Αρχική » » Ο "Αριστερισμός", παιδική αρρώστια του κομμουνισμού

Ο "Αριστερισμός", παιδική αρρώστια του κομμουνισμού

{[['']]}
Ι ΜΕ ΠΟΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΔΙΕΘΝΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ;

Τους πρώτους μήνες ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας στη Ρωσία από το προλεταριάτο (25 Οχτώβρη - 7 Νοέμβρη 1917) θα μπορούσε να νομίσει κανείς πως η τεράστια διαφορά της καθυστερημένης Ρωσίας από τις προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης θα κάνει την επανάσταση του προλεταριάτου στις χώρες αυτές να μοιάζει ελάχιστα με τη δική μας. Τώρα έχουμε πια μπροστά μας μια πολύ αξιόλογη διεθνή πείρα, που δείχνει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια ότι ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασης μας έχουν σημασία όχι τοπική, ούτε ειδικά εθνική, ούτε μόνο ρωσική, αλλά διεθνή. Και δεν μιλώ εδώ για τη διεθνή σημασία με την πλατιά έννοια της λέξης, ότι δηλαδή όχι απλώς μερικά, αλλά όλα τα βασικά και πολλά από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της επανάστασής μας έχουν διεθνή σημασία με την έννοια της επίδρασής της σε όλες τις χώρες. Δεν μιλώ όμως μ’ αυτή την πλατιά έννοια. Μιλώ με την πιο στενή έννοια της λέξης, δηλαδή εννοώντας με τις λέξεις διεθνή σημασία τη διεθνή σημαντικότητα της επανάστασής μας ή την ιστορική αναγκαιότητα να επαναληφθεί σε διεθνή κλίμακα αυτό που έγινε σε μας. Πρέπει να παραδεχτούμε πως τέτια σημασία έχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας.

Φυσικά, θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να υπερβάλουμε αυτή την αλήθεια, να την επεκτείνουμε και πέρα από ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασής μας. Θα ήταν επίσης λάθος να μη δούμε ότι, ύστερα από τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης έστω και σε μια από τις προηγμένες χώρες, θα επέλθει, κατά πάσα πιθανότητα, μια απότομη στροφή και συγκεκριμένα: η Ρωσία λίγο καιρό ύστερα απ’ αυτή τη νίκη θα είναι πια όχι υποδειγματική, αλλά πάλι καθυστερημένη (από «σοβιετική» και από σοσιαλιστική άποψη) χώρα.

Στη σημερινή όμως ιστορική στιγμή τα πράγματα παρουσιάζονται ακριβώς έτσι που το ρωσικό πρότυπο δείχνει σε όλες τις χώρες κάτι, και κάτι το πάρα πολύ ουσιαστικό, από το αναπόφευκτο και κοντινό μέλλον τους. Οι πρωτοπόροι εργάτες σε όλες τις χώρες το κατάλαβαν αυτό από καιρό –και τις περισσότερες φορές όχι τόσο το κατάλαβαν, όσο το συνέλαβαν, το διαισθάνθηκαν με το ένστικτο της επαναστατικής τάξης. Από δω βγαίνει η διεθνής «σημασία» (με τη στενή έννοια της λέξης) της Σοβιετικής εξουσίας, καθώς και των βάσεων της μπολσεβίκικης θεωρίας και τακτικής. Αυτό δεν το κατάλαβαν oι «επαναστάτες» ηγέτες της II Διεθνούς, σαν τον Κάουτσκι στη Γερμανία, τον Ότο Μπάουερ και τον Φρίντριχ Άντλερ στην Αυστρία, που γι’ αυτό ακριβώς αποδείχτηκαν αντιδραστικοί, υπερασπιστές του χειρότερου οπορτουνισμού και της σοσιαλπροδοσίας. Άλλωστε και η ανώνυμη μπροσούρα «Παγκόσμια Επανάσταση» («Welt-Revolution»), που βγήκε το 1919 στη Βιέννη (Sozialistische Bücherei, Heft 11, Ignaz Brand – Σοσιαλιστική βιβλιοθήκη, τεύχ. 11, Ιγκνάτς Μπραντ), δείχνει πολύ παραστατικά όλη την πορεία της σκέψης και όλο τον κύκλο της σκέψης ή μάλλον όλη την άβυσσο της απερισκεψίας, του σχολαστικισμού, της προστυχιάς και της προδοσίας των συμφερόντων της εργατικής τάξης –και όλα αυτά με τη σάλτσα της «υπεράσπισης» της ιδέας της «παγκόσμιας επανάστασης».

Θα σταθούμε όμως πιο διεξοδικά σ’ αυτή την μπροσούρα άλλη φορά. Εδώ θα σημειώσουμε μόνο ένα πράγμα ακόμη: στα πολύ-πολύ παλιά χρόνια, όταν ο Κάουτσκι ήταν ακόμη μαρξιστής και όχι αποστάτης, εξετάζοντας το ζήτημα σαν ιστορικός πρόβλεψε το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μια τέτια κατάσταση που η επαναστατικότητα του ρώσικου προλεταριάτου να γίνει πρότυπο για τη Δυτική Ευρώπη. Αυτό έγινε το 1902, όταν ο Κάουτσκι έγραψε στην επαναστατική «Ίσκρα» το άρθρο «Οι Σλάβοι και η Επανάσταση». Να τί έγραφε σ’ αυτό το άρθρο:

«Σήμερα όμως» (αντίθετα από το 1848) «μπορούμε να σκεφτούμε όχι μόνο ότι οι σλάβοι μπήκαν στις γραμμές των επαναστατικών λαών, αλλά και ότι το κέντρο βάρους της επαναστατικής σκέψης και της επαναστατικής δράσης μετατοπίζεται όλο και περισσότερο προς τους σλάβους. Το επαναστατικό κέντρο μετατοπίζεται από τη Δύση στην Ανατολή. Στα πρώτα πενήντα χρόνια του 19ου αιώνα βρισκόταν στη Γαλλία, κάπου-κάπου στην Αγγλία. Το 1848 και η Γερμανία μπήκε στις γραμμές των επαναστατικών εθνών... Ο νέος αιώνας αρχίζει με τέτια γεγονότα, που μας κάνουν να σκεφτούμε ότι τραβάμε για παραπέρα μετατόπιση του επαναστατικού κέντρου, και συγκεκριμένα για μετατόπιση του στη Ρωσία... Η Ρωσία, που δέχτηκε τόση επαναστατική πρωτοβουλία από τη Δύση, τώρα είναι ίσως η ίδια έτοιμη να γίνει πηγή επαναστατικής ενέργειας για τη Δύση. Το ρωσικό επαναστατικό κίνημα που φουντώνει θα αποδειχτεί ίσως το πιο ισχυρό μέσο για να ξεριζωθεί το πνεύμα του σαραβαλιασμένου φιλισταϊσμού και του μικροπολιτικαντισμού, που αρχίζει να διαδίδεται στις γραμμές μας, και θα κάνει να ξανανάψει με ζωηρές φλόγες η δίψα του αγώνα και η γεμάτη πάθος αφοσίωση στα μεγάλα ιδανικά μας. Η Ρωσία από καιρό έπαψε να είναι για τη Δυτική Ευρώπη ένα απλό προπύργιο της αντίδρασης και του απολυταρχισμού. Ίσως σήμερα να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η Δυτική Ευρώπη γίνεται το στήριγμα της αντίδρασης και του απολυταρχισμού στη Ρωσία... Οι ρώσοι επαναστάτες θα είχαν ίσως από καιρό κανονίσει τους λογαριασμούς τους με τον τσάρο, αν δεν ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν ταυτόχρονα αγώνα και ενάντια στο σύμμαχο του –το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Ας ελπίζουμε πως τούτη τη φορά θα κατορθώσουν να κανονίσουν τους λογαριασμούς τους και με τους δυο εχθρούς, και πως η νέα “ιερή συμμαχία” θα γκρεμιστεί πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι προηγούμενες. Μα όπως και αν τελειώσει ο σημερινός αγώνας στη Ρωσία, το αίμα και τα βάσανα των μαρτύρων, που θα γεννήσει δυστυχώς με το παραπάνω ο αγώνας αυτός, δεν θα πάνε χαμένα. Θα γονιμοποιήσουν τα φύτρα της κοινωνικής επανάστασης σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, θα τα κάνουν να αναπτυχθούν πιο πλούσια και πιο γρήγορα. Το 1848 οι σλάβοι ήταν η δυνατή παγωνιά που έκαψε τα λουλούδια της λαϊκής άνοιξης. Ίσως τώρα τους μέλλεται να γίνουν η θύελλα που θα σπάσει τον πάγο της αντίδρασης και θα φέρει ακατάσχετα μαζί της τη νέα, ευτυχισμένη άνοιξη για τους λαούς», (Καρλ Κάουτσκι: «Οι Σλάβοι και η Επανάσταση», άρθρο στην «Ίσκρα», ρωσική σοσιαλδημοκρατική επαναστατική εφημερίδα, 1902, αρ. φύλου 18 της 10 του Μάρτη 1902).

Τί καλά που τα έγραφε πριν 18 χρόνια ο Καρλ Κάουτσκι!

II ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ

Ασφαλώς, τώρα πια το βλέπουν σχεδόν όλοι ότι οι μπολσεβίκοι δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν στην εξουσία όχι 2 1/2 χρόνια, μα ούτε και 2 1/2 μήνες χωρίς την αυστηρότατη, πραγματικά σιδερένια πειθαρχία μέσα στο Κόμμα μας, χωρίς την πιο πλήρη και απεριόριστη υποστήριξη τους απ’ όλη τη μάζα της εργατικής τάξης, δηλ. απ’ ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτή σκεπτόμενο, τίμιο, αφοσιωμένο, με κύρος, ικανό να οδηγεί μαζί του ή να προσελκύει τα καθυστερημένα στρώματα.

Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ο πιο γεμάτος από αυτοθυσία και ο πιο αμείλικτος πόλεμος της νέας τάξης ενάντια σε έναν πιο ισχυρό εχθρό, ενάντια στην αστική τάξη, που η αντίστασή της (έστω και σε μια χώρα) δεκαπλασιάζεται ύστερα από την ανατροπή της και που η ισχύς της δεν βρίσκεται μόνο στη δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου, στη δύναμη και στη στερεότητα των διεθνών δεσμών της αστικής τάξης, αλλά και στη δύναμη της συνήθειας, στη δύναμη της μικρής παραγωγής. Γιατί, δυστυχώς, μένει ακόμη στον κόσμο πολύ, πάρα πολύ μικρή παραγωγή, και η μικρή παραγωγή γεννά τον καπιταλισμό και την αστική τάξη συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα, αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα. Για όλες αυτές τις αίτιες η δικτατορία του προλεταριάτου είναι απαραίτητη και η νίκη ενάντια στην αστική τάξη είναι αδύνατη χωρίς μακρόχρονο, επίμονο, απεγνωσμένο πόλεμο ζωής ή θανάτου, πόλεμο που απαιτεί αντοχή, πειθαρχία, σταθερότητα, αδιαλλαξία και ενότητα θέλησης.

Το ξαναλέω: η πείρα της νικηφόρας δικτατορίας του προλεταριάτου στη Ρωσία έδειξε παραστατικά σε όσους δεν ξέρουν να σκέφτονται ή σε όσους δεν έτυχε να σκεφτούν αυτό το ζήτημα, πως η απόλυτη συγκεντροποίηση και η πιο αυστηρή πειθαρχία του προλεταριάτου είναι ένας από τους βασικούς όρους για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη.

Στο ζήτημα αυτό στέκονται συχνά. Καθόλου όμως δεν σκέφτονται αρκετά βαθιά τί σημαίνει αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να γίνει. Δεν θα έπρεπε μήπως οι ζητωκραυγές προς τη Σοβιετική εξουσία και τους μπολσεβίκους να συνοδεύονται συχνότερα από μια πολύ σοβαρή ανάλυση των αιτιών που δείχνουν, γιατί οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να σφυρηλατήσουν την απαραίτητη για το επαναστατικό προλεταριάτο πειθαρχία;

Ο μπολσεβικισμός υπάρχει σαν ρεύμα πολιτικής σκέψης και σαν πολιτικό κόμμα από το 1903. Μόνο η ιστορία του μπολσεβικισμού σε όλη την περίοδο της ύπαρξής του μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά, γιατί αυτός μπόρεσε να σφυρηλατήσει και να διατηρήσει μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες τη σιδερένια πειθαρχία που είναι απαραίτητη για τη νίκη του προλεταριάτου.

Και πριν απ’ όλα γεννιέται το ερώτημα: πώς κρατιέται η πειθαρχία του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου; Πώς ελέγχεται; Πώς δυναμώνει; Πρώτο, με τη συνειδητότητα της προλεταριακής πρωτοπορίας και την αφοσίωσή της στην επανάσταση, την αντοχή της, την αυτοθυσία της, τον ηρωισμό της. Δεύτερο, με την ικανότητά της να συνδέεται, να πλησιάζει, και ως ένα ορισμένο βαθμό, αν θέλετε, να συγχωνεύεται με την πιο πλατιά μάζα των εργαζομένων, πρώτα-πρώτα με την προλεταριακή, μα ακόμη και με τη μη προλεταριακή εργαζόμενη μάζα. Τρίτο, με την ορθότητα της πολιτικής καθοδήγησης, που την πραγματοποιεί αυτή η πρωτοπορία, με την ορθότητα της πολιτικής στρατηγικής και τακτικής της, με τον όρο ότι οι πιο πλατιές μάζες θα πείθονται από την ίδια τους την πείρα γι’ αυτή την ορθότητα. Χωρίς αυτούς τους όρους είναι απραγματοποίητη η πειθαρχία μέσα σ’ ένα επαναστατικό κόμμα, πραγματικά ικανό να είναι το κόμμα της πρωτοπόρας τάξης, που έχει καθήκον να ανατρέψει την αστική τάξη και να μετασχηματίσει όλη την κοινωνία. Χωρίς αυτούς τους όρους κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί πειθαρχία μετατρέπεται αναπόφευκτα σε σαπουνόφουσκα, σε λογοκοπία, σε πιθηκισμούς. Από το άλλο μέρος, οι όροι αυτοί δεν μπορούν να παρουσιαστούν αμέσως. Τους διαμορφώνει μόνο μια μακρόχρονη δουλιά, μια δύσκολη πείρα· η επεξεργασία τους διευκολύνεται με τη σωστή επαναστατική θεωρία, που με τη σειρά της δεν είναι δόγμα, αλλά διαμορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος.

Αν ο μπολσεβικισμός μπόρεσε να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει με επιτυχία στα 1917-1920, μέσα σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες, την πιο αυστηρή συγκεντροποίηση και μια σιδερένια πειθαρχία, αυτό οφείλεται απλούστατα σε μια σειρά ιστορικές ιδιομορφίες της Ρωσίας.

Από το ένα μέρος, ο μπολσεβικισμός εμφανίστηκε το 1903 πάνω στην πιο στερεή βάση, πάνω στη βάση της θεωρίας του μαρξισμού. Και την ορθότητα αυτής – και μόνο αυτής – της επαναστατικής θεωρίας την απόδειξε όχι μόνο η παγκόσμια πείρα όλου του 19ου αιώνα, αλλά και ιδιαίτερα η πείρα από τις περιπλανήσεις και τις ταλαντεύσεις, τα λάθη και τις απογοητεύσεις της επαναστατικής σκέψης στη Ρωσία. Κάπου μισόν αιώνα, περίπου από τη δεκαετία 1840-1850 ως τη δεκαετία 1890-1900, η πρωτοπόρα σκέψη στη Ρωσία, κάτω από το ζυγό του αφάνταστα άγριου και αντιδραστικού τσαρισμού, αναζητούσε με δίψα μια σωστή επαναστατική θεωρία, παρακολουθώντας με καταπληκτικό ζήλο και επιμέλεια κάθε «τελευταία λέξη» της Ευρώπης και της Αμερικής σ’ αυτό τον τομέα. Το μαρξισμό, τη μοναδικά σωστή επαναστατική θεωρία, η Ρωσία τον απόκτησε πραγματικά μέσα σε πενήντα χρόνων πρωτάκουστα βάσανα και θυσίες, ανείδωτο επαναστατικό ηρωισμό, απίστευτη δραστηριότητα και γεμάτες αυταπάρνηση αναζητήσεις, μελέτες, δοκιμές στην πράξη, απογοητεύσεις, επαληθεύσεις, συγκρίσεις με την πείρα της Ευρώπης. Χάρη στον αναγκαστικό εκπατρισμό, που τον επέβαλε ο τσαρισμός, η επαναστατική Ρωσία στη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα απόκτησε τόσο πλούσιες διεθνείς σχέσεις, τόσο θαυμάσια ενημέρωση σχετικά με τις παγκόσμιες μορφές και θεωρίες του επαναστατικού κινήματος, όσο καμιά άλλη χώρα στον κόσμο.

Από το άλλο μέρος, ο μπολσεβικισμός, που εμφανίστηκε πάνω σ’ αυτό το γρανιτένιο θεωρητικό βάθρο, είχε μια πρακτική ιστορία δεκαπέντε χρόνων (1903-1917), που ως προς τον πλούτο της πείρας δεν έχει όμοιά της στον κόσμο. Γιατί καμιά χώρα σ’ αυτά τα δεκαπέντε χρόνια δεν έζησε έστω και κατά προσέγγιση τόσο πολλά με την έννοια της επαναστατικής πείρας, της ταχύτητας και της ποικιλίας στις εναλλαγές των διάφορων μορφών του κινήματος, κινήματος νόμιμου και παράνομου, ειρηνικού και θυελλώδους, κρυφού και ανοιχτού, κινήματος στενών ομίλων και κινήματος μαζικού, κοινοβουλευτικού και τρομοκρατικού. Σε καμιά χώρα δεν συγκεντρώθηκε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τέτιος πλούτος μορφών, αποχρώσεων, μεθόδων πάλης όλων των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας, και μάλιστα πάλης που, εξαιτίας της καθυστέρησης της χώρας και του βάρους του ζυγού του τσαρισμού, ωρίμαζε εξαιρετικά γρήγορα, αφομοίωνε με ιδιαίτερη δίψα και επιτυχία την αντίστοιχη «τελευταία λέξη» της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής πείρας.

ΙΙΙ ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΥ

Χρόνια προετοιμασίας της επανάστασης (1903-1905). Παντού νιώθεις ότι ζυγώνει η μεγάλη θύελλα. Σε όλες τις τάξεις παρατηρείται αναβρασμός και προετοιμασία. Στο εξωτερικό ο Τύπος των εκπατρισμένων βάζει θεωρητικά όλα τα βασικά ζητήματα της επανάστασης. Οι εκπρόσωποι των τριών βασικών τάξεων, των τριών κυριότερων πολιτικών ρευμάτων, του φιλελεύθερου-αστικού του μικροαστικού-δημοκρατικού (που σκεπάζεται με τις ταμπέλες: «σοσιαλδημοκρατική» είτε «σοσιαλεπαναστατική» κατεύθυνση) και του προλεταριακού-επαναστατικού, με την οξύτατη πάλη των απόψεων τους που αναφέρονται στο πρόγραμμα και την τακτική τους προαναγγέλλουν και προετοιμάζουν την επερχόμενη ανοιχτή πάλη των τάξεων. Όλα τα ζητήματα για τα όποια έγινε ο ένοπλος αγώνας των μαζών στα 1905-1907 και στα 1917-1920 μπορεί (και πρέπει) να τα παρακολουθήσει κανείς σε εμβρυώδη μορφή στον Τύπο εκείνου του καιρού. Και ανάμεσα στα τρία κυριότερα ρεύματα υπάρχουν, εννοείται, ένα σωρό ενδιάμεσοι, μεταβατικοί, μεσοβέζικοι σχηματισμοί. Πιο σωστά: στην πάλη των εντύπων οργάνων, των κομμάτων, των παρατάξεων, των ομάδων αποκρυσταλλώνονται οι ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις που είναι πραγματικά ταξικές· οι τάξεις σφυρηλατούν τα αναγκαία ιδεολογικά-πολιτικά όπλα τους για τις επερχόμενες μάχες.

Χρόνια της επανάστασης (1905-1907). Όλες οι τάξεις εμφανίζονται ανοιχτά. Όλες οι απόψεις σχετικά με το πρόγραμμα και την τακτική ελέγχονται με τη δράση των μαζών. Ο απεργιακός αγώνας παίρνει πρωτοφανέρωτο στον κόσμο πλάτος και οξύτητα. Η οικονομική απεργία μετεξελίσσεται σε πολιτική και η πολιτική σε εξέγερση. Δοκιμάζονται στην πράξη οι σχέσεις ανάμεσα στο προλεταριάτο που καθοδηγεί και στην καθοδηγούμενη, ταλαντευόμενη, ασταθή αγροτιά. Μέσα στην αυθόρμητη ανάπτυξη του αγώνα γεννιέται η σοβιετική μορφή οργάνωσης. Οι τοτινές διαμάχες για τη σημασία των Σοβιέτ προμηνύουν το μεγάλο αγώνα του 1917-1920. Η εναλλαγή των κοινοβουλευτικών μορφών πάλης με τις μη κοινοβουλευτικές, της τακτικής της αποχής από το κοινοβούλιο με την τακτική της συμμετοχής στο κοινοβούλιο, των νόμιμων μορφών πάλης με τις παράνομες, καθώς και η αλληλεξάρτηση και η σύνδεσή τους – όλα αυτά τα χαρακτηρίζει ένας καταπληκτικός πλούτος περιεχομένου. Κάθε μήνας αυτής της περιόδου ισοδυναμούσε, από την άποψη της εκμάθησης των βάσεων της πολιτικής επιστήμης –και από τις μάζες και από τους αρχηγούς, και από τις τάξεις και από τα κόμματα– με ένα χρόνο «ειρηνικής» «συνταγματικής» ανάπτυξης. Χωρίς τη «γενική δοκιμή» του 1905 θα ήταν αδύνατη η νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης του 1917.

Χρόνια της αντίδρασης (1907-1910). Ο τσαρισμός νίκησε. Όλα τα επαναστατικά και αντιπολιτευτικά κόμματα συντρίφτηκαν. Κατάπτωση, αποθάρρυνση, διασπάσεις, σκόρπισμα, αποστασία, πορνογραφία στη θέση της πολιτικής. Δυναμώνει η τάση για το φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Ο μυστικισμός είναι το περίβλημα των αντεπαναστατικών διαθέσεων. Ταυτόχρονα όμως η μεγάλη ακριβώς ήττα δίνει στα επαναστατικά κόμματα και στην επαναστατική τάξη ένα πραγματικό και ωφελιμότατο μάθημα, μάθημα ιστορικής διαλεκτικής, μάθημα κατανόησης, ικανότητας και τέχνης για τη διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα. Στη δυστυχία φαίνονται οι φίλοι. Οι νικημένοι στρατοί παίρνουν καλά μαθήματα.

Ο νικητής τσαρισμός είναι αναγκασμένος να καταστρέψει στα γρήγορα τα υπολείμματα του προαστικού, πατριαρχικού βίου στη Ρωσία. Η αστική εξέλιξη της Ρωσίας προχωρεί εξαιρετικά γρήγορα. Οι εξωταξικές, οι υπερταξικές αυταπάτες, οι αυταπάτες ότι είναι δυνατό να αποφύγουμε τον καπιταλισμό, διαλύονται σαν καπνός. Η ταξική πάλη εμφανίζεται με εντελώς καινούργιο τρόπο κι ακόμη πιο ξεκάθαρα.

Τα επαναστατικά κόμματα πρέπει να συμπληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Έμαθαν να επιτίθενται. Τώρα είναι ανάγκη να καταλάβουν ότι αυτή την επιστήμη πρέπει να την συμπληρώσουν με την επιστήμη του πώς να υποχωρούν πιο κανονικά. Είναι ανάγκη να καταλάβουμε –και η επαναστατική τάξη με την ίδια την πικρή της πείρα μαθαίνει να το καταλαβαίνει– ότι δεν μπορούμε να νικήσουμε, αν δεν μάθουμε να επιτιθέμαστε σωστά και να υποχωρούμε σωστά. Απ’ όλα τα νικημένα αντιπολιτευτικά και επαναστατικά κόμματα οι μπολσεβίκοι υποχώρησαν με τη μεγαλύτερη τάξη, με τις λιγότερες απώλειες για το «στρατό» τους, με την καλύτερη διαφύλαξη του πυρήνα του, με τις μικρότερες (ως προς το βάθος και το ανεπανόρθωτό τους) διασπάσεις, με τη μικρότερη αποθάρρυνση, με τη μεγαλύτερη ικανότητα να ξαναρχίσουν τη δουλιά πιο πλατιά, πιο σωστά και πιο δραστήρια. Και οι μπολσεβίκοι το πέτυχαν αυτό μόνο και μόνο γιατί ξεσκέπασαν αμείλικτα και έδιωξαν από τις γραμμές τους τους επαναστάτες της φράσης, που δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι πρέπει να υποχωρήσουμε, ότι πρέπει να ξέρουμε να υποχωρούμε, ότι πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε να δουλεύουμε νόμιμα στα πιο αντιδραστικά κοινοβούλια, στις πιο αντιδραστικές συνδικαλιστικές, συνεταιριστικές, ασφαλιστικές και άλλες παρόμοιες οργανώσεις.

Χρόνια της ανόδου (1910-1914). Στην αρχή η άνοδος ήταν αφάνταστα αργή, κατόπιν, ύστερα από τα γεγονότα του Λένα το 1912, κάπως πιο γοργή. Οι μπολσεβίκοι, ξεπερνώντας αφάνταστες δυσκολίες, εκτόπισαν τους μενσεβίκους που το ρόλο τους, σαν πρακτόρων της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα, τον κατάλαβε περίφημα όλη η αστική τάξη ύστερα από το 1905 και γι’ αυτό τους υποστήριζε με χίλιους τρόπους ενάντια στους μπολσεβίκους όλη η αστική τάξη. Οι μπολσεβίκοι όμως δεν θα κατόρθωναν ποτέ να το πετύχουν αυτό, αν δεν εφάρμοζαν τη σωστή τακτική του συνδυασμού της παράνομης δουλιάς με την υποχρεωτική χρησιμοποίηση των «νόμιμων δυνατοτήτων». Στην αντιδραστικότατη Δούμα οι μπολσεβίκοι κέρδισαν με το μέρος τους όλη την εργατική κουρία.

Πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος (1914-1917). Ο νόμιμος κοινοβουλευτισμός, με ένα αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο», προσφέρει πολυτιμότατες υπηρεσίες στο κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου, στους μπολσεβίκους. Οι μπολσεβίκοι-βουλευτές εξορίζονται στη Σιβηρία. Στον Τύπο των εκπατρισμένων βρίσκουν την πλήρη έκφρασή τους όλες οι αποχρώσεις των απόψεων: ο σοσιαλιμπεριαλισμός, ο σοσιαλσοβινισμός, ο σοσιαλπατριωτισμός, ο ασυνεπής και ο συνεπής διεθνισμός, ο πασιφισμός και η επαναστατική άρνηση των πασιφιστικών αυταπατών. Οι ηλίθιοι επιστήμονες και οι γριούλες της II Διεθνούς, που σούφρωναν τη μύτη τους περιφρονητικά και με υπεροψία για τις πάρα πολλές «φράξιες» που υπήρχαν μέσα στο ρωσικό σοσιαλισμό και για τη λυσσαλέα πάλη που γινόταν ανάμεσά τους, δεν μπόρεσαν, όταν ο πόλεμος κατάργησε την περιβόητη «νομιμότητα» σε όλες τις προηγμένες χώρες, να οργανώσουν έστω και κατά προσέγγιση μια τέτια ελεύθερη (παράνομη) ανταλλαγή απόψεων και μια τέτια ελεύθερη (παράνομη) επεξεργασία σωστών απόψεων, σαν κι αυτή που οργάνωσαν οι ρώσοι επαναστάτες στην Ελβετία και σε μια σειρά άλλες χώρες. Γι’ αυτό ακριβώς και οι ανοιχτοί σοσιαλπατριώτες και οι «καουτσκιστές» όλων των χωρών αποδείχτηκαν οι χειρότεροι προδότες του προλεταριάτου. Και αν ο μπολσεβικισμός μπόρεσε να νικήσει στα 1917-1920, μια από τις βασικές αιτίες αυτής της νίκης είναι ότι ο μπολσεβικισμός από το 1914 ακόμη ξεσκέπαζε αμείλικτα την ποταπότητα, την παλιανθρωπιά και την προστυχιά του σοσιαλσοβινισμού και του «καουτσκισμού» (ανάλογες μ’ αυτόν είναι οι απόψεις των οπαδών του Λογκέ στη Γαλλία, οι απόψεις των αρχηγών του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος και των φαβιανών στην Αγγλία, του Τουράτι στην Ιταλία κτλ.), και κατόπιν οι μάζες με την ίδια τους την πείρα πείθονταν όλο και περισσότερο για την ορθότητα των απόψεων των μπολσεβίκων.

Δεύτερη επανάσταση στη Ρωσία (από το Φλεβάρη ως τον Οχτώβρη του 1917). Η αφάνταστη σαθρότητα και το γέρασμα του τσαρισμού δημιούργησαν (σ’ αυτό συντέλεσαν τα χτυπήματα και οι δυσκολίες ενός βασανιστικότατου πολέμου) μιαν απίστευτη καταστροφική δύναμη που στρεφόταν εναντίον του. Μέσα σε λίγες μέρες η Ρωσία μετατράπηκε σε ρεπουμπλικανική αστική δημοκρατία, πιο ελεύθερη –στις συνθήκες του πολέμου– από κάθε άλλη χώρα του κόσμου. Την κυβέρνηση άρχισαν να την σχηματίζουν οι αρχηγοί των αντιπολιτευτικών και επαναστατικών κομμάτων, όπως και στις πιο «αυστηρά-κοινοβουλευτικές» δημοκρατίες, και ο τίτλος του αρχηγού του αντιπολιτευτικού κόμματος μέσα στο κοινοβούλιο, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για το πιο αντιδραστικό κοινοβούλιο, διευκόλυνε τον κατοπινό ρόλο ενός τέτιου αρχηγού της επανάστασης.

Οι μενσεβίκοι και οι «σοσιαλιστές-επαναστάτες» μέσα σε μερικές εβδομάδες αφομοίωσαν θαυμάσια όλους τους τρόπους και τις μεθόδους, τα επιχειρήματα και τις σοφιστείες των ευρωπαίων ηρώων της II Διεθνούς, των μινιστεριαλιστών και της υπόλοιπης οπορτουνιστικής σαβούρας. Όλα όσα διαβάζουμε τώρα για τους Σάιντεμαν και τους Νόσκε, για τον Κάουτσκι και τον Χίλφερντιγκ, για τον Ρένερ και τον Άουστερλιτς, για τον Ότο Μπάουερ και τον Φριτς Άντλερ, για τον Τουράτι και τον Λογκέ, για τους φαβιανούς και τους ηγέτες του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία, όλα αυτά μας φαίνονται (και είναι πραγματικά) ανιαρή επανάληψη, ξανάρχισμα γνωστού και παλιού σκοπού. Όλα αυτά τα έχουμε δει κιόλας στους μενσεβίκους. Η ιστορία έκανε ένα αστείο και ανάγκασε τους οπορτουνιστές μιας καθυστερημένης χώρας να ξεπεράσουν τους οπορτουνιστές μιας σειράς προηγμένων χωρών.

Αν όλοι οι ήρωες της II Διεθνούς χρεοκόπησαν και ρεζιλεύτηκαν στο ζήτημα της σημασίας και του ρόλου των Σοβιέτ και της Σοβιετικής εξουσίας, αν ρεζιλεύτηκαν εξαιρετικά «περίλαμπρα» και μπερδεύτηκαν σ’ αυτό το ζήτημα οι ηγέτες των τριών πολύ σπουδαίων κομμάτων που βγήκαν σήμερα από την II Διεθνή, (δηλαδή του Γερμανικού Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του Γαλλικού του Λογκέ και του Αγγλικού Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος), αν όλοι τους αποδείχτηκαν δούλοι των προλήψεων της μικροαστικής δημοκρατίας (στο πνεύμα εντελώς των μικροαστών του 1848, που αυτοονομάζονταν «σοσιαλδημοκράτες»), εμείς όλα αυτά τα είδαμε κιόλας στο παράδειγμα των μενσεβίκων. Η ιστορία έκανε τούτο το αστείο, ότι στη Ρωσία το 1905 γεννήθηκαν τα Σοβιέτ, ότι το Φλεβάρη με Οχτώβρη του 1917 τα νόθεψαν οι μενσεβίκοι που χρεοκόπησαν, γιατί ήταν ανίκανοι να καταλάβουν το ρόλο και τη σημασία τους, και ότι τώρα σε όλο τον κόσμο γεννήθηκε η ιδέα της Σοβιετικής εξουσίας, που διαδίδεται με πρωτοφανή ταχύτητα μέσα στο προλεταριάτο όλων των χωρών, ενώ οι παλιοί ήρωες της II Διεθνούς χρεοκοπούν κι αυτοί παντού, επειδή είναι ανίκανοι να καταλάβουν το ρόλο και τη σημασία των Σοβιέτ, όπως και οι μενσεβίκοι μας. Η πείρα απέδειξε ότι σε ορισμένα πολύ ουσιαστικά προβλήματα της προλεταριακής επανάστασης όλες οι χώρες θα κάνουν αναπόφευκτα αυτό που έκανε η Ρωσία.

Τη νικηφόρα πάλη τους ενάντια στην κοινοβουλευτική (στην πραγματικότητα) αστική δημοκρατία και ενάντια στους μενσεβίκους, οι μπολσεβίκοι την άρχισαν πολύ προσεκτικά και την προετοίμασαν κατά τρόπο κάθε άλλο παρά απλό, αντίθετα από τις γνώμες που τώρα συναντιούνται συχνά στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην αρχή της περιόδου που αναφέρουμε δεν καλούσαμε τις μάζες να ανατρέψουν την κυβέρνηση, αλλά εξηγούσαμε πως είναι αδύνατο να ανατραπεί χωρίς προκαταρκτικές αλλαγές στη σύνθεση και στον προσανατολισμό των Σοβιέτ. Δεν κηρύσσαμε την αποχή από το αστικό κοινοβούλιο, από τη Συντακτική Συνέλευση, αλλά λέγαμε, από τη συνδιάσκεψη του Απρίλη (1917) του Κόμματός μας λέγαμε επίσημα εξονόματος του Κόμματος, ότι μια αστική δημοκρατία με Συντακτική είναι καλύτερη από μια αστική δημοκρατία χωρίς Συντακτική, και η «εργατοαγροτική», η σοβιετική δημοκρατία είναι καλύτερη από κάθε αστικοδημοκρατική, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Χωρίς μια τέτια προσεκτική, επισταμένη, καλομελετημένη και μακρόχρονη προετοιμασία δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε τη νίκη τον Οχτώβρη του 1917, ούτε να διατηρήσουμε αυτή τη νίκη.

IV ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ, ΔΥΝΑΜΩΣΕ ΚΑΙ ΑΤΣΑΛΩΘΗΚΕ Ο ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΣ;

Πρώτα και κύρια στην πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, που το 1914 εξελίχθηκε οριστικά σε σοσιαλσοβινισμό και πέρασε οριστικά με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Αυτός ήταν, φυσικά, ο κυριότερος εχθρός του μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτός ο εχθρός παραμένει και τώρα ο κυριότερος εχθρός σε διεθνή κλίμακα. Στον εχθρό αυτό ο μπολσεβικισμός έδινε και δίνει την πιο μεγάλη προσοχή. Αυτή η πλευρά της δράσης των μπολσεβίκων τώρα πια είναι αρκετά καλά γνωστή και στο εξωτερικό.

Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τον άλλο εχθρό του μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Στο εξωτερικό δεν ξέρουν ακόμη καλά ότι ο μπολσεβικισμός μεγάλωσε, διαμορφώθηκε και ατσαλώθηκε μέσα σ’ έναν μακρόχρονο αγώνα ενάντια στη μικροαστική επαναστατικότητα, που μοιάζει με τον αναρχισμό ή κάτι δανείστηκε απ’ αυτόν και που σε καθετί το ουσιαστικό κάνει υποχωρήσεις από τους όρους και τις απαιτήσεις της συνεπούς προλεταριακής ταξικής πάλης. Για τους μαρξιστές θεωρητικά είναι πέρα για πέρα διαπιστωμένο –και η πείρα όλων των ευρωπαϊκών επαναστάσεων και επαναστατικών κινημάτων το έχει επιβεβαιώσει απόλυτα– ότι ο μικροϊδιοκτήτης, ο μικρονοικοκύρης (κοινωνικός τύπος, που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσωπεύεται πολύ πλατιά και μαζικά), που στον καπιταλισμό υφίσταται μια μόνιμη καταπίεση και πολύ συχνά δοκιμάζει μιαν αφάνταστα απότομη και γρήγορη χειροτέρευση της ζωής του και καταστροφή, περνά εύκολα σε άκρα επαναστατικότητα, δεν είναι όμως ικανός να δείξει αντοχή, οργανωτικό πνεύμα, πειθαρχία και σταθερότητα. Ο «μανιασμένος» από τις φρικωδίες του καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που όπως και ο αναρχισμός χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Η αστάθεια μιας τέτιας επαναστατικότητας, η στειρότητά της, η ιδιότητά της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια, σε φαντασιοπληξία, ακόμη και σε «μανιασμένο» ενθουσιασμό για το ένα ή το άλλο αστικό ρεύμα της «μόδας» –όλα αυτά είναι πασίγνωστα. Η θεωρητική όμως αφηρημένη αναγνώριση αυτών των αληθειών δεν απαλλάσσει καθόλου τα επαναστατικά κόμματα από τα παλιά λάθη, που παρουσιάζονται πάντα από απρόβλεπτες αιτίες, με κάπως νέα μορφή, με ένα άγνωστο παλιότερα περίβλημα και περίγραμμα, μέσα σε πρωτότυπες –περισσότερο η λιγότερο πρωτότυπες– συνθήκες.

Ο αναρχισμός ήταν συχνά ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του εργατικού κινήματος. Και τα δυο αυτά εκτρώματα αλληλοσυμπληρώνονταν. Και αν στη Ρωσία, παρόλη την πιο μικροαστική σύνθεση του πληθυσμού της σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, ο αναρχισμός είχε σχετικά ασήμαντη επιρροή στην περίοδο των δυο επαναστάσεων (1905 και 1917) και στον καιρό της προετοιμασίας τους, αυτό πρέπει αναμφισβήτητα να το θεωρήσουμε ενμέρει σαν υπηρεσία του μπολσεβικισμού, που διεξήγαγε πάντα τον πιο αμείλικτο και αδιάλλακτο αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό. Λέω: «ενμέρει», γιατί ακόμη πιο σπουδαίο ρόλο για το αδυνάτισμα του αναρχισμού στη Ρωσία έπαιξε το γεγονός ότι στο παρελθόν (1870-1880) ο αναρχισμός είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί εξαιρετικά πλούσια και να φανερώσει οριστικά ότι είναι λαθεμένος και ακατάλληλος σαν καθοδηγητική θεωρία για την επαναστατική τάξη.

Ο μπολσεβικισμός με την εμφάνισή του το 1903 ανέλαβε να συνεχίσει την παράδοση της αμείλικτης πάλης ενάντια στη μικροαστική, μισοαναρχική (ή ικανή να ερωτοτροπεί με τον αναρχισμό) επαναστατικότητα, παράδοση που υπήρχε πάντα μέσα στην επαναστατική σοσιαλδημοκρατία και που σε μας ενισχύθηκε εξαιρετικά το 1900-1903, τότε που έμπαιναν τα θεμέλια ενός μαζικού κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου στη Ρωσία. Ο μπολσεβικισμός ανέλαβε και συνέχισε την πάλη ενάντια στο Κόμμα που έκφραζε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα κόμματα τις τάσεις της μικροαστικής επαναστατικότητας, δηλαδή ενάντια στο Κόμμα των «σοσιαλιστών-επαναστατών», πάνω σε τρία κύρια σημεία. Πρώτο, το Κόμμα αυτό, που αρνούνταν το μαρξισμό, με κανένα τρόπο δεν ήθελε (ίσως θα ήταν πιο σωστό να πούμε: δεν μπορούσε) να καταλάβει την ανάγκη ενός αυστηρά αντικειμενικού υπολογισμού των ταξικών δυνάμεων και της αμοιβαίας σχέσης τους, πριν από κάθε πολιτική δράση. Δεύτερο, το Κόμμα αυτό θεωρούσε ιδιαίτερη «επαναστατικότητά» του ή «αριστερισμό» του την παραδοχή της ατομικής τρομοκρατίας και των δολοφονιών, πράγμα που εμείς, οι μαρξιστές, το απορρίπταμε κατηγορηματικά. Εννοείται ότι εμείς απορρίπταμε την ατομική τρομοκρατία μόνο για το αν είναι ωφέλιμη ή όχι, ενώ τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να καταδικάσουν «για λόγους αρχής» την τρομοκρατία της μεγάλης γαλλικής επανάστασης ή γενικά την τρομοκρατία απομέρους ενός επαναστατικού κόμματος, που έχει νικήσει και πολιορκείται από την αστική τάξη όλου του κόσμου, τους ανθρώπους αυτούς τους έχει γελοιοποιήσει και καταισχύνει ο Πλεχάνοφ ακόμη από το 1900-1903, όταν ήταν μαρξιστής και επαναστάτης. Τρίτο, οι «σοσιαλιστές-επαναστάτες» θεωρούσαν «αριστερισμό» το να χασκογελούν για τα σχετικά μικρά οπορτουνιστικά αμαρτήματα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, και παράλληλα να μιμούνται τους άκρους οπορτουνιστές του ίδιου αυτού Κόμματος, λ.χ. στο αγροτικό ζήτημα ή στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η Ιστορία, ας το πούμε κοντά στ’ άλλα, επιβεβαίωσε τώρα σε μεγάλη, παγκόσμια-ιστορική κλίμακα τη γνώμη που υποστηρίζαμε πάντα και συγκεκριμένα ότι η επαναστατική γερμανική σοσιαλδημοκρατία (σημειώστε ότι ο Πλεχάνοφ το 1900-1903 ακόμη απαιτούσε τη διαγραφή του Μπέρνσταϊν από το Κόμμα, και οι μπολσεβίκοι, συνεχίζοντας πάντοτε αυτή την παράδοση, ξεσκέπαζαν το 1913 όλη την ποταπότητα, την προστυχιά και την προδοσία του Λεγκίν), ότι η επαναστατική γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν πιο κοντά από κάθε άλλο Κόμμα στον τύπο του Κόμματος που χρειάζεται το επαναστατικό προλεταριάτο για να μπορέσει να νικήσει. Τώρα, το 1920, ύστερα από όλες τις επονείδιστες χρεοκοπίες και κρίσεις της εποχής του πολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων φαίνεται καθαρά ότι απ’ όλα τα κόμματα της Δύσης η γερμανική ακριβώς επαναστατική σοσιαλδημοκρατία έδοσε τους καλύτερους ηγέτες κι ακόμη ότι συνήλθε, γιατρεύτηκε και ξαναδυνάμωσε πριν από τα άλλα κόμματα. Αυτό φαίνεται και από το Κόμμα των σπαρτακιστών και από την αριστερή, προλεταριακή πτέρυγα του «Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας» που παλεύει σταθερά ενάντια στον οπορτουνισμό και ενάντια στον ασταθή χαρακτήρα των Κάουτσκι, των Χίλφερντιγκ, των Λέντεμπουρ, των Κρίσπιν. Αν τώρα ρίξουμε μια γενική ματιά στην εντελώς τερματισμένη ιστορική περίοδο, δηλαδή στην περίοδο από την Κομμούνα του Παρισιού ως την πρώτη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία, τότε η σχέση του μαρξισμού προς τον αναρχισμό γενικά διαγράφεται απόλυτα συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα. Σε τελευταία ανάλυση φάνηκε πως είχε δίκιο ο μαρξισμός και αν οι αναρχικοί τόνιζαν με το δίκιο τους τον οπορτουνιστικό χαρακτήρα των απόψεων για το κράτος, απόψεων που επικρατούσαν στα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα, πρώτο, ο οπορτουνιστικός αυτός χαρακτήρας είχε σχέση με τη διαστρέβλωση ακόμη και με την άμεση απόκρυψη των απόψεων του Μαρξ για το κράτος (στο βιβλίο μου «Κράτος και Επανάσταση» σημείωσα ότι ο Μπέμπελ επί 36 χρόνια, από το 1875 ως το 1911, κρατούσε μυστικό το γράμμα του Έγκελς που ξεσκέπαζε εξαιρετικά ανάγλυφα, χτυπητά, άμεσα και καθαρά τον οπορτουνισμό των γνωστών απόψεων της σοσιαλδημοκρατίας για το κράτος (–βλ. «Άπαντα», τόμ. 33ος σελ. 64-67)· δεύτερο, η διόρθωση αυτών των οπορτουνιστικών απόψεων, η αναγνώριση της Σοβιετικής εξουσίας και της υπεροχής της απέναντι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όλα αυτά προήλθαν πάρα πολύ γρήγορα και σε πλατιά κλίμακα ακριβώς από τους κόλπους των πιο μαρξιστικών ρευμάτων μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης και της Αμερικής.

Σε δυο περιπτώσεις η πάλη του μπολσεβικισμού ενάντια στις παρεκκλίσεις «προς τ’ αριστερά» μέσα στο ίδιο του το Κόμμα πήρε εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις: το 1908 για το ζήτημα της συμμετοχής μας στο αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο» και στους νόμιμους εργατικούς συλλόγους που λειτουργούσαν με βάση αντιδραστικότατους νόμους, και το 1918 (ειρήνη του Μπρεστ) για το ζήτημα, αν επιτρέπεται ο ένας ή ο άλλος «συμβιβασμός».

Το 1908 οι «αριστεροί» μπολσεβίκοι διαγράφηκαν από το Κόμμα μας γιατί αρνούνταν επίμονα να καταλάβουν την ανάγκη της συμμετοχής στο αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο» Οι «αριστεροί» – από τους οποίους πολλοί ήταν θαυμάσιοι επαναστάτες, που αργότερα ήταν (και εξακολουθούν να είναι) επάξια μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος –στηρίζονταν ιδιαίτερα στο επιτυχημένο πείραμα της αποχής του 1905. Όταν, τον Αύγουστο του 1905, ο τσάρος ανήγγειλε τη σύγκληση συμβουλευτικού «κοινοβουλίου», οι μπολσεβίκοι κήρυξαν αποχή –αντίθετα απ’ όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα και τους μενσεβίκους – και η επανάσταση του Οχτώβρη του 1905 το σάρωσε πραγματικά. Τότε η αποχή αποδείχτηκε σωστή, όχι γιατί είναι γενικά σωστή η μη συμμετοχή στα αντιδραστικά κοινοβούλια, αλλά γιατί είχε εκτιμηθεί σωστά η αντικειμενική κατάσταση, που οδηγούσε στη γρήγορη μετατροπή των μαζικών απεργιών σε πολιτική, έπειτα σε επαναστατική απεργία και μετά σε εξέγερση. Εξάλλου, τότε η πάλη γινόταν γύρω από το αν θα αφήσουμε στα χέρια του τσάρου τη σύγκληση του πρώτου αντιπροσωπευτικού σώματος ή θα προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε τη σύγκληση αυτή από τα χέρια της παλιάς εξουσίας. Εφόσον δεν είχαμε και δεν μπορούσε να έχουμε βεβαιότητα πως υπάρχει ανάλογη αντικειμενική κατάσταση και πως η κατάσταση εξελίσσεται προς την ίδια κατεύθυνση και με τους ίδιους ρυθμούς, η αποχή έπαυε να είναι σωστή.

Η μπολσεβίκικη αποχή από το «κοινοβούλιο» το 1905 πλούτισε το επαναστατικό προλεταριάτο με εξαιρετικά πολύτιμη πολιτική πείρα, δείχνοντας ότι στο συνδυασμό των νόμιμων και των παράνομων, των κοινοβουλευτικών και των εξωκοινοβουλευτικών μορφών πάλης είναι κάποτε ωφέλιμο ακόμη και επιβεβλημένο να ξέρεις να παραιτείσαι από τις κοινοβουλευτικές μορφές. Μα τυφλή, μηχανική και όχι κριτική μεταφορά της πείρας αυτής σε άλλες συνθήκες, σε άλλη κατάσταση είναι πολύ μεγάλο λάθος. Λάθος, αν και όχι μεγάλο, και που διορθώθηκε εύκολα[2] ήταν η αποχή των μπολσεβίκων από τις εκλογές για τη «Δούμα» το 1906. Πολύ σοβαρό λάθος και δυσκολοδιόρθωτο ήταν η αποχή το 1907, το 1908 και τα επόμενα χρόνια, όταν, από το ένα μέρος, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε μια πολύ γρήγορη άνοδο του επαναστατικού κύματος και πέρασμά του σε εξέγερση και όταν, από το άλλο μέρος, η ανάγκη του συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης δουλιάς πήγαζε απ’ όλη την ιστορική κατάσταση της ανακαινιζόμενης αστικής μοναρχίας. Τώρα, όταν ρίχνεις τη ματιά σου πίσω και βλέπεις την εντελώς τερματισμένη ιστορική περίοδο, που η σύνδεσή της με τις επόμενες περιόδους έχει πια φανεί πέρα για πέρα –γίνεται πεντακάθαρο ότι οι μπολσεβίκοι δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν (δεν λέω πια: να εδραιώσουν, να αναπτύξουν και να ενισχύσουν) το σταθερό πυρήνα του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου στα χρόνια 1908-1914, αν δεν είχαν υπερασπίσει μέσα στην πιο σκληρή πάλη την ανάγκη του υποχρεωτικού συνδυασμού των νόμιμων με τις παράνομες μορφές πάλης, με την υποχρεωτική συμμετοχή στο αντιδραστικότατο κοινοβούλιο και σε μια σειρά αλλά ιδρύματα (ασφαλιστικά ταμεία κτλ.) που θεσπίζονταν από αντιδραστικούς νόμους.

Το 1918 τα πράγματα δεν έφτασαν ως τη διάσπαση. Οι «αριστεροί» κομμουνιστές σχημάτισαν τότε μονάχα μιαν ιδιαίτερη ομάδα η «φράξια» μέσα στο Κόμμα μας κι αυτό όχι για πολύ καιρό. Τον ίδιο χρόνο, το 1918, οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι του «αριστερού κομμουνισμού», λ.χ. οι σύντροφοι Ράντεκ και Μπουχάριν, αναγνώρισαν ανοιχτά το λάθος τους. Είχαν τη γνώμη ότι η ειρήνη του Μπρεστ ήταν ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, απαράδεκτος από άποψη άρχων και επιζήμιος για το Κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου. Ήταν πραγματικά ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, μα ακριβώς τέτιος και σε τέτιες περιπτώσεις, που ήταν υποχρεωτικός.

Σήμερα, όταν ακούω τις επιθέσεις λ.χ. των σοσιαλεπαναστατών ενάντια στην τακτική μας κατά την υπογραφή της ειρήνης του Μπρεστ, ή όταν ακούω την παρατήρηση που έκανε ο σύντροφος Λάνσμπερι σε συνομιλία του μαζί μου: «Οι άγγλοι ηγέτες μας των τρέιντ-γιούνιον λένε πως οι συμβιβασμοί επιτρέπονται και σ’ αυτούς, εφόσον επιτρέπονται και στον μπολσεβικισμό», απαντώ συνήθως και πρώτα-πρώτα με μια απλή και «λαϊκή» σύγκριση:

Φανταστείτε πως το αυτοκίνητο σας το σταμάτησαν οπλισμένοι ληστές. Τους δίνετε τα λεφτά, το διαβατήριο, το πιστόλι, το αυτοκίνητό σας. Έτσι γλιτώνετε από την ευχάριστη συντροφιά με τους ληστές. Εδώ υπάρχει αναμφισβήτητα συμβιβασμός. «Do ut des» («σου δίνω» τα λεφτά, το όπλο, το αυτοκίνητο, «για να μου δόσεις» τη δυνατότητα να φύγω σώος και αβλαβής). Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς άνθρωπο που να είναι στα καλά του και να λέει πως ένας παρόμοιος συμβιβασμός είναι «καταρχήν απαράδεκτος» ή να θεωρεί το πρόσωπο που έκανε ένα τέτιο συμβιβασμό συνένοχο των ληστών (αν και οι ληστές θα μπορούσαν να καθίσουν στο αυτοκίνητο και να το χρησιμοποιήσουν, καθώς και το όπλο, για καινούργιες ληστείες). Ο συμβιβασμός μας με τους ληστές του γερμανικού ιμπεριαλισμού έμοιαζε μ’ αυτό το συμβιβασμό.

Όταν όμως οι μενσεβίκοι και οι εσέροι στη Ρωσία, οι οπαδοί του Σάιντεμαν (και σε σημαντικό βαθμό οι οπαδοί του Κάουτσκι) στη Γερμανία, ο Ότο Μπάουερ και ο Φρίντριχ Άντλερ (δεν μιλούμε πια για τους κυρίους Ρένερ και Σία) στην Αυστρία, οι Ρενοντέλ και οι Λογκέ και Σία στη Γαλλία, οι φαβιανοί, οι «ανεξάρτητοι» και οι «εργατικοί» («λεϊμπουριστές») στην Αγγλία συνάπτανε στα 1914-1918 και στα 1918-1920 συμβιβασμούς με τους ληστές της δικής τους αστικής τάξης και κάποτε και της «συμμάχου» αστικής τάξης ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο της χώρας τους, τότε όλοι αυτοί οι κύριοι ενεργούσαν σαν συνένοχοι της ληστείας.

Το συμπέρασμα είναι καθαρό: το να αρνιέσαι τους συμβιβασμούς «από άποψη αρχών», το να αρνιέσαι γενικά οποιονδήποτε συμβιβασμό, αποτελεί παιδαριωδία, που είναι δύσκολο ακόμη και να την πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο πολιτικός, που θέλει να είναι ωφέλιμος στο επαναστατικό προλεταριάτο, πρέπει να ξέρει να ξεχωρίζει τις συγκεκριμένες περιπτώσεις εκείνων ακριβώς των συμβιβασμών που είναι απαράδεκτοι, που εκφράζουν οπορτουνισμό και προδοσία, και να κατευθύνει όλη τη δύναμη της κριτικής του, όλη την αιχμή ενός αμείλικτου ξεσκεπάσματος και ενός ανειρήνευτου πολέμου ενάντια σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους συμβιβασμούς, χωρίς να επιτρέπει στους πολύπειρους «καταφερτζήδες» σοσιαλιστές και στους κοινοβουλευτικούς Ιησουΐτες να ξεφεύγουν και να ξεγλιστρούν από τις ευθύνες με επιχειρήματα για «συμβιβασμούς γενικά». Οι κύριοι άγγλοι «ηγέτες» των τρέιντ-γιούνιον, καθώς και της Εταιρίας των φαβιανών και του «Ανεξάρτητου» Εργατικού κόμματος ακριβώς έτσι ξεφεύγουν από τις ευθύνες για την προδοσία που διέπραξαν, για το συμβιβασμό που έκαναν, τέτιο συμβιβασμό, που αποτελεί πραγματικά οπορτουνισμό, λιποταξία και προδοσία του χειρίστου είδους.

Υπάρχουν συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Πρέπει να ξέρεις να αναλύεις την κατάσταση και τους συγκεκριμένους όρους κάθε συμβιβασμού η κάθε ποικιλίας συμβιβασμού. Πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τον άνθρωπο που έδοσε στους ληστές λεφτά και όπλα για να περιορίσει το κακό που έκαναν οι ληστές και να διευκολύνει τη σύλληψη και την εκτέλεσή τους, από τον άνθρωπο που δίνει στους ληστές λεφτά και όπλα για να πάρει μέρος στο μοίρασμα της ληστρικής λείας. Στην πολιτική το πράγμα αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο, όπως φαίνεται στο παραπάνω παιδιάστικα-απλό παραδειγματάκι. "Όποιος όμως θα έβαζε με το νου του να σοφιστεί για τους εργάτες μια συνταγή που θα τους έδινε λύσεις έτοιμες προκαταβολικά για όλες τις περιπτώσεις της ζωής η που θα υποσχόταν ότι στην πολιτική του επαναστατικού προλεταριάτου δεν θα υπάρχει καμιά δυσκολία και καμιά περίπλοκη κατάσταση, θα ήταν απλούστατα τσαρλατάνος.

Για να μην αφήσω θέση για παρερμηνείες, θα προσπαθήσω να διατυπώσω, έστω και πολύ σύντομα, μερικές βασικές θέσεις για την ανάλυση των συγκεκριμένων συμβιβασμών.

Το Κόμμα που έκλεισε συμβιβασμό με τους γερμανούς ιμπεριαλιστές, συμβιβασμό που τον αποτελούσε η υπογραφή της ειρήνης του Μπρεστ, είχε επεξεργαστεί στην πράξη το διεθνισμό του από τα τέλη του 1914. Δεν φοβήθηκε να διακηρύξει την ήττα της τσαρικής μοναρχίας και να στιγματίσει την «υπεράσπιση της πατρίδας» στον πόλεμο ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλιστές ληστές. Οι βουλευτές αυτού του Κόμματος πήγαν στη Σιβηρία, αντί να ακολουθήσουν το δρομάκο που οδηγεί στα υπουργικά χαρτοφυλάκια σε μια αστική κυβέρνηση. Η επανάσταση, που ανάτρεψε τον τσαρισμό και δημιούργησε τη ρεπουμπλικανική δημοκρατία, στάθηκε μια νέα και πολύ μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτό το Κόμμα: το Κόμμα δεν ήλθε σε καμιά συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές «του», αλλά προετοίμασε την ανατροπή τους και τους ανάτρεψε. Το Κόμμα αυτό, παίρνοντας την πολιτική εξουσία, δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα και από την τσιφλικάδικη, και από την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Το Κόμμα αυτό, αφού δημοσίευσε και κατήγγειλε τα μυστικά σύμφωνα των ιμπεριαλιστών, πρότεινε ειρήνη σε όλους τους λαούς και δεν υποτάχτηκε στη βία των ληστών του Μπρεστ παρά μόνο, όταν οι αγγλογάλλοι ιμπεριαλιστές τορπίλισαν την ειρήνη και οι μπολσεβίκοι έκαναν ό,τι ήταν ανθρώπινα δυνατό για να επιταχυνθεί η επανάσταση στη Γερμανία και στις άλλες χώρες. Η απόλυτη ορθότητα ενός τέτιου συμβιβασμού, που έκλεισε το Κόμμα αυτό σε μια τέτια κατάσταση, γίνεται κάθε μέρα και πιο καθαρή και πιο φανερή για όλους.

Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι στη Ρωσία (όπως και όλοι οι ηγέτες της II Διεθνούς σε όλο τον κόσμο στα 1914-1920) άρχισαν από την προδοσία, δικαιολογώντας άμεσα ή έμμεσα την «υπεράσπιση της πατρίδας», δηλαδή την υπεράσπιση της δικής τους ληστρικής αστικής τάξης. Συνέχισαν την προδοσία, κάνοντας συνασπισμό με την αστική τάξη της χώρας τους και παλεύοντας μαζί με την αστική τους τάξη ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο της χώρας τους. Ο συνασπισμός τους στην αρχή με τον Κερένσκι και τους καντέτους και αργότερα με τον Κολτσάκ και τον Ντενίκιν στη Ρωσία, όπως και ο συνασπισμός των ομοϊδεατών τους του εξωτερικού με την αστική τάξη των χωρών τους, ήταν πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Ο συμβιβασμός τους με τους ληστές του ιμπεριαλισμού συνίστατο από την αρχή ως το τέλος στο ότι έγιναν συνένοχοι του ιμπεριαλιστικού συμμοριτισμού.

V Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ – ΤΟ ΚΟΜΜΑ – Η ΤΑΞΗ – Η ΜΑΖΑ

Οι γερμανοί κομμουνιστές, για τους οποίους θα μιλήσουμε τώρα, δεν ονομάζουν τον εαυτό τους «αριστερούς», αλλά – αν δεν κάνω λάθος –«αντιπολίτευση αρχών». Από την ανάλυση, όμως, που θα ακολουθήσει, θα φανεί ότι παρουσιάζουν πέρα για πέρα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «παιδικής αρρώστιας του αριστερισμού».

Η μπροσουρίτσα «Η Διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (της Ένωσης των Σπαρτακιστών)», που έβγαλε η «Τοπική Ομάδα της Φραγκφούρτης του Μάιν» και υποστηρίζει τις απόψεις αυτής της αντιπολίτευσης, εκθέτει πάρα πολύ ανάγλυφα, με ακρίβεια, σαφήνεια και συντομία την ουσία των απόψεων αυτής της αντιπολίτευσης. Αρκούν μερικές περικοπές για να γνωρίσουν οι αναγνώστες μας αυτή την ουσία:

«Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το κόμμα της πιο αποφασιστικής ταξικής πάλης...».

«...Από πολιτική άποψη ο μεταβατικός αυτός χρόνος» (ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό) «είναι η περίοδος της δικτατορίας του προλεταριάτου...».

«...Γεννιέται το ερώτημα: ποιος πρέπει να είναι ο φορέας της δικτατορίας: το Κομμουνιστικό κόμμα ή η προλεταριακή τάξη;… Τι πρέπει να επιδιώκουμε από άποψη αρχών τη δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος ή τη δικτατορία της προλεταριακής τάξης;…».

 Στη συνέχεια ο συγγραφέας της μπροσούρας κατηγορεί την «Κεντρική Επιτροπή» του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας ότι ψάχνει να βρει δρόμο για συνασπισμό με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, ότι «το ζήτημα της καταρχήν αναγνώρισης όλων των πολιτικών μέσων» πάλης, μαζί και του κοινοβουλευτισμού, το έβαλε η «Κεντρική Επιτροπή» μόνο και μόνο για να συγκαλύψει τις πραγματικές και κύριες επιδιώξεις της για συνασπισμό με τους ανεξάρτητους. Και η μπροσούρα συνεχίζει:

«Η αντιπολίτευση διάλεξε άλλο δρόμο. Έχει τη γνώμη ότι το ζήτημα για την κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος και τη δικτατορία του κόμματος είναι μονάχα ζήτημα τακτικής. Πάντως η κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι η τελευταία μορφή κάθε κυριαρχίας κόμματος. Από άποψη αρχών πρέπει να τείνουμε στη δικτατορία της προλεταριακής τάξης. Και όλα τα μέτρα του κόμματος, οι οργανώσεις του, οι μορφές πάλης του, η στρατηγική και η τακτική του πρέπει να προσαρμόζονται σ’ αυτό το σκοπό. Σύμφωνα μ’ αυτό πρέπει να απορρίψουμε κατηγορηματικότατα κάθε συμβιβασμό με άλλα κόμματα, κάθε επάνοδο στις ιστορικά και πολιτικά ξεπερασμένες μορφές του κοινοβουλευτικού αγώνα, κάθε πολιτική ελιγμών και συμφιλιωτισμού». «Πρέπει να υπογραμμιστούν έντονα οι ειδικές προλεταριακές μέθοδοι επαναστατικής πάλης. Και για να προσελκυστούν οι πιο πλατιοί κύκλοι και τα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου, που πρέπει να μπουν στον επαναστατικό αγώνα κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, πρέπει να δημιουργηθούν νέες οργανωτικές μορφές πάνω στην πιο πλατιά βάση και μέσα στα πιο πλατιά πλαίσια. Αυτός ο τόπος συγκέντρωσης όλων των επαναστατικών στοιχείων είναι η εργατική ένωση, συγκροτημένη με βάση τις εργοστασιακές οργανώσεις. Σ’ αυτή πρέπει να συνενωθούν όλοι οι εργάτες, που ακολούθησαν το σύνθημα: έξω από τα συνδικάτα! Εδώ οργανώνεται το μαχόμενο προλεταριάτο στις πιο πλατιές μαχητικές γραμμές. Η αναγνώριση της ταξικής πάλης, του σοβιετικού συστήματος και της δικτατορίας είναι αρκετά για την προσχώρηση. Όλη η παραπέρα πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαχόμενων μαζών και ο πολιτικός προσανατολισμός στον αγώνα είναι καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος που στέκεται έξω από την εργατική ένωση...».

«...Συνεπώς, δυο Κομμουνιστικά Κόμματα στέκουν τώρα το ίνα απέναντι στο άλλο:

Το ένα είναι το κόμμα των αρχηγών, που επιδιώκει να οργανώσει τον επαναστατικό αγώνα και να τον διευθύνει από τα πάνω, δεχόμενο τους συμβιβασμούς και τον κοινοβουλευτισμό, για να δημιουργήσει καταστάσεις τέτιες που θα επιτρέψουν σ’ αυτούς τους αρχηγούς να μπουν σε κυβέρνηση συνασπισμού, που θα είχε στα χέρια της τη δικτατορία.

Το άλλο είναι το κόμμα των μαζών, που περιμένει την άνοδο του επαναστατικού αγώνα από τα κάτω, ξέροντας και εφαρμόζοντας γι’ αυτό τον αγώνα μόνο μια μέθοδο που οδηγεί ξεκάθαρα στο σκοπό και απορρίπτει κάθε κοινοβουλευτική και οπορτουνιστική μέθοδο. Αυτή η μοναδική μέθοδος είναι η μέθοδος της χωρίς όρους ανατροπής της αστικής τάξης, για να εγκαθιδρυθεί έπειτα η προλεταριακή ταξική δικτατορία για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού...»

«...Εκεί δικτατορία των αρχηγών – εδώ δικτατορία των μαζών!, αυτό είναι το σύνθημα μας».

Αυτές είναι οι πιο ουσιαστικές θέσεις που χαρακτηρίζουν τις απόψεις της αντιπολίτευσης στο γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Ο κάθε μπολσεβίκος που συμμετείχε συνειδητά ή που παρακολούθησε από κοντά την ανάπτυξη του μπολσεβικισμού από το 1903, διαβάζοντας αυτούς τους συλλογισμούς θα πει αμέσως: «τι παλιά κι από καιρό γνωστή σαβούρα! Τί «αριστερή» παιδαριωδία!».

Ας εξετάσουμε όμως από κοντά τους συλλογισμούς αυτούς.

Και μόνο ο τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος: «δικτατορία του κόμματος ή δικτατορία της τάξης; Δικτατορία (κόμμα) των ηγετών ή δικτατορία (κόμμα) των μαζών;» – δείχνει την πιο απίστευτη και αθεράπευτη σύγχυση της σκέψης. Οι άνθρωποι αυτοί πασχίζουν να επινοήσουν κάτι το εντελώς πρωτότυπο και, μέ το ζήλο τους να κάνουν το σοφό, γίνονται γελοίοι. Όλοι ξέρουν ότι οι μάζες χωρίζονται σε τάξεις· ότι αντιπαράθεση των μαζών στις τάξεις μπορεί να γίνει μόνο σαν αντιπαράθεση της τεράστιας πλειοψηφίας γενικά – χωρίς χωρισμό της σύμφωνα με τη θέση που κατέχει μέσα στο κοινωνικό σύστημα της παραγωγής – στις κατηγορίες που κατέχουν ιδιαίτερη θέση μέσα στο κοινωνικό σύστημα της παραγωγής· ότι τις τάξεις τις καθοδηγούν συνήθως και στις περισσότερες περιπτώσεις, τουλάχιστο στις σύγχρονες πολιτισμένες χώρες, πολιτικά κόμματα· ότι τα πολιτικά κόμματα, κατά γενικό κανόνα, τα διευθύνουν λίγο-πολύ σταθερές ομάδες προσώπων, που έχουν το μεγαλύτερο κύρος, τη μεγαλύτερη επιρροή και πείρα, εκλέγονται στις πιο υπεύθυνες θέσεις και ονομάζονται αρχηγοί. Όλα αυτά είναι στοιχειώδη. Όλα αυτά είναι απλά και καθαρά. Τί χρειαζόταν να τα αντικαταστήσουν με κάτι αλαμπουρνέζικα, με μια καινούργια βολαπίκ;[3] Από το ένα μέρος είναι φανερό πως οι άνθρωποι αυτοί τα έχασαν και βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, όταν η γρήγορη εναλλαγή της νόμιμης και της παράνομης θέσης του κόμματος διατάραξε τη συνηθισμένη, κανονική, απλή σχέση ανάμεσα στους αρχηγούς, τα κόμματα και τις τάξεις. Στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, παρασυνήθισαν στη νομιμότητα, στην ελεύθερη και κανονική εκλογή των «αρχηγών» από τα τακτικά συνέδρια των κομμάτων, στο βολικό έλεγχο της ταξικής σύνθεσης των κομμάτων με τις βουλευτικές εκλογές, με τις συγκεντρώσεις, με τον Τύπο, με τον προσανατολισμό των συνδικάτων και των άλλων οργανώσεων κτλ. Όταν εξαιτίας της θυελλώδους πορείας της επανάστασης και της ανάπτυξης του εμφυλίου πολέμου χρειάστηκε να περάσουν γρήγορα απ’ αυτή τη συνηθισμένη κατάσταση στην εναλλαγή της νομιμότητας και της παρανομίας, στο συνδυασμό τους, στις «μη βολικές», «μη δημοκρατικές» μεθόδους ανάδειξης ή σχηματισμού, ή διατήρησης των «ομάδων των αρχηγών», οι άνθρωποι τα έχασαν και άρχισαν να επινοούν φοβερές ανοησίες. Όπως φαίνεται, ορισμένα μέλη του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε μια μικρή χώρα, με παραδόσεις και συνθήκες μιας εξαιρετικά προνομιακής και εξαιρετικά σταθερής νομιμότητας, άνθρωποι που δεν είχαν δει καθόλου εναλλαγή της νόμιμης με την παράνομη κατάσταση, μπερδεύτηκαν και τα έχασαν οι ίδιοι και βοήθησαν να δημιουργηθούν οι ανόητες επινοήσεις.

Από το άλλο μέρος, παρατηρείται απλούστατα μια απερίσκεπτη και ασυνάρτητη χρησιμοποίηση λέξεων, που είναι της «μόδας» στις μέρες μας, για τη «μάζα» και τους «αρχηγούς». Οι άνθρωποι άκουσαν πολλά και έβαλαν καλά μέσα στο μυαλό τους τις επιθέσεις ενάντια στους αρχηγούς, την αντιπαράθεση των «αρχηγών» στις «μάζες», δεν μπόρεσαν όμως να σκεφτούν και να ξεκαθαρίσουν μέσα τους γιατί γίνεται αυτό.

Η διάσταση ανάμεσα σε «αρχηγούς» και «μάζες» εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σαφήνεια και οξύτητα στο τέλος του ιμπεριαλιστικού πολέμου και μετά απ’ αυτόν σε όλες τις χώρες. Τη βασική αιτία αυτού του φαινομένου την εξήγησαν πολλές φορές ο Μαρξ και ο Έγκελς στην περίοδο 1852-1892 με το παράδειγμα της Αγγλίας. Η μονοπωλιακή θέση της Αγγλίας συντέλεσε στο να ξεχωρίσει μέσα από τη «μάζα» μια «εργατική αριστοκρατία», μισομικροαστική, οπορτουνιστική. Οι αρχηγοί αυτής της εργατικής αριστοκρατίας περνούσαν συνεχώς με το μέρος της αστικής τάξης, συντηρούνταν, άμεσα η έμμεσα, απ’ αυτή. Ο Μαρξ συγκέντρωσε το τιμητικό μίσος αυτών των παλιανθρώπων, γιατί τους στιγμάτισε ανοιχτά σαν προδότες. Ο νεότερος ιμπεριαλισμός (του 20ού αιώνα) δημιούργησε για αρκετές προηγμένες χώρες μια μονοπωλιακή-προνομιακή κατάσταση και πάνω σ’ αυτό το έδαφος διαμορφώθηκε παντού μέσα στη II Διεθνή ο τύπος των αρχηγών-προδοτών, των οπορτουνιστών, των σοσιαλσοβινιστών, που υπερασπίζουν τα συμφέροντα της συντεχνίας τους, του λεπτού τους στρώματος της εργατικής αριστοκρατίας. Δημιουργήθηκε μια απόσπαση των οπορτουνιστικών κομμάτων από τις «μάζες», δηλ. από τα πιο πλατιά στρώματα των εργαζομένων, από την πλειοψηφία τους, από τους εργάτες που πληρώνονται χειρότερα. Η νίκη του επαναστατικού προλεταριάτου είναι αδύνατη, αν δεν καταπολεμηθεί αυτό το κακό, αν δεν ξεσκεπαστούν, στιγματιστούν και διωχτούν οι οπορτουνιστές, σοσιαλπροδότες αρχηγοί· κι αυτή ακριβώς την πολιτική ακολούθησε η III Διεθνής.

Να φτάνουν, όμως, γι’ αυτό το λόγο ως το σημείο να αντιπαραθέτουν γενικά τη δικτατορία των μαζών στη δικτατορία των αρχηγών είναι ανοησία και βλακεία που προκαλεί τα γέλια. Είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό το ότι στη θέση των παλιών πολιτικών αρχηγών, που έχουν τις κοινές ανθρώπινες ιδέες για τα απλά πράγματα, προωθούν στην πράξη (με το προκάλυμμα του συνθήματος «κάτω οι αρχηγοί») νέους αρχηγούς που λένε φοβερές ανοησίες και παρλαπίπες. Τέτιοι είναι στη Γερμανία ο Λάουφενμπεργκ, ο Βολφχάιμ, ο Χόρνερ, ο Καρλ Σρέντερ, ο Φρίντριχ Βέντελ, ο Καρλ Έρλερ[4] Οι απόπειρες αυτού του τελευταίου «να εμβαθύνει» στο ζήτημα και να διακηρύξει γενικά ότι τα πολιτικά κόμματα είναι άχρηστα και έχουν «αστικό χαρακτήρα» αποτελούν τέτιο αποκορύφωμα ανοησίας, που δεν σου μένει παρά να σηκώσεις τα χέρια. Να λοιπόν που στ’ αλήθεια, από ένα μικρό λάθος μπορεί πάντοτε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο-τερατώδες λάθος, αν επιμένει κανείς στο λάθος αυτό, αν θέλει να το δικαιολογήσει κατά βάθος, αν το «παρατραβήξει ως την άκρη».

Άρνηση της κομματικότητας και της κομματικής πειθαρχίας – να ως που έφτασε η αντιπολίτευση. Κι αυτό ισοδυναμεί με ολοκληρωτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου προς όφελος της αστικής τάξης. Αυτό ισοδυναμεί ακριβώς με εκείνη τη μικροαστική διασπορά, αστάθεια, ανικανότητα για αντοχή, συνένωση και οργανωμένη δράση, πράγμα που οπωσδήποτε χαντακώνει κάθε προλεταριακό επαναστατικό κίνημα, αν αντιμετωπιστεί ανεκτικά. Το να αρνείσαι την κομματικότητα από την άποψη του κομμουνισμού, σημαίνει να κάνεις ένα πήδημα από την παραμονή της κατάρρευσης του καπιταλισμού (στη Γερμανία) όχι στην κατώτερη ή στη μεσαία φάση του κομμουνισμού, αλλά στην ανώτερη φάση του. Εμείς στη Ρωσία (τον τρίτο χρόνο ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης) κάνουμε τα πρώτα βήματα του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ή το κατώτερο στάδιο του κομμουνισμού. Οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν και παντού θα εξακολουθούν να υπάρχουν για χρόνια ύστερα από την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο. Ίσως αυτό το χρονικό διάστημα να είναι μικρότερο στην Αγγλία, όπου δεν υπάρχουν αγρότες (υπάρχουν όμως ωστόσο μικρονοικοκυρέοι!). Να εξαλείψουμε τις τάξεις σημαίνει όχι μόνο να διώξουμε τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές – αυτό το κάναμε σχετικά εύκολα – σημαίνει ακόμη να εξαλείψουμε τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς, κι αυτούς δεν μπορούμε να τους διώξουμε, δεν μπορούμε να τους πνίξουμε, πρέπει να τα ταιριάσουμε μαζί τους, αυτούς μπορούμε (και πρέπει) να τους μεταπλάσουμε, να τους αναδιαπαιδαγωγήσουμε, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια πολύ μακρόχρονη, αργή, προσεκτική οργανωτική δουλιά. Περικυκλώνουν απ’ όλες τις μεριές το προλεταριάτο με το μικροαστικό στοιχείο, το διαποτίζουν μ’ αυτό, το διαφθείρουν μ’ αυτό, προκαλούν συνεχώς μέσα στο προλεταριάτο υποτροπές μικροαστικής έλλειψης χαρακτήρα, διασποράς, ατομικισμού, μεταπτώσεων από τον ενθουσιασμό στην κατάπτωση. Χρειάζεται ο πιο αυστηρός συγκεντρωτισμός και η πιο αυστηρή πειθαρχία μέσα στο πολιτικό Κόμμα του προλεταριάτου για να τα αντιμετωπίσει αυτά, για να κάνει το προλεταριάτο να παίξει σωστά, πετυχημένα και νικηφόρα τον οργανωτικό του ρόλο (κι’ αυτός είναι ο κυριότερος ρόλος του). Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, διαπαιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις και στις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη. Χωρίς Κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη, χωρίς Κόμμα που να απολαβαίνει την εμπιστοσύνη κάθε τίμιου στοιχείου της τάξης του, χωρίς Κόμμα που να ξέρει να παρακολουθεί τις διαθέσεις των μαζών και να τις επηρεάζει είναι αδύνατο να διεξαχθεί μια τέτια πάλη με επιτυχία. Είναι χίλιες φορές πιο εύκολο να νικήσουμε τη μεγάλη συγκεντροποιημένη αστική τάξη, παρά «να νικήσουμε» τα εκατομμύρια και εκατομμύρια των μικρονοικοκυρέων, ενώ αυτοί με την καθημερινή, τη συνηθισμένη, την αφανή, την ασύλληπτη, την αποσυνθετική τους δράση φέρνουν τα ίδια εκείνα αποτελέσματα που χρειάζεται η αστική τάξη και που παλινορθώνουν την αστική τάξη. Όποιος αδυνατίζει έστω και λίγο τη σιδερένια πειθαρχία του Κόμματος του προλεταριάτου (προπαντός τον καιρό της δικτατορίας του), βοήθα έμπρακτα την αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο.

Δίπλα στο ζήτημα των αρχηγών – του Κόμματος – της τάξης – της μάζας πρέπει να βάλουμε το ζήτημα των «αντιδραστικών» συνδικάτων. Στην αρχή όμως ας μου επιτραπεί να κάνω ακόμη μερικές συμπερασματικές παρατηρήσεις με βάση την πείρα του Κόμματος μας. Στο Κόμμα μας είχαμε πάντα επιθέσεις ενάντια στη «δικτατορία των αρχηγών»: Οι πρώτες που θυμάμαι ανάγονται στα 1895, όταν τυπικά ακόμη δεν υπήρχε Κόμμα, είχε αρχίσει όμως να διαμορφώνεται η κεντρική ομάδα στην Πετρούπολη, και επρόκειτο να αναλάβει την καθοδήγηση των συνοικιακών ομάδων. Στο IX συνέδριο του Κόμματος μας (Απρίλης του 1920), υπήρχε μια μικρή αντιπολίτευση, που μιλούσε επίσης ενάντια στη «δικτατορία των αρχηγών», στην «ολιγαρχία» κτλ. Γι’ αυτό δεν παρουσιάζει τίποτε το εκπληκτικό, τίποτε το καινούργιο, τίποτε το τρομερό η «παιδική αρρώστια» του «αριστερού κομμουνισμού» των γερμανών. Η αρώστια αυτή περνάει χωρίς κίνδυνο και μάλιστα ύστερα απ’ αυτή ο οργανισμός γίνεται πιο γερός. Από το άλλο μέρος, η γρήγορη εναλλαγή της νόμιμης και της παράνομης δουλιάς, που συνδέεται με την ανάγκη «να κρύβουμε» ιδιαίτερα, να περιβάλλουμε με ιδιαίτερη συνωμοτικότητα ίσα-ίσα το γενικό επιτελείο, ίσα-ίσα τους αρχηγούς, μας οδήγησε ορισμένες φορές σε πολύ επικίνδυνα φαινόμενα. Το χειρότερο ήταν που στα 1912 στην ΚΕ των μπολσεβίκων μπόρεσε να μπει ο προβοκάτορας Μαλινόβσκι. Κατέδοσε δεκάδες και δεκάδες από τους καλύτερους και τους πιο αφοσιωμένους συντρόφους, στέλνοντας τους στα κάτεργα και επιταχύνοντας το θάνατο πολλών απ’ αυτούς. Κι αν δεν μας έκανε ακόμη μεγαλύτερο κακό, αυτό οφείλεται στο ότι είχαμε οργανώσει σωστά το συνδυασμό της νόμιμης με την παράνομη δουλιά. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας ο Μαλινόβσκι, σαν μέλος της ΚΕ του Κόμματος και βουλευτής στη Δούμα, ήταν υποχρεωμένος να μας βοηθάει να βγάζουμε νόμιμες καθημερινές εφημερίδες, που ήξεραν και μέσα στις συνθήκες του τσαρισμού να παλεύουν ενάντια στον οπορτουνισμό των μενσεβίκων και να προπαγανδίζουν με κατάλληλα σκεπασμένη μορφή τις βάσεις του μπολσεβικισμού. Ο Μαλινόβσκι, στέλνοντας με το ένα χέρι στα κάτεργα και στο θάνατο δεκάδες και δεκάδες από τους καλύτερους μπολσεβίκους αγωνιστές, ήταν υποχρεωμένος να βοηθάει με το άλλο χέρι στη διαπαιδαγώγηση δεκάδων και δεκάδων χιλιάδων νέων μπολσεβίκων μέσω του νόμιμου Τύπου. Αυτό το γεγονός δεν θα ήταν άσχημο να το σκεφτούν καλά οι γερμανοί σύντροφοι (καθώς και οι άγγλοι και οι αμερικανοί, οι γάλλοι και οι Ιταλοί), που έχουν το καθήκον να μάθουν να κάνουν επαναστατική δουλιά μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα[5].

Σε πολλές χώρες, μαζί και στις πιο προηγμένες, η αστική τάξη στέλνει χωρίς αμφιβολία και θα στέλνει προβοκάτορες μέσα στα Κομμουνιστικά Κόμματα. Ένα από τα μέσα για να καταπολεμηθεί αυτός ο κίνδυνος είναι ο σωστός συνδυασμός της παράνομης και της νόμιμης δουλιάς.

VI ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ;

Οι γερμανοί «αριστεροί» θεωρούν πως γι’ αυτούς το ζήτημα είναι λυμένο και ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι κατηγορηματικά αρνητική. Κατά τη γνώμη τους, είναι αρκετό να βγάζει κανείς λόγους και θυμωμένες κραυγές ενάντια στα «αντιδραστικά» και τα «αντεπαναστατικά» συνδικάτα για «να αποδείξει» (ο Κ. Χόρνερ το βεβαιώνει αυτό με ιδιαίτερη «σοβαρότητα» και πολύ ανόητα) πως είναι ανώφελο και μάλιστα απαράδεκτο για τους επαναστάτες, τους κομμουνιστές να δουλεύουν στα κίτρινα, σοσιαλσοβινιστικά, συμφιλιωτικά συνδικάτα, στα συνδικάτα του Λεγκίν, στα αντεπαναστατικά συνδικάτα.

Όσο όμως κι αν έχουν πειστεί οι γερμανοί «αριστεροί» ότι η τέτια τακτική έχει επαναστατικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα είναι ριζικά λαθεμένη και δεν περιέχει τίποτε άλλο από κούφιες φράσεις.

Για να το ξεκαθαρίσω, θα αρχίσω από τη δική μας πείρα, σύμφωνα με το γενικό σχέδιο αυτού του άρθρου, που έχει για σκοπό να εφαρμοστεί στη Δυτική Ευρώπη ό,τι είναι γενικά εφαρμόσιμο, ό,τι έχει γενική σημασία, ό,τι είναι γενικά υποχρεωτικό στην ιστορία και στη σύγχρονη τακτική του μπολσεβικισμού.

Οι σχέσεις ανάμεσα στους αρχηγούς – το κόμμα – την τάξη – και τις μάζες και ταυτόχρονα η στάση της δικτατορίας του προλεταριάτου και του Κόμματός του απέναντι στα συνδικάτα παρουσιάζονται σήμερα σε μας συγκεκριμένα ως έξης. Τη δικτατορία την πραγματοποιεί το οργανωμένο στα Σοβιέτ προλεταριάτο, που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου συνεδρίου του Κόμματος (Απρίλης 1920) έχει 611 χιλιάδες μέλη. Ο αριθμός των μελών είχε πολλές διακυμάνσεις και πριν την επανάσταση του Οχτώβρη και ύστερα απ’ αυτή και μάλιστα ήταν σημαντικά μικρότερος, ακόμη και το 1918 και το 1919. Φοβόμαστε μιαν υπέρμετρη αύξηση των μελών του Κόμματος, γιατί οι καριερίστες και οι παλιάνθρωποι, που δεν αξίζουν παρά μόνο τουφέκι, προσπαθούν οπωσδήποτε να τρυπωςουν στις γραμμές του κυβερνητικού κόμματος. Η τελευταία φορά που ανοίξαμε πλατιά τις πόρτες του Κόμματος –μόνο για τους εργάτες και αγρότες– ήταν τις μέρες (χειμώνας του 1919) που ο Γιουντένιτς βρισκόταν μερικά βέρστια έξω από την Πετρούπολη και ο Ντενίκιν στο Οριόλ (κάπου 350 βέρστια από τη Μόσχα), δηλ. τότε που τη Σοβιετική Δημοκρατία την απειλούσε τρομερός, θανάσιμος κίνδυνος και τότε που οι τυχοδιώκτες, οι καριερίστες, οι παλιάνθρωποι και γενικά τα ασταθή στοιχεία δεν μπορούσαν καθόλου να υπολογίζουν ότι θα έχουν επικερδή σταδιοδρομία, αν προσχωρούσαν στους κομμουνιστές (αλλά μάλλον θα έπρεπε να περιμένουν κρεμάλα και βασανιστήρια). Το Κόμμα που συγκαλεί κάθε χρόνο συνέδρια (στο τελευταίο συνέδριο: 1 αντιπρόσωπος για 1.000 μέλη) το καθοδηγεί μια Κεντρική Επιτροπή από 19 άτομα, που εκλέγεται από το συνέδριο, και την τρέχουσα δουλιά στη Μόσχα τη διεξάγουν ακόμη πιο στενά όργανα, τα οποία ονομάζονται Οργανωτικό Γραφείο και Πολιτικό Γραφείο, που αποτελούνται το καθένα από πέντε μέλη της ΚΕ και εκλέγονται στις ολομέλειες της ΚΕ. Από δω βγαίνει συνεπώς μια πραγματική «ολιγαρχία». Και κανένα σοβαρό πολιτικό ή οργανωτικό ζήτημα δεν λύνεται στη δημοκρατία μας από καμιά κρατική υπηρεσία, χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.

Στη δουλιά του το Κόμμα στηρίζεται άμεσα στα συνδικάτα που έχουν σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου συνεδρίου (Απρίλης 1920), πάνω από 4 εκατομμύρια μέλη και τυπικά είναι εξωκομματικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα όλα τα καθοδηγητικά όργανα της τεράστιας πλειοψηφίας των συνδικάτων και κατά πρώτο λόγο βέβαια το γενικό συνδικαλιστικό πανρωσικό κέντρο ή γραφείο (Πανρωσικό Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων) αποτελούνται από κομμουνιστές και εφαρμόζουν όλες τις οδηγίες του Κόμματος. Κι έτσι έχουμε σε γενικές γραμμές έναν προλεταριακό μηχανισμό που τυπικά δεν είναι κομμουνιστικός, έναν προλεταριακό μηχανισμό ευλύγιστο και σχετικά πλατύ και πολύ ισχυρό, που μέσω αυτού το Κόμμα συνδέεται στενά με την τάξη και με τη μάζα και μέσω αυτού, με την καθοδήγηση του Κόμματος, πραγματοποιείται η δικτατορία της τάξης. Χωρίς την πιο στενή σύνδεση με τα συνδικάτα, χωρίς τη θερμή υποστήριξη απομέρους τους, χωρίς τη γεμάτη αυταπάρνηση δουλιά τους όχι μόνο στην οικονομική, μα και στη στρατιωτική οικοδόμηση δεν θα μπορούσαμε, εννοείται, να κυβερνήσουμε τη χώρα και να πραγματοποιήσουμε τη δικτατορία όχι 2 1/2 χρόνια, μα ούτε και 2 1/2 μήνες. Όπως καταλαβαίνετε η στενότατη αυτή σύνδεση σημαίνει στην πράξη μια πολύπλοκη και πολύμορφη δουλιά προπαγάνδας και ζύμωσης και συχνών συσκέψεων που να γίνονται στον καιρό τους όχι μόνο με τα καθοδηγητικά στελέχη, αλλά και γενικά με τους συνδικαλιστικούς παράγοντες που έχουν επιρροή, σημαίνει ακόμη αποφασιστικό αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους που ως τα σήμερα έχουν έναν ορισμένο, αν και πολύ μικρό, αριθμό οπαδών και τους διδάσκουν να κάνουν κάθε είδους αντεπαναστατικές πράξεις, αρχίζοντας από την ιδεολογική υπεράσπιση της δημοκρατίας (της αστικής), από την προπαγάνδα για την «ανεξαρτησία» των συνδικάτων (ανεξαρτησία από την προλεταριακή κρατική εξουσία!) ως το σαμποτάρισμα της προλεταριακής πειθαρχίας κτλ., κτλ.

Τη σύνδεση με τις «μάζες» μέσω των συνδικάτων την θεωρούμε ανεπαρκή. Στην πορεία της επανάστασης μέσα στην πράξη δημιουργήθηκε σε μας ένα όργανο, όπως είναι οι εξωκομματικές εργατικές και αγροτικές συνδιασκέψεις, για να παρακολουθούμε τις διαθέσεις των μαζών, να τις πλησιάζουμε, να ανταποκρινόμαστε στα αιτήματα τους, να προωθούμε τα καλύτερα στοιχεία απ’ αυτές στις κρατικές υπηρεσίες κτλ. Κι αυτό το όργανο προσπαθούμε με όλα τα μέσα να το υποστηρίξουμε, να το αναπτύξουμε και να το πλατύνουμε. Ένα από τα τελευταία διατάγματα για τη μετατροπή του Λαϊκού Επιτροπάτου Κρατικού Ελέγχου σε «Εργατοαγροτική Επιθεώρηση» δίνει στις εξωκομματικές συνδιασκέψεις αυτού του είδους το δικαίωμα να εκλέγουν μέλη του Κρατικού Ελέγχου για διάφορες επιθεωρήσεις.

Έπειτα, εννοείται, όλη η δουλιά του Κόμματος γίνεται μέσω των Σοβιέτ, που συνενώνουν τις εργαζόμενες μάζες χωρίς διάκριση επαγγέλματος. Τα νομαρχιακά συνέδρια των Σοβιέτ αποτελούν ένα δημοκρατικό όργανο, που δεν το έχουν δει ως τώρα ούτε οι καλύτερες ρεπουμπλικανικές δημοκρατίες του αστικού κόσμου. Και μέσω αυτών των συνεδρίων (που το Κόμμα προσπαθεί να τα παρακολουθεί όσο το δυνατό πιο προσεκτικά), καθώς και με τις μόνιμες αποστολές συνειδητών εργατών σε κάθε λογής υπηρεσίες στο χωριό, πραγματοποιείται ο ηγετικός ρόλος του προλεταριάτου απέναντι στην αγροτιά, πραγματοποιείται η δικτατορία του προλεταριάτου της πόλης, ο συστηματικός αγώνας ενάντια στους πλούσιους, τους αστούς, τους εκμεταλλευτές και τους κερδοσκόπους αγρότες κτλ.

Αυτός είναι ο γενικός μηχανισμός της προλεταριακής κρατικής εξουσίας, όταν τον βλέπουμε «από τα πάνω», από την άποψη της πρακτικής εφαρμογής της δικτατορίας. Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί στο ρώσο μπολσεβίκο, που ξέρει αυτό το μηχανισμό και που παρακολούθησε πως αναπτύχθηκε μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια από τους μικρούς μυστικούς, παράνομους κύκλους, όλες οι συζητήσεις για δικτατορία «από τα πάνω» είτε «από τα κάτω», για δικτατορία των αρχηγών είτε δικτατορία της μάζας κτλ. δεν μπορεί παρά να φαίνονται γελοίες παιδιακίστικες ανοησίες, ένα είδος συζήτησης, αν είναι πιο χρήσιμο για τον άνθρωπο το αριστερό πόδι ή το δεξί χέρι.

Το ίδιο παιδιακίστικες και γελοίες ανοησίες δεν μπορεί παρά να φαίνονται σε μας και οι σπουδαίες, πολύ σοφές και τρομερά επαναστατικές συζητήσεις των γερμανών αριστερών πάνω στο θέμα ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν και δεν πρέπει να δουλεύουν στα αντιδραστικά συνδικάτα, ότι επιτρέπεται να παρατήσουν αυτή τη δουλιά, ότι πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα και να δημιουργήσουν υποχρεωτικά την εντελώς καινουργιούτσικη, την εντελώς καθαρούτσικη «εργατική ένωση» κτλ., κτλ. που τη σοφίστηκαν οι καλοί μας (και ασφαλώς στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ νεαροί) κομμουνιστές κτλ.

Ο καπιταλισμός αφήνει κατανάγκη για κληρονομιά στο σοσιαλισμό, από το ένα μέρος, τις παλιές επαγγελματικές και συντεχνιακές διακρίσεις που είχαν διαμορφωθεί επί αιώνες ανάμεσα στους εργάτες και, από το άλλο μέρος, αφήνει τα συνδικάτα που μόνο πολύ αργά, ύστερα από χρόνια μπορούν να εξελιχθούν και εξελίσσονται σε πολύ πλατιές και λιγότερο συντεχνιακές παραγωγικές ενώσεις (που αγκαλιάζουν ολόκληρες βιομηχανίες και όχι μονάχα συντεχνίες, τέχνες και επαγγέλματα). Αργότερα μόνο, μέσω αυτών των παραγωγικών ενώσεων, περνάμε στην κατάργηση του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους ανθρώπους, στη διαπαιδαγώγηση, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση ολόπλευρα αναπτυγμένων και ολόπλευρα καταρτισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που όλα ξέρουν να τα κάνουν. Προς τα εκεί πάει, πρέπει να πάει και θα φτάσει ο κομμουνισμός, ύστερα όμως από πολλά χρόνια. Η προσπάθεια που θα έκανε κανείς σήμερα να πετύχει στην πράξη νωρίτερα αυτό το μελλοντικό αποτέλεσμα ενός εντελώς εξελιγμένου, εντελώς στερεωμένου και διαμορφωμένου, εντελώς αναπτυγμένου και ωριμασμένου κομμουνισμού, ισοδυναμεί με το να προσπαθεί να διδάξει ανώτερα μαθηματικά σε ένα παιδάκι τεσσάρων χρονών.

Μπορούμε (και πρέπει) να αρχίσουμε να χτίζουμε το σοσιαλισμό όχι με ανθρώπινο υλικό φανταστικό και φτιαγμένο ειδικά από μας, αλλά με το υλικό που κληρονομήσαμε από τον καπιταλισμό. Ούτε συζήτηση ότι αυτό είναι πολύ «δύσκολο», όμως κάθε άλλος τρόπος για τη λύση του προβλήματος είναι τόσο αστόχαστος που δεν αξίζει τον κόπο ούτε να μιλάμε γι’ αυτόν.

Τα συνδικάτα ήταν μια γιγάντια πρόοδος της εργατικής τάξης στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα πέρασμα από την κατάσταση διασποράς και αδυναμίας των εργατών στα πρώτα στοιχεία της ταξικής συνένωσης. Όταν άρχισε να αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής συνένωσης των προλετάριων, το επαναστατικό Κόμμα του προλεταριάτου (που δεν θα είναι άξιο του ονόματος του όσο δεν μάθει να συνδέει τους αρχηγούς με την τάξη και με τις μάζες σε ένα σύνολο, σε κάτι το αδιάσπαστο), τα συνδικάτα άρχισαν να δείχνουν αναπόφευκτα μερικά αντιδραστικά σημάδια, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση προς την άρνηση της πολιτικής, κάποιο πνεύμα ρουτίνας κτλ. Πουθενά όμως στον κόσμο η ανάπτυξη του προλεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά μόνο μέσω των συνδικάτων, με την αλληλεπίδραση των συνδικάτων και του Κόμματος της εργατικής τάξης. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο είναι ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρος του προλεταριάτου, σαν τάξης, και το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διαπαιδαγωγήσει ακόμη πιο πολύ και με καινούργιο τρόπο, και όχι μόνο με τον παλιό, τα συνδικάτα κι ακόμη να τα καθοδηγεί και να μην ξεχνά παράλληλα ότι τα συνδικάτα μένουν και θα μείνουν για πολύ καιρό το απαραίτητο «σχολείο του κομμουνισμού» και το προπαρασκευαστικό σχολείο για τους προλετάριους για να πραγματοποιήσουν τη δικτατορία τους, η απαραίτητη ένωση των εργατών για να περάσει βαθμιαία η διεύθυνση όλης της οικονομίας της χώρας στα χέρια της εργατικής τάξης (και όχι σε χωριστά επαγγέλματα) και έπειτα σε όλους τους εργαζομένους.

Κάποια «αντιδραστικότητα» των συνδικάτων, με την έννοια που αναφέραμε, είναι αναπόφευκτη στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Να μην το καταλαβαίνεις αυτό σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνεις τους βασικούς όρους του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Να φοβάσαι αυτή την «αντιδραστικότητα», να προσπαθείς να την αποφύγεις, να την υπερπηδήσεις είναι η πιο μεγάλη ανοησία, γιατί σημαίνει πως φοβάσαι το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, που συνίσταται στην εκπαίδευση, στη διαφώτιση, στη διαπαιδαγώγηση και στο τράβηγμα στην καινούργια ζωή των πιο καθυστερημένων στρωμάτων και μαζών της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Από το άλλο μέρος, το να αναβάλουμε την πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ως τον καιρό που δεν θα υπάρχει ούτε ένας εργάτης με στενές επαγγελματικές απόψεις, ούτε ένας εργάτης με συντεχνιακές και τρέιντ-γιουνιονιστικές προλήψεις, θα ήταν ακόμη πιο βαρύ λάθος. Η τέχνη του πολιτικού (και η σωστή κατανόηση από κάθε κομμουνιστή των καθηκόντων του) συνίσταται ακριβώς στο να υπολογίζει σωστά τις συνθήκες και τη στιγμή που η πρωτοπορία του προλεταριάτου μπορεί να πάρει με επιτυχία την εξουσία, που θα μπορέσει, παίρνοντας την εξουσία και όταν την πάρει, να έχει μια αρκετή υποστήριξη από αρκετά πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και των μη προλεταριακών εργαζόμενων μαζών, που θα μπορέσει ύστερα απ’ αυτό να υποστηρίξει, να στερεώσει και να πλατύνει την κυριαρχία της, διαπαιδαγωγώντας, εκπαιδεύοντας, προσελκύοντας όλο και πιο πλατιές μάζες εργαζομένων.

Παρακάτω. Στις χώρες που είναι πιο προηγμένες από τη Ρωσία εκδηλώθηκε και έπρεπε να εκδηλωθεί, αναμφισβήτητα, μια ορισμένη αντιδραστικότητα των συνδικάτων με ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη απ’ ό,τι σε μας. Σε μας οι μενσεβίκοι βρήκαν (βρίσκουν και τώρα ενμέρει σε πολύ λίγα συνδικάτα) στήριγμα στα συνδικάτα ακριβώς χάρη στη συντεχνιακή στενότητα, στο συνδικαλιστικό εγωισμό και στον οπορτουνισμό. Στη Δύση, όπου οι εκεί μενσεβίκοι «στρογγυλοκάθισαν» πολύ πιο στέρεα στα συνδικάτα, ξεχώρισε ένα πολύ πιο γερό απ’ ό,τι σε μας στρώμα «εργατικής αριστοκρατίας», συντεχνιακής, στενής, εγωιστικής, αρτηριοσκληρωμένης, αχόρταγης, μικροαστικής, με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις, εξαγορασμένης από τον ιμπεριαλισμό και διεφθαρμένης από τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ο αγώνας ενάντια στους Γκόμπερς, ενάντια στους κυρίους Ζουό, Χέντερσον, Μερχάιμ, Λεγκίν και Σία στη Δυτική Ευρώπη είναι πολύ πιο δύσκολος από τον αγώνα ενάντια στους δικούς μας μενσεβίκους που αποτελούν έναν εντελώς ομοιογενή, κοινωνικό και πολιτικό, τύπο. Αυτό τον αγώνα πρέπει να τον διεξάγουν ανελέητα και να τον οδηγήσουν υποχρεωτικά, όπως τον οδηγήσαμε εμείς, ως την πλήρη καταισχύνη και το διώξιμο από τα συνδικάτα όλων των αδιόρθωτων αρχηγών του οπορτουνισμού και του σοσιαλσοβινισμού. Είναι αδύνατο να κατακτήσει κανείς την πολιτική εξουσία (και δεν πρέπει να δοκιμάσει να την πάρει), όσο ο αγώνας αυτός δεν έχει φτάσει σε έναν ορισμένο βαθμό, και μάλιστα στις διάφορες χώρες και μέσα στις διαφορετικές συνθήκες αυτός ο «ορισμένος βαθμός» δεν είναι ο ίδιος. Και μόνο μυαλωμένοι, έμπειροι και κατατοπισμένοι ηγέτες του προλεταριάτου μπορούν να καθορίσουν αυτό το βαθμό σε κάθε χώρα. (Σε μας μέτρο για την επιτυχία σ’ αυτό τον αγώνα ήταν, κοντά στα αλλά, οι εκλογές της Συντακτικής Συνέλευσης το Νοέμβρη του 1917, λίγες μέρες μετά την προλεταριακή επανάσταση της 25/10/1917. Σ’ αυτές τις εκλογές οι μενσεβίκοι τσακίστηκαν κατακέφαλα και πήραν μόνο 700 χιλιάδες ψήφους –1.400.000 μαζί με τους ψήφους της Υπερκαυκασίας– απέναντι στα 9 εκατομμύρια ψήφους που πήραν οι μπολσεβίκοι: βλέπε το άρθρο μου «Οι Εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και η Δικτατορία του Προλεταριάτου»[6] στο τεύχ. 7-8 της «Κομμουνιστικής Διεθνούς» . Τον αγώνα όμως ενάντια στην «εργατική αριστοκρατία» τον διεξάγουμε εξονόματος της εργατικής μάζας και για να την τραβήξουμε με το μέρος μας.

Τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές αρχηγούς τον διεξάγουμε για να τραβήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. Θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς τέτια ανοησία κάνουν οι «αριστεροί» γερμανοί κομμουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι... οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!! Να αρνούνται να δουλέψουν μέσα σ’ αυτά!! Να δημιουργήσουν νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη. Γιατί οι μενσεβίκοι μας, όπως και όλοι οι οπορτουνιστές, σοσιαλσοβινιστές, καουτσκιστές ηγέτες των συνδικάτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά «πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα» (αυτό που λέγαμε πάντα για τους μενσεβίκους) ή «εργατικοί εντολοδόχοι της τάξης των καπιταλιστών» (labor lieutenants of the capitalist class), σύμφωνα με τη θαυμάσια και πολύ σωστή έκφραση των οπαδών του Ντανιέλ Ντε Λέον στην Αμερική. Να μη δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών εργατών ή των «αστοποιημένων εργατών» (διαβάστε σχετικά το γράμμα του Έγκελς στον Μαρξ για τους άγγλους εργάτες το 1858[7])·

Η ανόητη ακριβώς «θεωρία» για τη μη συμμετοχή των κομμουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πόσο επιπόλαια οι «αριστεροί» κομμουνιστές αντικρίζουν το ζήτημα της επιρροής πάνω στις «μάζες» και πόση κατάχρηση κάνουν με τις κραυγές τους της λέξης «μάζα». Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις «μάζες» και να κατακτήσεις τη συμπάθειά τους, την αγάπη τους και την υποστήριξη τους δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, δεν πρέπει να φοβάσαι τις στρεψοδικίες, τις τρικλοποδιές, τις προσβολές και τις καταδιώξεις απομέρους των «αρχηγών» (που, όντας οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές, συνδέονται στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα ή έμμεσα με την αστική τάξη και με την αστυνομία), αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. Πρέπει να είσαι σε θέση να κάνεις κάθε θυσία, να υπερνικάς τα πιο μεγάλα εμπόδια για να διεξάγεις μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονητική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα σ’ εκείνα ακριβώς τα ιδρύματα, τους συλλόγους και τις ενώσεις, ακόμη και στις πιο αντιδραστικές, όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες. Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστο ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα. Στην Αγγλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της σουηδικής εφημερίδας «Folkets Dagblad Politiken» (της 10/3/ 1920), ο αριθμός των μελών των τρέιντ-γιούνιον από το τέλος του 1917 ως το τέλος του 1918 ανέβηκε από 5,5 εκατομμύρια σε 6,6 εκατομμύρια, δηλ. αυξήθηκε κατά 19%. Κατά τα τέλη του 1919 ο αριθμός αυτός υπολογίζεται ότι φτάνει ως τα 7 1/2 εκατομμύρια. Δεν έχω πρόχειρα τα αντίστοιχα στοιχεία για τη Γαλλία και τη Γερμανία, υπάρχουν όμως απόλυτα αναμφισβήτητα και πασίγνωστα γεγονότα που μαρτυρούν μια μεγάλη αύξηση του αριθμού των μελών των συνδικάτων και σ’ αυτές τις χώρες.

Τα γεγονότα αυτά μιλούν πεντακάθαρα για εκείνο που επιβεβαιώνουν και χιλιάδες άλλες ενδείξεις όπως: η αύξηση της συνειδητότητας και της τάσης για οργάνωση που παρατηρείται ακριβώς στις προλεταριακές μάζες, στα «κατώτερα στρώματα», στις πιο καθυστερημένες μάζες. Εκατομμύρια εργάτες στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία περνούν για πρώτη φορά από την πλήρη ανοργανωσιά στη στοιχειώδη, κατώτερη, απλούστατη και πιο προσιτή (για εκείνους που είναι ακόμη εντελώς διαποτισμένοι με τις αστικές δημοκρατικές προλήψεις) μορφή οργάνωσης, δηλ. στα συνδικάτα. Και οι επαναστάτες, απερίσκεπτοι όμως, αριστεροί κομμουνιστές στέκονται πλάι και φωνάζουν «μάζες», «μάζες»! –και αρνούνται να δουλέψουν μέσα στα συνδικάτα!!, αρνούνται με την πρόφαση ότι είναι «αντιδραστικά»!!, και σοφίζονται μια «εργατική ένωση» καινούργια, καθαρή, αμόλυντη από τις αστικοδημοκρατικές προλήψεις, απαλλαγμένη από τις συντεχνιακές και τις στενά επαγγελματικές αμαρτίες, που θα είναι τάχα (θα είναι!) πλατιά και που για την εγγραφή μελών σ’ αυτή θα απαιτείται μονάχα (μονάχα!) «η αναγνώριση του σοβιετικού συστήματος και της σοβιετικής δικτατορίας» (βλ. το παραπάνω απόσπασμα)!!

Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογισμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ’ αυτή που φέρνουν οι «αριστεροί» επαναστάτες! Ακόμη και τώρα στη Ρωσία, αν ύστερα από 2 1/2 χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την «αναγνώριση της δικτατορίας», θα κάναμε ανοησία, θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους και όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα-«αριστερά» συνθήματα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κύριοι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζουό και Λεγκίν θα χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη στους «αριστερούς» αυτούς επαναστάτες, που σαν τη γερμανική αντιπολίτευση «αρχών» (ο θεός να μας φυλάει από παρόμοιες «αρχές»!) ή σαν μερικούς επαναστάτες από τους αμερικανούς «Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου» προπαγανδίζουν την αποχώρηση από τα αντιδραστικά συνδικάτα και την άρνηση να δουλεύουμε σ’ αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κύριοι «αρχηγοί» του οπορτουνισμού θα καταφύγουν σε όλες τις μανούβρες της αστικής διπλωματίας και στη βοήθεια των αστικών κυβερνήσεων, των παπάδων, της αστυνομίας και των δικαστηρίων, για να μην επιτρέψουν στους κομμουνιστές να μπουν στα συνδικάτα, για να τους εκτοπίσουν με κάθε μέσο απ’ αυτά, για να κάνουν τη δουλιά τους μέσα στα συνδικάτα όσο το δυνατό πιο δυσάρεστη, για να τους προσβάλουν, να τους κατατρέξουν και να τους καταδιώξουν. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιταχθούμε σε όλα αυτά, να δεχτούμε όλες και τις κάθε λογής θυσίες κι ακόμη –σε περίπτωση ανάγκης– να χρησιμοποιήσουμε κάθε λογής τεχνάσματα, κάθε πονηριά, κάθε παράνομο τρόπο δουλιάς, να παρασιωπούμε ή να κρύβουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπούμε μέσα στα συνδικάτα, να μείνουμε σ’ αυτά, να κάνουμε μέσα σ’ αυτά με κάθε θυσία κομμουνιστική δουλιά. Στον τσαρισμό ως το 1905 δεν είχαμε καμιά «νόμιμη δυνατότητα», όταν όμως ο Ζουμπάτοφ της Οχράνας οργάνωσε εργατικές συνελεύσεις και εργατικούς συλλόγους μαύρων εκατονταρχιών για να πιάνει τους επαναστάτες και για να πολεμά τους επαναστάτες στέλναμε σ’ αυτές τις συνελεύσεις και σ’ αυτούς τους συλλόγους μέλη του Κόμματός μας (ανάμεσα σ’ αυτούς θυμάμαι προσωπικά τον σ. Μπάμπουσκιν, εξαίρετο εργάτη της Πετρούπολης που τον τουφέκισαν οι στρατηγοί του τσάρου το 1906) που δημιουργούσαν σύνδεση με τις μάζες, που μηχανεύονταν τρόπους για να κάνουν ζύμωση και που αποσπούσαν τους εργάτες από την επιρροή των ανθρώπων του Ζουμπάτοφ[8]. Φυσικά, είναι πιο δύσκολο να γίνει τέτια δουλιά στη Δυτική Ευρώπη, που είναι ιδιαίτερα διαποτισμένη από τις εξαιρετικά ριζωμένες προλήψεις νομιμοφροσύνης και τις άλλες συνταγματικές και αστικοδημοκρατικές προλήψεις. Μα μπορεί να γίνει και πρέπει να γίνει και μάλιστα να γίνεται συστηματικά.

Επιτροπή της III Διεθνούς πρέπει, κατά την προσωπική μου γνώμη, να καταδικάσει ανοιχτά και να προτείνει στο επόμενο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς να καταδικαστεί τόσο γενικά η πολιτική της μη συμμετοχής στα αντιδραστικά συνδικάτα (με μια λεπτομερειακή αιτιολόγηση που να εξηγεί γιατί είναι παράλογη η μη συμμετοχή και εξαιρετικά επιζήμια για την υπόθεση της προλεταριακής επανάστασης), όσο και ειδικά η στάση ορισμένων μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ολλανδίας, που –άμεσα ή έμμεσα, ανοιχτά ή σκεπασμένα, ολοκληρωτικά ή μερικά, αυτό δεν έχει σημασία–υποστήριξαν αυτή τη λαθεμένη πολιτική. Η III Διεθνής πρέπει να ξεκόψει από την τακτική της II Διεθνούς και να μην προσπερνά τα φλέγοντα ζητήματα, να μην τα σκεπάζει, αλλά να τα βάζει ανοιχτά. Είπαμε καταπρόσωπο όλη την αλήθεια στους «ανεξάρτητους» (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας)[9], καταπρόσωπο πρέπει να πούμε όλη την αλήθεια και στους «αριστερούς» κομμουνιστές.

VII ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΕΡΟΣ ΣΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ;

Οι γερμανοί «αριστεροί» κομμουνιστές με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση –και με τη μεγαλύτερη ελαφρότητα– απαντούν αρνητικά σ’ αυτό το ερώτημα. Τα επιχειρήματά τους; Στο απόσπασμα που αναφέραμε παραπάνω είδαμε: «...να αποκρούσουμε με όλη την αποφασιστικότητα κάθε επιστροφή στις ιστορικά και πολιτικά ξεπερασμένες μορφές του κοινοβουλευτικού αγώνα...».

Αυτό το λένε με τέτια αξίωση που καταντά γελοίο και είναι ολοφάνερα λαθεμένο. «Επιστροφή» στον κοινοβουλευτισμό! Ίσως στη Γερμανία να υπάρχει κιόλας Σοβιετική Δημοκρατία; Μου φαίνεται όχι! Τότε πως μπορεί να μιλάει κανείς για «επιστροφή»; Μήπως αυτό δεν είναι κούφια φράση;

Ο κοινοβουλευτισμός «ιστορικά έχει ξεπεραστεί». Αυτό είναι σωστό με την έννοια της προπαγάνδας. Ο καθένας όμως ξέρει πως απ’ αυτού ως το ξεπέρασμα του κοινοβουλευτισμού στην πράξη υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση. Για τον καπιταλισμό θα μπορούσε ακόμη πριν πολλές δεκαετίες και με απόλυτο δίκιο να ειπωθεί ότι «ιστορικά έχει ξεπεραστεί», αυτό όμως δεν παραμερίζει καθόλου την ανάγκη μιας μακρόχρονης και πολύ επίμονης πάλης πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού. Ο κοινοβουλευτισμός «ιστορικά έχει ξεπεραστεί» από παγκόσμια-ιστορική άποψη, δηλαδή έληξε η εποχή του αστικού κοινοβουλευτισμού και άρχισε η εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Η παγκόσμια-ιστορική όμως κλίμακα μετριέται με δεκαετίες. Δέκα ή είκοσι χρόνια νωρίτερα ή αργότερα, αυτό δεν έχει καμιά σημασία από παγκόσμια-ιστορική άποψη, αυτό, από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας, είναι μια μικρολεπτομέρεια που δεν μπορεί να υπολογιστεί ούτε κατά προσέγγιση. Μα γι’ αυτό ακριβώς το να καταφεύγει κανείς στην παγκόσμια-ιστορική κλίμακα στα ζητήματα της πρακτικής πολιτικής είναι πολύ μεγάλο θεωρητικό λάθος.

Ο κοινοβουλευτισμός «έχει ξεπεραστεί πολιτικά»; Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αν αυτό ήταν σωστό, θα ήταν σταθερή και η θέση των «αριστερών». Αυτό όμως πρέπει να αποδειχτεί με μια σοβαρότατη ανάλυση και οι «αριστεροί» δεν ξέρουν ούτε καν από που να αρχίσουν. Στις «Θέσεις για τον κοινοβουλευτισμό», που δημοσιεύτηκαν στο πρώτο τεύχος του «Δελτίου του Προσωρινού Γραφείου του Άμστερνταμ της Κομμουνιστικής Διεθνούς» («Bulletin of the Provisional Bureau in Amsterdam of the Communist International», February 1920) και που εκφράζουν καθαρά την ολλανδικο-αριστερή ή αριστερο-ολλανδική τάση, η ανάλυση, όπως θα δούμε, δεν αξίζει μια πεντάρα.

Πρώτο. Όπως είναι γνωστό, Οι γερμανοί «αριστεροί» από το Γενάρη ακόμη του 1919 θεωρούσαν τον κοινοβουλευτισμό «ξεπερασμένο πολιτικά», παρά την αντίθετη γνώμη τόσο επιφανών πολιτικών ηγετών, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Είναι γνωστό ότι οι «αριστεροί» έκαναν λάθος. Αυτό και μόνο το γεγονός ανατρέπει μονομιάς και συθέμελα τη θέση ότι δήθεν ο κοινοβουλευτισμός είναι «ξεπερασμένος πολιτικά». Οι «αριστεροί» έχουν την υποχρέωση να αποδείξουν, γιατί το τοτινό αναμφισβήτητο λάθος τους έπαψε σήμερα να είναι λάθος. Ούτε ίχνος απόδειξης δεν φέρνουν και δεν μπορούν να φέρουν. Η στάση ενός πολιτικού κόμματος απέναντι στα λάθη του είναι ένα από τα σπουδαιότερα και ασφαλέστερα κριτήρια για τη σοβαρότητα του κόμματος και για την εκπλήρωση στην πράξη απομέρους του των υποχρεώσεων του απέναντι στην τάξη του και στις εργαζόμενες μάζες. Να αναγνωρίζει ανοιχτά το λάθος του, να βρίσκει τις αίτιες του λάθους, να αναλύει την κατάσταση που το γέννησε, να εξετάζει προσεκτικά τα μέσα για τη διόρθωση του λάθους –αυτό είναι το γνώρισμα ενός σοβαρού κόμματος, αυτό θα πει εκπλήρωση απομέρους του των υποχρεώσεων του, αυτό θα πει διαπαιδαγώγηση και μόρφωση της τάξης και έπειτα και της μάζας. Οι «αριστεροί» της Γερμανίας (και της Ολλανδίας), εφόσον δεν εκπληρώνουν αυτή τους την υποχρέωση, εφόσον δεν καταπιάνονται με εξαιρετική προσοχή, επιμέλεια και περίσκεψη με τη μελέτη του ολοφάνερου λάθους τους, μ’ αυτό ακριβώς αποδείχνουν πως δεν είναι κόμμα της τάξης, αλλά ένας όμιλος, δεν είναι κόμμα των μαζών, αλλά μια ομάδα διανοουμένων και λίγων εργατών που αντιγράφουν τις χειρότερες πλευρές του διανοουμενισμού.

Δεύτερο. Στην ίδια μπροσούρα της ομάδας των «αριστερών» της Φραγκφούρτης, απ’ όπου πήραμε τις πιο πάνω εκτενείς περικοπές, διαβάζουμε:

«...εκατομμύρια εργάτες που ακολουθούν ακόμη την πολιτική του κέντρου» (καθολικό κόμμα του «κέντρου») «είναι αντεπαναστάτες. Οι προλετάριοι του χωριού σχηματίζουν τις λεγεώνες των αντεπαναστατικών στρατευμάτων» (σελ. 3 της μπροσούρας που αναφέραμε πιο πάνω).

Βλέπει κανείς αμέσως πως αυτό λέγεται με μεγάλη έμφαση και υπερβολή. Το βασικό όμως γεγονός που εκτίθεται εδώ είναι αναμφισβήτητο και η αναγνώρισή του από τους «αριστερούς» μαρτυρεί ολοφάνερα το λάθος τους. Πως μπορεί να λέει κανείς ότι τάχα ο «κοινοβουλευτισμός είναι ξεπερασμένος πολιτικά», αν «εκατομμύρια» και «λεγεώνες» προλετάριων είναι ακόμη όχι μόνο υπέρ του κοινοβουλευτισμού γενικά, μα και ανοιχτά «αντεπαναστάτες»!; Είναι φανερό ότι στη Γερμανία ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι ακόμη ξεπερασμένος πολιτικά. Είναι φανερό ότι οι αριστεροί στη Γερμανία πήραν την επιθυμία τους και την ιδεολογικοπολιτική τους στάση για αντικειμενική πραγματικότητα. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο λάθος για τους επαναστάτες. Στη Ρωσία, όπου ο εξαιρετικά βάρβαρος και θηριώδης ζυγός του τσαρισμού γεννούσε για μια εξαιρετικά μακρόχρονη περίοδο και με εξαιρετικά πολυποίκιλες μορφές επαναστάτες διαφόρων αποχρώσεων, επαναστάτες γεμάτους καταπληκτική αφοσίωση, ενθουσιασμό, ηρωισμό και δύναμη θέλησης, στη Ρωσία το λάθος αυτό των επαναστατών το παρακολουθήσαμε από πολύ κοντά, το μελετήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή, το ξέρουμε πολύ καλά και γι’ αυτό το βλέπουμε εξαιρετικά καθαρά και στους άλλους. Βέβαια για τους κομμουνιστές της Γερμανίας ο κοινοβουλευτισμός είναι «ξεπερασμένος πολιτικά»· το ζήτημα όμως είναι ακριβώς να μην παίρνουμε το ξεπερασμένο για μας, σαν ξεπερασμένο για την τάξη, σαν ξεπερασμένο για τις μάζες. Ακριβώς εδώ βλέπουμε πάλι πως οι «αριστεροί» δεν μπορούν να σκεφτούν, δεν μπορούν να φερθούν σαν κόμμα της τάξης, σαν κόμμα των μαζών. Έχετε υποχρέωση να μην κατεβαίνετε ως το επίπεδο των μαζών, ως το επίπεδο των καθυστερημένων στρωμάτων της τάξης. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Έχετε υποχρέωση να τους λέτε την πικρή αλήθεια. Έχετε την υποχρέωση τις αστικοδημοκρατικές και τις κοινοβουλευτικές τους προλήψεις να τις λέτε προλήψεις. Ταυτόχρονα όμως έχετε και την υποχρέωση να παρακολουθείτε νηφάλια την πραγματική κατάσταση της συνειδητότητας και της ωριμότητας ακριβώς όλης της τάξης (και όχι μόνο της κομμουνιστικής της πρωτοπορίας), ακριβώς όλης της εργαζόμενης μάζας (και όχι μόνο των πρωτοπόρων ανθρώπων της).

Και αν ακόμη όχι «εκατομμύρια» και «λεγεώνες», αλλά έστω και απλώς μια αρκετά σημαντική μειοψηφία εργατών της βιομηχανίας ακολουθούν τους καθολικούς παπάδες, και εργατών του χωριού τους τσιφλικάδες και τους πλουσιοχωρικούς (Grossbauern), τότε από δω βγαίνει πια αναμφισβήτητα το συμπέρασμα ότι ο κοινοβουλευτισμός στη Γερμανία δεν είναι ακόμη ξεπερασμένος πολιτικά, ότι η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές και στην πάλη από το βήμα της βουλής είναι υποχρεωτική για το Κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου ακριβώς για να διαπαιδαγωγήσει τα καθυστερημένα στρώματα της τάξης του, ακριβώς για να ξυπνήσει και να διαφωτίσει τις καθυστερημένες, κακομοιριασμένες και αμόρφωτες μάζες του χωριού. Όσο καιρό δεν θα έχετε τη δύναμη να διαλύσετε το αστικό κοινοβούλιο και οποιοδήποτε αντιδραστικό ίδρυμα άλλου τύπου, είστε υποχρεωμένοι να δουλεύετε μέσα σ’ αυτά, ακριβώς γιατί εκεί μέσα υπάρχουν ακόμη εργάτες που τους έχουν αποβλακώσει οι παπάδες και η αποπνικτική ατμόσφαιρα των απομακρυσμένων χωριών. Διαφορετικά κινδυνεύετε να γίνετε απλούστατα φαφλατάδες.

Τρίτο. Οι «αριστεροί» κομμουνιστές λένε πάρα πολλά καλά για μας τους μπολσεβίκους. Κάποτε σου έρχεται να τους πεις: προτιμότερο να μας παινεύετε λιγότερο και να βαθαίνετε περισσότερο στην τακτική των μπολσεβίκων, να τη μελετάτε περισσότερο!

Εμείς πήραμε μέρος στις εκλογές για το αστικό κοινοβούλιο της Ρωσίας, για τη Συντακτική Συνέλευση, το Σεπτέμβρη-Νοέμβρη του 1917. Ήταν σωστή η τακτική μας ή όχι; Αν όχι, πρέπει να το πείτε καθαρά και να το αποδείξετε: αυτό είναι απαραίτητο για να μπορέσει ο διεθνής κομμουνισμός να επεξεργαστεί μια σωστή τακτική. Αν ναί, πρέπει να βγάλετε από δω ορισμένα συμπεράσματα. Βέβαια, δεν μπορεί να γίνει καν λόγος για εξομοίωση των συνθηκών της Ρωσίας με τις συνθήκες της Δυτικής Ευρώπης. Ειδικά όμως για τη σημασία της έννοιας: «ο κοινοβουλευτισμός είναι ξεπερασμένος πολιτικά», είναι υποχρεωτικό να παίρνεται επακριβώς υπόψη η πείρα μας, γιατί, αν δεν παρθεί υπόψη η συγκεκριμένη πείρα, οι τέτιες έννοιες μετατρέπονται πολύ εύκολα σε κενές φράσεις. Μήπως δεν είχαμε εμείς, οι ρώσοι μπολσεβίκοι, το Σεπτέμβρη-Νοέμβρη του 1917, περισσότερο από κάθε άλλον κομμουνιστή της Δύσης, το δικαίωμα να νομίζουμε ότι στη Ρωσία ο κοινοβουλευτισμός είναι ξεπερασμένος πολιτικά; Βέβαια, το είχαμε αυτό το δικαίωμα, γιατί εδώ δεν πρόκειται για το αν τα αστικά κοινοβούλια υπάρχουν από καιρό ή όχι, αλλά κατά πόσο είναι έτοιμες (ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά) οι πλατιές μάζες των εργαζομένων να δεχτούν το σοβιετικό καθεστώς και να διαλύσουν (η να επιτρέψουν να διαλυθεί) το αστικοδημοκρατικό κοινοβούλιο. Και είναι ιστορικό γεγονός, απόλυτα αναμφισβήτητο και διαπιστωμένο πέρα για πέρα, ότι το Σεπτέμβρη-Νοέμβρη του 1917 η εργατική τάξη των πόλεων, οι στρατιώτες και οι αγρότες στη Ρωσία ήταν, από μια σειρά ειδικές συνθήκες, εξαιρετικά προετοιμασμένοι να δεχτούν το σοβιετικό καθεστώς και να διαλύσουν το πιο δημοκρατικό αστικό κοινοβούλιο. Και ωστόσο, οι μπολσεβίκοι δεν κήρυξαν αποχή από τη Συντακτική Συνέλευση, αλλά πήραν μέρος στις εκλογές και πριν και ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Το γεγονός ότι οι εκλογές αυτές έδοσαν εξαιρετικά πολύτιμα (και για το προλεταριάτο πάρα πολύ ωφέλιμα) πολιτικά αποτελέσματα, τολμώ να ελπίζω ότι το απόδειξα στο άρθρο που ανάφερα παραπάνω, και που αναλύει διεξοδικά τα στοιχεία για τις εκλογές της Συντακτικής Συνέλευσης στη Ρωσία .

Από δω βγαίνει ένα τελείως αναμφισβήτητο συμπέρασμα: αποδείχνεται ότι ακόμη και μερικές εβδομάδες πριν τη νίκη της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ακόμη και ύστερα απ’ αυτή τη νίκη, η συμμετοχή στο αστικοδημοκρατικό κοινοβούλιο όχι μόνο δεν βλάπτει το επαναστατικό προλεταριάτο, αλλά το διευκολύνει να αποδείξει στις καθυστερημένες μάζες, γιατί τα τέτια κοινοβούλια πρέπει να διαλύονται, διευκολύνει την επιτυχία της διάλυσης τους, διευκολύνει το «πολιτικό ξεπέρασμα» του αστικού κοινοβουλευτισμού. Το να μην παίρνεις υπόψη σου την πείρα αυτή και ταυτόχρονα να έχεις την αξίωση να ανήκεις στην Κομμουνιστική Διεθνή που πρέπει να επεξεργάζεται διεθνικά την τακτική της (όχι σαν στενά ή μονόπλευρα εθνική τακτική, αλλά ακριβώς σαν διεθνική), σημαίνει ότι κάνεις ένα σοβαρότατο λάθος και ότι ακριβώς υποχωρείς από το διεθνισμό στην πράξη, ενώ τον αναγνωρίζεις στα λόγια.

Ας δούμε τώρα τα «ολλανδικο-αριστερά» επιχειρήματα υπέρ της μη συμμετοχής στο κοινοβούλιο. Να η μετάφραση (από τα αγγλικά) της 4ης θέσης, της σπουδαιότερης από τις «ολλανδικές» θέσεις που αναφέραμε πιο πάνω:

«Όταν το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής έχει σπάσει και η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση επανάστασης, η κοινοβουλευτική δράση χάνει σιγά-σιγά τη σημασία της σε σύγκριση με τη δράση των ίδιων των μαζών. Όταν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το κοινοβούλιο γίνει κέντρο και όργανο της αντεπανάστασης, και, από το άλλο μέρος, η εργατική τάξη συγκροτεί τα όργανα της εξουσίας της με τη μορφή των Σοβιέτ, μπορεί να καταστεί ακόμη και απαραίτητη η άρνηση κάθε συμμετοχής στην κοινοβουλευτική δράση».

Η πρώτη φράση είναι ολοφάνερα λαθεμένη, γιατί η δράση των μαζών –λογουχάρη, μια μεγάλη απεργία– είναι πάντοτε σπουδαιότερη από την κοινοβουλευτική δράση και όχι μόνο τον καιρό της επανάστασης ή σε περίοδο επαναστατικής κατάστασης. Αυτό το ολοφάνερα ασύστατο, ιστορικά και πολιτικά λαθεμένο επιχείρημα, δείχνει απλούστατα εξαιρετικά καθαρά ότι οι συντάκτες αυτής της θέσης δεν παίρνουν καθόλου υπόψη τους ούτε την πείρα όλης της Ευρώπης γενικά (την πείρα της Γαλλίας, πριν τις επαναστάσεις του 1848 και του 1870, της Γερμανίας της περιόδου 1878-1890 κτλ.), ούτε την πείρα της Ρωσίας (βλ. πιο πάνω), πείρα σχετικά με τη σπουδαιότητα του συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης πάλης. Το ζήτημα αυτό έχει τεράστια σημασία τόσο γενικά, όσο και ειδικά, γιατί σε όλες τις πολιτισμένες και προηγμένες χώρες ζυγώνει γρήγορα ο καιρός που ο συνδυασμός αυτός γίνεται όλο και περισσότερο –και ενμέρει έγινε ήδη– υποχρεωτικός για το Κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου, επειδή ωριμάζει και ζυγώνει ο εμφύλιος πόλεμος του προλεταριάτου με την αστική τάξη, επειδή τους κομμουνιστές τους καταδιώκουν λυσσαλέα οι δημοκρατικές και γενικά οι αστικές κυβερνήσεις, που παραβιάζουν με κάθε τρόπο τη νομιμότητα (το παράδειγμα της Αμερικής είναι αρκετά ενδεικτικό) κτλ. Αυτό το σπουδαιότατο ζήτημα οι ολλανδοί και γενικά οι αριστεροί δεν το κατάλαβαν καθόλου.

Η δεύτερη φράση, πρώτο, δεν είναι σωστή από ιστορική άποψη. Εμείς, οι μπολσεβίκοι, πήραμε μέρος στα πιο αντεπαναστατικά κοινοβούλια και η πείρα έδειξε ότι η συμμετοχή αυτή δεν ήταν απλώς ωφέλιμη, αλλά και απαραίτητη για το Κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου ακριβώς ύστερα από την πρώτη αστική επανάσταση στη Ρωσία (1905) για την προετοιμασία της δεύτερης αστικής επανάστασης (Φλεβάρης του 1917) και σε συνέχεια της σοσιαλιστικής επανάστασης (Οχτώβρης του 1917). Δεύτερο, η φράση αυτή είναι καταπληκτικά παράλογη. Από το γεγονός ότι το κοινοβούλιο γίνεται όργανο και «κέντρο» (στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι «κέντρο», αυτό όμως παρεμπιπτόντως) της αντεπανάστασης και οι εργάτες δημιουργούν τα όργανα εξουσίας τους με τη μορφή των Σοβιέτ, από το γεγονός αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι εργάτες πρέπει να προετοιμάζονται –να προετοιμάζονται ιδεολογικά, πολιτικά, τεχνικά– για τον αγώνα των Σοβιέτ ενάντια στο κοινοβούλιο, για τη διάλυση του κοινοβουλίου από τα Σοβιέτ. Από το γεγονός όμως αυτό δεν βγαίνει καθόλου το συμπέρασμα ότι τη διάλυση αυτή τη δυσκολεύει η δεν τη διευκολύνει η παρουσία μιας σοβιετικής αντιπολίτευσης μέσα στο αντεπαναστατικό κοινοβούλιο. Ούτε μια φορά δεν διαπιστώσαμε στο διάστημα του νικηφόρου αγώνα μας ενάντια στον Ντενίκιν και στον Κολτσάκ ότι δεν είχε σημασία για τις νίκες μας η ύπαρξη μιας σοβιετικής, προλεταριακής αντιπολίτευσης μέσα στις γραμμές τους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τη διάλυση της Συντακτικής, που την πραγματοποιήσαμε στις 5/1/ 1918 δεν την δυσκόλεψε, αλλά την διευκόλυνε το γεγονός ότι μέσα στην αντεπαναστατική Συντακτική Συνέλευση που θα διαλύαμε, υπήρχε τόσο η συνεπής, μπολσεβίκικη, όσο και η ασυνεπής, αριστερή-εσέρικη, σοβιετική αντιπολίτευση. Οι συντάκτες της θέσης αυτής μπέρδεψαν κυριολεκτικά και ξέχασαν την πείρα, αν όχι όλων, τουλάχιστο μιας ολόκληρης σειράς επαναστάσεων, που μαρτυράει πόσο είναι εξαιρετικά ωφέλιμος τον καιρό των επαναστάσεων ο συνδυασμός της μαζικής δράσης έξω από το αντιδραστικό κοινοβούλιο με την αντιπολίτευση μέσα σ’ αυτό το κοινοβούλιο που συμπαθεί την επανάσταση (ή ακόμη καλύτερα που υποστηρίζει άμεσα την επανάσταση). Οι ολλανδοί και γενικά οι «αριστεροί» σκέπτονται εδώ σαν δογματιστές της επανάστασης, που ποτέ δεν πήραν μέρος σε πραγματική επανάσταση ή που δεν βάθαιναν στην ιστορία των επαναστάσεων, ή που παίρνουν απλοϊκά την υποκειμενική «απόρριψη» ορισμένου αντιδραστικού θεσμού για πραγματική κατάργηση του από τις κοινές δυνάμεις ολόκληρης σειράς αντικειμενικών παραγόντων. Το πιο ασφαλές μέσο για να δυσφημήσεις μια νέα πολιτική (και όχι μονάχα πολιτική) ιδέα και να την βλάψεις είναι να την τραβήξεις, στο όνομα της υπεράσπισης της, ως τον παραλογισμό. Γιατί κάθε αλήθεια, αν την κάνεις «υπέρμετρη» (όπως έλεγε ο μπάρμπα-Ντίτσγκεν), αν την υπερβάλεις, αν την επεκτείνεις πέρα από τα όρια της πραγματικής εφαρμογής της, μπορεί να την οδηγήσεις ως τον παραλογισμό, και κάτω από τις συνθήκες που αναφέραμε η αλήθεια αυτή μετατρέπεται αναγκαστικά σε παραλογισμό. Μια τέτια ακριβώς υπηρεσία από την ανάποδη προσφέρουν οι ολλανδοί και οι γερμανοί αριστεροί στη νέα αλήθεια για την υπεροχή της Σοβιετικής εξουσίας απέναντι στα αστικοδημοκρατικά κοινοβούλια. Εννοείται ότι δεν θα είχε δίκιο όποιος θα άρχιζε να λέει κατά τον παλιό τρόπο και γενικά ότι η άρνηση συμμετοχής στα αστικά κοινοβούλια είναι απαράδεκτη μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Δεν μπορώ εδώ να επιχειρήσω να διατυπώσω σε ποιες περιπτώσεις είναι ωφέλιμη η αποχή, γιατί το άρθρο αυτό έχει ένα πολύ πιο μετριόφρονα σκοπό: να μελετήσει τη ρωσική πείρα σε σύνδεση με ορισμένα φλέγοντα ζητήματα της διεθνούς κομμουνιστικής τακτικής. Η ρωσική πείρα μας έδοσε μια πετυχημένη και σωστή εφαρμογή (το 1905) της αποχής από τους μπολσεβίκους και μιαν άλλη λαθεμένη (το 1906). Αναλύοντας την πρώτη περίπτωση, βλέπουμε πως πετύχαμε να μην επιτρέψουμε τη σύγκληση του αντιδραστικού κοινοβουλίου από την αντιδραστική εξουσία, όταν αναπτυσσόταν με εξαιρετική ταχύτητα η εξωκοινοβουλευτική (ενμέρει απεργιακή) επαναστατική δράση των μαζών, όταν κανένα στρώμα του προλεταριάτου και της αγροτιάς δεν μπορούσε να δόσει οποιαδήποτε υποστήριξη στην αντιδραστική εξουσία, όταν το επαναστατικό προλεταριάτο εξασφάλιζε την επιρροή του πάνω στις πλατιές, καθυστερημένες μάζες με την απεργιακή πάλη και το αγροτικό κίνημα. Είναι πεντακάθαρο πως η πείρα αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις σημερινές συνθήκες της Ευρώπης. Είναι επίσης πεντακάθαρο –με βάση τα επιχειρήματα που εκθέσαμε παραπάνω– πως η υπεράσπιση, έστω και συμβατική, απομέρους των ολλανδών και των «αριστερών» της άρνησης συμμετοχής στα κοινοβούλια είναι ριζικά λαθεμένη και επιζήμια για την υπόθεση του επαναστατικού προλεταριάτου.

Στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική το κοινοβούλιο έχει γίνει εξαιρετικά μισητό στους πρωτοπόρους αγωνιστές-επαναστάτες της εργατικής τάξης. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αυτό είναι πέρα για πέρα κατανοητό, γιατί δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι πιο ποταπό, πιο πρόστυχο, πιο προδοτικό από τη στάση της τεράστιας πλειοψηφίας των σοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών βουλευτών στο κοινοβούλιο στο διάστημα του πολέμου και ύστερα απ’ αυτόν. Δεν θα ήταν όμως απλώς παράλογο, μα και πραγματικά εγκληματικό να υποκύπτει κανείς σε μια τέτια διάθεση κατά τη λύση του προβλήματος πως πρέπει να καταπολεμηθεί ένα γενικά αναγνωρισμένο κακό. Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης η επαναστατική διάθεση είναι τώρα, μπορούμε να πούμε, ένας «νεωτερισμός», ή κάτι το «σπάνιο» που πολύ καιρό το περίμεναν μάταια και ανυπόμονα και γι’ αυτό ίσως υποχωρούν τόσο εύκολα σ’ αυτές τις διαθέσεις. Βέβαια, χωρίς επαναστατικές διαθέσεις στις μάζες, χωρίς συνθήκες που να συντελούν στην ανάπτυξη των διαθέσεων αυτών, δεν μπορεί να γίνει πράξη η επαναστατική τακτική, εμείς όμως στη Ρωσία πειστήκαμε με μια πολύ μακρόχρονη, σκληρή, αιματηρή πείρα για την αλήθεια ότι δεν μπορείς να χτίσεις επαναστατική τακτική μόνο πάνω στις επαναστατικές διαθέσεις. Η τακτική πρέπει να χτίζεται πάνω σ’ έναν ψύχραιμο, αυστηρά αντικειμενικό υπολογισμό όλων των ταξικών δυνάμεων στο δοσμένο κράτος (και στα κράτη που το περιβάλλουν και σε όλα τα κράτη, σε παγκόσμια κλίμακα), καθώς και πάνω στον υπολογισμό της πείρας των επαναστατικών κινημάτων. Είναι πολύ εύκολο να δείχνεις την «επαναστατικότητά» σου απλά με βρισιές ενάντια στον κοινοβουλευτικό οπορτουνισμό, απλά με την άρνηση συμμετοχής στα κοινοβούλια, μα ακριβώς επειδή αυτό είναι πολύ εύκολο, δεν είναι και λύση για ένα δύσκολο, δυσκολότατο πρόβλημα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να δημιουργήσεις πραγματικά επαναστατική κοινοβουλευτική ομάδα στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια παρά στη Ρωσία. Βέβαια. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια μερική έκφραση της γενικής εκείνης αλήθειας ότι για τη Ρωσία στη συγκεκριμένη, εξαιρετικά πρωτότυπη από ιστορική άποψη κατάσταση του 1917, ήταν πιο εύκολο να αρχίσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ το να τη συνεχίσει και να την φέρει σε πέρας θα είναι πιο δύσκολο για τη Ρωσία απ’ ό,τι για τις ευρωπαϊκές χώρες.

Είχα την ευκαιρία στις αρχές ακόμη του 1918 να τονίσω αυτό το περιστατικό και η πείρα των δυο επόμενων χρόνων επιβεβαίωσε στο ακέραιο την ορθότητα αυτής της σκέψης. Τέτιες ειδικές συνθήκες όπως: 1) η δυνατότητα να συνδυαστεί η σοβιετική επανάσταση με τον τερματισμό –χάρη σ’ αυτή την επανάσταση– του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που έφερε απίστευτα βάσανα στους εργάτες και τους αγρότες· 2) η δυνατότητα να επωφεληθεί για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από το θανάσιμο αγώνα ανάμεσα στις δυο ομάδες των πανίσχυρων σε παγκόσμια κλίμακα ιμπεριαλιστών ληστών, που δεν μπόρεσαν να ενωθούν ενάντια στο σοβιετικό εχθρό· 3) η δυνατότητα να αντέξει κανείς σε σχετικά μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο, ενμέρει χάρη στην τεράστια έκταση της χώρας και στα ατελή μέσα συγκοινωνίας· 4) η ύπαρξη μέσα στην αγροτιά ενός τόσου βαθιού αστικοδημοκρατικού επαναστατικού κινήματος, ώστε το κόμμα του προλεταριάτου να υιοθετήσει τις επαναστατικές διεκδικήσεις του κόμματος των αγροτών (των Εσέρων, που στην πλειοψηφία του είναι κόμμα καθαρά εχθρικό προς τον μπολσεβικισμό) και να τις ικανοποιήσει αμέσως, χάρη στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο· τέτιες ειδικές συνθήκες δεν υπάρχουν σήμερα στη Δυτική Ευρώπη και δεν είναι πολύ εύκολο να παρουσιαστούν ξανά οι ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Να γιατί, ανάμεσα στ’ αλλά –εκτός από μια σειρά άλλες αιτίες– θα είναι πιο δύσκολο για τη Δυτική Ευρώπη, απ’ ό,τι ήταν σε μας, να αρχίσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Και είναι καθαρότατη παιδαριωδία να δοκιμάζεις «να προσπεράσεις» αυτή τη δυσκολία, «υπερπηδώντας» τη δύσκολη αυτή δουλιά της χρησιμοποίησης των αντιδραστικών κοινοβουλίων για επαναστατικούς σκοπούς. Θέλετε να δημιουργήσετε μια νέα κοινωνία; Και φοβάστε τις δυσκολίες που παρουσιάζει η δημιουργία μέσα σε αντιδραστικά κοινοβούλια μιας καλής κοινοβουλευτικής ομάδας από πεπεισμένους, αφοσιωμένους, ηρωικούς κομμουνιστές! Μήπως αυτό δεν είναι παιδαριωδία; Αν ο Καρλ Λίμπκνεχτ στη Γερμανία και ο Ζ. Χέγκλουντ στη Σουηδία μπόρεσαν, ακόμη και χωρίς μαζική υποστήριξη από τα κάτω, να δόσουν πρότυπα πραγματικά επαναστατικής χρησιμοποίησης των αντιδραστικών κοινοβουλίων, τότε πως δεν μπορεί ένα γοργά αναπτυσσόμενο μαζικό επαναστατικό κόμμα, μέσα στις συνθήκες της μεταπολεμικής απογοήτευσης και αγανάκτησης των μαζών, να σφυρηλατήσει μια κομμουνιστική ομάδα μέσα στα χειρότερα κοινοβούλια;! Επειδή οι καθυστερημένες ακριβώς μάζες των εργατών –και ακόμη περισσότερο– των μικροαγροτών στη Δυτική Ευρώπη είναι διαποτισμένες από τις αστικοδημοκρατικές και κοινοβουλευτικές προλήψεις, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Ρωσία, γι’ αυτό ακριβώς οι κομμουνιστές, μόνο μέσα από τέτια όργανα σαν τα αστικά κοινοβούλια μπορούν (και πρέπει) να διεξάγουν μια μακρόχρονη και επίμονη πάλη που να μη σταματά μπροστά σε καμιά δυσκολία, πάλη για το ξεσκέπασμα, τη διάλυση και την υπερνίκηση αυτών των προλήψεων.

Οι γερμανοί «αριστεροί» παραπονούνται για τους κακούς «αρχηγούς» του Κόμματός τους και πέφτουν σε απελπισία, φτάνοντας ως τη γελοία «άρνηση» των «αρχηγών». Μέσα όμως σε συνθήκες που συχνά είμαστε υποχρεωμένοι να κρύβουμε τους «αρχηγούς» στην παρανομία, η διαμόρφωση «αρχηγών» καλών, σταθερών, δοκιμασμένων, με κύρος είναι πολύ δύσκολη δουλιά και δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε με επιτυχία αυτές τις δυσκολίες χωρίς το συνδυασμό της νόμιμης με την παράνομη δουλιά, χωρίς τη δοκιμασία των “αρχηγών” ανάμεσα στ’ άλλα και στον κοινοβουλευτικό στίβο. Η κριτική –και μάλιστα η πιο αυστηρή, η πιο αμείλικτη και αδιάλλακτη– πρέπει να στρέφεται όχι ενάντια στον κοινοβουλευτισμό ή την κοινοβουλευτική δράση, αλλά ενάντια στους αρχηγούς εκείνους που δεν ξέρουν –κι’ ακόμη περισσότερο ενάντια σ’ εκείνους που δεν θέλουν– να χρησιμοποιήσουν τις κοινοβουλευτικές εκλογές και το κοινοβουλευτικό βήμα κατά τρόπο επαναστατικό, κομμουνιστικό. Μονάχα μια τέτια κριτική –συνδυασμένη βέβαια με το διώξιμο των ανίκανων αρχηγών και την αντικατάσταση τους με ικανούς– θα είναι μια ωφέλιμη και γόνιμη επαναστατική δουλιά, που διαπαιδαγωγεί ταυτόχρονα και τους «αρχηγούς» –ώστε να είναι άξιοι της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών– και τις μάζες, ώστε να μάθουν να προσανατολίζονται σωστά στην πολιτική κατάσταση και να καταλαβαίνουν τα συχνά πολύ σύνθετα και μπερδεμένα καθήκοντα, που απορρέουν απ’ αυτή την κατάσταση[10].

VIII ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ;

Είδαμε στην περικοπή από την μπροσούρα της Φραγκφούρτης με πόση αποφασιστικότητα Οι «αριστεροί» ρίχνουν αυτό το σύνθημα. Είναι θλιβερό να βλέπεις ότι άνθρωποι, που ασφαλώς θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή και θέλουν να είναι μαρξιστές, ξέχασαν τις βασικές αλήθειες του μαρξισμού. Να τί έγραφε το 1874 ενάντια στη διακήρυξη των 33 κομμουνάρων-μπλανκιστών ο Έγκελς, που ανήκει όπως και ο Μαρξ, σ’ εκείνους τους σπάνιους, τους σπανιότατους συγγραφείς, που η κάθε φράση κάθε μεγάλου έργου τους έχει εξαιρετικά βαθύ περιεχόμενο.

«“...Είμαστε κομμουνιστές” (έγραφαν στη διακήρυξη τους οι κομμουνάροι-μπλανκιστές) “γιατί θέλουμε να φτάσουμε στο σκοπό μας, χωρίς να σταματήσουμε σε ενδιάμεσους σταθμούς, χωρίς να κάνουμε συμβιβασμούς, που απλώς απομακρύνουν την ήμερα της νίκης και παρατείνουν την περίοδο της σκλαβιάς”.

Οι γερμανοί κομμουνιστές είναι κομμουνιστές, γιατί μέσα από όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς και συμβιβασμούς, που δεν τους δημιούργησαν αυτοί, αλλά η πορεία της ιστορικής εξέλιξης, βλέπουν καθαρά και επιδιώκουν συνεχώς τον τελικό σκοπό, δηλαδή την εξαφάνιση των τάξεων και τη δημιουργία ενός κοινωνικού καθεστώτος, όπου δεν θα υπάρχει πια θέση για την ατομική ιδιοκτησία στη γη και σε όλα τα μέσα παραγωγής. Οι 33 μπλανκιστές είναι κομμουνιστές, γιατί φαντάζονται πως, μια που αυτοί θέλουν να υπερπηδήσουν τους ενδιάμεσους σταθμούς και τους συμβιβασμούς, η δουλιά πάει πρίμα και πως, αν “αρχίσει” αυτές τις μέρες –πράγμα που το πιστεύουν απόλυτα– και η εξουσία περάσει στα χέρια τους, τότε μεθαύριο “θα εφαρμοστεί κιόλας ο κομμουνισμός”. Συνεπώς, αν δεν μπορούν να το κάνουν αυτό αμέσως, τότε θα πει πως δεν είναι κομμουνιστές.

Τί παιδική αφέλεια να προβάλλεις την ατομική σου ανυπομονησία σαν θεωρητικό επιχείρημα!»36, (Φρ. Έγκελς: «Το πρόγραμμα των κομμουνάρων-μπλανκιστών», από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα «Volksstaat»37, 1874, αρ. φύλ. 73, στη συλλογή: «Άρθρα του 1871-1875», ρωσική μετάφραση, Πετρούπολη, 1919, σελ. 52-53).

Στο ίδιο άρθρο ο Έγκελς εκφράζει το βαθύ σεβασμό του προς τον Βαγιάν και μιλά για την «αναμφισβήτητη υπηρεσία» που πρόσφερε ο Βαγιάν (που ήταν, όπως και ο Γκεντ, ο μεγαλύτερος ηγέτης του διεθνούς σοσιαλισμού, ως τη στιγμή που προδόσανε το σοσιαλισμό τον Αύγουστο του 1914). Ο Έγκελς όμως δεν αφήνει χωρίς λεπτομερειακή ανάλυση ένα ολοφάνερο λάθος. Βέβαια, στους πολύ νεαρούς και άπειρους επαναστάτες, καθώς και στους μικροαστούς επαναστάτες πολύ σεβάσμιας ηλικίας και πολύ έμπειρους, φαίνεται εξαιρετικά «επικίνδυνο», ακατανόητο και λαθεμένο «να επιτρέπονται οι συμβιβασμοί». Και πολλοί σοφιστές (που είναι υπερβολικά ή εξαιρετικά «έμπειροι» πολιτικάντηδες) συλλογίζονται ακριβώς όπως και οι άγγλοι ηγέτες του οπορτουνισμού, που τους αναφέρει ο σύντροφος Λάνσμπερι: «εφόσον στους μπολσεβίκους επιτρέπεται ένας τέτιος συμβιβασμός, γιατί να μην επιτρέπονται και σε μας οποιοιδήποτε συμβιβασμοί;». Οι προλετάριοι όμως που έχουν διαπαιδαγωγηθεί σε επανειλημμένες απεργίες (για να πάρουμε μόνο αυτή την εκδήλωση της ταξικής πάλης) συνήθως αφομοιώνουν περίφημα την πολύ βαθιά (φιλοσοφική, ιστορική, πολιτική, ψυχολογική) αλήθεια που διατύπωσε ο Έγκελς. Κάθε προλετάριος έχει πάρει μέρος σε απεργίες, έχει δοκιμάσει τους «συμβιβασμούς» με τους μισητούς καταπιεστές και εκμεταλλευτές, όταν οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να ξαναπιάσουν δουλιά ή χωρίς να έχουν πετύχει τίποτε, ή συμφωνώντας με μια μερική ικανοποίηση των διεκδικήσεών τους. Ο κάθε προλετάριος, χάρη στις συνθήκες της μαζικής πάλης και της βαθιάς όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων (αντιφάσεων) μέσα στις όποιες ζει, παρατηρεί τη διαφορά ανάμεσα στο συμβιβασμό που επιβάλλεται από τις αντικειμενικές συνθήκες (το απεργιακό ταμείο είναι φτωχό, οι απεργοί δεν παίρνουν βοήθεια απ’ έξω, έχουν πεινάσει και βασανιστεί ως εκεί που δεν παίρνει) –που δεν μειώνει καθόλου την επαναστατική αφοσίωση και τη θέληση για παραπέρα αγώνα των εργατών που έκλεισαν έναν τέτιο συμβιβασμό– και από το άλλο μέρος, το συμβιβασμό των προδοτών που φορτώνουν στις αντικειμενικές συνθήκες το φιλοτομαρισμό τους (και οι απεργοσπάστες κλείνουν «συμβιβασμούς»!), τη δειλία τους, την επιθυμία τους να εξυπηρετήσουν τους καπιταλιστές, την υποχωρητικότητά τους απέναντι στους εκφοβισμούς, κάποτε απέναντι στις νουθεσίες, κάποτε απέναντι στις ελεημοσύνες και κάποτε απέναντι στις κολακείες των καπιταλιστών (τέτιους συμβιβασμούς προδοτών βλέπουμε πάρα πολλούς στην ιστορία του αγγλικού εργατικού κινήματος από την πλευρά των αρχηγών των αγγλικών τρέιντ-γιούνιον, όμως σχεδόν όλοι οι εργάτες έχουν δει σε όλες τις χώρες ανάλογα φαινόμενα με τη μια ή την άλλη μορφή).

Φυσικά, υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρετικά δύσκολες και πολύπλοκες, που χρειάζονται πάρα πολύ μεγάλες προσπάθειες για να μπορέσεις να καθορίσεις σωστά τον πραγματικό χαρακτήρα του ενός ή του άλλου «συμβιβασμού» –όπως υπάρχουν περιπτώσεις φόνου που είναι πολύ δύσκολο να κρίνεις, αν ο φόνος ήταν απόλυτα δίκαιος ή ακόμη και υποχρεωτικός (λογουχάρη στην περίπτωση νόμιμης άμυνας), ή ασυγχώρητη απροσεξία, ή ακόμη κι ένα ύπουλο σχέδιο που εκτελέστηκε με τέχνη. Εννοείται πως στην πολιτική, όπου κάποτε έχεις να κάνεις με εξαιρετικά πολύπλοκες –εθνικές και διεθνείς– αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και στα κόμματα, θα υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις ασύγκριτα πιο δύσκολες από το ζήτημα του δικαιολογημένου «συμβιβασμού» σε περίπτωση απεργίας ή του προδοτικού «συμβιβασμού» του απεργοσπάστη, του προδότη αρχηγού κτλ. Είναι ανοησία να φτιάξεις μια τέτια συνταγή ή έναν τέτιο γενικό κανόνα («κανένας συμβιβασμός»!) που να χρησιμεύει για κάθε περίπτωση. Πρέπει να έχεις τα μάτια σου τέσσερα για να μπορείς να προσανατολίζεσαι σε κάθε χωριστή περίπτωση. Η σημασία της κομματικής οργάνωσης και των ηγετών του κόμματος που είναι άξιοι αυτού του τίτλου συνίσταται ακριβώς, ανάμεσα στ’ αλλά, στην επεξεργασία, με τη μακρόχρονη, επίμονη, πολύμορφη, ολόπλευρη δουλιά όλων των σκεπτόμενων εκπροσώπων της δοσμένης τάξης[11].των απαραίτητων γνώσεων, της απαραίτητης πείρας, του απαραίτητου –εκτός από τις γνώσεις και την πείρα– πολιτικού αισθητηρίου για τη γρήγορη και σωστή λύση των πολύπλοκων πολιτικών προβλημάτων.

Οι αφελείς και οι ολότελα άπειροι άνθρωποι φαντάζονται πως αρκεί να παραδεχτεί κανείς ότι επιτρέπονται γενικά οι συμβιβασμοί –και θα εξαλειφθεί αμέσως κάθε όριο ανάμεσα στον οπορτουνισμό, που ενάντια του διεξάγουμε και πρέπει να διεξάγουμε αδιάλλακτη πάλη– και στον επαναστατικό μαρξισμό ή στον κομμουνισμό. Τους ανθρώπους όμως αυτούς, αν δεν ξέρουν ακόμη πως όλα τα όρια και στη φύση και στην κοινωνία είναι κινητά και ως ένα βαθμό συμβατικά, με τίποτε άλλο δεν μπορεί να τους βοηθήσεις παρά μόνο με μακρόχρονη μορφωτική, διαπαιδαγωγική και διαφωτιστική δουλιά, με την πολιτική και πρακτική πείρα. Στα πρακτικά ζητήματα της πολιτικής σε κάθε χωριστή ή ειδική ιστορική στιγμή το σπουδαίο είναι να ξέρεις να ξεχωρίζεις τα ζητήματα στα όποια εκδηλώνεται η κυριότερη μορφή των συμβιβασμών που είναι απαράδεκτοι, προδοτικοί, που ενσαρκώνουν τον ολέθριο για την επαναστατική τάξη οπορτουνισμό και να κατευθύνεις όλες σου τις προσπάθειες στο ξεσκέπασμά τους και στην καταπολέμησή τους. Τον καιρό του ιμπεριαλιστικού πολέμου του 1914-1918 ανάμεσα σε δυο ομάδες εξίσου ληστρικών και αρπακτικών χωρών, η κυριότερη, η βασική μορφή του οπορτουνισμού ήταν ο σοσιαλσοβινισμός, δηλ. η υποστήριξη της «υπεράσπισης της πατρίδας», που στην πραγματικότητα μέσα σε έναν τέτιο πόλεμο ισοδυναμούσε με την υπεράσπιση των ληστρικών συμφερόντων της «δικής τους» αστικής τάξης. Ύστερα από τον πόλεμο η υπεράσπιση της ληστρικής «Κοινωνίας των Εθνών»39· η υπεράσπιση των αμέσων ή εμμέσων συμμαχιών με την ντόπια αστική τάξη ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο και το «σοβιετικό» κίνημα· η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού ενάντια στη «Σοβιετική εξουσία»· –αυτές ήταν οι κυριότερες εκδηλώσεις των απαράδεκτων και προδοτικών συμβιβασμών, που στο σύνολό τους αντιπροσώπευαν έναν οπορτουνισμό ολέθριο για το επαναστατικό προλεταριάτο και την υπόθεση του.

«...Να αποκρούσουμε κατηγορηματικότατα κάθε συμβιβασμό με άλλα κόμματα... κάθε πολιτική ελιγμών και συνεννοήσεων» –γράφουν οι γερμανοί αριστεροί στην μπροσούρα της Φραγκφούρτης.

Είναι εκπληκτικό, πως οι αριστεροί αυτοί, που έχουν τέτιες αντιλήψεις, δεν καταδικάζουν κατηγορηματικά τον μπολσεβικισμό! Γιατί δεν είναι δυνατό οι γερμανοί αριστεροί να μην ξέρουν πως όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού και πριν και μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση είναι γεμάτη από περιπτώσεις ελιγμών, συμφωνιών, συμβιβασμών με άλλα κόμματα, χωρίς να εξαιρούνται και τα αστικά κόμματα!

Να κάνεις πόλεμο για την ανατροπή της διεθνούς αστικής τάξης, πόλεμο εκατό φορές πιο δύσκολο, πιο μακρόχρονο και πιο περίπλοκο από ό,τι ο πεισματωδέστερος από τους συνηθισμένους πολέμους ανάμεσα στα κράτη και να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς, από την εκμετάλλευση της αντίθεσης των συμφερόντων (έστω και προσωρινής) μεταξύ των έχθρων, από τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς με τους ενδεχόμενους (έστω και προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους, συμβατικούς) συμμάχους, δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο; Δεν είναι σαν να αρνιόμασταν προκαταβολικά σε μια δύσκολη ανάβαση σε ένα ανεξερεύνητο και απάτητο ακόμη βουνό να κάνουμε κάποτε ζικ-ζακ, να γυρίζουμε κάποτε πίσω, να εγκαταλείπουμε την κατεύθυνση που είχαμε πάρει στην αρχή και να δοκιμάσουμε μια διαφορετική κατεύθυνση; Και αυτούς τους ανθρώπους, που έχουν τόση λίγη συνείδηση και πείρα (πάλι καλά, αν αυτό εξηγείται με τη νεαρή τους ηλικία: τη νεολαία ο θεός την πρόσταξε να λέει για ένα ορισμένο διάστημα τέτιες κουταμάρες) μπόρεσαν να τους υποστηρίξουν –αδιάφορα αν άμεσα ή έμμεσα, ανοιχτά ή σκεπασμένα, ολοκληρωτικά ή ενμέρει– ορισμένα μέλη του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος!!

Ύστερα από την πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση του προλεταριάτου, ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης σε μια χώρα, το προλεταριάτο αυτής της χώρας εξακολουθεί για πολύ καιρό να είναι πιο αδύνατο από την αστική τάξη, απλούστατα εξαιτίας των τεράστιων διεθνών δεσμών αυτής της τελευταίας, καθώς και εξαιτίας της αυθόρμητης και αδιάκοπης αναστήλωσης, αναγέννησης του καπιταλισμού και της αστικής τάξης από τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς της χώρας εκείνης στην οποία ανατράπηκε η αστική τάξη. Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, «ρωγμή» ανάμεσά στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε χώρας –όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο, σοσιαλισμό γενικά. Όποιος δεν απόδειξε πρακτικά, μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και σε αρκετά πολύμορφες πολιτικές καταστάσεις, την ικανότητά του να εφαρμόζει την αλήθεια αυτή στην πράξη, αυτός δεν έμαθε ακόμη να βοηθά την επαναστατική τάξη στον αγώνα της για την απελευθέρωση όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας από τους εκμεταλλευτές. Κι αυτά που είπαμε αφορούν εξίσου την περίοδο πριν και μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.

Η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση, έλεγαν ο Μαρξ και ο Έγκελς και το μεγαλύτερο λάθος, το μεγαλύτερο έγκλημα τέτιων μαρξιστών «με δίπλωμα», σαν τον Καρλ Κάουτσκι, τον Ότο Μπάουερ κτλ., είναι πως δεν το κατάλαβαν αυτό και δεν ήταν σε θέση να το εφαρμόσουν στις πιο σοβαρές στιγμές της επανάστασης του προλεταριάτου. «Η πολιτική δράση δεν είναι πεζοδρόμιο της λεωφόρου Νιέβσκι» (καθαρό, πλατύ, ίσιο πεζοδρόμιο του εντελώς ίσιου κυριότερου δρόμου της Πετρούπολης), έχει πει ο μεγάλος ρώσος σοσιαλιστής της προμαρξικής περιόδου Ν. Γκ. Τσερνισέβσκι. Από τον καιρό του Τσερνισέβσκι οι ρώσοι επαναστάτες πλήρωσαν με άπειρα θύματα το γεγονός ότι αγνόησαν ή ξέχασαν αυτή την αλήθεια. Πρέπει να πετύχουμε με κάθε θυσία, ώστε οι αριστεροί κομμουνιστές και οι αφοσιωμένοι στην εργατική τάξη επαναστάτες της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής να μην πληρώσουν τόσο ακριβά, όσο οι καθυστερημένοι ρώσοι την αφομοίωση αυτής της αλήθειας.

Οι ρώσοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες πριν την πτώση του τσαρισμού χρησιμοποίησαν επανειλημμένα τις υπηρεσίες των αστών φιλελευθέρων, δηλ. έκλεισαν μαζί τους ένα σωρό πρακτικούς συμβιβασμούς, και το 1901-1902, πριν ακόμη εμφανιστεί ο μπολσεβικισμός, η παλιά Σύνταξη της «Ίσκρα» (στη Σύνταξη αυτή ανήκαν: ο Πλεχάνοφ, ο Άξελροντ, η Ζασούλιτς, ο Μάρτοφ, ο Ποτρέσσοφ κι εγώ) έκλεισε (αλήθεια όχι για πολύ καιρό) μια επίσημη πολιτική συμμαχία με τον Στρούβε, πολιτικό αρχηγό του αστικού φιλελευθερισμού, ταυτόχρονα όμως ήξερε να διεξάγει ακατάπαυστα τον πιο αμείλικτο ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα ενάντια στον αστικό φιλελευθερισμό και ενάντια στις παραμικρότερες εκδηλώσεις της επιρροής του μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι μπολσεβίκοι συνέχιζαν πάντα την ίδια αυτή πολιτική. Από το 1905 υποστήριζαν συστηματικά τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά ενάντια στη φιλελεύθερη αστική τάξη και τον τσαρισμό, χωρίς ταυτόχρονα να παραιτούνται ποτέ από την υποστήριξη της αστικής τάξης ενάντια στον τσαρισμό (λογουχάρη στο δεύτερο στάδιο των εκλογών ή στις επαναληπτικές εκλογές) και χωρίς να σταματήσουν τον πιο ανειρήνευτο ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα ενάντια στο αστικο-επαναστατικό αγροτικό Κόμμα των «σοσιαλιστών-επαναστατών», ξεσκεπάζοντας τους σαν μικροαστούς δημοκράτες, που υποκριτικά κατάτασσαν τον εαυτό τους στους σοσιαλιστές. Το 1907 οι μπολσεβίκοι έκλεισαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα έναν επίσημο πολιτικό συνασπισμό με τους «σοσιαλεπαναστάτες» στις εκλογές της Δούμας. Στην περίοδο 1903-1912 για κάμποσα χρόνια ανήκαμε τυπικά μαζί με τους μενσεβίκους στο ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ποτέ όμως δεν σταματήσαμε τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους, σαν φορείς της αστικής επιρροής μέσα στο προλεταριάτο και οπορτουνιστές. Στο διάστημα του πολέμου συνάψαμε ένα είδος συμβιβασμού με τους «καουτσκιστές», με τους αριστερούς μενσεβίκους (Μάρτοφ) και με ένα μέρος των «σοσιαλιστών-επαναστατών» (Τσερνόφ, Νατανσόν), παρακαθίσαμε μαζί τους στο Τσίμμερβαλντ και στο Κιντάλ και βγάλαμε κοινές διακηρύξεις, δεν σταματήσαμε όμως και δεν αδυνατίσαμε ποτέ τον ιδεολογικό-πολιτικό αγώνα ενάντια στους «καουτσκιστές», στον Μάρτοφ και στον Τσερνόφ (ο Νατανσόν πέθανε το 1919. Ήταν τότε «επαναστάτης κομμουνιστής»-ναρόντνικος πολύ κοντά σε μας, σχεδόν αλληλέγγυος μαζί μας). Τη στιγμή ακριβώς της Οχτωβριανής Επανάστασης πραγματοποιήσαμε έναν όχι επίσημο, μα πολύ σπουδαίο (και πολύ πετυχημένο) πολιτικό συνασπισμό με τη μικροαστική αγροτιά, δεχτήκαμε στο ακέραιο, χωρίς καμιά αλλαγή, το αγροτικό πρόγραμμα των Εσέρων, δηλ. κλείσαμε έναν αναμφισβήτητο συμβιβασμό για να αποδείξουμε στους αγρότες πως δεν θέλουμε καθόλου να τους επιβληθούμε, αλλά να συνεννοηθούμε μαζί τους. Ταυτόχρονα προτείναμε (και πραγματοποιήσαμε γρήγορα) έναν επίσημο πολιτικό συνασπισμό, με συμμετοχή στην κυβέρνηση, στους «αριστερούς Εσέρους», που διέλυσαν το συνασπισμό αυτό ύστερα από την υπογραφή της ειρήνης του Μπρεστ και κατόπιν έφτασαν ως την ένοπλη εξέγερση εναντίον μας τον Ιούλη του 1918 και αργότερα ως τον ένοπλο αγώνα εναντίον μας.

Γι’ αυτό είναι ευνόητο ότι οι επιθέσεις των αριστερών της Γερμανίας ενάντια στην ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, επειδή έκανε τη σκέψη να κλείσει συνασπισμό με τους «ανεξάρτητους» («Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας», καουτσκιστές) δεν μας φαίνονται καθόλου σοβαρές και αποδείχνουν πεντακάθαρα πως οι «αριστεροί» δεν έχουν δίκιο. Και μεις στη Ρωσία είχαμε επίσης δεξιούς μενσεβίκους (που ήταν στην κυβέρνηση Κερένσκι), οι όποιοι αντιστοιχούσαν στους γερμανούς Σάιντεμαν, και αριστερούς μενσεβίκους (Μάρτοφ), που αντιπολιτεύονταν τους δεξιούς μενσεβίκους και αντιστοιχούσαν στους γερμανούς καουτσκιστές. Το 1917 είδαμε πολύ καθαρά το βαθμιαίο πέρασμα των εργατικών μαζών από τους μενσεβίκους στους μπολσεβίκους στο πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούνη του 1917, είχαμε όλο-όλο τα 13% των ψήφων. Την πλειοψηφία την είχαν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Στο δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ (25/Χ/1917 με το παλιό ημερολόγιο) είχαμε τα 51% των ψήφων. Τώρα γιατί στη Γερμανία η ίδια ακριβώς, απόλυτα ομοιόμορφη, μετακίνηση των γερμανών εργατών από τα δεξιά προς τα αριστερά δεν είχε σαν συνέπεια το άμεσο δυνάμωμα των κομμουνιστών, αλλά αντίθετα το δυνάμωμα πρώτα του ενδιάμεσου Κόμματος των «ανεξάρτητων», αν και το Κόμμα αυτό δεν είχε ποτέ ανεξάρτητες πολιτικές ιδέες και καμιά ανεξάρτητη πολιτική, αλλά απλώς ταλαντευόταν ανάμεσα στους Σάιντεμαν και στους κομμουνιστές;

Είναι ολοφάνερο πως μια από τις αιτίες ήταν η λαθεμένη τακτική των γερμανών κομμουνιστών, που πρέπει άφοβα και τίμια να αναγνωρίσουν το λάθος τους αυτό και να μάθουν πως να το διορθώσουν. Το λάθος βρισκόταν στην άρνηση της συμμετοχής στο αντιδραστικό αστικό κοινοβούλιο και στα αντιδραστικά συνδικάτα, το λάθος βρισκόταν στις πολυάριθμες εκδηλώσεις της «αριστερής» παιδικής αρρώστιας που τώρα βγήκε στην επιφάνεια και γι’ αυτό θα γιατρευτεί καλύτερα, ταχύτερα και με μεγαλύτερο όφελος για τον οργανισμό.

Είναι ολοφάνερο πως το γερμανικό «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» δεν έχει εσωτερική ομοιογένεια. Δίπλα στους παλιούς οπορτουνιστές αρχηγούς (Κάουτσκι, Χίλφερντιγκ και όπως φαίνεται σε σημαντικό βαθμό και τον Κρίσπιν, τον Λέντεμπουρ και άλλους), που απόδειξαν ότι είναι ανίκανοι να καταλάβουν τη σημασία της Σοβιετικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, ότι είναι ανίκανοι να καθοδηγήσουν τον επαναστατικό του αγώνα, μέσα σ’ αυτό το Κόμμα σχηματίστηκε και αναπτύσσεται εξαιρετικά γρήγορα η αριστερή, η προλεταριακή πτέρυγα. Εκατοντάδες χιλιάδες μέλη αυτού του Κόμματος (που έχει, μου φαίνεται, ως 750.000 μέλη) είναι προλετάριοι, που φεύγουν από τον Σάιντεμαν και τραβούν γρήγορα προς τον κομμουνισμό. Η προλεταριακή αυτή πτέρυγα πρότεινε ήδη στο συνέδριο των ανεξαρτήτων στη Λειψία (1919) την άμεση και χωρίς όρους προσχώρηση στην III Διεθνή. Είναι πραγματικά γελοίο να φοβάται κανείς έναν «συμβιβασμό» μ’ αυτή την πτέρυγα του Κόμματος. Αντίθετα, για τους κομμουνιστές είναι υποχρεωτικό να

ψάξουν και να βρουν την κατάλληλη μορφή για έναν συμβιβασμό μαζί τους, για έναν τέτιο συμβιβασμό που, από το ένα μέρος, θα διευκόλυνε και θα επιτάχυνε την απαραίτητη πλήρη συγχώνευση μ’ αυτή την πτέρυγα και, από το άλλο, δεν θα εμπόδιζε καθόλου τους κομμουνιστές στην ιδεολογική-πολιτική τους πάλη ενάντια

στην οπορτουνιστική δεξιά πτέρυγα των «ανεξάρτητων». Βέβαια, δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί η κατάλληλη μορφή συμβιβασμού, μόνο όμως ένας τσαρλατάνος θα μπορούσε να υποσχεθεί στους γερμανούς εργάτες και στους γερμανούς κομμουνιστές έναν «εύκολο» δρόμο για τη νίκη.

Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το «καθαρό» προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τον μισοπρολετάριο ως τον μικροαγρότη (και τον μικροβιοτέχνη, τον χειροτέχνη, τον μικρονοικοκύρη γενικά), από τον μικρό ως τον μεσαίο αγρότη κτλ.· αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κτλ. Και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το κομμουνιστικό του κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη. Πρέπει, ανάμεσα , στ’ άλλα, να σημειωθεί ότι η νίκη των μπολσεβίκων ενάντια στους μενσεβίκους απαιτούσε όχι μόνο πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917, αλλά και ύστερα απ’ αυτή, την εφαρμογή μιας τακτικής ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών, εννοείται, τέτιας εφαρμογής και τέτιων ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών που θα διευκόλυναν, θα επιτάχυναν, θα σταθεροποιούσαν και θα ενίσχυαν τους μπολσεβίκους σε βάρος των μενσεβίκων. Οι μικροαστοί δημοκράτες (μαζί μ’ αυτούς και οι μενσεβίκοι) ταλαντεύονται αναπόφευκτα ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στο σοβιετικό καθεστώς, ανάμεσα στο ρεφορμισμό και στην επαναστατικότητα, ανάμεσα στο φιλεργατισμό και στο φόβο της δικτατορίας του προλεταριάτου κτλ. Η σωστή τακτική των κομμουνιστών πρέπει να συνίσταται στο να εκμεταλλεύονται αυτές τις ταλαντεύσεις και όχι να τις αγνοούν. Η εκμετάλλευση τους απαιτεί υποχωρήσεις απέναντι στα στοιχεία εκείνα που προσανατολίζονται, από τη στιγμή και στο μέτρο που προσανατολίζονται προς το προλεταριάτο, παράλληλα με τον αγώνα ενάντια σε εκείνους που προσανατολίζονται προς την αστική τάξη. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής της σωστής τακτικής ήταν ότι ο μενσεβικισμός πάθαινε αποσύνθεση και αποσυντίθεται όλο και περισσότερο στη χώρα μας με την απομόνωση των αρχηγών που επιμένουν στον οπορτουνισμό τους και το πέρασμα στο στρατόπεδο μας των καλύτερων εργατών, των καλύτερων στοιχείων από τη μικροαστική δημοκρατία. Αυτό είναι ένα μακρόχρονο προτσές και με τις εσπευσμένες «αποφάσεις»: «κανένας συμβιβασμός», «κανένας ελιγμός» μπορεί μόνο να ζημιώσει το έργο της ενίσχυσης της επιρροής του επαναστατικού προλεταριάτου και της αύξησης των δυνάμεων του.

Τέλος, ένα από τα αναμφισβήτητα λάθη των «αριστερών» της Γερμανίας είναι η μονοκόμματη επιμονή τους να μην αναγνωρίζουν την ειρήνη των Βερσαλιών. Και όσο διατυπώνεται με μεγαλύτερη «βαρύτητα» και «σπουδαιότητα», με μεγαλύτερη «αποφασιστικότητα» και κατηγορηματικότητα αυτή η γνώμη, όπως λογουχάρη από τον Κ. Χόρνερ, τόσο φαίνεται και λιγότερο έξυπνη. Δεν αρκεί να απαρνιέσαι τις ολοφάνερες ανοησίες του «εθνικού μπολσεβικισμού» (του Λάουφενμπεργκ και άλλων), που στις σημερινές συνθήκες της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης έφτασε στο σημείο να συνιστά ένα συνασπισμό με τη γερμανική αστική τάξη για τον πόλεμο ενάντια στην Αντάντ. Πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι ριζικά λαθεμένη η τακτική που δεν παραδέχεται ότι η Σοβιετική Γερμανία (αν δημιουργούνταν γρήγορα μια Σοβιετική Δημοκρατία της Γερμανίας) θα βρισκόταν στην ανάγκη να αναγνωρίσει για ορισμένο διάστημα την ειρήνη των Βερσαλιών και να υποταχθεί σ’ αυτή. Απ’ αυτό δεν έπεται ότι οι «ανεξάρτητοι» είχαν δίκιο να διατυπώσουν –τότε που στην εξουσία στρογγυλοκάθονταν οι Σάιντεμαν, τότε που δεν είχε ακόμη ανατραπεί η σοβιετική εξουσία στην Ουγγαρία, τότε που δεν αποκλειόταν ακόμη η δυνατότητα βοήθειας από μια σοβιετική επανάσταση στη Βιέννη, που θα υποστήριζε τη Σοβιετική Ουγγαρία– να διατυπώσουν κάτω από κείνες τις συνθήκες το αίτημα να υπογραφεί η ειρήνη των Βερσαλιών. Τότε οι «ανεξάρτητοι» τα κλωθογυρνούσαν και ελίσσονταν πολύ άσχημα, γιατί αναλάβαιναν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη για τους προδότες Σάιντεμαν και γλιστρούσαν λιγότερο είτε περισσότερο από τη θέση του αμείλικτου (και ψυχραιμότατου) ταξικού πολέμου ενάντια στους Σάιντεμαν, στην «αταξική» ή «υπερταξική» θέση.

Τώρα όμως έκδηλα η κατάσταση είναι τέτια, που οι κομμουνιστές της Γερμανίας δεν πρέπει να δέσουν τα χέρια τους και να υποσχεθούν ότι σε περίπτωση νίκης του κομμουνισμού θα καταγγείλουν υποχρεωτικά και οπωσδήποτε την ειρήνη των Βερσαλιών. Αυτό θα ήταν ανόητο. Πρέπει να πούμε: ο Σάιντεμαν και οι καουτσκιστές διέπραξαν μια σειρά προδοσίες, που δυσκόλεψαν (και ένμέρει χαντάκωσαν) την υπόθεση της συμμαχίας με τη Σοβιετική Ρωσία και με τη Σοβιετική Ουγγαρία. Εμείς, οι κομμουνιστές, θα διευκολύνουμε και θα προετοιμάζουμε με όλα τα μέσα μια τέτια συμμαχία, χωρίς να είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι να καταγγείλουμε οπωσδήποτε και μάλιστα αμέσως την ειρήνη των Βερσαλιών. Η δυνατότητα να καταγγείλουμε με επιτυχία την ειρήνη των Βερσαλιών δεν εξαρτιέται μόνο από τις επιτυχίες του σοβιετικού κινήματος στη Γερμανία, αλλά και από τις επιτυχίες του σε όλο τον κόσμο. Οι Σάιντεμαν και οι καουτσκιστές εμπόδιζαν αυτό το κίνημα, εμείς το βοηθάμε. Να που βρίσκεται η ουσία της υπόθεσης, να που βρίσκεται η ριζική διαφορά. Και αν οι ταξικοί μας εχθροί, οι εκμεταλλευτές και οι λακέδες τους, οι Σάιντεμαν και οι καουτσκιστές, άφησαν να τους διαφύγουν μια σειρά δυνατότητες να δυναμώσουν και το γερμανικό και το διεθνές σοβιετικό κίνημα, να δυναμώσουν και τη γερμανική και τη διεθνή σοβιετική επανάσταση, το φταίξιμο είναι δικό τους. Η σοβιετική επανάσταση στη Γερμανία θα δυναμώσει το διεθνές σοβιετικό κίνημα, που είναι το πιο δυνατό προπύργιο (και το μοναδικά σίγουρο, ακατανίκητο και σε παγκόσμια κλίμακα ισχυρό προπύργιο) ενάντια στην ειρήνη των Βερσαλιών, ενάντια στο διεθνή ιμπεριαλισμό γενικά. Το να βάζεις υποχρεωτικά και απαραίτητα και άμεσα στην πρώτη θέση την απαλλαγή από την ειρήνη των Βερσαλιών και ύστερα το ζήτημα της απελευθέρωσης από το ζυγό του ιμπεριαλισμού των άλλων χωρών που καταπιέζει ο ιμπεριαλισμός είναι μικροαστικός εθνικισμός (άξιος των Κάουτσκι, Χίλφερντιγκ, Ότο Μπάουερ και Σία) και όχι επαναστατικός διεθνισμός. Η ανατροπή της αστικής τάξης σε οποιαδήποτε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, μαζί και στη Γερμανία, είναι ένα τόσο μεγάλο πλεονέκτημα για τη διεθνή επανάσταση, που θα άξιζε και θα έπρεπε και μόνο γι’ αυτό να συμφωνήσει κανείς, αν θα χρειαστεί, για μια πιο μακρόχρονη διατήρηση της συνθήκης των Βερσαλιών. Αν η Ρωσία μπόρεσε μόνη της, με όφελος για την επανάσταση, να υπομένει αρκετούς μήνες την ειρήνη του Μπρεστ, δεν είναι καθόλου αδύνατο η Σοβιετική Γερμανία, σε συμμαχία με τη Σοβιετική Ρωσία, να υπομείνει προς όφελος της επανάστασης μια πιο μακρόχρονη διατήρηση της ειρήνης των Βερσαλιών.

Οι ιμπεριαλιστές της Γαλλίας, της Αγγλίας κτλ. προκαλούν τους γερμανούς κομμουνιστές, τους στήνουν την παγίδα: «πέστε πως δεν θα υπογράψετε την ειρήνη των Βερσαλιών». Και οι αριστεροί κομμουνιστές πέφτουν σαν παιδιά στην παγίδα που τους στήνουν, αντί να ελιχθούν έξυπνα ενάντια στον ύπουλο εχθρό που στη δοσμένη στιγμή είναι πιο δυνατός, αντί να του πουν: «τώρα θα υπογράψουμε την ειρήνη των Βερσαλιών». Να δένουμε προκαταβολικά τα χέρια μας, να λέμε ανοιχτά στον εχθρό, που τώρα είναι καλύτερα εξοπλισμένος από μας, αν θα τον πολεμήσουμε και πότε, είναι ανοησία και όχι επαναστατισμός. Να δεχόμαστε τη μάχη, όταν αυτό συμφέρει ολοφάνερα στον αντίπαλο και όχι σε μας, είναι έγκλημα, και δεν αξίζουν πεντάρα Οι πολιτικοί ηγέτες της επαναστατικής τάξης, που δεν ξέρουν να κάνουν «ελιγμούς, συμφωνίες, συμβιβασμούς» για να αποφύγουν μια μάχη κατάφωρα ασύμφορη.

IX

Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Στην Αγγλία δεν υπάρχει ακόμη κομμουνιστικό κόμμα, υπάρχει όμως ανάμεσα στους εργάτες ένα σφριγηλό, πλατύ, γοργά αναπτυσσόμενο, ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα, που μας δίνει το δικαίωμα να τρέφουμε τις καλύτερες ελπίδες. Υπάρχουν αρκετά πολιτικά κόμματα και οργανώσεις («Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα», «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα», «Σοσιαλιστική Ένωση της Νότιας Ουαλίας», «Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία» ), που θέλουν να δημιουργήσουν κομμουνιστικό κόμμα και διεξάγουν ήδη διαπραγματεύσεις μεταξύ τους γι’ αυτό το πράγμα. Στην εφημερίδα «Ντρέντνοτ των Εργατών» (σώμα VI, αρ. φύλ. 48, της 21. Π. 1920), εβδομαδιαίο όργανο της τελευταίας από τις παραπάνω οργανώσεις, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο της διευθύντριας, σ. Σίλβιας Πάνκχερστ: «Για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα». Το άρθρο εξιστορεί την πορεία των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις τέσσερις οργανώσεις που αναφέραμε για τη δημιουργία ενιαίου Κομμουνιστικού κόμματος, με βάση την προσχώρηση στην III Διεθνή, την αναγνώριση του σοβιετικού συστήματος, αντί του κοινοβουλευτισμού, και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Φαίνεται πως ένα από τα κυριότερα εμπόδια για την άμεση δημιουργία ενιαίου Κομμουνιστικού Κόμματος είναι οι διαφωνίες πάνω στο ζήτημα της συμμετοχής στο κοινοβούλιο και της προσχώρησης του νέου Κομμουνιστικού Κόμματος στο παλιό, συνδικαλιστικό, αποτελούμενο κυρίως από τρέιντ-γιούνιον, οπορτουνιστικό και σοσιαλσοβινιστικό «Εργατικό Κόμμα». Η «Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία» –όπως και το «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα[12].»– τάσσονται ενάντια στη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές και στο κοινοβούλιο, ενάντια στην προσχώρηση στο «Εργατικό Κόμμα», διαφωνώντας σ’ αυτό το σημείο με όλα τα μέλη fj με την πλειοψηφία των μελών του Βρετανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που το βλέπουν σαν τη «δεξιά πτέρυγα των κομμουνιστικών κομμάτων» στην Αγγλία (σελ. 5 του άρθρου, που αναφέραμε, της Σίλβιας Πάνκχερστ).

Έτσι, ο βασικός χωρισμός είναι ο ίδιος, όπως και στη Γερμανία, παρά τις τεράστιες διαφορές και στη μορφή που εκδηλώνονται Οι διαφωνίες (στη Γερμανία η μορφή αυτή είναι πολύ πιο συγγενική με τη «ρωσική» απ’ ό,τι στην Αγγλία) και σε μια ολόκληρη σειρά άλλα περιστατικά. Ας δούμε λοιπόν τα επιχειρήματα των «αριστερών».

Στο ζήτημα της συμμετοχής στο κοινοβούλιο η σ. Σίλβια Πάνκχερστ αναφέρεται στο δημοσιευμένο στο ίδιο φύλλο άρθρο του σ. Ου. Γκάλαχερ (W. Gallacher), που γράφει έξονόματος του «Εργατικού Συμβουλίου της Σκότιας» της Γλασκώβης:

«Το συμβούλιο αυτό –γράφει ο Γκάλαχερ– είναι καθαρά αντικοινο-βουλευτικό και το ακολουθεί η αριστερή πτέρυγα διάφορων πολιτικών οργανώσεων. Εμείς αντιπροσωπεύουμε το επαναστατικό κίνημα της Σκωτίας, που προσπαθεί να δημιουργήσει επαναστατική οργάνωση μέσα στην παραγωγή (στους διάφορους κλάδους της παραγωγής) και Κομμουνιστικό Κόμμα στηριγμένο στις κοινωνικές επιτροπές σε όλη τη χώρα. Πολύ καιρό φιλονικήσαμε με τους επίσημους κοινοβουλευτικούς. Δεν το θεωρούσαμε αναγκαίο να τους κηρύξουμε ανοιχτά τον πόλεμο κι αυτοί φοβούνται να περάσουν στην επίθεση εναντίον μας.

Αυτή η κατάσταση όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ καιρό. Νικούμε σε όλη τη γραμμή.

Η μάζα των μελών του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος της Σκωτίας νιώθει όλο και μεγαλύτερη αποστροφή για την ιδέα του κοινοβουλίου και όλες σχεδόν οι τοπικές ομάδες είναι υπέρ των Σοβιέτ (χρησιμοποιείται η ρωσική λέξη με αγγλικά γράμματα) ή των εργατικών Σοβιέτ. Είναι αυτονόητο πως αυτό έχει πολύ σοβαρή σημασία για τους κυρίους εκείνους που βλέπουν την πολιτική σαν μέσο βιοπορισμού (σαν επάγγελμα) και βάζουν μπρος όλα τα μέσα για να πείσουν τα μέλη τους να γυρίσουν πίσω στους κόλπους του κοινοβουλευτισμού. Οι επαναστάτες σύντροφοι δεν πρέπει (οι υπογραμμίσεις είναι παντού του συντάκτη του γράμματος) να υποστηρίζουν αυτή τη συμμορία. Ο αγώνας μας εδώ θα είναι πολύ δύσκολος. Ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά του θα είναι η προδοσία εκείνων για τους οποίους τα ατομικά συμφέροντα είναι πιο δυνατό κίνητρο, παρά το ενδιαφέρον τους για την επανάσταση. Κάθε υποστήριξη του κοινοβουλευτισμού βοήθα απλώς να περάσει η εξουσία στα χέρια των βρετανών μας Σάιντεμαν και Νόσκε. Ο Χέντερσον, ο Κλάινς (Clynes) και Σία είναι αδιόρθωτα αντιδραστικοί. Το επίσημο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα πέφτει όλο και περισσότερο κάτω από την εξουσία των αστών φιλελευθέρων που βρήκαν πνευματικό καταφύγιο στο στρατόπεδο των κυρίων Μακντόναλντ, Σνόουντεν και Σία. Το επίσημο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα είναι άσπονδος εχθρός της III Διεθνούς, ενώ η μάζα είναι μαζί της. Το να υποστηρίζεις με οποιονδήποτε τρόπο τους κοινοβουλευτικούς-οπορτουνιστές σημαίνει απλώς να παίζεις το παιχνίδι των κυρίων που αναφέραμε παραπάνω. Το Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν έχει εδώ καμιά σημασία... Εδώ χρειάζεται γερή επαναστατική παραγωγική οργάνωση (βιομηχανική) και Κομμουνιστικό Κόμμα, που να στηρίζει τη δράση του σε σαφείς και με ακρίβεια καθορισμένες επιστημονικές βάσεις. Αν οι σύντροφοι μας μπορούν να μας βοηθήσουν να δημιουργήσουμε τέτια οργάνωση και τέτιο κόμμα, θα δεχτούμε πρόθυμα τη βοήθεια τους. Αν δεν μπορούν, για όνομα του θεού, ας μην ανακατεύονται καθόλου, αv δεν θέλουν να προδόσουν την Επανάσταση, υποστηρίζοντας τους αντιδραστικούς, που με τόσο ζήλο προσπαθούν να αποκτήσουν τον “τιμητικό” (; — το ερωτηματικό είναι του συντάκτη του γράμματος) τίτλο του βουλευτή και φλέγονται από την επιθυμία να αποδείξουν πως μπορούν να διοικούν τόσο καλά, όσο και τα ίδια τα “αφεντικά”, οι ταξικοί πολιτικοί».

Το γράμμα αυτό προς τη Σύνταξη εκφράζει, κατά τη γνώμη μου, θαυμάσια τις διαθέσεις και την άποψη των νεαρών κομμουνιστών ή των εργατών-μαζικών στελεχών, που μόλις άρχισαν να έρχονται στον κομμουνισμό. Οι διαθέσεις αυτές είναι εξαιρετικά παρήγορες και πολύτιμες. Πρέπει να ξέρεις να τις εκτιμάς και να τις υποστηρίζεις, γιατί δίχως αυτές δεν θα είχε ελπίδες νίκης η επανάσταση του προλεταριάτου στην Αγγλία και σε κάθε άλλη χώρα. Τους ανθρώπους, που ξέρουν να εκφράζουν τις διαθέσεις αυτές των μαζών, που ξέρουν να προκαλούν στις μάζες παρόμοιες διαθέσεις (που πολύ συχνά είναι υπολανθάνουσες, υποσυνείδητες, ανεκδήλωτες), πρέπει να τους προσεχουμε και να τους βοηθάμε στοργικά με κάθε τρόπο. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να τους λέμε καθαρά και ξάστερα πως δεν φτάνει μόνο η διάθεση για να καθοδηγείς τις μάζες στο μεγάλο επαναστατικό αγώνα και πως τούτα ή εκείνα τα λάθη που πάνε να κάνουν ή κάνουν οι πιο αφοσιωμένοι στην υπόθεση της επανάστασης άνθρωποι, είναι λάθη που μπορούν να ζημιώνουν την υπόθεση της επανάστασης. Το γράμμα του σ. Γκάλαχερ προς τη Σύνταξη δείχνει χωρίς αμφιβολία τα σπέρματα όλων των λαθών που κάνουν οι γερμανοί «αριστεροί» κομμουνιστές και που τα είχαν κάνει οι ρώσοι «αριστεροί» μπολσεβίκοι το 1908 και το 1918.

Ο συντάκτης του γράμματος είναι γεμάτος από το πιο ευγενικό προλεταριακό μίσος προς τους αστούς «ταξικούς πολιτικούς» (που το καταλαβαίνουν και το νιώθουν, ωστόσο, όχι μόνο οι προλετάριοι, αλλά και όλοι οι εργαζόμενοι, όλοι οι «μικροί άνθρωποι» για να χρησιμοποιήσουμε τη γερμανική έκφραση). Αυτό το μίσος ενός εκπροσώπου των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων μαζών είναι πραγματικά η «αρχή πάσης σοφίας», η βάση για κάθε σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα και για τις επιτυχίες του. Ο συντάκτης όμως, όπως φαίνεται, δεν παίρνει υπόψη του ότι η πολιτική είναι μια επιστήμη και μια τέχνη που δεν πέφτει από τον ουρανό, δεν δίνεται δωρεάν και ότι το προλεταριάτο, αν θέλει να νικήσει την αστική τάξη, πρέπει να βγάλει δικούς του, προλετάριους, «ταξικούς πολιτικούς», και τέτιους που να μην είναι χειρότεροι από τους αστούς πολιτικούς. Ο συντάκτης του γράμματος κατάλαβε θαυμάσια πως όχι το κοινοβούλιο, αλλά μόνο τα εργατικά Σοβιέτ μποροΰν να είναι τα όργανα για την επίτευξη των σκοπών του προλεταριάτου και, φυσικά, όποιος δεν το κατάλαβε αυτό ως τα σήμερα είναι ο χειρότερος αντιδραστικός, και ας είναι ο πιο σοφός άνθρωπος, ο πιο έμπειρος πολιτικός, ο πιο ειλικρινής σοσιαλιστής, ο πιο διαβασμένος μαρξιστής, ο πιο τίμιος πολίτης και οικογενειάρχης. Ο συντάκτης όμως του γράμματος ούτε καν βάζει το ερώτημα και ούτε σκέπτεται, αν είναι ανάγκη να βάλει το ερώτημα: μπορούμε να οδηγήσουμε τα Σοβιέτ στη νίκη ενάντια στο κοινοβούλιο, χωρίς να μπάσουμε τους «σοβιετικούς» πολιτικούς μέσα στο κοινοβούλιο; Χωρίς να αποσυνθέσουμε τον κοινοβουλευτισμό από τα μέσα; Χωρίς να προετοιμάσουμε μέσα από το κοινοβούλιο την επιτυχία των Σοβιέτ στο καθήκον που έχουν μπροστά τους να διαλύσουν το κοινοβούλιο; Και όμως ο συντάκτης του γράμματος εκφράζει την απόλυτα σωστή σκέψη ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Αγγλία πρέπει να στηρίζει τη δράση του σε επιστημονικές βάσεις. Η επιστήμη απαιτεί, πρώτο, να παίρνεις υπόψη σου την πείρα των άλλων χωρών, ιδιαίτερα αν οι άλλες χώρες, που είναι επίσης καπιταλιστικές, δοκιμάζουν ή δοκίμασαν τελευταία μια παρόμοια πείρα. Δεύτερο, να παίρνεις υπόψη όλες τις δυνάμεις, τις ομάδες, τα κόμματα, τις τάξεις, τις μάζες, που δρουν μέσα σε μια δοσμένη χώρα και όχι να καθορίζεις την πολιτική με βάση μονάχα τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις, το βαθμό της συνειδητότητας και της διάθεσης για αγώνα μιας μόνο ομάδας ή ενός μόνο κόμματος.

Είναι σωστό ότι οι Χέντερσον, οι Κλάινς, οι Μακντόναλντ, οι Σνόουντεν είναι άνθρωποι αδιόρθωτα αντιδραστικοί. Είναι επίσης σωστό ότι θέλουν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους (προτιμώντας ωστόσο το συνασπισμό με την αστική τάξη), ότι θέλουν «να κυβερνούν» σύμφωνα με τους ίδιους παμπάλαιους αστικούς κανόνες, πως, όταν θα βρεθούν στην εξουσία, θα φέρνονται οπωσδήποτε σαν τους Σάιντεμαν και τους Νόσκε.

Όλα αυτά είναι σωστά. Από δω όμως δεν έπεται καθόλου ότι η υποστήριξή τους αποτελεί προδοσία της επανάστασης, αλλά ότι προς το συμφέρον της επανάστασης οι επαναστάτες της εργατικής τάξης πρέπει να παρέχουν σ’ αυτούς τους κυρίους ορισμένη κοινοβουλευτική υποστήριξη. Για να ξεκαθαρίσω τη σκέψη αυτή θα πάρω δυο σύγχρονα αγγλικά πολιτικά ντοκουμέντα: 1) το λόγο του πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ στις 18/ΙΙΙ/1920 (όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «The Manchester Guardian»50 της 19/III/1920) και 2) τους συλλογισμούς της «αριστερής» κομμουνίστριας, της σ. Σίλβιας Πάνκχερστ, στο άρθρο της που αναφέραμε παραπάνω.

Ο Λόιντ Τζορτζ στο λόγο του έκανε πολεμική στον Άσκουϊθ (που είχε κληθεί ειδικά στη συνεδρίαση, αρνήθηκε όμως να έλθει) και στους φιλελευθέρους που δεν θέλουν το συνασπισμό με τους συντηρητικούς, αλλά μια προσέγγιση με το Εργατικό Κόμμα. (Στο γράμμα του σ. Γκάλαχερ προς τη Σύνταξη είδαμε επίσης να αναφέρεται το γεγονός ότι φιλελεύθεροι περνούν στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα.) Ο Λόιντ Τζορτζ προσπαθούσε να αποδείξει πως είναι απαραίτητος ο συνασπισμός των φιλελευθέρων με τους συντηρητικούς και μάλιστα ένας στενός συνασπισμός, γιατί διαφορετικά μπορεί να νικήσει το Εργατικό Κόμμα, που ο Λόιντ Τζορτζ «προτίμα να το ονομάζει» σοσιαλιστικό, και που επιδιώκει τη «συλλογική ιδιοκτησία» στα μέσα παραγωγής. «Στη Γαλλία αυτό ονομαζόταν κομμουνισμός» –εξηγούσε εκλαϊκευτικά ο αρχηγός της αγγλικής αστικής τάξης στους ακροατές του, μέλη του κοινοβουλευτικού Φιλελεύθερου Κόμματος, που, όπως φαίνεται, δεν το ξέρανε ως τότε– «στη Γερμανία αυτό ονομαζόταν σοσιαλισμός· στη Ρωσία ονομάζεται μπολσεβικισμός». Για τους φιλελευθέρους αυτό είναι καταρχήν απαράδεκτο, εξηγούσε ο Λόιντ Τζορτζ, γιατί οι φιλελεύθεροι είναι καταρχήν υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας. «Ο πολιτισμός βρίσκεται σε κίνδυνο», δήλωνε ο ομιλητής και γι’ αυτό οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί πρέπει να ενωθούν...

«...Αν πάτε στις αγροτικές περιφέρειες –είπε ο Λόιντ Τζορτζ– συμφωνώ πως εκεί θα βρείτε τους παλιούς κομματικούς διαχωρισμούς που διατηρήθηκαν όπως ήταν πρώτα. Εκεί ο κίνδυνος είναι πολύ απομακρυσμένος. Εκεί δεν υπάρχει κίνδυνος. Όταν όμως το κίνημα φτάνει ως τις αγροτικές περιφέρειες, ο κίνδυνος θα είναι και κει τόσο μεγάλος, όσο μεγάλος είναι τώρα σε μερικές βιομηχανικές περιφέρειες. Τα τέσσερα πέμπτα της χώρας μας ασχολούνται με τη βιομηχανία και το εμπόριο και μόλις το ένα πέμπτο με τη γεωργία. Αυτό είναι ένα περιστατικό που το έχω πάντα υπόψη μου, όταν σκέπτομαι τους κινδύνους που μας επιφυλάσσει το μέλλον. Στη Γαλλία ο πληθυσμός είναι γεωργικός και υπάρχει μια στερεή βάση από καθορισμένες αντιλήψεις, που δεν αλλάζει πολύ γρήγορα και δεν είναι και τόσο εύκολο να την αναταράξει το επαναστατικό κίνημα. Διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα στη χώρα μας. Στη χώρα μας η ανατροπή είναι πιο εύκολη από κάθε άλλη χώρα του κόσμου, και αν θα αρχίσει η χώρα μας να κλονίζεται, η κατάρευση θα είναι εδώ, για τους λόγους που αναφέραμε, πιο μεγάλη από τις άλλες χώρες».

Ο αναγνώστης βλέπει εδώ πως ο Λόιντ Τζορτζ δεν είναι μόνο πολύ έξυπνος άνθρωπος, αλλά και έχει διδαχτεί πολλά από τους μαρξιστές. Δεν είναι αμαρτία να διδαχτούμε κι εμείς από τον Λόιντ Τζορτζ.

Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε το παρακάτω επεισόδιο από τη συζήτηση που έγινε ύστερα από το λόγο του Λόιντ Τζορτζ:

«Κ. Ο υ ά λ α ς (Wallace): Θα ήθελα να ρωτήσω πως βλέπει ο πρωθυπουργός τα αποτελέσματα της πολιτικής του στις βιομηχανικές περιφέρειες σχετικά με τους βιομηχανικούς εργάτες, από τους οποίους πάρα πολλοί είναι σήμερα φιλελεύθεροι και μας υποστηρίζουν τόσο πολύ. Δεν θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση της δύναμης του Εργατικού Κόμματος χάρη στους εργάτες που σήμερα είναι ειλικρινείς υποστηρικτές μας;

Πρωθυπουργός: Έχω εντελώς διαφορετική γνώμη. Το γεγονός ότι οι φιλελεύθεροι παλεύουν αναμεταξύ τους, αναμφισβήτητα, σπρώχνει ένα πολύ σημαντικό αριθμό φιλελευθέρων να πάνε, από απελπισία, προς το Εργατικό Κόμμα, όπου υπάρχει ήδη ένας σημαντικός αριθμός φιλελευθέρων, πολύ ικανών ανθρώπων, που τώρα ασχολούνται με τη δυσφήμηση της κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα αναμφισβήτητα είναι ότι δυναμώνουν σημαντικά οι διαθέσεις του κοινού προς όφελος του Εργατικού Κόμματος. Η κοινή γνώμη δεν κάνει στροφή προς τους φιλελευθέρους, που βρίσκονται έξω από το Εργατικό Κόμμα, αλλά προς το Εργατικό Κόμμα, αυτό δείχνουν οι αναπληρωματικές εκλογές».

Ας πούμε παρεμπιπτόντως πως ο συλλογισμός αυτός δείχνει κυρίως πόσο τα έχουν μπλέξει οι πιο έξυπνοι άνθρωποι της αστικής τάξης και δεν μπορούν να μην κάνουν ανεπανόρθωτες ανοησίες. Απ’ αυτό θα χαθεί και η αστική τάξη. Ενώ Οι άνθρωποι μας μπορούν να κάνουν ακόμη και ανοησίες (βέβαια με τον όρο ότι οι ανοησίες αυτές δεν θα είναι πολύ μεγάλες και ότι θα διορθώνονται έγκαιρα) και παρ’ όλα αυτά να βγαίνουν στο τέλος νικητές.

Το άλλο πολιτικό ντοκουμέντο είναι οι παρακάτω συλλογισμοί της «αριστερής» κομμουνίστριας, σ. Σίλβιας Πάνκχερστ:

«... Ο σ. Ίνκπιν (γραμματέας του Βρετανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος) αποκαλεί το Εργατικό Κόμμα “κυριότερη οργάνωση του κινήματος της εργατικής τάξης”. Ένας άλλος σύντροφος από το Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα στη συνδιάσκεψη της III Διεθνούς διατύπωσε την άποψη του Βρετανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ακόμη πιο ανάγλυφα. Ο σύντροφος αυτός είπε: “Θεωρούμε το Εργατικό κόμμα σαν την οργανωμένη εργατική τάξη”.

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη αυτή για το Εργατικό Κόμμα. Το Εργατικό Κόμμα έχει ένα πολύ μεγάλο αριθμό μελών, αν και τα μέλη του αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό αδρανή και απαθή. Είναι εργάτες και εργάτριες που μπήκαν στα τρέιντ-γιούνιον, γιατί οι σύντροφοι τους του εργοστασίου είναι τρέιντ-γιουνιονιστές και γιατί θέλουν να παίρνουν βοηθήματα.

Εμείς όμως αναγνωρίζουμε πως η μεγάλη αριθμητική δύναμη του Εργατικού Κόμματος οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι είναι δημιούργημα μιας ιδεολογικής σχολής, που τα σύνορά της δεν τα έχει ακόμη ξεπεράσει η πλειοψηφία της βρετανικής εργατικής τάξης, αν και μεγάλες αλλαγές ετοιμάζονται στα μυαλά του λάου που θα αλλάξει γρήγορα αυτή την κατάσταση...».

«... Το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, όπως και οι σοσιαλπατριωτικές οργανώσεις των άλλων χωρών, στην πορεία της φυσιολογικής εξέλιξης της κοινωνίας, θα έλθει αναπόφευκτα στην εξουσία. Δουλιά των κομμουνιστών είναι να οργανώνουν τις δυνάμεις που θα ανατρέψουν τους σοσιαλπατριώτες και εμείς στη χώρα μας δεν πρέπει ούτε να καθυστερούμε τη δουλιά αυτή, ούτε να ταλαντευόμαστε.

Δεν πρέπει να σκορπούμε την ενεργητικότητά μας, αυξάνοντας τη δύναμη του Εργατικού Κόμματος· η άνοδός του στην εξουσία είναι αναπόφευκτη. Πρέπει να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας για να δημιουργήσουμε κομμουνιστικό κίνημα που θα νικήσει το Εργατικό Κόμμα. Το Εργατικό Κόμμα σε λίγο θα σχηματίσει κυβέρνηση· η επαναστατική αντιπολίτευση πρέπει να είναι έτοιμη για να επιτεθεί εναντίον της...».

Κι έτσι η φιλελεύθερη αστική τάξη εγκαταλείπει το σύστημα των «δυο κομμάτων» (των εκμεταλλευτών) που το καθαγίασε ιστορικά μια πείρα αιώνων, σύστημα που συμφέρει εξαιρετικά στους εκμεταλλευτές, θεωρώντας απαραίτητη τη συνένωση των δυνάμεων των δυο κομμάτων για τον αγώνα ενάντια στο Εργατικό Κόμμα. Ένα μέρος από τους φιλελευθέρους μεταπηδά στο Εργατικό Κόμμα σαν τα ποντίκια που φεύγουν από το καράβι που βουλιάζει. Οι αριστεροί κομμουνιστές θεωρούν αναπόφευκτο το πέρασμα της εξουσίας στο Εργατικό Κόμμα και ομολογούν πως τώρα έχει με το μέρος του την πλειοψηφία των εργατών. Από δω βγάζουν το περίεργο εκείνο συμπέρασμα που η σ. Σίλβια Πάνκχερστ το διατυπώνει έτσι:

«Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πρέπει να κλείνει συμβιβασμούς... Πρέπει να διατηρήσει τη θεωρία του καθαρή, την ανεξαρτησία του από το ρεφορμισμό άσπιλη. Η αποστολή του είναι να τραβά μπροστά, χωρίς να σταματά και χωρίς να ξεφεύγει από το δρόμο του, να τραβά ολόισια προς την κομμουνιστική επανάσταση».

Απεναντίας, από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των εργατών στην Αγγλία ακολουθεί ακόμη τους άγγλους Κερένσκι ή τους Σάιντεμαν, από το ότι δεν έχει ακόμη πείρα από την κυβέρνηση αυτών των ανθρώπων, πείρα που χρειάστηκε και στη Ρωσία και στη Γερμανία για να περάσουν μαζικά οι εργάτες στον κομμουνισμό, απ’ αυτό βγαίνει αναμφισβήτητα πως οι άγγλοι κομμουνιστές πρέπει να πάρουν μέρος στον κοινοβουλευτικό αγώνα, πρέπει μέσα από το κοινοβούλιο να βοηθήσουν την εργατική μάζα να δει στην πράξη τα αποτελέσματα της κυβέρνησης των Χέντερσον και Σνόουντεν, πρέπει να βοηθήσουν τους Χέντερσον και Σνόουντεν να νικήσουν τους ενωμένους Λόιντ Τζορτζ και Τσόρτσιλ. Κάθε διαφορετική ενέργεια σημαίνει δυσκόλεμα της υπόθεσης της επανάστασης, γιατί χωρίς μια αλλαγή στις αντιλήψεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης η επανάσταση είναι ανέφικτη και η αλλαγή αυτή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και ποτέ με την προπαγάνδα και μόνο. «Εμπρός χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς να ξεφεύγουμε από το δρόμο» –όταν αυτό το λέει μια ολοφάνερα αδύνατη μειοψηφία εργατών, που ξέρει (η πάντως πρέπει να ξέρει) πως σε περίπτωση νίκης του Χέντερσον και του Σνόουντεν ενάντια στον Λόιντ Τζορτζ και τον Τσόρτσιλ η πλειοψηφία μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα θα απογοητευτεί από τους αρχηγούς της και θα περάσει στην υποστήριξη του κομμουνισμού (ή πάντως στην ουδετερότητα και κατά το μεγαλύτερο μέρος στην ευμενή ουδετερότητα απέναντι στους κομμουνιστές) –αυτό το σύνθημα είναι ολοφάνερα λαθεμένο. Είναι το ίδιο σαν να ρίχνονταν στη μάχη 10.000 στρατιώτες ενάντια σε 50.000 αντιπάλους, ενώ θα έπρεπε να «σταματήσουν», «να αλλάξουν δρόμο», ακόμη και να κλείσουν «συμβιβασμό», μόνο και μόνο για να περιμένουν να φτάσουν οι ενισχύσεις από 100.000 που δεν μπορούν να μπουν αμέσως στη μάχη. Αυτό είναι διανοουμενίστικη παιδαριωδία και όχι σοβαρή τακτική της επαναστατικής τάξης.

Ο βασικός νόμος της επανάστασης, που τον επιβεβαίωσαν όλες οι επαναστάσεις και ειδικά οι τρεις ρωσικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, συνίσταται στο έξης: για την επανάσταση δεν είναι αρκετό να κατανοήσουν οι εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες μάζες πως είναι αδύνατο να ζουν με τον παλιό τρόπο και να απαιτούν αλλαγή· για την επανάσταση είναι απαραίτητο οι εκμεταλλευτές να μη μπορούν να ζουν και να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο. Μόνο όταν “Οι κάτω” δεν θέλουν το παλιό και «οι πάνω» δεν μπορούν να ζουν και να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο, μονό τότε μπορεί να νικήσει η επανάσταση. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται διαφορετικά με τα λόγια: η επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς μια πανεθνική κρίση (που να θίγει και τους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές). Επομένως για την επανάσταση πρέπει, πρώτο, να πετύχουμε ώστε η πλειοψηφία των εργατών (ή πάντως η πλειοψηφία των συνειδητών, των σκεπτόμενων και των πολιτικά δραστήριων εργατών) να καταλάβει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης και να είναι έτοιμη να βαδίσει στο θάνατο γι’ αυτή· δεύτερο, πρέπει οι άρχουσες τάξεις να περνούν κυβερνητική κρίση που τραβά στην πολιτική ακόμη και τις πιο καθυστερημένες μάζες (το γνώρισμα κάθε πραγματικής επανάστασης είναι ότι γρήγορα δεκαπλασιάζεται ή ακόμη και έκατον-ταπλασιάζεται ο αριθμός των ικανών για πολιτικό αγώνα εκπροσώπων της εργαζόμενης και καταπιεζόμενης μάζας που ως τότε ήταν απαθής), εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της.

Στην Αγγλία, όπως φαίνεται ανάμεσα στα άλλα και από το λόγο του Λόιντ Τζορτζ, αναπτύσσονται έκδηλα και οι δυο αυτοί όροι για την επιτυχία της προλεταριακής επανάστασης. Και τα λάθη των αριστερών κομμουνιστών είναι τώρα δυο φορές πιο επικίνδυνα, ακριβώς γιατί ορισμένοι επαναστάτες δεν έχουν μια στάση αρκετά μελετημένη, αρκετά προσεκτική, αρκετά συνειδητή, αρκετά μετρημένη απέναντι στον καθένα από τους όρους αυτούς. Αν δεν είμαστε επαναστατική ομάδα, αλλά Κόμμα της επαναστατικής τάξης, αν θέλουμε να τραβήξουμε μαζί μας τις μάζες (και χωρίς αυτό κινδυνεύουμε να μείνουμε απλώς φαφλατάδες), πρέπει, πρώτο, να βοηθήσουμε τον Χέντερσον ή τον Σνόουντεν να νικήσουν τον Λόιντ Τζορτζ και τον Τσόρτσιλ (μάλιστα πιο σωστά: να αναγκάσουμε τους πρώτους να νικήσουν τους δεύτερους, γιατί οι πρώτοι φοβούνται τη νίκη τους!)· δεύτερο, να βοηθήσουμε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης να πειστεί με την πείρα της ότι έχουμε δίκιο, δηλ. ότι οι Χέντερσον και οι Σνόουντεν δεν αξίζουν τίποτε, ότι είναι από τη φύση τους μικροαστοί προδότες, ότι η χρεοκοπία τους είναι αναπόφευκτη· τρίτο, να φέρουμε πιο κοντά τη στιγμή που με βάση την απογοήτευση της πλειοψηφίας των εργατών από τους Χέντερσον θα μπορέσουμε με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας να ανατρέψουμε αμέσως την κυβέρνηση των Χέντερσον, που θα βολοδέρνει ακόμη πιο συγχυσμένα, αφού και ο ίδιος ο τόσο έξυπνος και τόσο σοβαρός, όχι μικροαστός, αλλά μεγαλοαστός, Λόιντ Τζορτζ δείχνει πλήρη σύγχυση και εξασθενεί τον εαυτό του (και όλη την αστική τάξη) όλο και περισσότερο, χθες με τις «προστριβές» του με τον Τσόρτσιλ και σήμερα με τις «προστριβές» του με τον Άσκουϊθ.

Θα μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Οι άγγλοι κομμουνιστές πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συνενώσουν και τα τέσσερα κόμματα (όλα είναι πολύ αδύνατα, μερικά μάλιστα πάρα πολύ αδύνατα) και τις ομάδες τους σε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με βάση τις αρχές της III Διεθνούς και την υποχρεωτική συμμετοχή στο κοινοβούλιο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα προτείνει στους Χέντερσον και τους Σνόουντεν «συμβιβασμό», εκλογική συμφωνία: ας τραβήξουμε μαζί ενάντια στη συμμαχία του Λόιντ Τζορτζ και των συντηρητικών, ας μοιράσουμε τις βουλευτικές έδρες ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων που θα δόσουν οι εργάτες στο Εργατικό Κόμμα ή στους κομμουνιστές (όχι στις εκλογές, αλλά σε ιδιαίτερη ψηφοφορία), ας διατηρούμε την απόλυτη ελευθερία ζύμωσης, προπαγάνδας, πολιτικής δράσης. Χωρίς αυτό τον τελευταίο όρο, δεν μπορούμε βέβαια να κάνουμε συνασπισμό, γιατί αυτό θα είναι προδοσία. Οι άγγλοι κομμουνιστές πρέπει να επιμένουν στην εξασφάλιση απόλυτης ελευθερίας για το ξεσκέπασμα των Χέντερσον και των Σνόουντεν, όπως ακριβώς επέμεναν (επί δεκαπέντε χρόνια, από το 1903 ως το 1917) Οι ρώσοι μπολσεβίκοι απέναντι στους ρώσους Χέντερσον και Σνόουντεν, δηλ. στους μενσεβίκους.

Αν οι Χέντερσον και οι Σνόουντεν δεχτούν το συνασπισμό μ’ αυτούς τους όρους, τότε κερδίζουμε, γιατί το σπουδαίο για μας δεν είναι καθόλου ο αριθμός των βουλευτικών εδρών, εμείς δεν κυνηγάμε καθόλου αυτό το πράγμα, στο σημείο αυτό θα είμαστε υποχωρητικοί (ενώ Οι Χέντερσον και ιδιαίτερα οι καινούργιοι φίλοι τους –ή τα καινούργια αφεντικά τους– Οι φιλελεύθεροι που πέρασαν στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, κυνηγάνε περισσότερο αυτό το πράγμα). Κερδίζουμε, γιατί θα μεταφέρουμε τη ζύμωση μας στις μάζες τη στιγμή που ο ίδιος ο Λόιντ Τζορτζ «άνοιξε την δρεξη» σ’ αυτές και θα βοηθήσουμε όχι μόνο το Εργατικό Κόμμα να σχηματίσει πιο γρήγορα την κυβέρνηση του, αλλά και τις μάζες να καταλάβουν πιο γρήγορα όλη την κομμουνιστική μας προπαγάνδα, που θα τη διεξάγουμε ενάντια στους Χέντερσον, χωρίς να την περικόψουμε καθόλου, χωρίς να αποσιωπούμε τίποτε.

Αν Οι Χέντερσον και Οι Σνόουντεν αποκρούσουν το συνασπισμό μαζί μας μ’ αυτούς τους όρους, κερδίζουμε ακόμη περισσότερο. Γιατί θα δείξουμε αμέσως στις μάζες (σημειώστε πως ακόμη και μέσα στο καθαρά μενσεβίκικο, στο τελείως οπορτουνιστικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα η μάζα είναι υπέρ των Σοβιέτ), ότι οι Χέντερσον προτιμούν τις στενές σχέσεις τους με τους καπιταλιστές από τη συνένωση όλων των εργατών. Κερδίζουμε αμέσως μπροστά στη μάζα, που ιδιαίτερα ύστερα από τις λαμπρές και πολύ σωστές, πολύ ωφέλιμες (για τον κομμουνισμό) εξηγήσεις του Λόιντ Τζορτζ, θα δει με συμπάθεια τη συνένωση όλων των εργατών ενάντια στη συμμαχία του Λόιντ Τζορτζ με τους συντηρητικούς. Κερδίζουμε αμέσως, γιατί δείχνουμε στις μάζες ότι οι Χέντερσον και οι Σνόουντεν φοβούνται να νικήσουν τον Λόιντ Τζορτζ, φοβούνται να πάρουν την εξουσία μόνοι τους, προσπαθούν να εξασφαλίσουν στα κρυφά την υποστήριξη του Λόιντ Τζορτζ που απλώνει ανοιχτά το χέρι στους συντηρητικούς ενάντια στο Εργατικό Κόμμα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε μας στη Ρωσία, ύστερα από την επανάσταση της 27/Π/1917 (με το παλιό ημερολόγιο) η προπαγάνδα των μπολσεβίκων ενάντια στους μενσεβίκους και τους εσέρους (δηλ. ενάντια στους ρώσους Χέντερσον και Σνόουντεν) κέρδισε ακριβώς από μιαν ανάλογη περίπτωση. Λέγαμε στους μενσεβίκους και στους εσέρους: πάρτε όλη την εξουσία χωρίς την αστική τάξη, γιατί έχετε την πλειοψηφία στα Σοβιέτ (στο πρώτο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούνη του 1917, οι μπολσεβίκοι είχαν μόνο τα 13% των ψήφων). Οι ρώσοι όμως Χέντερσον και Σνόουντεν φοβούνταν να πάρουν την εξουσία χωρίς την αστική τάξη και, όταν η αστική τάξη όλο και ανέβαλλε τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, επειδή ήξερε πολύ καλά πως την πλειοψηφία θα την έπαιρναν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι[13]. (που σχημάτιζαν μαζί έναν πολύ στενό πολιτικό συνασπισμό, αποτελούσαν στην πραγματικότητα μια μικροαστική δημοκρατία) τότε οι εσέροι και οι μενσεβίκοι δεν ήταν σε θέση να παλέψουν δραστήρια και με συνέπεια ενάντια σ’ αυτές τις αναβολές. Στην περίπτωση που οι Χέντερσον και Σνόουντεν θα αρνούνταν να κάνουν συνασπισμό με τους κομμουνιστές, οι κομμουνιστές θα κέρδιζαν αμέσως στο έργο της κατάκτησης των συμπαθειών των μαζών και της υπόσκαψης του κύρους των Χέντερσον και Σνόουντεν, και αν απ’ αυτό χάναμε μερικές κοινοβουλευτικές έδρες το πράγμα δεν θα είχε καμιά σημασία για μας. Θα βάζαμε δικές μας υποψηφιότητες μόνο σε ελάχιστο αριθμό απόλυτα σίγουρων περιφερειών, δηλ. εκεί όπου η υποβολή δικών μας υποψηφιοτήτων δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα να βγει ένας φιλελεύθερος αντί του εργατικού (μέλους του Εργατικού Κόμματος). Θα κάναμε εκλογική ζύμωση, μοιράζοντας προκηρύξεις υπέρ του κομμουνισμού και καλώντας σε όλες τις περιφέρειες, όπου δεν υπάρχει δικός μας υποψήφιος, να ψηφίσουν τον εργατικό ενάντια στον αστό. Κάνουν λάθος Οι σύντροφοι Σίλβια Πάνκχερστ και Γκάλαχερ, αν βλέπουν σ’ αυτό προδοσία του κομμουνισμού η παραίτηση από τον αγώνα ενάντια στους σοσιαλπροδότες. Απεναντίας, απ’ αυτό θα κέρδιζε αναμφισβήτητα η υπόθεση της κομμουνιστικής επανάστασης.

Για τους άγγλους κομμουνιστές πολλές φορές είναι σήμερα δύσκολο ακόμη και να πλησιάσουν τις μάζες, ακόμη και να τις κάνουν να τους ακούσουν. Αν παρουσιαστώ σαν κομμουνιστής και δηλώσω πως καλώ να ψηφίσουν τον Χέντερσον ενάντια στον Λόιντ Τζορτζ, ασφαλώς θα με ακούσουν. Και θα μπορέσω να εξηγήσω, σε κατανοητή γλώσσα, όχι μόνο γιατί τα Σοβιέτ είναι καλύτερα από το κοινοβούλιο και η δικτατορία του προλεταριάτου καλύτερη από τη δικτατορία του Τσόρτσιλ (που σκεπάζεται με την ταμπέλα της αστικής «δημοκρατίας»), αλλά και ότι θα ήθελα να στηρίξω τον Χέντερσον με την ψήφο μου, ακριβώς όπως το σκοινί στηρίζει τον κρεμασμένο· ότι όσο οι Χέντερσον πλησιάζουν στο σχηματισμό δικής τους κυβέρνησης, τόσο θα αποδείχνεται πως έχω δίκιο, τόσο θα τραβιούνται οι μάζες με το μέρος μου και θα επιταχύνεται ο πολιτικός θάνατος των Χέντερσον και των Σνόουντεν, ακριβώς όπως έγινε με τους ομοϊδεάτες τους στη Ρωσία και στη Γερμανία.

Και αν μου φέρουν την αντίρρηση: αυτή η τακτική είναι πολύ «πονηρή» και περίπλοκη, δεν θα την καταλάβουν οι μάζες, θα σκορπίσει, θα κομματιάσει τις δυνάμεις μας, θα μας εμποδίσει να τις συγκεντρώσουμε υπέρ της σοβιετικής επανάστασης κτλ., τότε θα απαντήσω στους «αριστερούς» που φέρνουν τις αντιρρήσεις: –μη φορτώνετε το δογματισμό σας στις μάζες! Στη Ρωσία ασφαλώς οι μάζες δεν είναι περισσότερο, αλλά λιγότερο πολιτισμένες απ’ ό,τι στην Αγγλία. Ωστόσο οι μάζες κατάλαβαν τους μπολσεβίκους· και τους μπολσεβίκους δεν τους εμπόδισε, αλλά τους βοήθησε το γεγονός ότι στις παραμονές της σοβιετικής επανάστασης, το Σεπτέμβρη του 1917, κατάρτισαν τους καταλόγους των υποψηφίων τους για το αστικό κοινοβούλιο (Συντακτική Συνέλευση) και την επόμενη μέρα μετά από τη σοβιετική επανάσταση, το Νοέμβρη του 1917, πήραν μέρος στις εκλογές για την ίδια τη Συντακτική Συνέλευση, που την διαλύσανε στις 5/Ι/1918.

Δεν μπορώ να σταθώ εδώ στη δεύτερη διαφωνία ανάμεσα στους άγγλους κομμουνιστές, αν δηλαδή θα πρέπει να ενωθούν με το Εργατικό Κόμμα η ή όχι. Έχω πάρα πολύ λίγα στοιχεία σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, που είναι ιδιαίτερα περίπλοκο λόγω της εξαιρετικής πρωτοτυπίας του Βρετανικού «Εργατικού Κόμματος», το όποιο, από την ίδια τη συγκρότησή του, δεν μοιάζει καθόλου με τα συνηθισμένα πολιτικά κόμματα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Είναι πάντως αναμφισβήτητο, πρώτο, ότι και στο ζήτημα αυτό θα πέσει αναπόφευκτα σε λάθος όποιος σκεφτεί να συναγάγει την τακτική του επαναστατικού προλεταριάτου από αρχές σαν και τούτη δω: «το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να διατηρεί τη θεωρία του καθαρή και την ανεξαρτησία του από το ρεφορμισμό άσπιλη· ο προορισμός του είναι να τραβά μπροστά, χωρίς να σταματά και χωρίς να ξεφεύγει από το δρόμο του, να τραβά ολόισια προς την κομμουνιστική επανάσταση». Γιατί παρόμοιες αρχές επαναλαβαίνουν απλώς το λάθος των γάλλων κομμουνάρων-μπλανκιστών, που το 1874 διακήρυσσαν την «άρνηση» κάθε συμβιβασμού και κάθε είδους ενδιάμεσου σταθμού. Δεύτερο, είναι αναμφισβήτητο ότι και δω, όπως και παντού, το καθήκον μας είναι να μπορούμε να εφαρμόζουμε τις γενικές και βασικές αρχές του κομμουνισμού στην ιδιομορφία εκείνη των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις και στα κόμματα, στην ιδιομορφία εκείνη της αντικειμενικής ανάπτυξης προς τον κομμουνισμό, που χαρακτηρίζει την κάθε χώρα ξεχωριστά και που πρέπει να ξέρουμε να την μελετήσουμε, να την βρούμε, να την μαντέψουμε.

Γι’ αυτό όμως το ζήτημα θα χρειαστεί να μιλήσουμε όχι μόνο σε σχέση με τον αγγλικό κομμουνισμό, αλλά και σε σχέση με τα γενικά συμπεράσματα που αφορούν την ανάπτυξη του κομμουνισμού σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Και σ’ αυτό το θέμα περνάμε τώρα.

Χ ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ρωσική αστική επανάσταση του 1905 παρουσίασε μιαν εξαιρετικά πρωτότυπη στροφή στην παγκόσμια ιστορία: σε μια από τις πιο καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες για πρώτη φορά στον κόσμο το απεργιακό κίνημα πήρε πρωτοφανέρωτο πλάτος και δύναμη. Μόνο τον πρώτο μήνα του 1905 ο αριθμός των απεργών ξεπέρασε δέκα φορές το μέσο ετήσιο αριθμό των απεργών της προηγούμενης δεκαετίας (1895-1904) και από το Γενάρη ως τον Οχτώβρη του 1905 οι απεργίες αναπτύσσονταν αδιάκοπα και έπαιρναν τεράστια έκταση. Η καθυστερημένη Ρωσία, κάτω από την επίδραση μιας σειράς εντελώς ιδιόμορφων ιστορικών συνθηκών, έδειξε πρώτη στον κόσμο όχι μονάχα μιαν αλματώδη ανάπτυξη της αυτενέργειας των καταπιεζόμενων μαζών στη διάρκεια της επανάστασης (αυτό έγινε σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις), αλλά και τη σημασία του προλεταριάτου, σημασία ασύγκριτα μεγαλύτερη από το ποσοστό του μέσα στον πληθυσμό, το συνδυασμό της οικονομικής και της πολιτικής απεργίας με τη μετατροπή της τελευταίας σε ένοπλη εξέγερση, τη γέννηση μιας νέας μορφής μαζικής πάλης και μαζικής οργάνωσης των τάξεων που καταπιέζονται από τον καπιταλισμό, δηλ. των Σοβιέτ.

Οι επαναστάσεις του Φλεβάρη και του Οχτώβρη 1917 οδήγησαν σε μιαν ολόπλευρη ανάπτυξη των Σοβιέτ σε εθνική κλίμακα και αργότερα στη νίκη τους στην προλεταριακή, στη σοσιαλιστική επανάσταση. Και σε διάστημα λιγότερο από δυο χρόνια φάνηκε ο διεθνής χαρακτήρας των Σοβιέτ, η επέκταση αυτής της μορφής αγώνα και οργάνωσης στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα και η ιστορική αποστολή των Σοβιέτ να γίνουν ο νεκροθάφτης, ο κληρονόμος, ο διάδοχος του αστικού κοινοβουλευτισμού, της αστικής δημοκρατίας γενικά.

Κάτι παραπάνω. Η ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει τώρα ότι σε όλες τις χώρες το εργατικό κίνημα πρέπει οπωσδήποτε να περάσει (πράγμα που άρχισε ήδη να γίνεται) μέσα από την πάλη του κομμουνισμού, που γεννιέται, δυναμώνει και τραβά προς τη νίκη, πριν απ’ όλα και κυρίως ενάντια στο δικό του (για την κάθε χώρα) «μενσεβικισμό», δηλαδή τον οπορτουνισμό και το σοσιαλσοβινισμό· δεύτερο –κι’ αυτό υπό τύπο, σαν να λέμε, συμπλήρωσης– ενάντια στον «αριστερό» κομμουνισμό. Η πρώτη πάλη ξεδιπλώθηκε σε όλες, χωρίς καμιά εξαίρεση, τις χώρες, όπως φαίνεται, σαν πάλη ανάμεσα στη II (που σήμερα ουσιαστικά είναι τσακισμένη) και στην III Διεθνή. Η δεύτερη πάλη παρατηρείται και στη Γερμανία και στην Αγγλία και στην Ιταλία και στην Αμερική (τουλάχιστο ορισμένη μερίδα των «Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου» και των αναρχοσυνδικαλιστικών ρευμάτων υπερασπίζει τα λάθη του αριστερού κομμουνισμού παράλληλα με τη σχεδόν γενική, σχεδόν ανεπιφύλακτη αναγνώριση του σοβιετικού συστήματος) και στη Γαλλία (η στάση μιας μερίδας πρώην συνδικαλιστών απέναντι στο πολιτικό κόμμα και στον κοινοβουλευτισμό, πάλι παράλληλα με την αναγνώριση του σοβιετικού συστήματος), δηλαδή αναμφισβήτητα σε κλίμακα όχι μόνο διεθνή, αλλά και παγκόσμια.

Ωστόσο, αν και παντού το εργατικό κίνημα περνά από ένα ομοιογενές στην ουσία, προπαρασκευαστικό σχολείο για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη, η ανάπτυξη αυτή σε κάθε χώρα συντελείται με δικό της τρόπο. Μάλιστα οι μεγάλες, προηγμένες καπιταλιστικές χώρες τραβούν σ’ αυτό το δρόμο πολύ πιο γρήγορα από τον μπολσεβικισμό, που είχε πάρει από την ιστορία προθεσμία δεκαπέντε χρόνων για να προετοιμαστεί για τη νίκη σαν οργανωμένο πολιτικό ρεύμα. Η III Διεθνής μέσα στο σύντομο διάστημα ενός χρόνου κέρδισε κιόλας αποφασιστική νίκη, τσάκισε τη II, την κίτρινη σοσιαλσοβινιστική Διεθνή, που μόλις πριν λίγους μήνες ήταν ασύγκριτα πιο ισχυρή από την III, φαινόταν στερεή και ισχυρή και είχε την ολόπλευρη, άμεση και έμμεση, υλική (υπουργικές θεσούλες, διαβατήρια, Τύπο) και ιδεολογική βοήθεια της αστικής τάξης όλου του κόσμου.

Όλο το ζήτημα τώρα είναι να υπολογίσουν οι κομμουνιστές κάθε χώρας απόλυτα συνειδητά τόσο τα βασικά καθήκοντα των αρχών της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό και τον «αριστερό» δογματισμό, όσο και τις συγκεκριμένες ιδιομορφίες που παίρνει και αναπόφευκτα θα παίρνει η πάλη αυτή σε κάθε χωριστή χώρα, ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της, της πολιτικής, του πολιτισμού, της εθνικής της σύνθεσης (Ιρλανδία κτλ.), των αποικιών της, των θρησκευτικών της διαιρέσεων κτλ., κτλ. Παντού γίνεται αισθητή, πλαταίνει και μεγαλώνει η δυσαρέσκεια ενάντια στη II Διεθνή και για τον οπορτουνισμό της και για την αδυναμία ή την ανικανότητα της να δημιουργήσει ένα πραγματικά συγκεντρωτικό, πραγματικά καθοδηγητικό κέντρο, ικανό να κατευθύνει τη διεθνή τακτική του επαναστατικού προλεταριάτου στην πάλη του για την παγκόσμια σοβιετική δημοκρατία. Πρέπει να καταλάβουμε καλά πως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα τέτιο καθοδηγητικό κέντρο πάνω σε καλούπια, πάνω στη μηχανική ισοπέδωση και συνταύτιση των κανόνων τακτικής της πάλης. Όσον καιρό θα υπάρχουν εθνικές και κρατικές διαφορές ανάμεσα στους λαούς και στις χώρες –και αυτές οι διαφορές θα διατηρούνται πάρα πολύ καιρό ακόμη και ύστερα από την πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου σε παγκόσμια κλίμακα –η ενότητα της διεθνούς τακτικής του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος όλων των χωρών δεν απαιτεί τον παραμερισμό κάθε ποικιλομορφίας ούτε την εξάλειψη των εθνικών διαφορών (αυτό για τις σημερινές στιγμές είναι ένα ανόητο όνειρο), αλλά απαιτεί μια τέτια εφαρμογή των βασικών άρχων του κομμουνισμού (Σοβιετική εξουσία και δικτατορία του προλεταριάτου) που θα παράλλαζε σωστά αυτές τις αρχές σε επιμέρους ζητήματα, που θα τις προσάρμοζε και θα τις εφάρμοζε σωστά στις εθνικές και έθνικοκρατικές διαφορές. Να ερευνηθεί, να μελετηθεί, να αναζητηθεί, να μαντευθεΐ, να κατανοηθεί το εθνικά ιδιαίτερο, το εθνικά ειδικό στους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους κάθε χώρα αντιμετωπίζει τη λύση του ενιαίου διεθνούς καθήκοντος, τη νίκη ενάντια στον οπορτουνισμό και στον αριστερό δογματισμό μέσα στο εργατικό κίνημα, την ανατροπή της αστικής τάξης, την εγκαθίδρυση της Σοβιετικής δημοκρατίας και της προλεταριακής δικτατορίας, να σε τί συνίσταται το βασικό καθήκον της ιστορικής στιγμής που περνούν οι προηγμένες (και όχι μόνο οι προηγμένες) χώρες. Έχει ήδη γίνει το κυριότερο –βέβαια δεν έγιναν όλα, κάθε άλλο, αλλά το κυριότερο– για να τραβηχτεί η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, για να περάσει με το μέρος της Σοβιετικής εξουσίας ενάντια στον κοινοβουλευτισμό, με το μέρος της δικτατορίας του προλεταριάτου ενάντια στην αστική δημοκρατία. Τώρα πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, όλη μας την προσοχή στο επόμενο βήμα, που φαίνεται –και από ορισμένη άποψη πραγματικά είναι– λιγότερο βασικό, που ταυτόχρονα όμως πρακτικά είναι πιο κοντά στην πρακτική λύση αυτού του ζητήματος, δηλαδή στην εξεύρεση της μορφής για το πέρασμα ή για το πλησίασμα στην προλεταριακή επανάσταση.

Η προλεταριακή πρωτοπορία έχει κατακτηθεί ιδεολογικά. Αυτό είναι το κυριότερο. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε το πρώτο βήμα προς τη νίκη. Απ’ αυτό όμως ως τη νίκη υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση. Με μόνη την πρωτοπορία δεν μπορούμε να νικήσουμε. Θα ήταν όχι απλώς ανοησία αλλά και έγκλημα να ρίξουμε μόνη την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη, προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατιές μάζες να έχουν πάρει θέση η ανοιχτής υποστήριξης της πρωτοπορίας, ή τουλάχιστον ευμενούς ουδετερότητας απέναντί της και να έχουν δείξει ότι είναι εντελώς ανίκανες να υποστηρίξουν τον αντίπαλο της. Και για να φτάσει πραγματικά όλη η τάξη, για να φτάσουν πραγματικά οι πλατιές μάζες των εργαζομένων και καταπιεζομένων από το κεφάλαιο στο σημείο να πάρουν μια τέτια θέση, δεν αρκεί μόνο η προπαγάνδα, μόνο η ζύμωση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πολιτική πείρα των ίδιων των μαζών. Τέτιος είναι ο βασικός νόμος όλων των μεγάλων επαναστάσεων, που τον επιβεβαίωσε τώρα με καταπληκτική δύναμη και παραστατικότητα όχι μόνο η Ρωσία, αλλά και η Γερμανία. Όχι μόνο οι απολίτιστες, συχνά αναλφάβητες μάζες της Ρωσίας, αλλά και οι μάζες της Γερμανίας με τον υψηλό πολιτισμό και χωρίς κανέναν αναλφάβητο, χρειάστηκε να δοκιμάσουν πάνω στο πετσί τους όλη την αδυναμία, όλη την έλλειψη χαρακτήρα, όλη την ανικανότητα, όλη τη δουλοπρέπεια απέναντι στην αστική τάξη, όλη την προστυχιά της κυβέρνησης των ιπποτών της II Διεθνούς και όλο το αναπόφευκτο της δικτατορίας των ακρών αντιδραστικών (Κορνίλοφ στη Ρωσία52, Κάππ και Σία στη Γερμανία53), σαν τη μοναδική λύση απέναντι στη δικτατορία του προλεταριάτου, για να στραφούν οριστικά προς τον κομμουνισμό.

Το άμεσο καθήκον της συνειδητής πρωτοπορίας του διεθνούς εργατικού κινήματος, δηλ. των κομμουνιστικών κομμάτων, ομάδων και ρευμάτων είναι να ξέρουν να οδηγήσουν τις πλατιές μάζες (που τώρα ακόμη στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κοιμισμένες, απαθείς, ρουτινιασμένες, αδρανείς, αξύπνητες) σ’ αυτή την καινούργια θέση τους ή μάλλον να ξέρουν να καθοδηγούν όχι μόνο το Κόμμα τους, μα και τις μάζες αυτές στο διάστημα που ζυγώνουν, που περνούν στην καινούργια θέση. Αν το πρώτο ιστορικό καθήκον (να τραβήξουμε τη συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου με το μέρος της Σοβιετικής εξουσίας και της δικτατορίας της εργατικής τάξης) δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί χωρίς την πλήρη ιδεολογική και πολιτική νίκη ενάντια στον οπορτουνισμό και στο σοσιαλσοβινισμό, το δεύτερο καθήκον, που τώρα γίνεται άμεσο και συνίσταται στην Ικανότητα να οδηγήσουμε τις μάζες σε μια καινούργια θέση που μπορεί να εξασφαλίσει τη νίκη της πρωτοπορίας στην επανάσταση, αυτό το άμεσο καθήκον δεν είναι δυνατό να το εκπληρώσουμε χωρίς να εξαλείψουμε τον αριστερό δογματισμό, χωρίς να ξεπεράσουμε ολοκληρωτικά τα λάθη του, χωρίς να απαλλαγούμε απ’ αυτά.

Όσον καιρό το ζήτημα ήταν (και στο βαθμό που είναι ακόμη) να τραβήξουμε την πρωτοπορία του προλεταριάτου με το μέρος του κομμουνισμού, στην πρώτη θέση έμπαινε η προπαγάνδα. Ακόμη και οι όμιλοι που έχουν όλες τις αδυναμίες του πνεύματος του στενού ομίλου είναι εδώ ωφέλιμοι και δίνουν γόνιμα αποτελέσματα. Όταν πρόκειται για την πρακτική δράση των μαζών, για την κατανομή –ας μου επιτραπεί η έκφραση– στρατιών με εκατομμύρια ανθρώπους, για τη διάταξη όλων των ταξικών δυνάμεων μιας δοσμένης κοινωνίας για την τελευταία και αποφασιστική μάχη, τότε πια με μόνη την προπαγανδιστική πρακτική πείρα, με μόνη την επανάληψη των αληθειών του «καθαρού» κομμουνισμού τίποτε δεν κάνεις. Στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να υπολογίζεις με χιλιάδες, όπως υπολογίζει στην ουσία ο προπαγανδιστής, μέλος μιας μικρής ομάδας, που δεν έχει ακόμη καθοδηγήσει μάζες· εδώ πρέπει να υπολογίζεις με εκατομμύρια και με δεκάδες εκατομμύρια. Εδώ πρέπει να βάζεις στον εαυτό σου όχι μόνο το ερώτημα, αν έχουμε πείσει την πρωτοπορία της επαναστατικής τάξης, αλλά ακόμη και το ερώτημα, αν οι ιστορικά ενεργητικές δυνάμεις όλων των τάξεων, όλων απολύτως των τάξεων μιας δοσμένης κοινωνίας, χωρίς καμιά εξαίρεση, είναι διαταγμένες έτσι, ώστε η αποφασιστική μάχη να είναι πια εντελώς ώριμη –έτσι, ώστε (1) όλες οι εχθρικές προς εμάς ταξικές δυνάμεις να τα έχουν αρκετά χαμένα, να έχουν αρκετά φαγωθεί αναμεταξύ τους, αρκετά εξασθενήσει από έναν αγώνα ανώτερο από τις δυνάμεις τους· έτσι, ώστε (2) όλα τα ταλαντευόμενα, διστακτικά, ασταθή, ενδιάμεσα στοιχεία, δηλαδή η μικροαστική τάξη, η μικροαστική δημοκρατία σε διάκριση από την αστική τάξη, να έχουν αρκετά ξεσκεπαστεί μπροστά στο λαό, να έχουν αρκετά ρεζιλευτεί με τη χρεοκοπία τους στην πράξη· έτσι, ώστε (3) στο προλεταριάτο να έχει αρχίσει και να αναπτύσσεται εντατικά μια μαζική τάση για υποστήριξη των πιο αποφασιστικών, απεριόριστα τολμηρών, επαναστατικών ενεργειών ενάντια στην αστική τάξη. Τότε η επανάσταση θα είναι πια ώριμη, τότε η νίκη μας, αν έχουμε υπολογίσει σωστά όλους τους όρους που σημειώσαμε και περιγράψαμε σύντομα παραπάνω και αν έχουμε διαλέξει σωστά τη στιγμή, η νίκη μας είναι εξασφαλισμένη.

Οι διαφωνίες ανάμεσα στους Τσόρτσιλ και στους Λόιντ Τζορτζ –οι πολιτικοί αυτοί τόποι υπάρχουν σε όλες τις χώρες με ασήμαντες εθνικές διαφορές– από το ένα μέρος· έπειτα, οι διαφωνίες ανάμεσα στους Χέντερσον και τους Λόιντ Τζορτζ από το άλλο μέρος, είναι εντελώς ασήμαντες και μικρές από την άποψη του «καθαρού», δηλ. του αφηρημένου κομμουνισμού, δηλ. του κομμουνισμού που δεν είναι ακόμη ώριμος για την πρακτική, μαζική, πολιτική δράση. Από την άποψη όμως αυτή της πρακτικής δράσης των μαζών, Οι διαφορές αυτές είναι πολύ, πάρα πολύ σπουδαίες. Όλο το ζήτημα, όλο το καθήκον του κομμουνιστή, που θέλει να είναι όχι μόνο ένας συνειδητός, πεπεισμένος, ιδεολόγος προπαγανδιστής, αλλά και πρακτικός καθοδηγητής των μαζών στην επανάσταση, συνίσταται στον υπολογισμό αυτών των διαφωνιών, στον καθορισμό της στιγμής που θα έχουν ωριμάσει πέρα για πέρα Οι συγκρούσεις που είναι αναπόφευκτες ανάμεσα σ’ αυτούς τους «φίλους» και που αδυνατίζουν και εξαντλούν όλους μαζί τους «φίλους». Πρέπει να συνδυάσουμε την πιο αυστηρή αφοσίωση στις ιδέες του κομμουνισμού με την ικανότητα να κάνουμε όλους τους απαραίτητους πρακτικούς συμβιβασμούς, ελιγμούς, συμφωνίες, ζίκ-ζάκ, υποχωρήσεις και παρόμοια για να επιταχύνουμε την άνοδο στην εξουσία των Χέντερσον και μετά τη φθορά της πολιτικής εξουσίας των Χέντερσον (των ηρώων της II Διεθνούς, για να μην αναφέρουμε ένα-ένα τα ονόματα των εκπροσώπων της μικροαστικής δημοκρατίας που αυτοκαλούνται σοσιαλιστές)· να επιταχύνουμε την αναπόφευκτη χρεοκοπία τους στην πράξη, χρεοκοπία που διαφωτίζει τις μάζες με το δικό μας ακριβώς πνεύμα, ακριβώς προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού· να επιταχύνουμε τις αναπόφευκτες προστριβές, τα τσακώματα, τις συγκρούσεις, την πλήρη διάσπαση ανάμεσα στους Χέντερσον-Λόιντ Τζορτζ-Τσόρτσιλ (ανάμεσα στους μενσεβίκους και τους εσέρους –τους καντέτους– τους μοναρχικούς· ανάμεσα στους Σάιντεμαν –την αστική τάξη– τους ανθρώπους του Κάππ κτλ.)· και να διαλέξουμε σωστά τη στιγμή που η διάσπαση ανάμεσα σε όλα αυτά τα «στηρίγματα της ιερής ατομικής ιδιοκτησίας» θα έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της, ώστε με την αποφασιστική επίθεση του προλεταριάτου να τους τσακίσουμε όλους και να κατακτήσουμε την πολιτική εξουσία.

Η ιστορία γενικά, η ιστορία των επαναστάσεων ειδικά, είναι πάντοτε πιο πλούσια σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο «πονηρή», απ’ ό,τι το φαντάζονται τα καλύτερα κόμματα, οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες των πιο πρωτοπόρων τάξεων. Κι αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ την επανάσταση την πραγματοποιούν σε στιγμές εξαιρετικής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη. Από δω βγαίνουν δυο πολύ σπουδαία πρακτικά συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι η επαναστατική τάξη για να εκπληρώσει το καθήκον της πρέπει να ξέρει να κάνει κτήμα της όλες, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, τις μορφές ή τις πλευρές της κοινωνικής δράσης (αποτελειώνοντας ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, κάποτε ριψοκινδυνεύοντας πολύ και αντιμετωπίζοντας τεράστιο κίνδυνο, εκείνο που δεν πρόλαβε να αποτελειώσει πριν απ’ αυτή την κατάκτηση)· το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής με την άλλη.

Ο καθένας θα συμφωνήσει πως είναι παράλογη είτε ακόμη και εγκληματική η στάση εκείνου του στρατού, που δεν προετοιμάζεται να εκμάθει όλα τα είδη των όπλων, όλα τα μέσα και τις μεθόδους αγώνα, που διαθέτει η μπορεί να διαθέσει ο εχθρός. Αυτό ισχύει στην πολιτική ακόμη περισσότερο παρά στο στρατό. Στην πολιτική είναι ακόμη λιγότερες οι δυνατότητες να ξέρεις από τα πριν ποιο μέσο πάλης θα αποδειχτεί χρήσιμο και κατάλληλο για μας σε τούτες η εκείνες τις μελλοντικές συνθήκες. Όταν δεν κατέχουμε όλα τα μέσα πάλης, μπορεί να υποστούμε τεράστια –κάποτε μάλιστα αποφασιστική– ήττα, αν οι ανεξάρτητες από τη θέληση μας αλλαγές της κατάστασης των άλλων τάξεων βάλουν στην ημερήσια διάταξη μια μορφή δράσης, στην οποία εμείς είμαστε εξαιρετικά αδύνατοι. Κατέχοντας όλα τα μέσα πάλης, νικούμε στα σίγουρα, μια και αντιπροσωπεύουμε τα συμφέροντα της πραγματικά πρωτοπόρας, της πραγματικά επαναστατικής τάξης, ακόμη κι αν οι περιστάσεις δεν μας επιτρέψουν να χρησιμοποιήσουμε το όπλο που είναι πιο επικίνδυνο για τον εχθρό, το όπλο που καταφέρει με τη μεγαλύτερη ταχύτητα τα θανάσιμα χτυπήματα. Πολλές φορές οι άπειροι επαναστάτες νομίζουν ότι τα νόμιμα μέσα πάλης είναι οπορτουνιστικά, γιατί η αστική τάξη σ’ αυτό το πεδίο πολύ συχνά (προπάντων σε «ειρηνικούς», μη επαναστατικούς καιρούς) εξαπατούσε και κορόιδευε τους εργάτες, και ότι τα παράνομα μέσα είναι επαναστατικά. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Το σωστό είναι ότι οπορτουνιστές και προδότες της εργατικής τάξης είναι τα κόμματα και οι αρχηγοί που δεν μπορούν ή δεν θέλουν (μη λες: δεν μπορώ, λέγε: δεν θέλω) να χρησιμοποιήσουν τα παράνομα μέσα πάλης σε τέτιες συνθήκες, όπως λ.χ. στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου του 1914-1918, όταν η αστική τάξη των πιο ελεύθερων δημοκρατικών χωρών εξαπατούσε τους εργάτες με πρωτάκουστη θρασύτητα και αγριότητα, απαγορεύοντας να λέγεται η αλήθεια για το ληστρικό χαρακτήρα του πολέμου. Οι επαναστάτες όμως, που δεν ξέρουν να συνδυάζουν τις παράνομες μορφές πάλης με όλες τις νόμιμες, είναι πάντοτε πολύ κακοί επαναστάτες. Δεν είναι δύσκολο να είσαι επαναστάτης, όταν η επανάσταση έχει πια ξεσπάσει και φουντώσει, όταν στην επανάσταση προσχωρούν οι πάντες από απλό ενθουσιασμό, από μόδα, κάποτε μάλιστα και από λόγους προσωπικής σταδιοδρομίας. Η «απαλλαγή» του προλεταριάτου από τέτιους επαναστάτες της κακιάς ώρας του στοιχίζει αργότερα, ύστερα από τη νίκη του, πολύ μεγάλους κόπους, και βασανιστικά μπορούμε να πούμε μαρτύρια. Είναι πολύ πιο δύσκολο –και έχεί πολύ μεγαλύτερη αξία– να ξέρεις να είσαι επαναστάτης, όταν δεν υπάρχουν ακόμη οι συνθήκες για άμεσο, ανοιχτό, πραγματικά μαζικό, πραγματικά επαναστατικό αγώνα, να ξέρεις να υπερασπίζεις τα συμφέροντα της επανάστασης (με την προπαγάνδα, τη ζύμωση, την οργάνωση) μέσα σε μη επαναστατικά όργανα και συχνά σε απροκάλυπτα αντιδραστικά, μέσα σε μη επαναστατικές συνθήκες, μέσα σε μάζα που δεν μπορεί να καταλάβει αμέσως την ανάγκη της επαναστατικής μεθόδου δράσης. Να ξέρει να βρίσκει, να αισθάνεται, να καθορίζει σωστά το συγκεκριμένο δρόμο ή την ιδιαίτερη στροφή των γεγονότων, που οδηγεί τις μάζες στον πραγματικό, αποφασιστικό, τελευταίο, μεγάλο επαναστατικό αγώνα –αυτό είναι το κυριότερο καθήκον του σύγχρονου κομμουνισμού στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική.

Παράδειγμα: η Αγγλία. Δεν μπορούμε να ξέρουμε –και κανείς δεν είναι σε θέση να καθορίσει από τα πριν– πότε θα φουντώσει εκεί μια πραγματική προλεταριακή επανάσταση και ποια θα είναι η αφορμή που πιο πολύ θα ξυπνήσει, θα ξεσηκώσει, θα σπρώξει στον αγώνα τις πολύ πλατιές μάζες που σήμερα κοιμούνται ακόμη. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε όλη την προπαρασκευαστική δουλιά μας έτσι που να είμαστε πεταλωμένοι και στα τέσσερα πόδια (όπως αρεσκόταν να λέει ο μακαρίτης ο Πλεχάνοφ, όταν ήταν μαρξιστής και επαναστάτης). Μπορεί «τον πάγο να τον ραγίσει», να τον «σπάσει» μια κοινοβουλευτική κρίση· μπορεί μια κρίση που θα προκληθεί από τις αποικιακές και ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις (αντιφάσεις), που είναι απελπιστικά μπερδεμένες και όλο και περισσότερο οδυνηρά συσσωρεύονται και οξύνονται· μπορεί και κάτι άλλο κτλ. Δεν μιλάμε για το χαρακτήρα του αγώνα που θα κρίνει την τύχη της προλεταριακής επανάστασης στην Αγγλία (το ζήτημα αυτό δεν γεννά αμφιβολίες σε κανέναν κομμουνιστή, το ζήτημα αυτό είναι για όλους μας λυμένο και μάλιστα οριστικά). Μιλάμε για την αφορμή που θα ξυπνήσει τις προλεταριακές μάζες, που σήμερα ακόμη κοιμούνται, θα τις βάλει σε κίνηση και θα τις φέρει πολύ κοντά στην επανάσταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι λ.χ. στην αστική Γαλλική Δημοκρατία, μέσα σε μια κατάσταση που και από διεθνή και από εσωτερική πλευρά ήταν εκατό φορές λιγότερο επαναστατική από τη σημερινή, ήταν αρκετή μια τόσο «απρόοπτη» και τόσο «μικρή» αφορμή, μια από τις χιλιάδες και χιλιάδες άτιμες πράξεις της αντιδραστικής στρατοκρατίας (υπόθεση Ντρέυφους54) για να φέρει το λαό στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου!

Στην Αγγλία οι κομμουνιστές πρέπει να χρησιμοποιούν ακατάπαυστα, εντατικά, σταθερά και τις κοινοβουλευτικές εκλογές και όλες τις περιπέτειες της ιρλανδικής, της αποικιακής, της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης και όλους τους άλλους τομείς, σφαίρες και πλευρές της κοινωνικής ζωής, δουλεύοντας παντού με καινούργιο τρόπο, κομμουνιστικά, στο πνεύμα όχι της II, αλλά της III Διεθνούς. Δεν έχω εδώ ούτε το χρόνο, ούτε το χώρο για να περιγράψω τις μεθόδους της «ρωσικής», της «μπολσεβίκικης» συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές και στην κοινοβουλευτική πάλη, μπορώ όμως να διαβεβαιώσω τους κομμουνιστές του εξωτερικού ότι η καμπάνια αυτή δεν έμοιαζε καθόλου με τις συνηθισμένες κοινοβουλευτικές καμπάνιες της Δυτικής Ευρώπης. Απ’ αυτό βγάζουν συχνά το συμπέρασμα: «καλά, αυτό έγινε σε σας, στη Ρωσία, ο δικός μας όμως ο κοινοβουλευτισμός είναι διαφορετικός». Συμπέρασμα όχι σωστό. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν στον κόσμο κομμουνιστές, οπαδοί της III Διεθνούς σε όλες τις χώρες, για να αλλάξουν σε όλη τη γραμμή, σε όλους τους τομείς της ζωής την παλιά σοσιαλιστική, τρέιντ-γιουνιονιστική, συνδικαλιστική, κοινοβουλευτική δουλιά και να την μετατρέψουν σε νέα, κομμουνιστική δουλιά. Αρκετά και υπεραρκετά οπορτουνιστικά και καθαρά αστικά, καταφερτζίδικα, αγύρτικα-καπιταλιστικά στοιχεία υπήρχαν πάντα και στις δικές μας εκλογές. Οι κομμουνιστές της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής πρέπει να μάθουν να δημιουργήσουν έναν καινούργιο, διαφορετικό από το συνηθισμένο, ένα μη οπορτουνιστικό, μη καριερίστικο κοινοβουλευτισμό, έτσι ώστε το κόμμα των κομμουνιστών να βάλει τα δικά του συνθήματα, οι πραγματικοί προλετάριοι με τη βοήθεια της ανοργάνωτης και εντελώς κακομοιριασμένης φτωχολογιάς να κυκλοφορούν και να μοιράζουν προκηρύξεις, να επισκέπτονται τα σπίτια των εργατών, τις καλύβες των προλετάριων του κάμπου και των απόκεντρων χωριών (στην Ευρώπη, ευτυχώς, υπάρχουν πολύ λιγότερα απόκεντρα χωριά, απ’ ό,τι σε μας, και στην Αγγλία είναι πάρα πολύ λίγα), να χώνονται στις πιο λαϊκές ταβερνούλες, να εισχωρούν στις πιο λαϊκές ενώσεις, συλλόγους, τυχαίες συγκεντρώσεις, να μιλούν με το λαό όχι δασκαλίστικα (και όχι πολύ κοινοβουλευτικά), να μη κυνηγούν ούτε τόσο δα μια «θεσούλα» στη Βουλή, αλλά παντού να ξυπνούν τη σκέψη, να προσελκύουν τη μάζα, να πιάνουν την αστική τάξη από τα ίδια της τα λόγια, να χρησιμοποιούν το μηχανισμό που δημιούργησε αυτή, τις εκλογές που ορίζει, τις εκκλήσεις που κάνει σε όλο το λαό, να κατατοπίζουν το λαό σχετικά με τον μπολσεβικισμό έτσι όπως ποτέ δεν κατόρθωσαν να το κάνουν (στις συνθήκες της κυριαρχίας της αστικής τάξης), εκτός από την περίοδο των εκλογών (με εξαίρεση, φυσικά, τις στιγμές των μεγάλων απεργιών, όταν αυτός ο ίδιος ο μηχανισμός παλλαϊκής ζύμωσης δούλευε σε μας ακόμη πιο εντατικά). Είναι πολύ δύσκολο, πολύ, πάρα πολύ δύσκολο να γίνει αυτό στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, μπορεί όμως και πρέπει να γίνει, γιατί χωρίς κόπο δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν τα καθήκοντα του κομμουνισμού γενικά και πρέπει να κοπιάσουμε για να εκπληρώσουμε τα πρακτικά καθήκοντα, που είναι όλο και πιο πολύμορφα, τα όποια συνδέονται όλο και πιο πολύ με όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, που όλο και πιο πολύ αποσπούν από την αστική τάξη τον ένα τομέα, τον ένα κλάδο ύστερα από τον άλλο.

Και στην ίδια την Αγγλία πρέπει να οργανωθεί με νέο τρόπο (όχι σοσιαλιστικά, αλλά κομμουνιστικά, όχι ρεφορμιστικά, αλλά επαναστατικά) η δουλιά της προπαγάνδας, της ζύμωσης, της οργάνωσης στο στρατό και μέσα στις καταπιεζόμενες και ανισότιμες εθνότητες του «δικού τους» κράτους (Ιρλανδία, αποικίες). Γιατί όλοι αυτοί οι τομείς της κοινωνικής ζωής στην εποχή του ιμπεριαλισμού γενικά, και τώρα ύστερα από έναν πόλεμο, που καταβασάνισε τους λαούς και τους ανοίγει γρήγορα τα μάτια για να δουν την αλήθεια (δηλαδή το ότι δεκάδες εκατομμύρια σκοτώθηκαν ή σακατεύτηκαν μόνο και μόνο για να λυθεί το ζήτημα ποιοι θα ληστεύουν τις περισσότερες χώρες, οι άγγλοι η οι γερμανοί ληστές) όλοι αυτοί οι τομείς της κοινωνικής ζωής συσσωρεύουν πολλή εύφλεκτη ύλη και δημιουργούν πάρα πολλές αφορμές για συγκρούσεις, κρίσεις, όξυνση της ταξικής πάλης. Δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια σπίθα –από τις άπειρες σπίθες που ξεπετιούνται τώρα από παντού σε όλες τις χώρες κάτω από την επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής κρίσης– θα μπορέσει να ανάψει την πυρκαγιά, με την έννοια μιας ιδιαίτερης αφύπνισης των μαζών, και γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να αρχίσουμε «να επεξεργαζόμαστε» με τις νέες μας κομμουνιστικές αρχές όλα τα πεδία δράσης, ακόμη και τα πιο πλατιά, μουχλιασμένα και φαινομενικά άγονα, γιατί διαφορετικά δεν θα βρισκόμαστε στο ύψος του καθήκοντος, δεν θα είμαστε ολόπλευρα προετοιμασμένοι, δεν θα κατέχουμε όλα τα είδη των όπλων, δεν θα προετοιμαστούμε ούτε για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη (που έχει οργανώσει –και τώρα αποδιοργάνωσε– όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής κατά αστικό τρόπο), ούτε για τη μελλούμενη κομμουνιστική αναδιοργάνωση όλης της ζωής ύστερα απ’ αυτή τη νίκη.

Ύστερα από την προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία και τις αναπάντεχες για την αστική τάξη και τους φιλισταίους νίκες της επανάστασης αυτής σε διεθνή κλίμακα, όλος ο κόσμος έγινε τώρα διαφορετικός και η αστική τάξη έγινε κι αυτή παντού διαφορετική. Είναι τρομοκρατημένη από τον «μπολσεβικισμό», έχει καταληφθεί από εξωφρενική μανία εναντίον του και γι’ αυτό ακριβώς, από το ένα μέρος, επιταχύνει την εξέλιξη των γεγονότων και, από το άλλο, συγκεντρώνει την προσοχή στη βίαιη κατάπνιξη του μπολσεβικισμού, αδυνατίζοντας έτσι τη θέση της σε μια σειρά άλλα πεδία. Οι κομμουνιστές όλων των προηγμένων χωρών πρέπει να πάρουν υπόψη τους στην τακτική τους και τα δυο αυτά περιστατικά.

Όταν οι ρώσοι καντέτοι και ο Κερένσκι ξεσήκωσαν λυσσαλέα καμπάνια ενάντια στους μπολσεβίκους –κυρίως από τον Απρίλη του 1917 κι εδώ, κι ακόμη πιο πολύ τον Ιούνη και τον Ιούλη του 1917– το «παραξήλωσαν». Εκατομμύρια αντίτυπα των αστικών εφημερίδων, που ωρύονταν σε όλους τους τόνους ενάντια στους μπολσεβίκους, συντέλεσαν στο να οδηγηθούν οι μάζες να εκφέρουν την κρίση τους για τον μπολσεβικισμό, κι άλλωστε, εκτός από τις εφημερίδες, όλη η κοινωνική ζωή ακριβώς χάρη στο «ζήλο» της αστικής τάξης ήταν γεμάτη από συζητήσεις για τον μπολσεβικισμό. Τώρα σε παγκόσμια κλίμακα οι εκατομμυριούχοι όλων των χωρών φέρνονται κατά τέτιο τρόπο, που θα πρέπει να τους ευγνωμονούμε με όλη μας την ψυχή. Κατατρέχουν τον μπολσεβικισμό με τον ίδιο ζήλο που τον κατέτρεχε ο Κερένσκι και Σία. Και αυτοί επίσης το «παραξηλώνουν» και στην περίπτωση αυτή μας βοηθούν το ίδιο όπως και ο Κερένσκι. Όταν η αστική τάξη της Γαλλίας κάνει τον μπολσεβικισμό κεντρικό ζήτημα της προεκλογικής ζύμωσης, βρίζοντας σαν μπολσεβίκους τους σχετικά μετριοπαθείς ή ταλαντευόμενους σοσιαλιστές· όταν η αστική τάξη της Αμερικής, που τα έχει ολωσδιόλου χαμένα, πιάνει χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους σαν ύποπτους για μπολσεβικισμό και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα πανικού, διαδίδοντας παντού φήμες για μπολσεβίκικες συνωμοσίες· –όταν η «σοβαρότερη» αστική τάξη του κόσμου, η αστική τάξη της Αγγλίας, παρ’ όλη την εξυπνάδα και την πείρα της, κάνει απίστευτες ανοησίες, ιδρύει πλουσιότατες «εταιρίες για την καταπολέμηση του μπολσεβικισμού», δημιουργεί ειδική φιλολογία για τον μπολσεβικισμό, μισθώνει για να πολεμήσει τον μπολσεβικισμό πρόσθετο προσωπικό από επιστήμονες, προπαγανδιστές, παπάδες –εμείς πρέπει να υποκλινόμαστε και να ευχαριστούμε τους κυρίους καπιταλιστές. Δουλεύουν για μας. Μας βοηθούν να κινήσουμε το ενδιαφέρον των μαζών για την ουσία και τη σημασία του μπολσεβικισμού. Και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, γιατί απότυχαν πια στην προσπάθεια τους «να αποσιωπήσουν», να πνίξουν τον μπολσεβικισμό.

Ταυτόχρονα όμως η αστική τάξη βλέπει σχεδόν μονάχα τη μια πλευρά του μπολσεβικισμού: την εξέγερση, τη βία, την τρομοκρατία. Γι’ αυτό η αστική τάξη προσπαθεί να προετοιμαστεί ιδιαίτερα για την απόκρουση και την αντίσταση σ’ αυτό το πεδίο. Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ορισμένες χώρες, για λίγο-πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να το πετύχει: την πιθανότητα αυτή πρέπει να την έχουμε υπόψη μας και δεν υπάρχει απολύτως τίποτε το τρομερό για μας, αν το πετύχει. Ο κομμουνισμός «ξεφυτρώνει» ορμητικά απ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, τα φύτρα του υπάρχουν κυριολεκτικά παντού, η «μόλυνση» (για να χρησιμοποιήσουμε την πιο προσφιλή έκφραση της αστικής τάξης και της αστικής αστυνομίας και την πιο «ευχάριστη» γι’ αυτή σύγκριση) έχει εισχωρήσει πολύ βαθιά μέσα στον οργανισμό και τον έχει διαποτίσει ολόκληρο. Αν «φράξεις» με εξαιρετική προσοχή τη μια έξοδο, η «μόλυνση» θα βρει μιαν άλλη, κάποτε την πιο αναπάντεχη. Η ζωή θα επιβάλει τα δικαιώματα της. Ας παραδέρνει η αστική τάξη, ας λυσσομανά μέχρι τρέλας, ας το παραξηλώνει, ας κάνει ανοησίες, ας εκδικείται προκαταβολικά τους μπολσεβίκους και ας προσπαθεί να εξοντώσει (στις Ινδίες, στην Ουγγαρία, στη Γερμανία κτλ.) καινούργιες εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες αυριανούς ή χθεσινούς μπολσεβίκους: η αστική τάξη, ενεργώντας μ’ αυτό τον τρόπο, ενεργεί όπως ενήργησαν όλες οι τάξεις οι καταδικασμένες σε χαμό από την Ιστορία. Οι κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν πως το μέλλον οπωσδήποτε τους ανήκει και γι’ αυτό μπορούμε (και πρέπει) να συνενώνουμε το μεγαλύτερο πάθος στο μεγάλο επαναστατικό αγώνα με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο υπολογισμό των λυσσαλέων σπασμών της αστικής τάξης. Τη ρωσική επανάσταση την τσακίσανε σκληρά το 1905· τους ρώσους μπολσεβίκους τους τσάκισαν τον Ιούλη του 1917· πάνω από 15.000 γερμανοί κομμουνιστές εξοντώθηκαν με την έντεχνη προβοκάτσια και με τις επιτήδειες μανούβρες του Σάιντεμαν και του Νόσκε από κοινού με την αστική τάξη και τους μοναρχικούς στρατηγούς· στη Φιλλανδία και στην Ουγγαρία οργιάζει η λευκή τρομοκρατία. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις και σε όλες τις χώρες ο κομμουνισμός ατσαλώνεται και αναπτύσσεται· Οι ρίζες του είναι τόσο βαθιές, που οι καταδιώξεις δεν τον εξασθενούν, δεν τον εξαντλούν, αλλά τον δυναμώνουν. Μας λείπει μόνο ένα πράγμα για να τραβήξουμε προς τη νίκη με μεγαλύτερη σιγουριά και σταθερότητα, συγκεκριμένα: η γενική και βαθύτατα μελετημένη από όλους τους κομμουνιστές όλων των χωρών επίγνωση της ανάγκης να είναι στο έπακρο ευλύγιστοι στην τακτική τους. Από τον κομμουνισμό που μεγαλώνει θαυμάσια, ιδιαίτερα στις προηγμένες χώρες, λείπει τώρα αυτή η επίγνωση και η ικανότητα να την εφαρμόσει στην πράξη.

Ωφέλιμο δίδαγμα θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να είναι αυτό που έγινε με τους πολύ ευρυμαθείς, επιστήμονες μαρξιστές και αφοσιωμένους στο σοσιαλισμό αρχηγούς της II Διεθνούς, όπως είναι ο Κάουτσκι, ο Ότο Μπάουερ κ.ά. Είχαν πλήρη επίγνωση της ανάγκης μιας ευλύγιστης τακτικής, είχαν μάθει οι ίδιοι και δίδασκαν και στους άλλους τη διαλεκτική του Μαρξ (και πολλά από εκείνα που έκαναν σ’ αυτό τον τομέα θα μείνουν για πάντα πολύτιμο απόκτημα της σοσιαλιστικής φιλολογίας), στην εφαρμογή όμως αυτής της διαλεκτικής έκαναν τέτιο λάθος η αποδείχτηκαν στην πράξη τόσο μη διαλεκτικοί, αποδείχτηκαν άνθρωποι σε τέτιο βαθμό ανίκανοι να υπολογίσουν τη γρήγορη αλλαγή των μορφών και το γρήγορο γέμισμα των παλιών μορφών με καινούργιο περιεχόμενο, που η τύχη τους δεν είναι πολύ πιο αξιοζήλευτη από την τύχη του Χάιντμαν, του Γκέντ και του Πλεχάνοφ. Η βασική αίτια της χρεοκοπίας τους ήταν ότι, «καρφώνοντας τα μάτια» σε μια ορισμένη μορφή ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και του σοσιαλισμού, ξεχνούσαν το μονόπλευρο χαρακτήρα της, φοβούνταν να δουν το απότομο εκείνο σπάσιμο, που οι αντικειμενικές συνθήκες το καθιστούσαν αναπόφευκτο και εξακολουθούσαν να επαναλαβαίνουν απλές, αποστηθισμένες, τόσο αναμφισβήτητες από πρώτη ματιά αλήθειες, όσο και ότι το τρία είναι μεγαλύτερο από το δύο. Η πολιτική όμως μοιάζει πολύ περισσότερο με την άλγεβρα παρά με την αριθμητική και πολύ περισσότερο με τα ανώτερα μαθηματικά παρά με τα κατώτερα. Στην πραγματικότητα όλες οι παλιές μορφές του σοσιαλιστικού κινήματος γέμισαν με καινούργιο περιεχόμενο, μπροστά από τους αριθμούς παρουσιάστηκε γι’ αυτό το λόγο ένα καινούργιο σημείο, το «πλην», ενώ οι σοφοί μας εξακολουθούσαν (και εξακολουθούν) με πείσμα να βεβαιώνουν τον εαυτό τους και τους άλλους ότι το «πλην τρία» είναι μεγαλύτερο από το «πλην δύο».

Πρέπει να προσπαθήσουμε να μην επαναλάβουν οι κομμουνιστές το ίδιο λάθος, από άλλη όμως πλευρά, ή, πιο σωστά, να προσπαθήσουμε να διορθωθεί το ταχύτερο και να εξαλειφθεί πιο γρήγορα και πιο ανώδυνα για τον οργανισμό το ίδιο λάθος που κάνουν οι «αριστεροί» κομμουνιστές, από άλλη όμως πλευρά. Και ο «αριστερός» δογματισμός είναι επίσης λάθος και όχι μονάχα ο δεξιός δογματισμός. Βέβαια το λάθος του αριστερού δογματισμού στον κομμουνισμό είναι σήμερα χίλιες φορές λιγότερο επικίνδυνο και λιγότερο σημαντικό, παρά το λάθος του δεξιού δογματισμού (δηλ. του σοσιαλσοβινισμού και του καουτσκισμού), αυτό όμως μόνο γιατί ο αριστερός κομμουνισμός είναι ένα πολύ νεαρό ρεύμα που μόλις γεννιέται. Μόνο γι’ αυτό το λόγο η αρρώστια μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να γιατρευτεί εύκολα και πρέπει να επιχειρήσουμε τη θεραπεία της με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα.

Τα παλιά σχήματα έσπασαν, γιατί αποδείχτηκε πως το νέο περιεχόμενο τους –περιεχόμενο αντιπρολεταριακό, αντιδραστικό– αναπτύχθηκε υπέρμετρα. Έχουμε τώρα, από την άποψη της ανάπτυξης του διεθνούς κομμουνισμού, ένα τόσο σταθερό, τόσο δυνατό, τόσο ισχυρό περιεχόμενο δουλιάς (υπέρ της Σοβιετικής εξουσίας, υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου), που μπορεί και πρέπει να εκδηλωθεί με οποιαδήποτε μορφή, και με τη νέα και με την παλιά, μπορεί και πρέπει να αναπλάσει, να νικήσει, να υποτάξει όλες τις μορφές, όχι μόνο τις νέες, αλλά και τις παλιές, όχι για να συμφιλιωθεί με τις παλιές, αλλά για να μπορέσει όλες και τις κάθε λογής νέες και παλιές μορφές να τις κάνει όπλο για την πλήρη και τελική, αποφασιστική και οριστική νίκη του κομμουνισμού.

Οι κομμουνιστές πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να κατευθύνουν το εργατικό κίνημα και την κοινωνική ανάπτυξη γενικά από τον πιο ίσιο και τον πιο γρήγορο δρόμο στην παγκόσμια νίκη της σοβιετικής εξουσίας και στη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό είναι αναμφισβήτητη αλήθεια. Φτάνει όμως να κάνεις ένα μικρό βήμα παραπέρα –ένα βήμα, θα νόμιζε κανείς, προς την ίδια κατεύθυνση– και η αλήθεια θα μετατραπεί σε λάθος. Φτάνει να πεις, όπως λένε οι γερμανοί και οι άγγλοι αριστεροί κομμουνιστές, ότι εμείς αναγνωρίζουμε μόνο ένα δρόμο, μόνο τον ίσιο δρόμο, ότι δεν επιτρέπουμε ελιγμούς, συμφωνίες, συμβιβασμούς, κι αυτό θα είναι πια λάθος που μπορεί να προξενήσει, και ενμέρει προξένησε ήδη και προξενεί, σοβαρότατη ζημιά στον κομμουνισμό. Ο δεξιός δογματισμός επέμενε στην αναγνώριση μόνο των παλιών μορφών και χρεοκόπησε πέρα για πέρα, γιατί δεν είδε το νέο περιεχόμενο. Ο αριστερός δογματισμός επιμένει στην κατηγορηματική άρνηση των καθορισμένων παλιών μορφών, χωρίς να βλέπει ότι το νέο περιεχόμενο ανοίγει το δρόμο του μέσα απ’ όλες και τις κάθε λογής μορφές, ότι η υποχρέωση μας, σαν κομμουνιστές που είμαστε, είναι να μάθουμε να χρησιμοποιούμε όλες τις μορφές, να μάθουμε να συμπληρώνουμε με τη μεγαλύτερη ταχύτητα τη μια μορφή με την άλλη, να αντικαθιστούμε τη μια με την άλλη, να προσαρμόζουμε την τακτική μας σε κάθε τέτια αλλαγή που δεν προκαλείται από την τάξη μας η τις προσπάθειες μας.

Η παγκόσμια επανάσταση τόσο πολύ επιταχύνθηκε και προωθήθηκε από τις φρικαλεότητες, τα αίσχη, τα εγκλήματα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, από το αδιέξοδο της κατάστασης που δημιούργησε αυτός ο πόλεμος –η επανάσταση αυτή αναπτύσσεται σε πλάτος και σε βάθος με τέτια καταπληκτική ταχύτητα, με τέτιο υπέροχο πλούτο εναλλασσόμενων μορφών, με τόσο διδακτική πρακτική αναίρεση κάθε δογματισμού, που έχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα θα γιατρευτεί γρήγορα και ολοκληρωτικά από την παιδική αρρώστια του «αριστερού» κομμουνισμού.

27. IV. 1920.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προτού προλάβει ο εκδοτικός μηχανισμός της χώρας μας –που τη λήστεψαν οι ιμπεριαλιστές όλου του κόσμου για να την εκδικηθούν για την προλεταριακή επανάσταση και συνεχίζουν να τη ληστεύουν και να της κάνουν αποκλεισμό, παρ’ όλες τις υποσχέσεις που έδοσαν στους εργάτες τους– προτού προλάβει ο εκδοτικός μας μηχανισμός να βγάλει την μπροσούρα μου, ήλθε από το εξωτερικό συμπληρωματικό υλικό. Χωρίς να έχω την αξίωση ότι η μπροσούρα μου είναι τίποτε παραπάνω από πρόχειρες σημειώσεις ενός δημοσιολόγου, θα θίξω σύντομα ορισμένα σημεία.

Ι

Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ

Η διάσπαση των κομμουνιστών στη Γερμανία είναι γεγονός. Οι «αριστεροί» ή η «αντιπολίτευση άρχων» σχημάτισαν ιδιαίτερο κόμμα που, σε διάκριση από το «Κομμουνιστικό Κόμμα», ονομάζεται «Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα». Στην Ιταλία τα πράγματα, όπως φαίνεται, τραβούν επίσης για διάσπαση –λέω, όπως φαίνεται, γιατί έχω μόνο δυο πρόσθετα φύλλα ( 7 και 8 ) της αριστερής εφημερίδας «Το Σοβιέτ» («II Soviet»), όπου συζητιέται ανοιχτά η δυνατότητα και η ανάγκη της διάσπασης και μάλιστα γίνεται λόγος για συνέδριο της ομάδας των οπαδών της «αποχής» (ή των «μποϋκοταριστών», δηλ. αυτών που δεν θέλουν τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο), ομάδας που ως τα σήμερα ανήκει στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Υπάρχει κίνδυνος η διάσπαση με τους «αριστερούς», τους αντικοινοβουλευτικούς (ενμέρει και αντιπολιτικούς, αντίπαλους του πολιτικού κόμματος και της δουλιάς στα συνδικάτα) να γίνει διεθνές φαινόμενο, όπως και η διάσπαση με τους «κεντριστές» (ή τους οπαδούς του Κάουτσκι, του Λογκέ, τους «ανεξάρτητους» κτλ.). "Ας γίνει κι έτσι. Η διάσπαση πάντως είναι καλύτερη από τη σύγχυση που εμποδίζει και την ιδεολογική, θεωρητική, επαναστατική ανάπτυξη και ωρίμανση του κόμματος και την ομόφωνη, πραγματικά οργανωμένη πρακτική δουλιά, που προετοιμάζει πραγματικά τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Ας δοκιμάσουν οι «αριστεροί» τον εαυτό τους στην πράξη σε εθνική και διεθνή κλίμακα, ας δοκιμάσουν να προετοιμάσουν (και αργότερα και να πραγματοποιήσουν) τη δικτατορία του προλεταριάτου, χωρίς ένα κόμμα αυστηρά συγκεντρωτικό, με σιδερένια πειθαρχία, χωρίς την ικανότητα να κατέχουν όλα τα πεδία, όλους τους τομείς, όλες τις ποικιλίες της πολιτικής και πολιτιστικής δουλιάς. Η πρακτική πείρα θα τους διδάξει γρήγορα.

Πρέπει μόνο να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, ώστε η διάσπαση με τους «αριστερούς» να μη δυσκολέψει ή να δυσκολέψει όσο το δυνατό λιγότερο την αναπόφευκτη στο κοντινό μέλλον και απαραίτητη συγχώνευση σ’ ένα ενιαίο κόμμα όλων εκείνων που παίρνουν μέρος στο εργατικό κίνημα και είναι ειλικρινά και τίμια υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στη Ρωσία το μεγάλο ευτύχημα για τους μπολσεβίκους ήταν πως είχαν 15 χρόνια για να κάνουν συστηματικό και μέχρις εσχάτων αγώνα τόσο ενάντια στους μενσεβίκους (δηλ. τους οπορτουνιστές και τους «κεντριστές»), όσο και ενάντια στους «αριστερούς» πολύ πριν από τον άμεσο μαζικό αγώνα για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Στην Ευρώπη και στην Αμερική χρειάζεται τώρα να γίνει η ίδια δουλιά με «επιταχυμένα βήματα». Ορισμένες προσωπικότητες, ιδιαίτερα από τους αποτυχημένους μνηστήρες της αρχηγίας, μπορούν (αν δεν έχουν αρκετή προλεταριακή πειθαρχία και «τιμιότητα απέναντι στον εαυτό τους») να επιμένουν για πολύ καιρό στα λάθη τους, Οι εργατικές όμως μάζες, όταν θα ωριμάσει η στιγμή, θα συνενωθούν εύκολα και γρήγορα και θα συνενώσουν όλους τους ειλικρινείς κομμουνιστές σ’ ένα ενιαίο κόμμα, ικανό να εγκαθιδρύσει το σοβιετικό καθεστώς και τη δικτατορία του προλεταριάτου.[14].

ΙΙ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Στην μπροσούρα μου διατύπωσα τη γνώμη ότι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους κομμουνιστές και στην αριστερή πτέρυγα των ανεξάρτητων είναι απαραίτητος και ωφέλιμος για τον κομμουνισμό, δεν είναι όμως εύκολο να πραγματοποιηθεί. Τα φύλλα των εφημερίδων που πήρα ύστερα απ’ αυτό επιβεβαίωσαν και το ένα και το άλλο. Στο φύλλο αρ. 32 της «Κόκκινης Σημαίας», οργάνου της ΚΕ του ΚΚ Γερμανίας («Die Rote Fahne»55, Zentralorgan der Kommunistischen Partei Deutschlands, Spar- takusbund, της 26/III/1920), δημοσιεύεται «δήλωση» αυτής της ΚΕ για το στρατιωτικό «πραξικόπημα» (συνωμοσία, τυχοδιωκτισμό) των Καπ-Λιούτβιτς και για τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση». Η δήλωση αυτή είναι απόλυτα σωστή και ως προς το βασικό επιχείρημα και ως προς το πρακτικό της συμπέρασμα. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι τούτη τη στιγμή δεν υπάρχει η «αντικειμενική βάση» για τη δικτατορία του προλεταριάτου, γιατί η «πλειοψηφία των εργατών της πόλης» ακολουθεί τους «ανεξάρτητους». Συμπέρασμα: υπόσχεση «νομιμόφρονης αντιπολίτευσης» (δηλ. παραίτηση από την προετοιμασία «βίαιης ανατροπής») στη «σοσιαλιστική κυβέρνηση με αποκλεισμό των αστικών καπιταλιστικών κομμάτων».

Η τακτική αυτή στη βάση της είναι αναμφισβήτητα σωστή. Αν όμως δεν πρέπει να στεκόμαστε σε μικροανακρίβειες της διατύπωσης, ωστόσο δεν μπορούμε να αποσιωπούμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να ονομάζει κανείς «σοσιαλιστική» (σ’ επίσημη δήλωση του Κομμουνιστικού Κόμματος) μια κυβέρνηση σοσιαλπροδοτών, πως δεν μπορεί να μίλα κανείς για αποκλεισμό των «αστικών-καπιταλιστικών κομμάτων», όταν τα κόμματα και των Σάιντεμαν και των κυρίων Κάουτσκι - Κρίσπιν είναι μικροαστικά-δημοκρατικά, δεν μπορεί να γράφει κανείς τέτια πράγματα, σαν την παράγραφο 4 της δήλωσης που λέει:

«...Για την παραπέρα κατάκτηση των προλεταριακών μαζών με το μέρος του κομμουνισμού έχει τεράστια σημασία, από την άποψη της ανάπτυξης της προλεταριακής δικτατορίας, μια κατάσταση στην οποία η πολιτική ελευθερία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί απεριόριστα και όπου η αστική δημοκρατία δεν θα μπορούσε να ενεργεί σαν δικτατορία του κεφαλαίου...».

Τέτια κατάσταση δεν είναι δυνατό να υπάρξει. Οι μικροαστοί αρχηγοί, οι γερμανοί Χέντερσον (Σάιντεμαν) και Σνόουντεν (Κρίσπιν) δεν βγαίνουν και δεν μπορούν να βγουν έξω από τα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, κι αυτή με τη σειρά της δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά δικτατορία του κεφαλαίου. Αυτά τα λαθεμένα από άποψη αρχών και πολιτικά επιζήμια πράγματα δεν θα έπρεπε καθόλου να γράφονται από την άποψη της επίτευξης του πρακτικού αποτελέσματος που επιδίωκε πολύ σωστά να επιτύχει η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος. Γι’ αυτό ήταν αρκετό να πει κανείς (αν θέλει να είναι κοινοβουλευτικά ευγενής): όσο η πλειοψηφία των εργατών της πόλης ακολουθεί τους ανεξάρτητους, εμείς οι κομμουνιστές δεν μπορούμε να εμποδίσουμε αυτούς τους εργάτες να λυτρωθούν από τις τελευταίες τους μικροαστικές-δημοκρατικές (δηλ. επίσης «αστικο-καπιταλιστικές») αυταπάτες με την πείρα που θα αποκομίσουν από τις κυβερνήσεις «τους». Αυτό είναι αρκετό για να στηριχτεί ένας συμβιβασμός, που πραγματικά είναι απαραίτητος και που πρέπει να συνίσταται στην παραίτηση για ορισμένο χρονικό διάστημα από τις προσπάθειες βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης, που της έχει εμπιστοσύνη η πλειοψηφία των εργατών της πόλης. Στην καθημερινή όμως μαζική ζύμωση, που δεν περιορίζεται από τα πλαίσια της επίσημης, της κοινοβουλευτικής ευγένειας, θα μπορούσαμε, βέβαια, να προσθέσουμε: οι παλιάνθρωποι σαν τους Σάιντεμαν και οι φιλισταίοι σαν τους Κάουτσκι-Κρίσπιν, ας αποκαλύψουν στην πράξη πόσο είναι γελασμένοι οι ίδιοι και πόσο ξεγελούν και τους εργάτες· η «καθαρή» τους κυβέρνηση θα «κάνει πιο καθαρά» αυτή τη δουλιά του «καθαρίσματος» των στάβλων του Αυγείου του σοσιαλισμού, του σοσιαλ-δημοκρατισμού και των άλλων μορφών της σοσιαλπροδοσίας.

Η πραγματική φύση των σημερινών αρχηγών του «Ανεξάρτητου Σοσιαλ-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» (αρχηγών που εσφαλμένα λέγεται ότι τάχα έχασαν πια κάθε επιρροή, και που στην πράξη είναι πιο επικίνδυνοι για το προλεταριάτο παρά οι ούγγροι σοσιαλδημοκράτες, που ονόμαζαν τον εαυτό τους κομμουνιστές και υπόσχονταν «υποστήριξη» στη δικτατορία του προλεταριάτου) φάνηκε για μια ακόμη φορά στην περίοδο του γερμανικού κορνιλοφικού πραξικοπήματος, δηλ. του πραξικοπήματος των κ. κ. Καπ και Λιούτβιτς 56.

Μικρή, αλλά παραστατική εικόνα δίνουν τα αρθράκια του Καρλ Κάουτσκι: «Αποφασιστικές στιγμές» («Entscheidende Stunden») στη «Freiheit» («Ελευθερία», όργανο των ανεξάρτητων)57, της 30/ΙΙΙ/1920 και του Άρτουρ Κρίσπιν: «Για την πολιτική κατάσταση» (14/IV/1920, στην ίδια εφημερίδα). Οι κύριοι αυτοί δεν ξέρουν καθόλου να σκέπτονται και να κρίνουν σαν επαναστάτες. Είναι κλαψιάρηδες μικροαστοί δημοκράτες, χίλιες φορές πιο επικίνδυνοι για το προλεταριάτο, όταν δηλώνουν πως είναι οπαδοί της σοβιετικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, γιατί στην πράξη σε κάθε δύσκολη και επικίνδυνη στιγμή αναπόφευκτα θα διαπράξουν προδοσία... διατηρώντας την «ειλικρινέστατη» πεποίθηση ότι βοηθούν το προλεταριάτο! Εξάλλου και οι ούγγροι σοσιαλδημοκράτες, που μεταβαφτίστηκαν σε κομμουνιστές, ήθελαν να «βοηθήσουν» το προλεταριάτο, όταν από δειλία και έλλειψη χαρακτήρα έκριναν απελπιστική την κατάσταση της σοβιετικής εξουσίας στην Ουγγαρία και άρχισαν να μισοκλαίνε μπροστά στους πράκτορες των καπιταλιστών της Αντάντ και των δημίων της Αντάντ.

III Ο ΤΟΥΡΑΤΙ ΚΑΙ ΣΙΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Τα φύλλα της ιταλικής εφημερίδας «Το Σοβιέτ», που αναφέρω παραπάνω, επιβεβαιώνουν απόλυτα όσα είπα στην μπροσούρα μου για το λάθος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που ανέχεται στις γραμμές του τέτια μέλη και μάλιστα τέτια ομάδα βουλευτών. Αυτό το επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο ένας αμερόληπτος μάρτυρας, σαν τον ανταποκριτή της αγγλικής αστικο-φιλελεύθερης εφημερίδας «The Manchester Guardian» στη Ρώμη, που στο φύλλο της 12/III/1920 δημοσίευσε συνέντευξη του με τον Τουράτι.

«...Ο σινιόρ Τουράτι –γράφει ο ανταποκριτής αυτός– υποθέτει ότι ο επαναστατικός κίνδυνος δεν είναι τέτιος που να προκαλεί στην Ιταλία αβάσιμους φόβους. Οι μαξιμαλιστές παίζουν με τη φωτιά των σοβιετικών θεωριών απλώς για να κρατούν τις μάζες σε ένταση και ερεθισμό. Ωστόσο οι θεωρίες αυτές είναι καθαρά φανταστικές έννοιες, ανώριμα προγράμματα, ακατάλληλα για πρακτική εφαρμογή. Είναι κατάλληλες μόνο για νά κρατάνε τις εργαζόμενες τάξεις σε κατάσταση αναμονής. Οι ίδιοι άνθρωποι, που τις χρησιμοποιούν σαν δόλωμα για να θαμπώνουν τα μάτια των προλετάριων, βλέπουν πως είναι αναγκασμένοι να κάνουν καθημερινή πάλη για νά κατακτήσουν ορισμένες, συχνά μηδαμινές, οικονομικές βελτιώσεις, έτσι που να απομακρύνουν τη στιγμή που οι εργαζόμενες τάξεις θα χάσουν τις αυταπάτες και την πίστη τους στους αγαπημένους τους μύθους. Από δω έχουμε μια μακρόχρονη περίοδο απεργιών όλων των διαστάσεων που ξεσπούν από τις πιο διαφορετικές αφορμές, μέχρι τις τελευταίες απεργίες των ταχυδρομικών και σιδηροδρομικών υπηρεσιών –απεργίες που κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την ήδη δύσκολη κατάσταση της χώρας. Η χώρα είναι εκνευρισμένη εξαιτίας των δυσκολιών που έχουν σχέση με το πρόβλημα της Αδριατικής, την πνίγει το εξωτερικό της χρέος, η απεριόριστη έκδοση χαρτονομίσματος, και παρ’ όλα αυτά όμως δεν συναισθάνεται ακόμη καθόλου την ανάγκη να αφομοιώσει την πειθαρχία εκείνη της εργασίας, που είναι η μόνη που μπορεί να αποκαταστήσει την τάξη και την ευημερία...».

Είναι ξεκάθαρο ότι ο άγγλος ανταποκριτής με τη φλυαρία του άφησε να του ξεφύγει μια αλήθεια, που ασφαλώς την κρύβει και τη σκεπάζει και ο ίδιος ο Τουράτι και οι αστοί υπερασπιστές, βοηθοί και εμπνευστές του στην Ιταλία. Η αλήθεια αυτή είναι ότι οι ιδέες και η πολιτική δουλιά των κυρίων Τουράτι, Τρέβες, Μοντιλιάνι, Ντουγκόνι και Σία είναι πραγματικά τέτιες, όπως ακριβώς τις περιγράφει ο άγγλος ανταποκριτής. Είναι καθαρότατη σοσιαλπροδοσία. Τί αξία έχει απλώς η υπεράσπιση της τάξης και της πειθαρχίας για τους εργάτες, που είναι μισθωτοί δούλοι και δουλεύουν για να πλουτίζουν οι καπιταλιστές! Πόσο καλά τους ξέρουμε εμείς, οι ρώσοι, όλους αυτούς τους μενσεβίκικους λόγους! Πόσο πολύτιμη είναι η ομολογία ότι οι μάζες είναι υπέρ της Σοβιετικής εξουσίας! Πόσο χοντροκέφαλη και αγοραία-αστική είναι η μη κατανόηση του επαναστατικού ρόλου των απεργιών, που αναπτύσσονται αυθόρμητα! Ναι, ναι, ο άγγλος ανταποκριτής της αστικοφιλελεύθερης εφημερίδας πρόσφερε υπηρεσία από την ανάποδη στους κυρίους Τουράτι και Σία και επιβεβαίωσε υπέροχα την ορθότητα των απαιτήσεων του συντρόφου Μπορτίγκα και των φίλων του της εφημερίδας «Το Σοβιέτ», που ζητούν από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αν θέλει να είναι στην πράξη υπέρ της III Διεθνούς, να στιγματίσει και να διώξει από τις γραμμές του τους κυρίους Τουράτι και Σία και να γίνει Κομμουνιστικό Κόμμα και στην ονομασία και στα έργα.

IV ΛΑΘΕΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΩΣΤΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Ο σύντροφος Μπορτίγκα όμως και οι «αριστεροί» φίλοι του από τη σωστή κριτική τους για τους κυρίους Τουράτι και Σία βγάζουν το λαθεμένο συμπέρασμα ότι γενικά είναι επιζήμια η συμμετοχή στο κοινοβούλιο. Οι Ιταλοί «αριστεροί» δεν μπορούν να παρουσιάσουν ούτε ίχνος κάποιου σοβαρού επιχειρήματος για να υπερασπίσουν αυτή την άποψη. Απλώς αγνοούν (ή προσπαθούν να ξεχάσουν) τα διεθνή πρότυπα μιας πραγματικά επαναστατικής και κομμουνιστικής χρησιμοποίησης των αστικών κοινοβουλίων, χρησιμοποίησης αναμφισβήτητα ωφέλιμης για την προετοιμασία της προλεταριακής επανάστασης. Απλώς είναι ανίκανοι να φανταστούν «καινούργια» χρησιμοποίηση και βάζουν τις φωνές, λέγοντας και ξαναλέγοντας συνεχώς τα ίδια για την «παλιά», τη μη μπολσεβίκικη, χρησιμοποίηση του κοινοβουλευτισμού.

Αυτό ακριβώς είναι και το βασικό τους λάθος. Όχι μονάχα στο κοινοβουλευτικό, αλλά και σε όλα τα πεδία δράσης ο κομμουνισμός πρέπει να μπάσει (και χωρίς μακρόχρονη, επίμονη, σκληρή δουλιά δεν θα μπορέσει να μπάσει) το καινούργιο από άποψη αρχών, που ξεκόβει ριζικά από τις παραδόσεις της II Διεθνούς (διατηρώντας ταυτόχρονα και αναπτύσσοντας ό,τι καλό έχει δόσει η II Διεθνής).

Ας πάρουμε π.χ. τη δημοσιογραφική δουλιά. Οι εφημερίδες, οι μπροσούρες, οι προκηρύξεις εκπληρώνουν την απαραίτητη δουλιά προπαγάνδας, ζύμωσης και οργάνωσης. Κανένα μαζικό κίνημα σε μια κάπως πολιτισμένη χώρα δεν μπορεί να κάνει χωρίς δημοσιογραφικό μηχανισμό. Και καμιά φωνασκία ενάντια στους «αρχηγούς», καμιά ένορκη υπόσχεση ότι θα διαφυλαχτεί η καθαρότητα των μαζών από την επιρροή των αρχηγών δεν θα μας απαλλάξει από την ανάγκη να χρησιμοποιούμε για τη δουλιά αυτή ανθρώπους, που προέρχονται από το περιβάλλον των αστών διανοουμένων, δεν θα μας απαλλάξει από την αστικοδημο-κρατική ατμόσφαιρα, από την ατμόσφαιρα της «ατομικής ιδιοκτησίας» και από τις αντίστοιχες συνθήκες, μέσα στις οποίες γίνεται η δουλιά αυτή στον καπιταλισμό. Ακόμη και δυόμισι χρόνια ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης, ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, βλέπουμε γύρω μας αύτη την ατμόσφαιρα, αυτό το κλίμα των (αγροτικών, βιοτεχνικών) αστικοδημοκρατικών σχέσεων, των σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας σε μαζική κλίμακα.

Ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί μια μορφή δουλιάς, η δημοσιογραφία μια άλλη. Και στις δυο το περιεχόμενο μπορεί να είναι κομμουνιστικό και πρέπει να είναι κομμουνιστικό, αν αυτοί που δουλεύουν και στον ένα και στον άλλο τομέα είναι πραγματικοί κομμουνιστές, πραγματικά μέλη του προλεταριακού, μαζικού κόμματος. Όμως και στον ένα και στον άλλο –και σε οποιονδήποτε τομέα δουλιάς στις συνθήκες του καπιταλισμού και στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό– δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις δυσκολίες και τα ιδιόμορφα προβλήματα που πρέπει να υπερνικήσει και να επιλύσει το προλεταριάτο για να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του τους ανθρώπους που προέρχονται από το αστικό περιβάλλον, για να νικήσει τις αστικές-διανοουμενίστικες προλήψεις και επιδράσεις, για να αδυνατίσει την αντίσταση του μικροαστικού περιβάλλοντος (και παραπέρα να το μεταπλάσει εντελώς).

Μήπως πριν τον πόλεμο του 1914-1918 δεν είχαμε σε όλες τις χώρες εξαιρετικά άφθονα παραδείγματα που οι πολύ «αριστεροί» αναρχικοί, συνδικαλιστές και άλλοι κατακεραύνωναν τον κοινοβουλευτισμό, κορόιδευαν τους κοινοβουλευτικούς-σοσιαλιστές που κατάντησαν πρόστυχοι αστοί, μαστίγωναν τον καριερισμό τους κτλ. κτλ., ενώ οι ίδιοι με τη δημοσιογραφία, με τη δουλιά στα συνδικάτα έκαναν την ίδια ακριβώς αστική καριέρα; Μήπως τα παραδείγματα των κυρίων Ζουό και Μερχάιμ, αν περιοριστούμε στη Γαλλία, δεν είναι χαρακτηριστικά απ’ αυτή την άποψη;

Η παιδαριωδία της «άρνησης» συμμετοχής στον κοινοβουλευτισμό, συνίσταται ακριβώς στο ότι σκέπτονται «να λύσουν» με μια τόσο «απλή» και «εύκολη», δήθεν επαναστατική μέθοδο το δύσκολο πρόβλημα της πάλης ενάντια στις αστικοδημοκρατικές επιδράσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, ενώ στην πραγματικότητα φοβούνται απλώς τον ίδιο τον ίσκιο τους, κλείνουν απλώς τα μάτια τους μπροστά στη δυσκολία, προσπαθούν να απαλλαγούν απ’ αυτή απλώς με τα λόγια. Ο πιο ξετσίπωτος καριερισμός, η αστική χρησιμοποίηση της κοινοβουλευτικής θεσούλας, η κατάφωρη ρεφορμιστική διαστρέβλωση της κοινοβουλευτικής δουλιάς, η πρόστυχη μικροαστική ρουτίνα –δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλα αυτά είναι τα συνηθισμένα και επικρατέστερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που γεννά ο καπιταλισμός παντού και όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα στο εργατικό κίνημα. Ο καπιταλισμός όμως και η αστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί (που ακόμη και μετά την ανατροπή της αστικής τάξης εξαφανίζονται με μεγάλη βραδύτητα, γιατί η αγροτιά ξαναγεννα συνεχώς την αστική τάξη) γεννούν κυριολεκτικά σε όλους χωρίς εξαίρεση τους τομείς της δουλιάς και της ζωής έναν ακριβώς ίδιο στην ουσία, με μηδαμινές παραλλαγές στη μορφή, αστικό καριερισμό, εθνικό σοβινισμό, μικροαστική προστυχιά κτλ.

Φαντάζεστε τους εαυτούς σας «τρομερούς επαναστάτες», αγαπητοί οπαδοί της αποχής και αντικοινοβουλευτικοί, στην πραγματικότητα όμως τρομάξατε μπροστά στις μικρές σχετικά δυσκολίες της πάλης ενάντια στις αστικές επιδράσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, ενώ η νίκη σας, δηλαδή η ανατροπή της αστικής τάξης και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, θα δημιουργήσει αυτές τις ίδιες δυσκολίες σε ακόμη μεγαλύτερες, σε ασύγκριτα μεγαλύτερες διαστάσεις. Τρομάξατε σαν τα μικρά παιδιά από τη μικρή δυσκολία που έχετε σήμερα μπροστά σας, χωρίς να καταλαβαίνετε πως αύριο ή μεθαύριο θα χρειαστεί οπωσδήποτε να μάθετε και να μάθετε κατά βάθος να υπερνικάτε αυτές τις δυσκολίες σε ασύγκριτα μεγαλύτερη έκταση.

Στις συνθήκες της Σοβιετικής εξουσίας στο δικό σας και στο δικό μας προλεταριακό κόμμα θα τρυπώσουν ακόμη πιο πολλοί αστοί διανοούμενοι. Θα μπουν και στα Σοβιέτ και στα δικαστήρια και στη διοίκηση, γιατί δεν μπορούμε να χτίσουμε τον κομμουνισμό παρά μόνο με το ανθρώπινο υλικό που δημιούργησε ο καπιταλισμός, γιατί δεν μπορούμε να εξοστρακίσουμε και να εκμηδενίσουμε την αστική διανόηση, πρέπει να την νικήσουμε, να την μεταπλάσουμε, να την μεταμορφώσουμε, να την αναδιαπαιδαγωγήσουμε –όπως πρέπει να αναδιαπαιδαγωγήσουμε μέσα σε μακρόχρονη πάλη, με βάση τη δικτατορία του προλεταριάτου, και τους ίδιους τους προλετάριους, που κι αυτοί δεν απαλλάσσονται από τις μικροαστικές τους προλήψεις μονομιάς, με κάποιο θαύμα, με το θέλημα της Παναγίας, με το πρόσταγμα κάποιου συνθήματος, απόφασης, διατάγματος, παρά μόνο με τη μακρόχρονη και δύσκολη μαζική πάλη ενάντια στις μαζικές μικροαστικές επιδράσεις. Στις συνθήκες της Σοβιετικής εξουσίας τα ίδια καθήκοντα, που τώρα με τόση περιφρόνηση, με τόση υπεροψία, με τόση επιπολαιότητα, με τόση παιδαριωδία τα πετά από πάνω του με μια μόνο κίνηση του χεριού του ο αντικοινοβουλευτικός –τα ίδια αυτά καθήκοντα ξαναγεννιούνται μέσα στα Σοβιέτ, μέσα στη Σοβιετική διοίκηση, στους σοβιετικούς «θεσμοφύλακες» (εμείς στη Ρωσία διαλύσαμε και καλά κάναμε που διαλύσαμε το αστικό δικηγορικό σώμα, ξαναγεννιέται όμως στη χώρα μας κάτω από το κάλυμμα των «σοβιετικών» «θεσμοφυλάκων»52). Μέσα στους σοβιετικούς μηχανικούς, μέσα στους σοβιετικούς δασκάλους, μέσα στους προνομιούχους, δηλαδή στους πιο ειδικευμένους και καλύτερα τοποθετημένους εργάτες στο σοβιετικό εργοστάσιο βλέπουμε κάθε μέρα να ξαναγεννιούνται διαρκώς όλα κυριολεκτικά τα αρνητικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τον αστικό κοινοβουλευτισμό και μόνο με τη συνεχή, ακούραστη, μακρόχρονη, επίμονη πάλη της προλεταριακής οργάνωσης και πειθαρχίας νικάμε σιγά-σιγά αυτό το κακό.

Είναι βέβαια πολύ «δύσκολο» στις συνθήκες της κυριαρχίας της αστικής τάξης να νικήσεις τις αστικές συνήθειες μέσα στο δικό σου, δηλ. στο εργατικό κόμμα: είναι «δύσκολο» να διώξεις από το κόμμα τους ανεπανόρθωτα χαλασμένους από τις αστικές προλήψεις κοινοβουλευτικούς αρχηγούς που τους έχει συνηθίσει ο κόσμος, είναι «δύσκολο» να υποτάξεις στην προλεταριακή πειθαρχία τον απόλυτα απαραίτητο αριθμό (έστω και πολύ περιορισμένο αριθμό) ανθρώπων που προέρχονται από την αστική τάξη, είναι «δύσκολο» να δημιουργήσεις στο αστικό κοινοβούλιο μια κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα απόλυτα αξία της εργατικής τάξης, είναι «δύσκολο» να πετύχεις, ώστε οι κομμουνιστές βουλευτές να μην ασχολούνται στα αστικά κοινοβούλια με τιποτένια μικροπράγματα, αλλά με την εξαιρετικά επιτακτική δουλιά της προπαγάνδας, της ζύμωσης, της οργάνωσης μέσα στις μάζες. Όλα αυτά ήταν «δύσκολα», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν δύσκολο να γίνουν στη Ρωσία και είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να γίνουν στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, οπού η αστική τάξη είναι πολύ πιο δυνατή, όπου οι αστικοδημοκρατικές παραδόσεις κτλ. είναι πιο δυνατές.

Όλες όμως αυτές οι «δυσκολίες» είναι πραγματικό παιχνιδάκι σε σύγκριση με τα εντελώς ίδιας φύσης καθήκοντα, που οπωσδήποτε το προλεταριάτο θα πρέπει αναπόφευκτα να εκπληρώσει και για τη νίκη του και κατά τη διάρκεια της προλεταριακής επανάστασης και ύστερα από την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο. Σε σύγκριση μ’ αυτά τα πραγματικά γιγάντια καθήκοντα, όταν στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου θα χρειαστεί να αναδιαπαιδαγωγήσουμε εκατομμύρια αγρότες και μικρονοικοκυρέους, εκατοντάδες χιλιάδες ιδιωτικούς και δημόσιους υπάλληλους, αστούς διανοούμενους, να τους υποτάξουμε όλους στο προλεταριακό κράτος και στην προλεταριακή καθοδήγηση, να νικήσουμε τις αστικές συνήθειες και παραδόσεις τους –σε σύγκριση μ’ αυτά τα γιγάντια καθήκοντα είναι παιχνιδάκι να δημιουργήσουμε σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης, στο αστικό κοινοβούλιο, μια πραγματικά κομμουνιστική ομάδα ενός αληθινού προλεταριακού κόμματος.

Αν οι σύντροφοι «αριστεροί» και οι αντικοινοβουλευτικοί δεν μάθουν τώρα να υπερνικούν ακόμη και μια τέτια μικρή δυσκολία, μπορούμε να πούμε στα σίγουρα πως αυτοί ή δεν θα είναι σε θέση να κάνουν πράξη τη δικτατορία του προλεταριάτου, δεν θα μπορέσουν σε πλατιά κλίμακα να υποτάξουν και να μεταπλάσουν τους αστούς διανοούμενους και τους αστικούς θεσμούς, ή θα υποχρεωθούν να συμπληρώσουν στα γρήγορα τη μόρφωση τους και με τη βιασύνη αυτή θα προξενήσουν τεράστια ζημιά στην υπόθεση του προλεταριάτου, θα κάνουν περισσότερα λάθη απ’ όσα γίνονται συνήθως, θα δείξουν αδυναμία και ανικανότητα μεγαλύτερη από το μέσο όρο και τα λοιπά και τα λοιπά.

Όσο δεν θα έχει ανατραπεί η αστική τάξη και κατόπιν όσο δεν θα έχουν εξαφανιστεί εντελώς το μικρό νοικοκυριό και η μικρή εμπορευματική παραγωγή, Οι αστικές συνθήκες, οι συνήθειες της ατομικής ιδιοκτησίας, οι μικροαστικές παραδόσεις θα καταστρέφουν την προλεταριακή δουλιά τόσο από τα έξω, όσο και από τα μέσα του εργατικού κινήματος, όχι σε μια μόνο σφαίρα δράσης, στην κοινοβουλευτική, αλλά αναπόφευκτα σε όλους τους λογής-λογής τομείς της κοινωνικής δράσης, σε όλους χωρίς εξαίρεση τους πολιτιστικούς και πολιτικούς τομείς. Και το πιο βαρύ λάθος, που μετά θα υποχρεωθούμε αναπόφευκτα να το πληρώσουμε, είναι η προσπάθεια να ξεφύγεις, να αγνοήσεις ένα από τα «δυσάρεστα» καθήκοντα ή τις δυσκολίες σε κάποιον τομέα δουλιάς. Πρέπει να διδαχτούμε και να μάθουμε να κατέχουμε όλους χωρίς εξαίρεση τους τομείς της δουλιάς, να νικάμε όλες τις δυσκολίες και όλες τις αστικές έξεις, παραδόσεις και συνήθειες παντού και πάντα. Κάθε άλλη τοποθέτηση του ζητήματος δεν είναι σοβαρή, είναι απλούστατα παιδαριωδία.

12/V/1920.

Στη ρωσική έκδοση αυτού του βιβλίου παρουσίασα κάπως όχι σωστά τη δράση του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο σύνολο του στον τομέα της διεθνούς επαναστατικής πολιτικής. Γι’ αυτό επωφελούμαι από την ευκαιρία που μου παρουσιάζεται σήμερα και δίνω στη δημοσιότητα το παρακάτω γράμμα των ολλανδών συντρόφων μας πάνω στο ζήτημα αυτό και σε συνέχεια διορθώνω την έκφραση «ολλανδοί τριμπουνιστές», που χρησιμοποίησα στο ρωσικό κείμενο, και στη θέση του βάζω τις λέξεις: «μερικά μέλη του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος».

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————

[1]. Η μπροσούρα «Ο “Αριστερισμός” Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού» του Λένιν γράφτηκε τον Απρίλη του 1920 και αποτέλεσε τη βάση για τις αποφάσεις του Δευτέρου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (6-25 του Ιούλη 1920). Τυπώθηκε αμέσως σε τρεις γλώσσες –ρωσικά, αγγλικά, γαλλικά– και δόθηκε σ’ όλους τους αντιπροσώπους του Συνεδρίου. Στόχος της ήταν να προσανατολίσει επαναστατικά τα νεαρά αλλά άπειρα Κομμουνιστικά Κόμματα που κάτω από την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης ιδρύονταν σ’ όλο τον κόσμο καθώς το προλεταριάτο κατάγγελνε και ξέκοβε από την προδοτική ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας που με το ξέσπασμα του Α΄ Ιμπεριαλιστικού Πολέμου πέρασε οριστικά στην υπηρεσία του ταξικού εχθρού. (Θ.Θ.)

[2]. Στην πολιτική και στα κόμματα ισχύει –με τις ανάλογες τροποποιήσεις– εκείνο που ισχύει για τα άτομα. Έξυπνος δεν είναι εκείνος που δεν κάνει λάθη. Τέτιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν και ούτε μπορούν να υπάρξουν. Έξυπνος είναι εκείνος που κάνει λάθη όχι πολύ ουσιαστικά και ξέρει να τα διορθώνει εύκολα και γρήγορα (Λένιν).

[3]. Τεχνητή γλώσσα, επινοημένη το 1879 από τον Ιωάννη Μαρτίνο Σλάιερ, για την οποία έγιναν προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί σαν διεθνής γλώσσα (Σημ. μετ.).

[4]. Στο άρθρο του: «Η Διάλυση του Κόμματος» στην «Εργατική Κομμουνιστική Εφημερίδα» –όργανο της αναρχο-συνδικαλιστικής ομάδας των γερμανών «αριστερών» κομμουνιστών (αρ. φύλ. 32) που έβγαινε στο Αμβούργο από το 1919 μέχρι το 1927– ο Καρλ Έρλερ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γκ. Λάουφενμπεργκ) έγραφε στις 7/2/1920: «Η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταστρέψει το αστικό κράτος χωρίς να καταργήσει την αστική δημοκρατία και δεν μπορεί να καταργήσει την αστική δημοκρατία χωρίς να καταστρέψει τα κόμματα».
Τα πιο θολωμένα μυαλά ανάμεσα στους συνδικαλιστές και αναρχικούς των λατινικών χωρών μπορούν να είναι «ικανοποιημένα»: σοβαροί γερμανοί, που προφανώς θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή (οι Κ. Έρλερ και Κ. Χόρνερ στα άρθρα τους στην πιο πάνω εφημερίδα που, αποδείχνουν με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα ότι θεωρούν τους εαυτούς τους σοβαρούς μαρξιστές και λένε με τον πιο αστείο τρόπο απίστευτες ανοησίες, δείχνοντας έτσι πως δεν καταλαβαίνουν την αλφαβήτα του μαρξισμού), καταντούν να λένε πράγματα που δεν ταιριάζουν καθόλου. Αυτή και μόνο η παραδοχή του μαρξισμού δεν φτάνει για να σε απαλλάξει από τα λάθη. Οι ρώσοι το ξέρουν αυτό πολύ καλά, γιατί ο μαρξισμός ήταν πολλές φορές «της μόδας» στη χώρα μας (Λένιν).

[5]. Ο Μαλινόβσκι ήταν αιχμάλωτος στη Γερμανία. Όταν γύρισε στη Ρωσία, τον καιρό που η εξουσία βρισκόταν πια στα χέρια των μπολσεβίκων, παραπέμφθηκε αμέσως σε δίκη και τουφεκίστηκε από τους εργάτες μας. Οι μενσεβίκοι μας επετέθησαν με εξαιρετική κακία για το λάθος μας να έχουμε έναν χαφιέ στην ΚΕ του Κόμματος μας. Όταν όμως εμείς, επί Κερένσκι, ζητούσαμε να συλληφθεί και να δικαστεί ο πρόεδρος της Δούμας Ροντζιάνκο, γιατί ήξερε ακόμη πριν τον πόλεμο ότι ο Μαλινόβσκι ήταν χαφιές και δεν είπε τίποτε γι’ αυτό στους τρουντοβίκους και στους εργάτες βουλευτές της Δούμας, τόσο οι μενσεβίκοι, όσο και οι εσέροι, που ήταν στην κυβέρνηση μαζί με τον Κερένσκι, δεν υποστήριξαν το αίτημα μας και ο Ροντζιάνκο έμεινε ελεύθερος και πήγε ελεύθερα στον Ντενίκιν (Λένιν).

[6]. Βλέπε «Άπαντα», τόμος 40ός, σελ. 1-24 (Η Συντ.).

[7]. Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Έγκελς. Διαλεχτά Γράμματα, ρωσική έκδοση 1953, σελ. 105, (Η Συντ.).

[8]. Οι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζουό, Λεγκίν δεν είναι τίποτε άλλο παρά Ζουμπάτοφ, που διαφέρουν από τον δικό μας Ζουμπάτοφ μόνο από το ευρωπαϊκό κουστούμι, το ευρωπαϊκό λούστρο και τις πολιτισμένες, εκλεπτυσμένες, δημοκρατικά ταιριασμένες μεθόδους που χρησιμοποιούν στην εφαρμογή της αισχρής πολιτικής τους(Λένιν).

[9]. Βλέπε «Άπαντα», τόμος 40ός, σελ. 54-61 (Η Συντ.).

[10]. Είχα πολύ λίγες δυνατότητες να γνωρίσω τον «αριστερό» κομμουνισμό της Ιταλίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο σ. Μπορντίγκα και η ομάδα του των «κομμουνιστών οπαδών της αποχής» (Comunista astensionista), δεν έχουν δίκιο, όταν υποστηρίζουν την αποχή από το κοινοβούλιο. Σ’ ένα σημείο όμως μου φαίνεται πως έχει δίκιο –απ’ ό,τι μπορώ να κρίνω από δυο φύλλα της εφημερίδας του, «Το Σοβιέτ» (αρ. φύλ. 3 και 4, της 18/Γενάρη και 1/Φλεβάρη/1920), από τέσσερα τεύχη του εξαίρετου περιοδικού του συντρόφου Σερράτι: «Κομμουνισμός» (Τεύχη 1-4, 1/Οκτώβρη – 30/Νοέμβρη/1919) και από τα σκόρπια φύλλα των ιταλικών αστικών εφημερίδων που μπόρεσα να διαβάσω. Συγκεκριμένα ο σ. Μπορντίγκα και η ομάδα του έχουν δίκιο, όταν επιτίθενται στον Τουράτι και στους ομοϊδεάτες του, που παραμένουν σ’ ένα κόμμα που αναγνώρισε τη Σοβιετική εξουσία και τη δικτατορία του προλεταριάτου, παραμένουν μέλη του κοινοβουλίου και ωστόσο συνεχίζουν την πολύ επιζήμια, την παλιά, οπορτουνιστική πολιτική τους. Φυσικά, ο σ. Σερράτι και όλο το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα , όταν το ανέχονται αυτό, κάνουν λάθος, λάθος που απειλεί να προκαλέσει την ίδια μεγάλη ζημιά και τον ίδιο κίνδυνο όπως και στην Ουγγαρία, όπου οι Ούγγροι κύριοι Τουράτι σαμποτάρισαν από τα μέσα και το κόμμα και τη Σοβιετική εξουσία. Μια τέτια λαθεμένη, ασυνεπής ή αχαρακτήριστη στάση απέναντι στους οπορτουνιστές-μέλη του κοινοβουλίου γεννάει από το ένα μέρος τον «αριστερό» κομμουνισμό και από το άλλο δικαιολογεί ως ένα ορισμένο βαθμό την ύπαρξη του. Ο σ. Σερράτι έχει ολοφάνερα άδικο, όταν κατηγορεί το βουλευτή Τουράτι για «ασυνέπεια» («Comunismo», τεύχ. 3), τη στιγμή που ασυνέπεια δείχνει ακριβώς το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα που ανέχεται τέτιους οπορτουνιστές-μέλη του κοινοβουλίου, σαν τον Τουράτι και Σία (Λένιν).

[11]. Σε κάθε τάξη, ακόμη και στις συνθήκες της πιο εξελιγμένης χώρας, ακόμη και στην πιο πρωτοπόρο τάξη, και σ’ εκείνη που οι περιστάσεις της στιγμής έχουν προκαλέσει μια εξαιρετική άνοδο όλων των ψυχικών δυνάμεων, υπάρχουν πάντα –και, όσο καιρό θα υπάρχουν τάξεις, όσο καιρό δεν θα έχει εδραιωθεί ολοκληρωτικά, δεν θα έχει σταθεροποιηθεί, δεν θα έχει αναπτυχθεί πάνω στη δική της βάση η αταξική κοινωνία, θα υπάρχουν αναπόφευκτα– εκπρόσωποι της τάξης, που δεν σκέφτονται και που δεν είναι σε θέση να σκεφτούν. Αν δεν ήταν έτσι, ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, που καταπιέζει τις μάζες (Λένιν).

[12]. Φαίνεται πως αυτό το Κόμμα είναι ενάντια στην προσχώρηση στο «Εργατικό Κόμμα», δεν είναι όμως στο σύνολο του ενάντια στη συμμετοχή στο κοινοβούλιο (Λένιν).

[13]. Στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση στη Ρωσία, το Νοέμβρη του 1917, σύμφωνα με πληροφορίες που αφορούν πάνω από 36 εκατομμύρια εκλογείς, οι μπολσεβίκοι πήραν τα 25% των ψήφων, τα διάφορα κόμματα των τσιφλικάδων και της αστικής τάξης τα 13%, η μικροαστική δημοκρατία, δηλ. οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, μαζί με τις συγγενικές τους μικροομάδες, τα 62%.

[14]. Στο ζήτημα της μελλοντικής συγχώνευσης των «αριστερών» κομμουνιστών, των αντικοινοβουλευτικών, με τους κομμουνιστές γενικά, θα σημειώσω και τα παρακάτω. Στο βαθμό που μου στάθηκε δυνατό να διαβάσω τις εφημερίδες των «αριστερών» κομμουνιστών και γενικά των κομμουνιστών της Γερμανίας, διαπιστώνω πως οι πρώτοι έχουν το πλεονέκτημα ότι ξέρουν καλύτερα από τους δεύτερους να κάνουν ζύμωση μέσα στις μάζες. Κάτι ανάλογο παρατήρησα επανειλημμένα στην ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος –μόνο σε μικρότερη έκταση, και σε ορισμένες τοπικές οργανώσεις και όχι σαν γενικό φαινόμενο σε όλη τη χώρα. Λογουχάρη στα 1907-1908 οι «αριστεροί» μπολσεβίκοι έκαναν κάποτε μέσα στις μάζες εδώ κι εκεί πιο επιτυχημένη ζύμωση από μας. Αυτό ενμέρει εξηγείται με το ότι σε μια επαναστατική στιγμή, ή όταν είναι ακόμη ζωντανές οι αναμνήσεις της επανάστασης, είναι πιο εύκολο να πλησιάσεις τις μάζες με την τακτική της «απλής» άρνησης. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί ακόμη επιχείρημα για την ορθότητα αυτής της τακτικής. Πάντως δεν χωρεί ούτε η ελάχιστη αμφιβολία ότι το κομμουνιστικό κόμμα, που θέλει να είναι στην πράξη η εμπροσθοφυλακή, το πρωτοπόρο τμήμα της επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου, και που, εκτός απ’ αυτό, θέλει να μάθει να καθοδηγεί την πλατιά μάζα όχι μόνο την προλεταριακή, αλλά και τη μη προλεταριακή, τη μάζα των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων, είναι υποχρεωμένο να ξέρει και να προπαγανδίζει, και να οργανώνει, και να κάνει ζύμωση με τον πιο προσιτό, τον πιο κατανοητό, τον πιο σαφή και ζωντανό τρόπο τόσο για τον «κοσμάκη» της πόλης, του εργοστασίου, όσο και για το χωριό (Λένιν).
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger