκειται για την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις των Τανζιμάτ (1839 και 1856), που έφεραν την ισοπολιτεία μουσουλμάνων και μη-μουσουλμάνων και δημιούργησαν σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες για τους τελευταίους. Ο «χρυσός αιώνας» της ρωμιοσύνης (1850-1913) ήταν μια περίοδος ευμάρειας. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, παρότι χρεοκοπημένη, βρισκόταν σε τροχιά εκσυγχρονισμού και δυτικοποίησης. Ο απλός κόσμος «είχε το κεφάλι του ήσυχο»: οι πόλεμοι και οι ταραχές συνέβαιναν μακριά –στην Κρήτη, τη Μακεδονία, τις αρμενικές επαρχίες– πολύ μακριά για να ταράξουν τη γαλήνη των Ρωμιών της Πόλης και της Μικράς Ασίας.
 Κατάστημα με λάμπες, ναργιλέδες, υφάσματα, πιθανότατα στο Grand Bazaar, περίπου 1870. [Maison Sadullah & Cie / G. Berggren]
«Σ’ εκείνη την παλιά καλή εποχή», γράφει στη Λωξάντρα  η Πολίτισσα Μαρία Ιορδανίδου, «ο καθένας κοίταζε το σπιτάκι του και την καλοπέρασή του, και πίστευε πως ο κόσμος όπως ήταν, είναι και θα είναι και πως η Κωνσταντινούπολη πάντα θα μυρίζει ρωμιοσύνη. Και άλλοι πόλεμοι γίνανε, όμως κανείς δεν πήρε χαμπάρι. Να, τότες με τον Κριμαϊκό. Τι έκανε λέει; Πόλεμος; Πού είναι ο πόλεμος; Για καλό μας είναι ή για κακό μας; Ποιος πήρε χαμπάρι πως στην Κρήτη ξέσπασε επανάσταση και πως η χρεοκοπημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία με δυσκολία την κατάπνιξε; Όταν ανατράπηκε και δολοφονήθηκε ο Σουλτάν Αζίζ, η Λωξάντρα το ‘μαθε τυχαία».

Mοντέλα φορούν εθνικές φορεσιές από την πολυπληθυσμική Κωνταντινούπολη: Αρμένισσα νύφη, Εβραία γυναίκα της Πόλης και νεαρή Ελληνίδα, 1873. [Sébah, Pascal]

Οι μικροαστοί ήρωες της Λωξάντρας ζουν στην σκιά της ιστορίας, αποδεχόμενοι παθητικά τα γεγονότα που δεν μπορούν να επηρεάσουν. «Δεν σκοτίζουνταν τότε στην Πόλη ο κόσμος για τα πολιτικά, γιατί οι Σουλτάνοι, έτσι κ’ έτσι, κάναν ό,τι θέλαν και κανέναν δε ρωτούσαν. [Οι Ρωμιοί] κατάφεραν με την καπατσοσύνη τους να ζουν και να πλουτίζουν και να κατακυριεύουνε τη γη. Στρατιωτική θητεία δεν κάνανε, γιατί οι Τούρκοι φοβούνταν να τους δώσουν όπλο στα χέρια. Με καμιά πενηνταριά γρόσια γλίτωναν τη θητεία, και αν δεν ανακατεύονταν στα εσωτερικά της χώρας, αν δεν είχαν πολύ πάρε-δώσε με Τούρκους και τούρκικες υπηρεσίες και δικαστήρια, αν ήξεραν να λαδώνουν χούφτες, η δουλίτσα τους γίνουνταν».
Σε συνέντευξή του με αφορμή το μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου,ο Σμυρναίος Κοσμάς Πολίτης  είχε μιλήσει για «την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιάν ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914· κι εκείνο το συναίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας, βασισμένο, βέβαια, και αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και τους Έλληνες». Ένας από τους ήρωές του λέει: «Ώσαμε το ’14, οι Γραικοί εμείς ήμασταν τσελεμπήδες (άρχοντες). Περνούσαμε όμορφα κι ευτυχισμένα».
Άμαξες και τρόλεϊ στην προκυμαία της Σμύρνης. Αριστερά διακρίνεται το παλιό Πασαπόρτι (Κουμερκάκι) και δεξιά τα γνωστά ξενοδοχεία Kraemer και Huck. [Library of Congress]
H Σμύρνη καθώς βομβαρδίζεται από τους συμμάχους, 21 Mαρτίου 1915. [Library of Congress]
Στο αυτοβιογραφικό Οι νεκροί περιμένουν η μεγαλωμένη στο ΑϊδίνιοΔιδώ ΣωτηρίουΆρθρο για τη Διδώ Σωτηρίου στην kathimerini.gr παρουσιάζει εξίσου ονειρικά «τα παλιά τα χρόνια», πριν τον Μεγάλο Πόλεμο. «Τότε, μάλιστα, περνούσαμε ζωή χαρισάμενη. Έτρεχε ο παράς, αδερφέ, έτρεχε σαν το νεράκι απ' τη βρύση...» Μιλά για «μια χώρα με χώματα καρπερά, ευλογημένα, χορτάτα» όπου «όλα εκείνα τα ξυπόλυτα εργατόπαιδα, Τουρκάκια κι Ελληνόπουλα, παίζανε φιλιωμένα, όπως παίζαμε κι εμείς, όταν τύχαινε, με τα παιδιά των μπέηδων». Καπάτσοι οι Ρωμιοί, ξέρουν να χειρίζονται τον Τούρκο. «Ο γείτονάς μας, ο Κωστάκι-εφέντης, που ήταν διορισμένος στα τούρκικα δικαστήρια, υποστήριζε πως μ' ένα φέσι κι ένα καλό μπαξίσι τον ξεγελάς σίγουρα τον Τούρκο και του παίρνεις το έχει του: Κι αν του προσφέρεις και κανένα ουζάκι με λίγη φιλία για μεζέ, του παίρνεις και την καρδιά του».
Οι διαμελισμοί της αυτοκρατορίας και οι διακοινοτικές εντάσεις

Την εικόνα αυτή του χαμένου παραδείσου που έμεινε από μια εποχή που είχε κι αυτή τα προβλήματά της, εξηγεί εν μέρει η ρήση του αμερικανού δημοσιογράφου Herb Caen πως «η νοσταλγία είναι η μνήμη που της έχει αφαιρεθεί ο πόνος».
Γεγονός είναι ότι, ενώ οι ταραχές και οι ανατροπές της περιόδου είναι πολλές, στους Πολίτες και τους Μικρασιάτες δεν φθάνει παρά ο μακρινός τους απόηχος. Η Οθωμανική αυτοκρατορία είναι σε σταθερή υποχώρηση. Λίγο μετά την ελληνική επανάσταση, χάνει σχεδόν όλα της τα εδάφη στη Βόρεια Αφρική –η Αλγερία και η Τυνησία γίνονται γαλλικές αποικίες, η Αίγυπτος αυτονομείται. Από τα μέσα του 19ουαιώνα η Κρήτη σπαράσσεται από επαναστάσεις και σφαγές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.
Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, μέρος της Βουλγαρίας ελευθερώνεται, ενώ οι Ρώσοι προελαύνουν έως τον Άγιο Στέφανο στα προάστια της Πόλης. Και η μεν Λωξάντρα «κατέβασε το σαμοβάρι που τους είχε φέρει ο καπτάν Γκίκας απ’ την Οντέσσα και το γυάλισε, το ετοίμασε, τι ξέρεις; Μπορεί να μπαίνανε και στο Μακροχώρι οι Ρώσοι. Ένα τσάι να μην τους κάνει τους ανθρώπους;», οι μουσουλμάνοι, ωστόσο, τρομοκρατούνται: τα ρώσικα κανόνια αντηχούν μέχρι την Πόλη, που την κατακλύζουν λίγο αργότερα μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Στον ίδιο πόλεμο, οι Ρώσοι καταλαμβάνουν τμήμα του Οθωμανικού Καυκάσου.
Η αυτοκρατορία είναι ο Μεγάλος Ασθενής που χαροπαλεύει. Σαν προειδοποίηση στους Ρωμιούς για το τι μέλλει γενέσθαι έρχονται οι τρομερές σφαγές των Αρμενίων τα έτη 1894-1896, που δίνουν στον Αβδούλ Χαμίτ το προσωνύμιο «Κόκκινος Σουλτάνος» . Αν οι ανατολικές επαρχίες είναι πολύ μακριά από τους Ρωμιούς, η τρομερή σφαγή χιλιάδων Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη εκτυλίσσεται μπροστά στα έντρομα μάτια τους. Στην Λωξάντρα η Ιορδανίδου περιγράφει τον απόηχο της σφαγής παραστατικά: «Τα αίματα από τα πεζοδρόμια τα γλείψανε οι σκύλοι και η ζωή άρχισε να κυλά σαν να μην έγινε τίποτα». Οι Ρωμιοί όμως ακόμα δεν βγαίνουν από τον λήθαργο.
Περισσότερο τους αγγίζει ο πόλεμος του 1897 με την Ελλάδα, που ξεσπά με αφορμή τις σφαγές στην Κρήτη. Ρωμιοί το σκάνε να πολεμήσουν εθελοντές για την Ελλάδα. «Ο Επαμεινώντας στάθηκε μπροστά στο μπουφέ. Η Πατρίδα, λέει, χρειάζεται τα παιδιά της τα υποδουλωμένα. Μεγάλα πράγματα γίνουνται. Οι Έλληνες βαδίζουνε να πάρουνε την Πόλη. Έφυγε στα τέλη του Απρίλη, αλλ’ ώσπου να φτάσει στην Αθήνα και να καταταγεί, οι Τούρκοι είχαν φτάσει στη Λαμία και ο Γεώργιος έγραφε γράμμα βιαστικά στον Τσάρο να κάνει ό,τι κάνει για να σταματήσει το κακό», γράφει η Ιορδανίδου στη Λωξάντρα. Προς αγανάκτηση των Τούρκων, η πανωλεθρία της Ελλάδας δεν αποτρέπει την απώλεια της Κρήτης. Μετά τη σφαγή Ελλήνων και Βρετανών στα Χανιά, οι Μεγάλες Δυνάμεις την ανακηρύσσουν αυτόνομη «Κρητική Πολιτεία», με τον γιο του Έλληνα βασιλέα ως αρμοστή. Αρχίζει η σταδιακή έξοδος των Τουρκοκρητικών προς την Μικρά Ασία...
Κρήτες πρόσφυγες λαμβάνουν συσσίτιο στην Αθήνα, 1897. [ Underwood & Underwood]
Στα κείμενα των Ρωμιών εμφανίζονται ενίοτε αναφορές στις ελληνοτουρκικές εντάσεις της περιόδου. Στο Στου Χατζηφράγκου, ο Πολίτης παρουσιάζει τον Τούρκο κομισάριο Χαφούζ Εφέντη, πρόσφυγα από τη Θεσσαλία, να προειδοποιεί τον παπα-Νικόλα: «Να πεις του δευτερόπαπά σου, του παπα-Χαροκόπου, να μην πουλάει λαχεία του στόλου. Ποιος να τον σπιόνεψε άραγε... Φεύγοντας ο παπα-Νικόλας πασπάτεψε μηχανικά την τσέπη του, μέσ’ από το ράσο. Είχε κι αυτός απάνω του λαχεία του στόλου». Η στήριξη από πολλούς Ρωμιούς της ελληνικής πολεμικής προσπάθειας και ιδίως οι έρανοι για τον ελληνικό στόλο δεν διαφεύγουν της προσοχής των διαβόητων κατασκόπων του Αβδούλ Χαμίτ και προκαλούν την οργή της τουρκικής κοινής γνώμης.
Στο ίδιο μυθιστόρημα παρουσιάζεται η έχθρα που τρέφουν οι Τουρκοκρητικοί κατά των Ρωμιών, θεωρώντας τους υπεύθυνους για τον ξεριζωμό τους. Όταν οι μαθητές μιας σχολικής εκδρομής περνούν από έναν τουρκομαχαλά, προκαλείται ένταση. «Διάολε τσ’ απομεινάρες τους, μουρμούρισε ένας Κρητικός κι έκανε να σηκωθεί, με το χέρι στο ζωνάρι. Ξαφνικά, ένα τσούρμο τουρκάκια ξεχύθηκε από ένα σπίτι. –Γκιαούρ! Γκιρίτ μι ιστέρσινιζ; Αλίν Γκιρίτ και κάνανε άσεμνες χειρονομίες και μια πέτρα σφύριξε...» Την κατάσταση σώζει ένας Τούρκος μικροπώλης, που χυμά με το άλογό του και κυνηγά τα Τουρκάκια.
Η «Χρυσή Εποχή» των Ρωμιών είναι μια εποχή απολυταρχίας. Στου Χατζηφράγκου ο Σταυράκης «διάβαζε κρυφά το Σκριπ, σαν το φερνε καμιά φορά ο πατέρας του στο σπίτι, χωμένο κάτω από το γιλέκο του, γιατί απαγορεύονταν οι εφημερίδες απ’ την Ελλάδα». Ο Χαφούζ Εφέντης, πάλι, πέφτει ο ίδιος θύμα των μυστικών υπηρεσιών του Σουλτάνου. «Να, μια κλειστή καρότσα σταμάτησε μπροστά στο καρακόλι, δεν πάει μια ώρα του περάσανε κελεψέδες (χειροπέδες), τον βάλανε μες στην καρότσα και φύγανε. Ήπεσε σπιονιά πως ήτανε, λέει, Νεότουρκος».
Ένα από τα πιο γνωστά θέατρα της Κωνσταντινούπολης, 1920. [Library of Congress]
Η Επανάσταση των Νεοτούρκων και η «εθνική λογοτεχνία»

Η μακρά αλυσίδα ταπεινώσεων και οι εθνικισμοί των χριστιανικών λαών της αυτοκρατορίας οδηγούν στην ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού ως αντίδραση. Αρχικά, τούτος στοχεύει να εκσυγχρονίσει την αυτοκρατορία, ώστε να αποτραπεί η διάλυσή της. Καθόλου τυχαίο ότι κέντρο των Νεοτούρκων αναδεικνύεται η Θεσσαλονίκη. Επί δεκαετίες η Μακεδονία συνταράσσεται από τους συγκρουόμενους εθνικισμούς των Βαλκανικών λαών, ενώ οι Τούρκοι της πόλης παρακολουθούν την πνευματική ζωή των τελευταίων.
Στη Θεσσαλονίκη εκρήγνυται η επανάσταση που το 1908 καταργεί την απολυταρχία του Αβδούλ Χαμίτ και επαναφέρει σε ισχύ το Οθωμανικό Σύνταγμα του 1876. Aρχικά γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους μη-μουσουλμάνους, που πιστεύουν πως η κοινοβουλευτική διακυβέρνηση θα φέρει περισσότερες ελευθερίες. Ωστόσο, μία σοβαρή απειλή πλανάται από πάνω τους: η υποχρέωση στράτευσης. Η υποχρεωτική θητεία των μη-μουσουλμάνων προβλεπόταν στα Τανζιμάτ, για δεκαετίες όμως επιτρεπόταν η εξαγορά της. Τώρα, οι Νεότουρκοι θέλουν να την επιβάλουν. Την ίδια μέρα που ανακοινώνεται η επαναφορά του Συντάγματος, η βουλή της Κρητικής Πολιτείας κηρύσσει μονομερώς την Ένωση με την Ελλάδα και η Αυστρία προσαρτά την Βοσνία. Το 1911 η Ιταλία αποσπά την Λιβύη, τελευταίο Οθωμανικό προπύργιο στη Βόρεια Αφρική, και τα Δωδεκάνησα.
Η οργή των Τούρκων βράζει. Οι εφημερίδες και η ποίηση –είδος πολύ πιο καλλιεργημένο τότε από την πεζογραφία στην τουρκική γλώσσα– διαμορφώνουν την τουρκική συνείδηση. Ζητείται μία «εθνική λογοτεχνία», που θα προωθεί τα εθνικά ιδεώδη και στόχους. Στη Θεσσαλονίκη ιδρύεται το 1910 το περιοδικό Genç Kalemler  (Νέες Γραφίδες), στο οποίο θα δημοσιευθούν κείμενα των πλέον διαπρεπών εκπροσώπων του εθνικιστικού χώρου. To 1912 στην Πόλη ιδρύεται η οργάνωση «Τουρκικές Εστίες» , με διακηρυγμένο στόχο την προώθηση της κουλτούρας και των «εθνικών δικαίων» των Τούρκων.
Τα γραπτά της «εθνικής λογοτεχνίας» αποτυπώνουν μια βαθύτατη πίστη πως το τουρκικό έθνος δικαιούται να διοικεί τις περιοχές που κατέχει, ακριβώς επειδή οι πρόγονοί του τις κατέκτησαν και τις κράτησαν «με το σπαθί και το αίμα τους». Οι Τούρκοι είναι το «Κυρίαρχο Έθνος» της Αυτοκρατορίας, τόσο κατά την πολιτική της παράδοση όσο και κατά τηΣαρία . Η ιδέα περί «κυρίαρχου έθνους» είναι τόσο ριζωμένη και θεωρείται τόσο φυσική, ώστε είναι πολύ δύσκολο για τους Τούρκους να καταλάβουν γιατί τα άλλα έθνη τους βλέπουν ως εισβολείς που πρέπει να φύγουν.
Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο ιδεολογικό μυθιστόρημα της τουρκικής λογοτεχνίας. Το Yeni Turan (Νέο Τουράν) της Χαλιντέ Εντίπ , γνωστότερης ίσως φωνής του τουρκικού εθνικισμού, κυκλοφορεί λίγους μήνες πριν από τον Πρώτο Βαλκανικό. Περιγράφει την ουτοπία της μετεξέλιξης της αυτοκρατορίας σε κράτος που στηρίζεται και προωθεί τον τουρκικό εθνικισμό, ενώ παραμένει πολυεθνικό και αποκτά ομοσπονδιακή δομή. Οι άλλες εθνότητες διατηρούν την ταυτότητά τους και ζουν ελεύθερα, στα όρια που χαράσσει η τουρκική εξουσία. Ο τουρκικός εθνικισμός δεν έχει ακόμη αξιώσεις πολιτιστικής επιβολής, δεν ζητά να αφομοιώσει τους «άλλους», αλλά να τους επιβληθεί πολιτικά και στρατιωτικά.
Η «Μεγάλη Συμφορά» των Τούρκων: Οι Βαλκανικοί και η «προδοσία» των χριστιανών
Για τους χριστιανούς συμμάχους, οι πόλεμοι του 1912-1913 αποτελούν θρίαμβο. Παρά τις μεταξύ τους εδαφικές διαφορές, το όραμα πέντε αιώνων να «πετάξουν τους Τούρκους κατακτητές απ’ την Ευρώπη» γίνεται πραγματικότητα. Για τους Τούρκους, από την άλλη, οι Βαλκανικοί είναι η «Μεγάλη Συμφορά». Και πάλι κανόνια ακούγονται στην Πόλη, καθώς τα βουλγαρικά στρατεύματα φθάνουν στα περίχωρά της. Η αυτοκρατορία χάνει το ένα τρίτο των εδαφών που της απέμεναν, ενώ τετρακόσιες περίπου χιλιάδες Μουσουλμάνοι πρόσφυγες φθάνουν σε άθλια κατάσταση στην Πόλη και τη Μικρασία. Είναι οι περίφημοι «μουχατζίρηδες».
Τούρκοι σε πατριωτική πορεία προς το Μνημείο της Ελευθερίας (Âbide-i Hürriyet), στο Şişli της Κωνσταντινούπολης, 26 Ioυλίου 1912. [Underwood & Underwood]

Στην αφήγηση των Βαλκανικών στην ελληνική (αλλά και βουλγαρική, σερβική) λογοτεχνία, η έμφαση δίνεται στην ιστόρηση ηρωικών κατορθωμάτων των αντίστοιχων στρατευμάτων. Σπανιότατα γίνεται λόγος για βιαιοπραγίες εις βάρος αμάχων. Εξαίρεση αποτελεί η ανατριχιαστική περιγραφή από τον Στράτη Μυριβήλη στο αυτοβιογραφικό διήγημα Πόλεμος της πυρπόλησης ενός τουρκικού χωριού, των βιασμών γυναικών και της εκτέλεσης των αρρένων κατοίκων του από ελληνική μεραρχία. Το ότι αυτά γίνονται ως αντίποινα σε φόνους –ύστερα από φρικτά βασανιστήρια– στρατιωτών της μεραρχίας ουδόλως απαλύνει τη φρίκη.
«Κάθε ενωμοτία έστηνε αντίκρυ της πεντέξι και τους θέριζε. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο και ψιθύριζε ολοένα προσευκές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν απαλά στον αγέρα. Το πιο μεγάλο που μπορούσα να του κάνω ήτανε να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά, για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια. Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολόασπρα φρύδια του. Σήκωσε απάνω μου τα γαλανά μάτια του και με κοίταξε γαλήνια. Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμένος πα στη λάσπη. Από τότες χρόνια πέρασαν και διαβαίνουν ολοένα. Όμως μέσα μου κάθεται μια κρύα γαλάζια ματιά. Τη νιώθω που απόμεινε μέσα μου ακίνητη, στυλωμένη και αθάνατη. Ζει και υπάρχει μέσα στο αίμα μου, σα μόλεμα και σαν αρρώστια. Και θαρρώ πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα φύγει από πάνω μου».
Το σοκ της ήττας είναι δυσβάσταχτο. Οι Τούρκοι θεωρούν ανέκαθεν τη Ρούμελη, τις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας, αναπόσπαστο κομμάτι της «τουρκικής πατρίδας». Ρούμελη και Μικρά Ασία συναπαρτίζουν τον «σκληρό πυρήνα» της αυτοκρατορίας. Η λογοτεχνία της περιόδου θρηνεί την ήττα, μιλά για ατιμασμό της εθνικής τιμής που θα μπορούσε να καθαρισθεί μόνο με αίμα, για εκδίκηση. Στην ποίηση χρησιμοποιούνται πολύ συχνά οι προστακτικές «ξύπνα» και «ξυπνήστε!». Οι λαοί των Βαλκανίων θεωρείται πως «πρόδωσαν» με τον ξεσηκωμό τους τους Τούρκους. Σε έναν οργασμό πατριωτικών ποιημάτων, τα βαλκανικά κράτη παρουσιάζονται ως βαρβαρικά, ανήθικα, ληστρικά, τυραννικά, βιαστές, λυσσασμένα σκυλιά και ερπετά που στοχεύουν να αφανίσουν τους Τούρκους και το Ισλάμ.
Σε άρθρο της η Χαλιντέ Εντίπ περιγράφει τους Βούλγαρους και τους Έλληνες ως γαλατάδες και κηπουρούς, «που μέχρι χτες ήταν υπηρέτες μας». Ο Αμπντουλάκ Χαμίντ Ταρχάν  θεωρεί τα βαλκανικά κράτη υπηρέτες των Οθωμανών και τα κατηγορεί για αχαριστία που καταπατούν την νόμιμη περιουσία του αφεντικού τους, ενώ στο ποίημα του Durma! Vu (1914) ο Ζιγιά Γκιοκάλπ απευθύνεται στον Έλληνα ως «πρώην δούλε». Στο ποίημα Στους γιους του Τούρκου (1912), καλεί: «Από τον τάφο του απλώνει ξίφος ο πρόγονός σου, προχώρα, λέει. Είσαι ο γιος του Αττίλα, μην το ξεχνάς! Μην αφήσεις πέτρα πάνω στην πέτρα […] Τρέχα να υψώσεις πάλι την ημισέλινο στην Πλέβνα, να ρέει αίμα νύχτα μέρα ο Δούναβης, να κάψει η κατάρα σου όλα τα Βαλκάνια…» Το μίσος στρέφεται καθ’ όλης της Ευρώπης, καθώς πιστεύεται πως οι Ευρωπαίοι προκαλούν τους χριστιανούς να αποσκιρτήσουν από την αυτοκρατορία. «Ω Ευρώπη, πού θα κρυφτείς; Θα χύσεις πολλά δάκρυα για τον νέο Αττίλα…» γράφει ο Γκιοκάλπ στο ποίημα Νέος Αττίλας το 1913.
«Ω τουρκική φυλή, ω τέκνο της φωτιάς και του σιδήρου, ω συ που ίδρυσες χιλιάδες πατρίδες και φόρεσες εκατοντάδες στέμματα, ω συ που γεννήθηκες για να διαφεντεύεις τον κόσμο! Ο Θεός δεν έγραψε στο μέτωπό σου μια μαύρη μοίρα!» γράφει ο Μεχμέτ Εμίν Γιουρντακούλ και προειδοποιεί: «Θέλεις να γκρεμισθεί και ο τελευταίος θρόνος σου; Να ανοίξει ματωμένος τάφος στην τελευταία πατρίδα σου; Να αναρτηθεί ξένη σημαία στον τελευταίο πύργο σου;» Ο Αλί Εκρέμ στο «Προς τον στρατό» προειδοποιεί: «Θέλουν να μας αφανίσουν, να μας αποτελειώσουν. Στόχος τους η Ιστάνμπουλ. Ω στρατέ του Ισλάμ […] Θες να υψωθεί ο ελληνικός σταυρός στα ιερά μας;» Ο Ομέρ Σεϊφεττίν, πάλι, στο διήγημά του «Πρίμο το τουρκόπουλο», εκφράζει την λύπη του που οι Τούρκοι δεν εξισλάμισαν δια της βίας τους Βαλκάνιους. «Υποδούλωσαν έθνη όπως οι Ρωμιοί, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι. Τους πήραν τις χώρες τους. […] Αλλά καθώς δεν τους εκτούρκισαν, αυτή η γενναιοδωρία των Τούρκων έγινε η αδυναμία τους». Και παρακάτω: «Ο τουρκισμός τους φέρθηκε με κάθε γενναιοδωρία. Πεντακόσια χρόνια τους έτρεφε με το ψωμί του, τους έδωσε κάθε νοητή ελευθερία. Μα εκείνοι, αντί να είναι ευγνώμονες, τον πρόδωσαν». Στο ψυχεδελικό διήγημά του Λευκή Τουλίπα, οι Βούλγαροι παρουσιάζονται να βαφτίζουν τουρκόπουλα πριν τα σφάξουν και να φουρνίζουν αμάχους.
Ο Τζαμάλ Πασά, περίπου 1914-1917, Παλαιστίνη. [Library of Congress]
Η πανωλεθρία στον Πρώτο Βαλκανικό προκαλεί πραξικόπημα στην Πόλη, και η εξουσία περνά στους περίφημους «Τρεις Πασάδες» –Ενβέρ, Ταλάτ και Τζεμάλ. Με τον Δεύτερο Βαλκανικό, οι Τούρκοι ανακτούν την Αδριανούπολη, νίκη με μεγάλη συμβολική σημασία καθώς αυτή υπήρξε η δεύτερη κατά σειρά πρωτεύουσα των Οθωμανών (1363-1456), μέχρι την κατάληψη της Πόλης και κατά την τριετία που εκείνη ανοικοδομείτο από τον Πορθητή. Ωστόσο, η βαλκανική πέραν του Έβρου έχει χαθεί για πάντα. «Τουλάχιστον οι νεκροί μας γλίτωσαν αυτήν την συμφορά, και έκλεισαν τα μάτια τους έχοντας την παλιά μας πατρίδα δική τους ως την Ημέρα της Κρίσεως», έγραψε ο γεννημένος στα Σκόπια ποιητής Γιαχγιά Κεμάλ Μπεγιατλί.
Η επιστράτευση, ο «Μεγάλος Διωγμός» και τα τάγματα εργασίας

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών, οι Ρωμιοί έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τη στράτευση, και μάλιστα για να πολεμήσουν κατά της Ελλάδας. Τα φαινόμενα λιποταξίας, αλλά και αυτομόλησης στον ελληνικό στρατό, είναι συχνά. Η Διδώ Σωτηρίου αφηγείται στα Ματωμένα Χώματα «Στον πόλεμο του ‘12 επιστρατευθήκανε απ’ τον Τούρκο τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου. Ο Μιχάλης όμως κατάφερε να λιποτακτήσει. Πέρασε στην Ελλάδα και πήγε εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Άγια δουλειά έκανε, είπε ο πατέρας».
Μετά την απώλεια της Ρούμελης, ο τρόπος που οι Τούρκοι βλέπουν τους Ρωμιούς στις εναπομείνασες Οθωμανικές περιοχές αλλάζει ριζικά. «Ανάψανε τα αίματα των Νεοτούρκων. Εφέδες δερβίσηδες, μπέηδες, μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ’ την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντιά μας», γράφει η Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα. «Φόνοι και διωγμοί χριστιανών αρχίσανε δω και κει». Καθώς είναι γνωστά τόσο τα φαινόμενα λιποταξίας, όσο και οι συνδρομές για τον ελληνικό στόλο, πληθαίνουν οι φωνές να επιβληθεί μποϊκοτάζ στα προϊόντα και τις επιχειρήσεις των Ρωμιών.To Εληνοαμερικανικόν Αρτοποιείον με πινακίδες στα αρμένικα, λαντίνο (με εβραϊκούς χαρακτήρες), αγγλικά, οθωμανικά τουρικά, ελληνικά και ρωσικά, Ιούνιος 1922, Ortaköy, Κωνσνταντινούπολη. [cdm/Library of Congress]
Στο διήγημα Η Σαλονικιά Αϊσσέ Χανίμ (1913), ο Τούρκος συγγραφέας Μαρασλίογλου παρουσιάζει την πρόσφυγα από τη Θεσσαλονίκη να τα βάζει με τις Τούρκισσες της Πόλης που ψωνίζουν από ρωμαίικο κατάστημα. «Αδελφούλες μου, δεν ξέρετε πού πάνε τα λεφτά σας. Με τα λεφτά που μουσουλμάνες Τούρκισσες όπως εγώ κι εσείς παίρνουμε από τον ιδρώτα των ανδρών μας και τα σκάμε σε τούτους τους προδότες, αγοράζονται τα θωρηκτά Αβέρωφ, τα κανόνια και τα τουφέκια. Οι γονείς και τα παιδιά μας σκοτώθηκαν με όπλα που αγοράστηκαν με τα λεφτά μας. Το Αβέρωφ το αγόρασαν με χρήματα ενός Ρωμιού από τα Γιάννενα. Δεν έχετε καρδιά μουσουλμανική, τουρκική;» Οι γυναίκες συμφωνούν και δεν ψωνίζουν. Το μποϊκοτάζ των ρωμαίικων επιχειρήσεων εφαρμόζεται το 1913 και 1914.
Ο Κουντουριώτης πάνω στο θωρηκτό Αβέρωφ, 1912. [Bibliothèque nationale de France]

Λίγο πριν εκραγεί ο Μεγάλος Πόλεμος, αρχίζει ο «Μεγάλος Διωγμός» των Ελλήνων. Οι νέοι στρατεύσιμης ηλικίας επιστρατεύονται και στέλνονται στα διαβόητα αμελέ ταμπουρού  («τάγματα εργασίας»). Στέλνονται στην ενδοχώρα της Ανατολίας, να δουλέψουν σε εξοντωτικές εργασίες για την κατασκευή δρόμων, γεφυρών, σιδηροδρόμων. Γρήγορα τα αμελέ ταμπουρού γίνονται συνώνυμο του θανάτου από κακουχίες και κακομεταχείριση. Παράλληλα εξαπολύεται μια εκστρατεία βίας κατά των αμάχων, ώστε να ξεριζωθούν από όλες τις παράλιες περιοχές της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Σημειώνονται εδώ κι εκεί σφαγές, ολόκληρα χωριά στέλνονται σε πορείες θανάτου. Ως αποτέλεσμα, 200.000 Έλληνες καταφεύγουν στα νεοαπελευθερωμένα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Παρότι αποδέχεται την έξαρση του εθνικισμού Ελλήνων και Τούρκων, η Σωτηρίου επιμένει πως οι Γερμανοί ευθύνονται για την οργάνωση του διωγμού. Στα Ματωμένα Χώματα ένας νέος επιστρέφει στον Κιρκιντζέ από τη Βηρυτό και δείχνει στους χωριανούς ένα φυλλάδιο που η Deutsche Orient Bank μοιράζει σε όλη την Μέση Ανατολή. Αυτό καλεί τους μουσουλμάνους να μποϊκοτάρουν τα προϊόντα των χριστιανών. Τέτοια φυλλάδια μοιράσθηκαν πράγματι σε πολλές περιοχές της Μικρασίας και της Μέσης Ανατολής.
Ο Μεγάλος Πόλεμος: το μεγάλο σφαγείο πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία
Όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία εισέρχεται στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η στρατολόγηση των Ρωμιών στα αμελέ ταμπουρού εντείνεται, ενώ νέα φαινόμενα αποτελούν οι επιτάξεις σχολείων και επιχειρήσεων. Πολλοί στρατεύσιμοι καταλήγουν σε «κανονικές» μονάδες, αλλά το φαινόμενο της λιποταξίας λαμβάνει πρωτόγνωρες διαστάσεις. ΣτηνΛωξάντρα, « η Αγαθώ μαλλιοτραβιέται να φυγαδέψει τα δυο της αγόρια στη Ρωσία ή στην Ελλάδα, γιατί οι Τούρκοι αγριέψανε. Βγάλαν νταβούλι και μαζέψανε τους Χριστιανούς για επιστράτευση».
Στα Ματωμένα Χώματα βγαίνει τελάλης στους δρόμους του Κιρκιντζέ να δώσει το νέο της επιστράτευσης, και ο πανικός καταλαμβάνει το χωριό. «Στους καφενέδες γινότανε το βράδυ πρωτοφανέρωτος συνωστισμός. […] Άσκημα τα νέα. Το τούρκικο γκουβέρνο δεν είχε μπιστοσύνη – σου λέει – στους χριστιανούς· τους στράτευε όλους, μα όπλο δεν τους έδινε μ’ ούδε στολή. Σκάρωσε επί τούτο κάτι τάγματα που τα βάφτισε Αμελέ Ταμπουρού μα πιο σωστό θε νά ‘τανε να τα πει Τάγματα Θανάτου». Ο παπάς του χωριού αναρωτιέται «Ποιος τον πονήρεψε τον Τούρκο;» Και πάλι, το δάχτυλο για τα δεινά στρέφεται στους Γερμανούς. Ένας χωριανός σχολιάζει: «Εγώ ένα ξέρω. Τον Τούρκο τον πονήρεψε ο Γερμανός». Και ο αφηγητής παρατηρεί: «Αφέντης τώρα στην Μικρασία δεν ήταν μόνο ο Τούρκος· ήταν και ο Γερμανός. Ο Γερμανός ήταν ο νους και ο Τούρκος το χέρι. Ο ένας σκάρωνε τα σχέδια και ο άλλος τα εκτελούσε. [… Ο Γερμανός] ήταν σταλμένος με το ψυχρό σχέδιο να μας εξοντώσει για να μας αρπάξει το χρυσόμαλλον δέρας. Στην ουσία η Τουρκιά ήταν τώρα μια γερμανική αποικία». 
Διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολη, 1918. [Bibliothèque nationale de France]

Η Σωτηρίου αποδίδει στον Γερμανό στρατηγό Otto Liman von Sanders  σύμβουλο των Οθωμανικών στρατευμάτων, την ευθύνη για τον Μεγάλο Διωγμό, αλλά και την Αρμενική Γενοκτονία. Σήμερα, Γερμανοί ιστορικοί συζητούν την έκταση της γερμανικής ευθύνης στα γεγονότα. Ωστόσο, η μετάθεση όλης της ευθύνης στους Γερμανούς είναι ένας εύκολος τρόπος να απαλλαγούν Έλληνες και Τούρκοι από το κύριο βάρος της ευθύνης για τις αγριότητες. Αργότερα, η ίδια συγγραφέας θα αποδώσει την καταστροφή στη Μικρά Ασία περισσότερο στις πολιτικές της Αντάντ παρά στο ίδιο το ελληνικό στρατιωτικό εγχείρημα. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πόσο στρατευμένο είναι το γράψιμο της Σωτηρίου στην κομμουνιστική γραμμή της «αντι-ιμπεριαλιστικής» ρητορείας. Σε κάθε περίπτωση, η μετάθεση της ευθύνης για το λουτρό αίματος σε τρίτους συνέβαλε στο να είναι εξαιρετικά δημοφιλής τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.
«Όσοι φτάνανε απ’ τ’ Αμελέ Ταμπούρια, σκαστοί ή με άδειες, διηγόντανε ιστορίες που δύσκολα τις πίστευε άνθρωπος. Χωριά και πολιτείες γεμίσανε φυγόστρατους και λιποτάχτες. Φκιάχνανε κρυψώνες κάτω από τη γη, μέσα σε πηγάδια, σ΄ οχετούς και σε ταβάνια. Ταβάν ταμπουρού τα λέγανε. Μένανε χρόνια κλεισμένοι ακόμα και κτισμένοι σε τοίχους». Όσοι μπορούν δωροδοκούν τις αρχές, άλλοι περιβάλλονται το σχήμα για να γλιτώσουν. «Λίγα μας τρώνε οι μπέηδες, ως κι αυτοί οι τσαούσηδες κι οι ομπασήδες, για να γλυτώσουμε το στρατιωτικό και να μη μας στέλνουν στο σπάσιμο της πέτρας; Κι ύστερα τις επιτάξεις που τις βάζεις;» λέει ένας από τους χαρακτήρες του Οι νεκροί περιμένουν, και του απαντούν: «Έχεις παράπονο κι εσύ, μωρέ Γιάγκο […]; Άσε να παραπονεθεί η πλεμπάγια, ο Αριστοτέλης ο δάσκαλος, που ρασοφορέθηκε για να γλυτώσει, κι ο μάστρο-Στυλιανός ο δόλιος, που έχασε και τα δυο τα παλικάρια του στην Κόνια!» Στο Αϊδίνιο «οι δουλειές κλείναν κάπως δυσκολότερα από πριν, μα όσοι πλούσιοι τα κατάφερναν νά ‘χουν ένα μπέη προστάτη ή συνέταιρο θησαύριζαν κι απόφευγαν τις επιτάξεις, το στρατιωτικό και τους διωγμούς».
To Αγγλικό Μουσείο στην Κωνσταντινούπολη έχει μετατραπεί σε νοσοκομείο, 1912. [Bibliothèque nationale de France]
Τα ταβάν ταμπουρού γίνονται μέρος της καθημερινότητας και στην Πόλη, όπου η ελληνική ομογένεια έχει γλιτώσει τους διωγμούς και έχει περιορισθεί στις επιτάξεις των επιφανέστερων σχολείων της: το Ζάππειο και το Ζωγράφειο γίνονται στρατιωτικά νοσοκομεία. Εδώ όμως είναι πιο δύσκολη η σύλληψη των λιποτακτών, καθώς, κατά τον Χάρη Σπαθάρη (Τα Κωνσταντινουπολίτικα και άλλα τινά), συνεργάζεται όλη η γειτονιά για να τους φυγαδεύσει στα μπλόκα. «Τελικά, πολύ λίγοι πιανόντανε, αλλά και λιγότεροι φτάνανε στο αστυνομικό τμήμα». Με μια μικρή δωροδοκία τους άφηναν…
Μια ιδιότυπη περιπέτεια των Ρωμιών της Πόλης είναι η καθιέρωση, με την κήρυξη του πολέμου, της υποχρεωτικής διδασκαλίας της τουρκικής στα ρωμαίικα σχολεία –ως τότε δεν διδασκόταν παρά στα επαγγελματικά λύκεια ή ως μάθημα επιλογής. Το μέτρο προκάλεσε μια σχετική δυσαρέσκεια, όπως περιγράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς  στον Λεωνή: «Ο Μένος πάλι το ‘χε ρίξει στα πολιτικά. Όλη την ώρα δημιουργούσε ζητήματα, από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος και είχε γίνει υποχρεωτικό το μάθημα των τουρκικών. Τον καλούσε στον πίνακα ο κύριος Νικολετόπουλος, ο τουρκοδιδάσκαλος. Υπαγόρευε ο κύριος Νικολετόπουλος, ακίνητος ο Μένος. Τότες ο κύριος Νικολετόπουλος ρωτούσε: - Μενέλαε, γιατί δεν ξέρεις το μάθημά σου; Και ο Μένος αποκρινότανε στερεότυπα: -Ο μπαμπάς μου μου είπε να μη μαθαίνω τούρκικα. Ο κύριος Νικολετόπουλος σηκωνότανε από την έδρα, του έδινε ένα γερό μπάτσο κι έλεγε: -Αν η κυβέρνηση μας κλείσει το σχολείο, ο μπαμπάς σου θα έρθει να μας το ανοίξει;» Τα πράγματα βέβαια δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο όταν η Ελλάδα εισέρχεται στον πόλεμο με την πλευρά της Αντάντ. Οι Έλληνες καθηγητές στα ομογενειακά σχολεία της Πόλης απελαύνονται, οι λιποτάκτες κυνηγιούνται πιο λυσσαλέα...
Η Ανακωχή: φρούδες ελπίδες και η Μικρασία

Η τριανδρία των πασάδων που διοικούσε την χώρα από 1913 είχε ελπίσει πως ο Μεγάλος Πόλεμος θα έδινε την ευκαιρία στην Τουρκία να ανακτήσει κάποια από τα εδάφη που είχε χάσει στους Βαλκανικούς. Αντ’ αυτού, η αυτοκρατορία –παρά την αποτυχία της απόβασης των Αγγλογάλλων στα Δαρδανέλια και την ακύρωση των ρωσικών νικών στον Καύκασο από τη Σοβιετική Επανάσταση– έχασε τα πάντα. Ήταν στο στρατόπεδο των ηττημένων, και οι νικητές σύμμαχοι –ανάμεσά τους και η Ελλάδα– αποφάσισαν τον διαμελισμό της.
Η Ανακωχή του Μούδρου , τον Οκτώβριο του 1918, γέμισε ενθουσιασμό και νέες ελπίδες τους Ρωμιούς. Τον Νοέμβριο, συμμαχικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη και το θωρηκτό Αβέρωφ πλέει στα ανοικτά της Προποντίδας. «Σε λίγο, στην Μεγάλη Οδό του Πέραν, ;αντίκρυ στην Αγία Τριάδα και το Ζάππειο δυο λεβέντες Κρητικοί με τα στιβάλια τους θα φυλάνε την είσοδο της Ελληνικής Αρμοστείας, όπου μια ολομέταξη ελληνική σημαία κρέμεται από τον τέταρτο όροφο ως το πεζοδρόμιο», γράφει η Ελένη Χαλκούση στην αυτοβιογραφία της Πόλη αγάπη μου. Στον Ιανό«Γιορτές και ανθεστήρια οργανώνονται στον Κήπο του Ταξιμιού […] και μεις που μας νανούρισε ένα όνειρο και μας έθρεψε μια πίστη λέμε πως ήρθε πια η ώρα η ευλογημένη».
Κατοχή της Κωνσταντινούπολης. Βρετανικά στρατεύματα μπροστά από το τέμενος Nusretiye Mosque στην περιοχή Τophane, 1920. [Library of Congress]
H ελληνική γειτονιά, 1920. [Library of Congress]
Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου γεννά ελπίδες τρελές στη ρωμιοσύνη. Ελπίδες πως η Πόλη και η Ιωνία θα προσαρτούντο στην Ελλάδα, ελπίδες πως δεν θα ξαναγινόταν ποτέ άλλος πόλεμος γιατί οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα «14 σημεία»  του Αμερικανού προέδρου Wilson θα έλυναν όλα τα προβλήματα του κόσμου. «Μια καινούρια εποχή άρχιζε στον κόσμο μες στην ελευθερία και την ευημερία. […] Μια μικρή προσπάθεια έπρεπε να κάμει ακόμα το ελληνικό κράτος, να τακτοποιήσει οριστικά κάτι εκκρεμή ζητήματα που είχε στην Μικρασία. Ύστερα, καμιά άλλη σκοτούρα δεν έμελλε να ταράξει την καλοπέραση και τα παιγνίδια των παιδιών του Οδυσσέα». Ο Λεωνής αποτυπώνει την πεποίθηση μιας ολόκληρης γενιάς. Μια πεποίθηση που θα γκρεμιζόταν οριστικά σε τέσσερα χρόνια.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν βέβαια πολύ διαφορετικά. Για τρία χρόνια, η Μικρασία θα μετατραπεί σε ένα τρομερό σφαγείο και όλοι οι παραπάνω Έλληνες συγγραφείς θα αφήσουν τις πατρίδες τους για πάντα.
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger