Αρχική » » Για μια ζωή λεύτερη κι ωραία

Για μια ζωή λεύτερη κι ωραία

{[['']]}
Στα χρόνια της μαύρης γερμανο-ιταλο-βουλγάρικης κατοχής 1941— 44, οι νεολαίοι στάθηκαν επίκεντρο των δυνάμεων κρούσης σ' όλους τους τομείς του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Πήραν ενεργά και δραστήρια μέρος παντού, όπως στην ΕΠΟΝ, στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, στον ΕΛΑΣ, στην επιμελητεία του αντάρτη, βοηθούσαν στη λειτουργία των μαζικών οργανώσεων ΕΑΜ, στην Εθνική Αλληλεγγύη, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και την Τοπική Δικαιοσύνη. Ρίχτηκαν με τα μούτρα στη μάχη της σοδειάς για τη συγκομιδή των προϊόντων και το κρύψιμό τους από τον καταχτητή, στη σύνδεση των οργανώσεων του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, καθώς και σε άλλες, αναρίθμητες υπηρεσίες. Στην περίοδο αυτών των αφάνταστα δύσκολων χρόνων, τα νιάτα δεν είχαν μάθει μόνο πως να δουλεύουν εντατικά, πώς να χειρίζονται το όπλο για να πάρουν τη λευτεριά, πώς, μαζί με τους μεγάλους, να κυβερνούν τον τόπο τους στα λαϊκά συμβούλια και τα λαϊκά δικαστήρια.

Ήξεραν, ακόμα, να ψυχαγωγούν και να ψυχαγωγούνται, βάζοντας στην πράξη πλήθος πρωτοβουλίες. Στα μέσα του 1943, στο χωριουδάκι Σωτηρίτσα Αγυιάς, με όλες-όλες 74 οικογένειες, οι Επονίτες του χωριού αποφάσισαν ν' ανεβάσουν στη σκηνή το θεατρικό έργο «Να ζει το Μεσολόγγι». Κάποιος απ' τους νεολαίους βρήκε ένα μικρό βιβλιαράκι με τυπωμένο το έργο. Το έργο θεωρήθηκε σα θέμα της εποχής στην επονίτικη συνέλευση — «συνεχίζουμε τις παραδόσεις των προγόνων μας του 21», είπε στην ομιλία του δ υπεύθυνος. Και το έργο μπήκε σ' εφαρμογή να παιχτεί το συντομότερο. Αγροτόπαιδα, παιδιά αγράμματα, πού ποτέ δεν είχαν δει θεατρική παράσταση. Τα εμπόδια πολλά. Πολλοί Επονίτες δέχτηκαν να πάρουν μέρος σαν ηθοποιοί, μα δεν ξέρανε πως να παίξουν.

Κάμποσες μέρες, ως αργά τη νύχτα, γίνονταν οι πρόβες στην εκκλησία του χωριού, με την επίβλεψη του δάσκαλου Παπαευστρατίου. Η θέληση και ή πειθαρχία των νεολαίων, ή βοήθεια των χωριανών ήταν εγγύηση για την επιτυχία της παράστασης. Μέχρι και ο παπάς του διπλανού χωριού δάνεισε τα ράσα και το καλυμμαύχι του. Στην παράσταση του έργου μαζεύτηκε όλο το χωριό, μικροί και μεγάλοι, ακόμα και κόσμος από τα γύρω χωριά. Οι περισσότεροι για πρώτη φορά βλέπανε θεατρική παράσταση και μάλιστα παιγμένη με τόσο πάθος, θάρρος και αγνότητα. Η παράσταση αυτή έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη τους. Ενθουσιασμένοι από την απήχηση της πρωτοβουλίας τους οι Επονίτες σε μικρό διάστημα γράψανε, σκηνοθετήσανε και παίξανε το έργο «Οι δυο κουμπάροι».

Το έργο αναφερόταν σε δυο κουμπάρους γειτόνους. Οι σχέσεις τους ήταν αδελφικές. Το κακό πού ρίζωσε ανάμεσα τους ήταν από μια αχλαδιά πού φύτρωνε στο χωράφι του ενός και τα κλωνάρια της γέρνανε άπ' τη μεριά του άλλου. Έτσι, κάθε μια από τις κουμπάρες ήθελε να έχει δικά της τα φρούτα. Ό καυγάς μεταφέρθηκε στους δυο αδελφικούς φίλους και από κει στο δικαστήριο, πού αντί να τους λύσει τη διαφορά, μέχρι και τα χωράφια τους έφαγε. Στο μεταξύ, πέφτει επιδημία στο χωριό και πεθαίνουν τα παιδιά τους. Η τραγωδία αυτή τους ανοίγει τα μάτια και δίνουν όρκο «ποτέ πια στο δικαστήριο». Στην πρώτη συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ, πού έγινε το 1943 στο χωριό Σκίτη Αγυιάς, από τα χωριά Ανατολικής Θεσσαλίας Κίσσαβο και Μαυροβούνι, σε κλίμα ενθουσιασμού, πολλοί νεολαίοι ανάφεραν παραδείγματα δράσης και πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων και στον τομέα της ψυχαγωγίας. Ανάμεσα σ' αυτά, αναφέρθηκαν και τα δύο έργα πού παίχτηκαν στη Σωτηρίτσα. Η αναγγελία του Επονίτη αντιπρόσωπου ενθουσίασε τους άλλους αντιπρόσωπους, πού τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές τους δόνησαν την αίθουσα του σχολείου. Τα χειροκροτήματα — όπως αργότερα εξήγησε στον ξαφνιασμένο Επονίτη ο δάσκαλος Παπαευστρατίου — ήταν για το γεγονός ότι αγράμματοι νεολαίοι, σε καθυστερημένο χωριό και με τρομερές δυσκολίες, μπόρεσαν να πετύχουν με τη συλλογική δουλειά τους τέτοιο αποτέλεσμα.

Έτσι ζούσαν, πάλευαν και ψυχαγωγούνταν οι νεολαίοι μέσα στα χρόνια της πιο σκληρής και μαύρης κατοχής, εμπνευσμένοι από τον αγώνα ενάντια στον καταχτητή και το όραμα μιας Ελλάδας λεύτερης και δημοκρατικής. Αυτή την αρχή, αυτές τις παραδόσεις στα λίγα εκείνα χρόνια, τα διέλυσε άλλη μια εποχή εξίσου σκληρή, σε πολλές περιπτώσεις πιο τραχιά και απαίσια. Άλλοι πού ήρθαν σαν φίλοι και γίνανε χειρότεροι απ' τους πρώτους καταχτητές, το καθεστώς των Σούρληδων και ο εμφύλιος πόλεμος. Από τους νεολαίους πού αγωνίζονταν για μια λεύτερη κι' ωραία πατρίδα, πολλοί δεν ζουν. Πέσανε στο θυσιαστήριο της Λευτεριάς και τους αξίζει ομεγαλύτερος φόρος τιμής. Άλλοι ζουν στη Σωτηρίτσα μαραζωμένοι. Και λίγοι, βρίσκονται μακριά από την πατρίδα, πολιτικοί πρόσφυγες 30 σχεδόν χρόνια, για το αμάρτημα τους να παλεύουν για τη Λευτεριά. Σ. Ρ. Πολωνία

Επαναπατρισμός, τ.2, Οκτώβρης 1976
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger